Γιώργος Πινακούλας
[...] Στη νεοελληνική λογοτεχνία δεν υπήρξε μέχρι σήμερα, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, κανένα πραγματικά σπουδαίο μυθιστόρημα. Δεν υπήρξε δηλαδή κάποιο έργο αντάξιο των μεγάλων ευρωπαϊκών. Δε γράφτηκε στη γλώσσα μας κάποιο έργο εφάμιλλο με τον Γαργαντούα του Ραμπελαί ή τον Δον Κιχώτη του Θερβάντες, με το Πόλεμος και ειρήνη του Τολστόι, το Έγκλημα και τιμωρία του Ντοστογιέφσκι, το Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο του Προυστ, τον Δόκτορα Φάουστους του Τόμας Μαν ή το Όνομα του ρόδου του Ουμπέρτο Έκο. Η νεοελληνική λογοτεχνία δε συνεισέφερε ως τώρα στην παγκόσμια ιστορία της λογοτεχνίας ένα μυθιστόρημα, παρότι συνέβαλε στη διαμόρφωσή της με πολλά ποιήματα και διηγήματα.
Υπήρξαν βέβαια πολλές απόπειρες συγγραφής μυθιστορήματος: η Πάπισσα Ιωάννα του Ροΐδη και τα νεανικά μυθιστορήματα του Παπαδιαμάντη, η Πηνελόπη Δέλτα, ο Νίκος Καζαντζάκης, τα μυθιστορήματα της Γενιάς του ’30 (Βενέζης, Μυριβήλης, Θεοτοκάς, Τερζάκης, Πολίτης, Καραγάτσης, Πεντζίκης), ο Στρατής Τσίρκας, ο Άρης Αλεξάνδρου και ο Αλέξανδρος Κοτζιάς. Όλα τα νεοελληνικά μυθιστορήματα όμως φαίνονται ανολοκλήρωτα, δίνουν την εντύπωση ανεκπλήρωτων υποσχέσεων. Οι προαναφερθέντες ήταν όλοι τους σπουδαίοι συγγραφείς, πραγματικοί μάστορες της γραφής, άριστοι χειριστές της γλώσσας. Τα προσωπικά τους χαρίσματα όμως δεν επαρκούσαν για τη σύνθεση ενός ολοκληρωμένου μυθιστορήματος. Κι αν τα έργα κάποιων απ’ τους συγγραφείς μας, όπως του Καζαντζάκη, του Τσίρκα και του Κοτζιά, έφτασαν σ’ ένα βαθμό ολοκλήρωσης, δεν είναι παρά οι εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Μοιάζουν με μικρές οάσεις μέσα σε μια απέραντη έρημο, δεν έχουν ούτε προγόνους ούτε διαδόχους στο έργο τους.
Το πρόβλημα της απουσίας του μυθιστορήματος απ’ τη λογοτεχνία μας αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία αν αναλογιστούμε ότι η ιστορία των ευρωπαϊκών λογοτεχνιών είναι, σε μεγάλο βαθμό, η ιστορία της μυθιστοριογραφίας τους. Η γαλλική λογοτεχνία, για παράδειγμα, μπορεί να ιδωθεί ως η ιστορία των μυθιστορημάτων του Ραμπελαί, του Βολταίρου, του Ρουσσώ, του Ντιντερό, του Σταντάλ, του Φλωμπέρ, του Βερν, του Προυστ, του Καμύ, του Ουελμπέκ· μπορεί να ιδωθεί ως μια ιστορία πέντε αιώνων σπουδαίας μυθιστοριογραφίας. Και το ίδιο ισχύει και για την αγγλική λογοτεχνία, που είναι η ιστορία των μυθιστορημάτων απ’ τον Ντεφόε μέχρι τον ΜακΓιούαν. Ή για την ιταλική λογοτεχνία, που είναι η ιστορία των μυθιστορημάτων απ’ τον Βοκκάκιο μέχρι τον Έκο. Αντίθετα, η ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας είναι, στην πραγματικότητα, ιστορία της ποίησης και, πιο πρόσφατα, του διηγήματος· όχι πάντως ιστορία του μυθιστορήματος. Απ’ τον Διγενή Ακρίτα μέχρι τον Σολωμό και απ’ τον Καβάφη μέχρι τον Σαχτούρη και τον Γκανά είναι η ποίηση αυτό το είδος που υπηρετείται διαρκώς και αποδίδει σπουδαίους καρπούς. Απ’ τα Έρωτος αποτελέσματα μέχρι τον Παπαδιαμάντη και απ’ τον Βιζυηνό μέχρι τον Βαλτινό, γράφουμε σπουδαίο διήγημα, και όχι μυθιστόρημα.
Η απουσία μυθιστοριογραφίας είναι μια αναπηρία που συνοδεύει εξαρχής και μέχρι σήμερα τη λογοτεχνία μας, κι ας μην το παραδεχόμαστε ρητά. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι ένα κεντρικό γεγονός του πολιτισμού μας, ένα πνευματικό φαινόμενο που συνδέεται με όλες τις όψεις της ζωής του νέου ελληνισμού. Έχει σημασία να τονιστεί ότι η καχεξία της μυθιστοριογραφίας δεν είναι ένα ζήτημα που αφορά μόνο τη λογοτεχνία. Το μυθιστόρημα είναι μια απ’ τις ανώτερες μορφές τέχνης και η δημιουργία του είναι το αποτέλεσμα μιας μακραίωνης διαδικασίας. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι πρόκειται για ένα είδος που φανερώνει την ωριμότητα της λογοτεχνίας, της τέχνης, του πολιτισμού. Η απουσία του ή η καχεκτική παρουσία του στην Ελλάδα φανερώνει την «ανωριμότητα» της λογοτεχνίας αλλά και του πολιτισμού μας. Συνεπώς, σε αυτή την πολιτισμική ανωριμότητα πρέπει να αναζητηθούν τα αίτια της απουσίας του μυθιστορήματος, στον εγκλωβισμό μας, κατά κάποιο τρόπο, σ’ ένα παλαιότερο επίπεδο εξέλιξης. […]
Προδημοσίευση από το τχ. 2. του περιοδικού Νέο Πλανόδιον που θα κυκλοφορήσει την επόμενη εβδομάδα
πηγή: Aντίφωνο
[b]Μετακένωση[/b]
[i]«πολιτισμική ανωριμότητα»[/i], λοιπόν, και [i]«εγκλωβισμός […] σ’ ένα παλαιότερο επίπεδο εξέλιξης»[/i]. Σημαίνουσες λέξεις – ή ίσως και κουβέντες σκληρές.
Είναι κρίμα που, για την τεκμηρίωσή τους, αντλούνται αντιπαραδείγματα από τις λογοτεχνίες μόνο της Γαλλίας, της Αγγλίας, της Ισπανίας, της Ιταλίας (εκ μέρους της οποίας, μάλιστα, χρειάζεται να συγκαταλεγεί η Αυτού Μετριότητα του Ουμπέρτο Έκο στην αριστεία των αξιομνημόνευτων πεζογράφων) και της Γερμανίας – δηλαδή εθνών με π ο λ λ α π λ ά σ ι ο_ π λ η θ υ σ μ ό από αυτόν της Ελλάδας. Ενώ η επίκληση της Ρωσίας συνηγορεί, πασιφανώς, στα α κ ρ ι β ώ ς_ α ν τ ί θ ε τ α από τα συμπεράσματα στα οποία χειραγωγεί τόσο το ενταύθα παράθεμα, όσο και το σύνολο έντυπο άρθρο.
Η μειωτική ματιά που συνοψίζεται στις παραπάνω καθολικές κρίσεις, ας διευκρινίσω, δεν εξαντλείται στον επιχώριο ορίζοντα: [b]Πρόκειται για την, τυπική, υπεροψία της δυτικοευρωπαϊκής μεταχριστιανικής βιοτής έναντι παντός ασυμμόρφωτου πολιτιστικού γεγονότος.[/b] Αυτό ξεδιπλώνεται, μάλιστα, ως το κύριο προ-κείμενο θέμα.
Από κει και μετά, ο συγγραφέας του άρθρου παίρνει την πρωτοβουλία να ενσωματώσει, απλώς, τη γαλλική ερμηνευτική εκδοχή στη φιλολογική αυτοσυνειδησία του τόπου του.
Αγαπητέ Γιώργο,
Σ’ ευχαριστώ, καταρχάς, θερμά που διάβασες το κείμενό μου.
Η αλήθεια είναι ότι στεναχωριέμαι που χρησιμοποίησα τις φράσεις «πολιτισμική ανωριμότητα» και «εγκλωβισμός σε παλαιότερο επίπεδο εξέλιξης». Όλοι στέκονται σε αυτές και χάνουν τη γενικότερη εικόνα. Δεν υποστηρίζω ότι η Ελλάδα πάσχει από γενικότερη πνευματική καθυστέρηση. Διαπιστώνω απλώς ότι δε δημιουργήσαμε σπουδαίο μυθιστόρημα.
Αν χρησιμοποιώ ως παράδειγμα τις δυτικοευρωπαϊκές λογοτεχνίες, το κάνω γιατί εκεί γεννήθηκε και αναπτύχθηκε το μυθιστόρημα όπως το ξέρουμε σήμερα. Και αυτό δεν έχει να κάνει με τον πληθυσμό τους. Σπουδαίο μυθιστόρημα δημιουργήθηκε και σε μικρές σε πληθυσμό χώρες όπως η Δανία ή η Ουγγαρία και η Τσεχία. Άλλωστε, και η Ισπανία του Θερβάντες δεν ξεπερνούσε σε πληθυσμό, μαζί με την Πορτογαλία, τα δέκα εκατομμύρια (βλ. πρόχειρα εδώ ([url]”http://en.wikipedia.org/wiki/Early_modern_demography”[/url])).
Όσον αφορά τον Έκο, δεν μπορώ να καταλάβω γιατί είναι μετριότητα. Με το [i]Όνομα του ρόδου[/i] κατέκτησε, νομίζω, επάξια μια θέση στον κανόνα της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
«Η επίκληση της Ρωσίας», γράφεις, «συνηγορεί, πασιφανώς, στα ακριβώς αντίθετα από τα συμπεράσματα στα οποία χειραγωγεί τόσο το ενταύθα παράθεμα, όσο και το σύνολο έντυπο άρθρο». Μα ακριβώς το παράδειγμα της Ρωσίας δείχνει ότι το μυθιστόρημα δεν ευδοκιμεί μόνο στη δυτικοευρωπαϊκή συνθήκη αλλά και σε τελείως διαφορετικά πολιτισμικά περιβάλλοντα. Η Ρωσία του 19ου αιώνα, χωρίς αστική ανάπτυξη και βιομηχανία, δημιούργησε το μυθιστόρημα του Τολστόι και του Ντοστογιέφσκι, το σπουδαιότερο ίσως μυθιστόρημα όλων των εποχών. Αντίθετα, η Ελλάδα, μια χώρα πιο εκδυτικισμένη απ’ τη Ρωσία σε πολλούς τομείς, δε απέκτησε μυθιστοριογραφία.
Δεν ξέρω αν εκφράζω με το κείμενό μου την «τυπική, υπεροψία της δυτικοευρωπαϊκής μεταχριστιανικής βιοτής έναντι παντός ασυμμόρφωτου πολιτιστικού γεγονότος», όπως γράφεις. Δεν είχα, πάντως, καμία τέτοια πρόθεση. Πιστεύω ότι το μακροσκελές πεζό αφήγημα είναι ένα είδος που το συναντάμε σε όλες τις λογοτεχνίες. Δεν είναι ένα αποκλειστικά δυτικό δημιούργημα. Σου θυμίζω τις [i]Χίλιες και μια νύχτες[/i], ένα έργο που συνέβαλε και στη διαμόρφωση του σύγχρονου μυθιστορήματος. Έχουμε άραγε κάποιο παρόμοιο έργο στη νεοελληνική λογοτεχνία;
Το νεωτερικό μυθιστόρημα γεννήθηκε, κατά την άποψή μου, στη Δυτική Ευρώπη, αλλά την ξεπέρασε, και ιστορικά και τοπικά, και αποτελεί πλέον ένα παγκόσμιο λογοτεχνικό είδος. Γι’ αυτό και υπάρχει σήμερα σπουδαίο τουρκικό, ιρανικό, ινδικό, κινεζικό και γιαπωνέζικο μυθιστόρημα.
Εν πάση περιπτώσει, σ’ ευχαριστώ θερμά για το σχόλιό σου. Χαίρομαι πολύ που κάνουμε αυτή τη συζήτηση.
Με εκτίμηση,
Γιώργος Πινακούλας
Δεν έχω κανένα λόγο διαφωνίας, αγαπητέ Γιώργο, σε οποιοδήποτε σημείο της απάντησής σου ετούτης. Η αντίρρησή μου δεν είχε να κάνει με την αποτίμησή σου περί της παρουσίας, ή όχι, μνημειώδους μυθιστορήματος στα μέρη μας. Η αντίρησή μου είχε να κάνει με τα συγκεκριμένα [i]συμπεράσματα[/i], στα οποία σε οδηγούσε η επισκόπηση του ενδεχομένου να βρίσκει αρνητική την απάντηση αυτό το ερώτημα.
[i]«Το παράδειγμα της Ρωσίας δείχνει ότι το μυθιστόρημα δεν ευδοκιμεί μόνο στη δυτικοευρωπαϊκή συνθήκη αλλά και σε τελείως διαφορετικά πολιτισμικά περιβάλλοντα»[/i], μου λες. Μα, αυτός ακριβώς ήταν και ο πυρήνας της δικής μου διαμαρτυρίας: Τή επικλήσει, μεμονωμένου, ενός πολιτιστικού δείκτη (εν προκειμένω, του δείκτη [i]Μυθιστόρημα[/i]) δεν είναι νοητό να προσκομίζουμε αξιολογήσεις που αφορούν την «καθόλου» πολιτιστική συνισταμένη ενός τόπου.
Ακόμα περισσότερο, βέβαια, όταν (προεξοφλώ ότι) συμφωνούμε πως βρισκόμαστε εδώ καταμεσής του βασιλείου της υποκειμενικότητας – ενώ οι όχι αμελητέες περιπτώσεις τις οποίες απαριθμείς, στο κείμενό σου, ως νεοελληνικές [i]«εξαιρέσεις»[/i] δεν είναι διόλου αυτονόητο ότι [i]«επιβεβαιώνουν τον κανόνα»[/i]: Θα μπορούσε, θαρρώ, εξίσου “ευλόγως” να θεωρηθεί ότι τον εφεσιβάλλουν!
Σε κάθε πάντως περίπτωση, και απ’ την πλευρά μου, σε ευχαριστώ για αυτό τον διάλογο.
Νομίζω πως καταλαβαίνω καλύτερα τώρα τη διαφωνία σου. «Τή επικλήσει, μεμονωμένου, ενός πολιτιστικού δείκτη (εν προκειμένω, του δείκτη Μυθιστόρημα) δεν είναι νοητό να προσκομίζουμε αξιολογήσεις που αφορούν την “καθόλου” πολιτιστική συνισταμένη ενός τόπου», γράφεις. Δε θα συμφωνήσω πως πρόκειται απλώς για έναν πολιτιστικό δείκτη. Το μυθιστόρημα έχει κεντρική σημασία για τον πολιτισμό των Νέων Χρόνων. Είναι ένα κορυφαίο καλλιτεχνικό επίτευγμα, αντίστοιχο με την αναγεννησιακή ζωγραφική, την κλασική μουσική, τη νεωτερική φιλοσοφία, τον κινηματογράφο.
Αλλά ακόμη κι αν συμφωνήσουμε πως πρόκειται για έναν πολιτιστικό δείκτη, δεν είναι ένας και μεμονωμένος. Ο νεοελληνικός πολιτισμός υστερεί γενικά στη μεγάλη σύνθεση, είτε πρόκειται για τη ζωγραφική είτε για τη μουσική είτε για την αρχιτεκτονική είτε για τον κινηματογράφο. Διαπρέπει στη μικρή φόρμα: στο διήγημα και στη νουβέλα. Αδυνατεί όμως να συνθέσει μια εκτενή αφήγηση.
Και δεν είναι κάτι για το οποίο αδιαφορούμε. Προσπαθούμε συνεχώς να γράψουμε μυθιστόρημα. Το προσπάθησαν ήδη ο Ροΐδης και ο Παπαδιαμάντης και το προσπαθούμε συνεχώς τις τελευταίες δεκαετίες. Εις μάτην όμως. Είναι οι προσπάθειές μας σαν των Τρώων.