Συνέντευξη* του Αλέξανδρου Κοσματόπουλου στη Σοφία Χατζή για το βιβλίο του "Τώρα και Πάντοτε, σημειώσεις στις γραφές του Ισαάκ του Σύρου".
O τίτλος του βιβλίου υποδηλώνει μία σχετικότητα του χρόνου, όπως τον γνωρίζουμε οι άνθρωποι. Σάν να πρόκειται για μια προέκταση του μέλλοντος στο παρόν και τ’ ανάπαλιν. Ποιά είναι η θέση του χρόνου στα γραπτά του Ισαάκ;
Έχω εντρυφήσει στον άγιο Ισαάκ από τα φοιτητικά μου χρόνια, κατόπιν προτροπής του γέροντος Παϊσίου το 1973, που μου είχε πεί ότι ο αββάς Ισαάκ είναι «το βαρύ πυροβολικό της ορθοδοξίας». Έτσι άρχισα να μελετώ τα ευρισκόμενα άπαντα. Βέβαια, η μελέτη τους δεν έγινε σε έξι μήνες ή ένα χρόνο. Χρειάστηκε χρόνος, έτσι ώστε τα κείμενα αυτά να δουλεύονται σιγά-σιγά μέσα μου. Η επανάληψη είναι που κάνει το κείμενο να βρεί μέσα μας εκείνες τις απηχήσεις για να μπορέσουμε να ωφεληθούμε από το ανάγνωσμα. Διαφορετικά, είναι κάτι το εφήμερο που το διαβάζει κανείς, το βάζει στην άκρη και το ξεχνάει. Έτσι έγινε και με τον αββά Ισαάκ κι αυτή η εντρύφηση κράτησε πολλά χρόνια. Έως ότου ήρθε το πλήρωμα του χρόνου κι άρχισα να γράφω πάνω στα κείμενα του αββά Ισαάκ, σκέψεις, σημειώσεις, στοχασμούς που βγαίναν μέσα από την τριβή με το κείμενο.
Ακούστε ΟΛΗ την συνέντευξη από την εκπομπή της Σοφίας Χατζή «Το πρωί εισάκουσον», στο ραδιόφωνο της Πειραϊκής Εκκλησίας {mp3}Kosmatopoulos_isaak_912fm{/mp3}
Με το «Τώρα και πάντοτε» εννοούμε μια κατάσταση της ψυχής, μια πνευματική κατάσταση, η οποία προεκτείνεται πέρα από την τύρβη της καθημερινής ζωής. Παγιώνεται σιγά-σιγά μέσα στον άνθρωπο, και δεν του επιτρέπει πλέον να παρασυρθεί μέσα στην καθημερινότητα.
Ουσιαστικά στα γραπτά του Ισαάκ δεν υπάρχει χρόνος. Μας μιλά για πνευματικές καταστάσεις, και οι πνευματικές καταστάσεις δεν έχουν χρόνο. Δηλαδή, ναί μεν, ο άνθρωπος ζεί μέσα στον ιστορικό χρόνο, αλλά οι καταστάσεις που μπορεί να βιώσει η ανθρώπινη ψυχή που αναζητά δρόμο πνευματικό, μπορούν να προεκταθούν εκτός χρόνου. Κι ενώ είναι μέσα στον χρόνο μπορεί ταυτόχρονα να είναι και εκτός χρόνου, γιατί αυτό που βιώνει δεν είναι γέννημα του ιστορικού χρόνου. Δηλαδή, ενώ ο χρόνος και η κάθε εποχή γεννούν διάφορα πράγματα, (ρεύματα φιλοσοφικά, μόδες ή οτιδήποτε άλλο) κι ο άνθρωπος προσκολλάται πάνω σ’ αυτά, οι καταστάσεις αυτές δεν αποτελούν γέννημα μιας συγκεκριμένης εποχής, αλλά ξεπερνούν τον ιστορικό χρόνο.
Όταν λέμε πνευματικές καταστάσεις, εννοούμε μια πορεία;
Ναί, μια πορεία και μια αναζήτηση. Η οποία μπορεί ν’ αρχίσει αόριστα χωρίς να ξέρει κανείς τι ακριβώς ζητάει, αλλά με την πάροδο του χρόνου, μπορεί να εντοπιστεί στο πρόσωπο του Χριστού.
Όλο το βιβλίο διαπνέεται από μία φαινομενική, τουλάχιστον, αντίφαση: Την αναζήτηση της ελπίδας μέσα στο ζόφο του σκότους, όπως χαρακτηριστικά γράφετε. Μπορείτε να μας πείτε λίγα πράγματα γι’ αυτό;
Η ελπίδα, όπως τουλάχιστον την αισθάνομαι εγώ, δεν έχει να κάνει με μια αισιοδοξία του τύπου «έχω την ελπίδα ότι τα πράγματα θα μου πάνε καλά στην καθημερινή ή οικογενειακή ζωή». ‘Οχι, μπορεί και να μήν πάει τίποτα καλά. Η ελπίδα έρχεται από αλλού. Από τη μέλλουσα ζωή. Αλλά η μέλλουσα ζωή μπορεί να βιωθεί μόνο στο παρόν. Αλλιώς είναι ένα αόριστο σχήμα κάπου στο μέλλον. Αλλά, αυτό που λέμε μέλλουσα ζωή (κι απορώ κι εγώ πώς μιλώ για τη μέλλουσα ζωή, κάτι που πρίν δέκα χρόνια θα μου ήταν αδιανόητο), είναι ένας ορίζοντας που σπάει την καθημερινότητα. Ο άνθρωπος μπορεί να τα βιώσει αυτά τα πράγματα. Στο βαθμό, βέβαια, που καθένας μπορεί να τα βιώσει. Αλλά η ελπίδα είναι μία χαρά, η οποία αντιπαλεύει τον θάνατο. Λέμε πώς στρεφόμαστε στο πρόσωπο του Χριστού. Πώς γίνεται αυτό; Νομίζω πώς η στροφή αρχίζει με την συνείδηση της ματαιότητας των εγκοσμίων, αλλά και της ασημαντότητάς μας. Όλες οι ελπίδες μας ουσιαστικά στηρίζονται σε τούτο τον κόσμο, ό,τι και να μας συμβαίνει, καλό ή κακό, δεν αφίσταται της ελπίδας που έχουμε στην εξέλιξη του παρόντος κόσμου και της θέσης μας σ’ αυτόν. Η συνείδηση της ματαιότητας των εγκοσμίων είναι ακριβώς να πάψουμε να στηρίζουμε τις ελπίδες μας σε τούτο τον κόσμο και στους δρόμους του. Όσο διαμορφώνεται αυτή η συνείδηση, τόσο ανατέλλει μέσα μας μια διαφορετική ελπίδα, μια ελπίδα άλλης υφής, η ελπίδα του μέλλοντος αιώνος μέσα στο παρόν.
Κάποιος που θα σάς άκουγε τώρα θα αναρωτιόταν πώς μπορεί κανείς να χαίρεται για κάτι που θα γίνει μετά θάνατον;
Μα το θέμα είναι πώς δεν γίνεται μετά θάνατον, αλλά γίνεται από εδώ κι έτσι λαμβάνει υπόσταση μέσα στο παρόν. Αλλιώς θα ήταν ένα αόριστο μέλλον για το οποίο θα έπρεπε, όπως κάποιες ιδεολογίες, να θυσιάσουμε μερικές γενιές ώστε να δημιουργήσουμε μέλλον για τις επόμενες. Δεν είναι αυτό το πράγμα. Είναι η ελπίδα η οποία απορρέει από το γεγονός ότι ο άνθρωπος είναι αιώνιος.
Και τι εννοούμε με τον ζόφο του σκότους;
Ο ζόφος του σκότους είναι η καθημερινή τριβή με τα πράγματα που ζούμε σαν άτομα ή και σαν πλήθος, αν θέλετε, μέσα στην καθημερινότητα την σημαδεμένη από τη φθορά, από τον θάνατο, κι όπου όλα οργανώνονται γύρω από το θάνατο. Δεν μας ενδιαφέρει τίποτε άλλο, παρά να «περάσουμε καλά». Αυτό από μόνο του είναι τόσο φτηνό και εφήμερο, τόσο φθαρτό, που πνίγεται μέσα του ο σημερινός άνθρωπος. Η ελπίδα αυτή για την οποία μιλήσαμε είναι ότι μας προσφέρεται μία άλλη διέξοδος. Δεν μας πνίγει η απελπισία μιας καθημερινότητας που δεν έχει που να στραφεί παρά μόνο στην απόκτηση κάποιων υλικών αγαθών. Σήμερα ο άνθρωπος δεν σκέφτεται τον θάνατο, αλλά αυτός ελλοχεύει κάθε στιγμή.
Παραμένοντας στις "αντιφάσεις": Μέσα από τις σημειώσεις σας, αντιλαμβάνεται κανείς ότι για τον Χριστιανό ο κόσμος έχει ήδη καταρρεύσει. Ότι η αναφορά και ο προσανατολισμός του θα πρέπει να αποτραβηχτούν από τον κόσμο, έστω κι αν εγκαταβιεί μέσα σ’ αυτόν. Αντιλαμβάνεστε, βέβαια, πώς αυτό είναι κάτι φοβερά δύσκολο. Από την άλλη μεριά, μιλάτε για τον άνθρωπο που έχει μεταμορφωθεί σε ανθρωπότητα. Πώς συμβιβάζονται αυτά τα δύο;
Όταν λέμε ότι ο κόσμος έχει καταρρεύσει εννοούμε ότι δεν έχει διέξοδο ουσιαστικά. Δηλαδή, δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να ζεί τη φθορά του, χωρίς να μαθητεύει σ’ αυτήν, γιατί και η φθορά διδάσκει. Η απομάκρυνση από τον κόσμο, όπως την εννοώ εγώ, είναι μια εσωτερική απόσπαση από τα πράγματα του κόσμου. Δεν θα μπορέσουμε να επιβιώσουμε κάτω από τις υπάρχουσες συνθήκες. Χρειάζεται μια αυτοσυγκράτηση και μια περικοπή των επιθυμιών μας. Εξάλλου, όλοι μιλούν για την παραφροσύνη και τις δυσκολίες στη ζωή μας.
Θα μου πείτε, πώς θα έρθει αυτή η αυτοσυγκράτηση, αν δεν υποστούμε τρομερούς πειρασμούς και δοκιμασίες; Αυτό δεν μπορώ να το πώ. Θα υπάρξουν διλήμματα τόσο φοβερά (όπως το περιβάλλον, για παράδειγμα) όπου ο άνθρωπος πρέπει να σταθεί με απόλυτη ευθύνη, κατ’ αρχήν απέναντι στον εαυτό του. Γιατί εκεί είναι το πρόβλημα: ότι δεν μπορούμε να υπομείνουμε τον εαυτό μας. Δεν μπορούμε να «μείνουμε» με τον εαυτό μας, δεν μπορούμε να σταθούμε απέναντι στον εαυτό μας. Και υπάρχει όλη αυτή η εξωστρέφεια που βέβαια γεννάει βία και (παρ)αφροσύνη. Δεν μπορεί να γεννήσει τίποτε άλλο.
Τα διλήμματα θα είναι φοβερά στα χρόνια που έρχονται, φοβάμαι. Εξάλλου έχουν ειπωθεί όλα στα Ευαγγέλια. Όχι βέβαια γιατί θα υπάρξει κάποια εκδίκηση εκ μέρους του Θεού επειδή ο κόσμος εξώκειλε, αλλά είναι τα έργα του ανθρώπου που μπροστά του θα φανερωθούν.
Σαν να προετοιμάζονται όλα αυτά...
Βέβαια προετοιμάζονται, βοούν τα πάντα. Μόνο το περιβάλλον να σκεφτεί κανείς, ή τις καθημερινές μας συμπεριφορές, τις συμπεριφορές των εθνών, των κρατών... Όλα τούτα δείχνουν ότι τα πράγματα θα αντιμετωπιστούν κάποια στιγμή με τρόπο ρηξικέλευθο. Και είπαμε, όχι γιατί πρόκειται για μία εκδίκηση ή ανταπόδοση εκ μέρους του Θεού.
Ζούμε σ’ έναν πολιτισμό που είναι μετα-χριστιανικός.
Εγώ πιστεύω ότι κατά βάση αγνοούμε τον χριστιανισμό. Το φως του Ευαγγελίου δεν έχει ανατείλει στον κόσμο. Και υπό αυτή την έννοια ζούμε έναν ζόφο, ο οποίος βέβαια μπορεί να είναι λαμπερός. Γιατί το σκότος, ως γνωστόν, έχει μεγάλη λάμψη και μεγάλη γοητεία. Προσπαθούμε ακόμα να καταλάβουμε, μετά από 2000 χρόνια, τι είναι και τι κόμισε ο Χριστός. Οι πατέρες μίλησαν για την εποχή τους και τους πνευματικούς αγώνες τους. Εμείς τι έχουμε να πούμε; Τι άλλο πέραν του να επαναλαμβάνουμε τα λόγια τους και να κρυβόμαστε πίσω από αυτά;
Μέσα από τις γραφές του Ισαάκ, μας μεταφέρετε την ελπίδα μιας άπειρης αγάπης που αγκαλιάζει τα πάντα, χωρίς δικαιοκρισία. Στη σημερινή, ωστόσο, επίσημη εκκλησία, ο λόγος που ακούγεται και μάλιστα από τον άμβωνα, έχει κάτι αυστηρό και επικριτικό που θυμίζει την ισχύ και το κύρος του ιουδαϊσμού. Θέλετε να σχολιάσετε;
Καταρχάς, όπως γράφει ο άγ. Ισαάκ, άλλο δικαιοκρισία και άλλο δικαιοσύνη του Θεού. Γιατί η δικαιοκρισία είναι μία κρίση σε οριζόντια κλίμακα που δίνει στον καθένα αυτό που του αξίζει. Η δικαιοσύνη του Θεού κατά τον αββά είναι η αγάπη και το έλεος. Και υπό αυτή την έννοια αγκαλιάζει και τους δικαίους και τους αδίκους, κάτι που λέει και το ευαγγέλιο: «βρέχει επί δικαίων και αδίκων». Δηλαδή, ο Θεός αγκαλιάζει τους πάντες χωρίς να κάνει διάκριση. Εξ ού και το «δεν ήλθα για να κρίνω τον κόσμο, αλλά για να σώσω τον κόσμο». Καλό θα είναι να τα έχουμε αυτά στο μυαλό μας, διότι αλλιώς μπορεί να ξεφύγουμε προς άλλες κατευθύνσεις που είναι ξένες προς τον ευαγγελικό λόγο. Ο Θεός είναι μια αγκάλη. Και πιστεύω πώς και η εκκλησία κατά ανάλογο τρόπο θα έπρεπε να είναι μία αγκάλη, που να χωράει τους πάντες. Δεν είναι δικός μας λογαριασμός να κρίνουμε. Εδώ ο ίδιος ο Χριστός ερχόμενος στον κόσμο δεν κρίνει κανέναν, πέρα από τους Φαρισαίους. Ούτε τις πόρνες, ούτε τους τελώνες, ούτε τους αμαρτωλούς εν γένει. Ούτε τους λέει κάντε αυτό ή εκείνο. Λέει: μη αμαρτάνετε και ν’ ακολουθείτε τις εντολές που είναι δύο, δηλαδή η εξής μία: Αγαπάτε αλλήλους. Όλες οι εντολές συμποσούνται στο «Αγαπάτε αλλήλους». Ο ιουδαϊσμός έπρεπε να προστατεύσει μία κοινότητα, γι’ αυτό και η πληθώρα των εντολών. Εξάλλου όλες οι αρχαϊκές θρησκείες είχαν απαγορεύσεις...
Ο χριστιανός όμως είναι μία άλλη κατάσταση υπάρξεως. Από κάπου θα ξεκινήσει, από τα βιβλία, τα κείμενα, τους δασκάλους. Θα ρωτήσει, θα μάθει, θα αναζητήσει, θα εξιχνιάσει, αλλά κυρίως θα ψάξει τον εαυτό του. Θα πρέπει να κοιτάξουμε τον εαυτό μας καταρχάς.
Δεν ελλοχεύει κίνδυνος για λάθη; άρα πρέπει να υπάρχει μια πεπατημένη, ένα πλαίσιο...
Θα κάνουμε λάθη, τα οποία είναι και απαραίτητα... Αλλά, το θέμα δεν είναι να εμμένουμε στο λάθος ή να εμμένουμε στην αμαρτία. *Ή να φοβόμαστε μήπως αμαρτήσουμε από το πρωί έως το βράδυ... Φυσικά θα αμαρτήσουμε... Και λοιπόν; Ο Θεός είναι μεγαλύτερος από την αμαρτία, πολύ μεγαλύτερος. Λοιπόν, πρέπει να προχωρήσουμε, αν θέλουμε να βαδίσουμε σ’ αυτό το δρόμο. Και βεβαίως είναι μεγάλη η χαρά που παίρνει ο άνθρωπος προχωρώντας σ’ αυτό το δρόμο. Μπορεί να ξεκινήσει από οδύνες (και συνήθως από οδύνες ξεκινάει κανείς), αλλά σιγά-σιγά μέσα του σχηματίζεται αυτή η χαρά... αυτή η πίστη, ―πώς να την πώ;― η πεποίθηση ότι δεν είναι μόνος στον κόσμο και παραπεταμένος στην τύχη κι ότι κάπου, κάποιος οδηγεί τα βήματά του. Αυτό γίνεται μία βεβαιότητα μέσα στον άνθρωπο, το αισθάνεται κανείς. Και επίσης, ο χριστιανός είναι ελεύθερος, ανοιχτός. Ο χριστιανός δεν φοβάται την παγκοσμιότητα, είναι η φυσική του κατάσταση, δεν είναι ο κλειδαμπαρωμένος σ’ έναν χώρο που φοβάται μη τυχόν μπεί μέσα κάτι «κακό». Ο Χριστός δεν κλείστηκε πουθενά, ανοίχτηκε στον πειρασμό στην έρημο.
Η παγκοσμιότητα, όπως λέγει και η περίφημη επιστολή προς Διόγνητον (με την οποία τελειώνει και το βιβλίο μου) είναι η φυσική κατάσταση του χριστιανού, ο οποίος δεν έχει να φοβηθεί τίποτα εφόσον έχει μέσα του και δίπλα του τον Χριστό. Εάν φοβάται, σημαίνει ότι δεν έχει τον Χριστό. Όλοι φοβόμαστε βέβαια και όλοι προσπαθούμε να τον αποκτήσουμε.
«Οι χριστιανοί δεν διακρίνονται από τους άλλους ανθρώπους, ούτε από τον τόπο που κατοικούν, ούτε από τη γλώσσα, ούτε από τα έθη τους... Κατοικούν σε πόλεις ελληνικές και βάρβαρες, όπου έτυχε ο καθένας τους, ακολουθώντας τις τοπικές συνήθειες και στο ντύσιμο και στο φαγητό και σε όλα. Όμως ο βίος τους ξεχωρίζει και τους φανερώνει θαυμαστούς, ξένους, παράδοξους. Έχουν πατρίδα, μα είναι πάροικοι. Σε όλα συμμετέχουν ως πολίτες, και τα υπομένουν σαν ξένοι. Κάθε ξένος τόπος είναι πατρίδα τους, και κάθε πατρίδα ξένος τόπος».
Άς μήν ξεχνάμε αυτή την ξενιτεία, του Χριστού καταρχάς. «Δώς μοι τούτον τον ξένον», ψάλλουμε. Τούτα σημαίνουν κάποιον που δεν είναι αγκιστρωμένος σ’ αυτόν τον κόσμο. Το να μήν είναι κανείς αγκιστρωμένος στα πράγματα του κόσμου, να θέλει να τα πάει προς το καλό, να τα στρίβει από δώ, να τα στρίβει από κεί, έτσι που στο τέλος ο Θεός να μήν παίζει κανέναν ρόλο...
«...Μέσα στη σάρκα βρίσκονται, αλλά δεν ζούν κατά σάρκα. Υπακούουν στους νόμους, και με τη ζωή τους νικάνε τους νόμους. Στη γή περνούν τις μέρες τους, αλλά στον ουρανό πολιτεύονται. Όλους τους αγαπούν, και υπό πάντων διώκονται... »
Αυτή τη στιγμή βέβαια, την εκκλησία δεν την διώκει κανείς. Όλοι ζούν και καλοπερνούν, οπότε το θέμα του μαρτυρίου τίθεται στην εποχή μας σε ένα άλλο επίπεδο. Σε ένα επίπεδο πάλης με τον εαυτό, καταρχάς. Αυτοσυγκράτησης και αυτοπεριορισμού. Από εκεί και πέρα θα υπάρχει ένα φως που θα οδηγήσει τα περαιτέρω βήματά μας. Αλλά, αν κανείς δεν παλέψει με τον εαυτό του και αν δεν περιορίσει τον εαυτό του, δεν γίνεται τίποτα. Αυτό για μένα είναι το πρώτο πνευματικό βήμα. Υπό αυτή την έννοια είμαι υπέρ της εσωστρέφειας. Σιχαίνομαι την εξωστρέφεια για την οποία ομιλούν οι πάντες. Αλλά όχι την παγκοσμιότητα. Το μήνυμα του ευαγγελίου απευθύνεται στον άνθρωπο, δεν απευθύνεται ούτε στον έλληνα, ούτε στον Σέρβο, ούτε στον άγγλο, ούτε στον Γάλλο. Απευθύνεται στον άνθρωπο. Κι αν μας ενδιαφέρει το μήνυμα του ευαγγελίου τότε αρχίζει αυτός ο πνευματικός αγώνας. αν όχι, ασχολούμαστε με άλλα πράγματα. Δεν ζητάμε να πείσουμε κανέναν ή να πάρουμε κάποιον με το μέρος μας. Εάν θέλει κανείς να δεί ένα φως διαφορετικό από αυτό που βλέπει στην καθημερινή του ζωή, θα πρέπει να κάνει έναν πνευματικό αγώνα.
Σε μια εποχή που χαρακτηρίζεται από το φρόνημα της αγέλης, της μάζας, εσείς λέτε πώς "δεν υπάρχει δρόμος ομαδικός, και πολύ περισσότερο αγελαίος που να οδηγεί στον Χριστό". Και μιλάτε για τον διακριτό εκείνο και ακέραιο άνθρωπο που ξεχωρίζει όχι σαν "άτομο ή μέλος μιας σύναξης", αλλά εξαιτίας της στροφής και της αγάπης του στον Χριστό.
Αυτό που χαρακτηρίζει την εποχή μας είναι οι αγελαίες συμπεριφορές. Κι από την άλλη μεριά έχουμε μία εξατομίκευση. Και τα δύο υφίστανται. Τις αγελαίες συμπεριφορές τις βλέπουμε καθημερινά σε πλήθος εκδηλώσεων. Ουσιαστικά και η μόδα δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια αγελαία συμπεριφορά, αλλά και η δίψα για δύναμη και αναγνώριση που έχει αγκαλιάσει πλέον πολλούς ανθρώπους. Από την άλλη μεριά, έχουμε ένα άτομο το οποίο προσπαθεί να γίνει διακεκριμένο. Για μένα ο Χριστιανός δεν είναι ούτε άτομο, ούτε μέρος μιας αγέλης. Είναι μια άλλη κατάσταση, όπου μπορεί το άτομο να μετατραπεί σε ανθρωπότητα. Δηλαδή να αγκαλιάσει μέσα του πολλές ανθρώπινες πνοές. Μιλάω πάντοτε εσωτερικά, όχι εξωτερικά. Αυτό πώς μπορεί να γίνει; Μέσα από τον πόνο του για τον κόσμο, μέσα από τον πόνο για τον άνθρωπο. Είναι τρόποι αυτοί.
Ένας τρόπος είναι η αντιγραφή, επίσης. Λέει κάπου ο αββάς Ισαάκ πώς ψάλλουμε και επαναλαμβάνουμε λόγια που τα έχουν πεί πολλοί άλλοι. Το θέμα είναι να τα λέμε σαν να είναι δικά μας. Οπότε, αυτομάτως, διαφορετικά λειτουργούν μέσα μας. Δηλαδή συμμετέχει ο άνθρωπος συναισθηματικά, ψυχικά, διανοητικά σ’ αυτό το οποίο λέει, π.χ. μια ψαλμωδία, που έχουν πεί μυριάδες άλλοι. Αλλά, αν ενστερνιστεί τα λόγια αυτά σαν να ήταν δικά του, αυτομάτως έχουν άλλη λειτουργία μέσα του. Έτσι φανερώνεται ο λόγος και του ευαγγελίου και των εκκλησιαστικών κειμένων και των ψαλμών, και ό,τι έχει να κάνει με αυτή την πνευματική στάση. ‘Ολα τούτα μας οδηγούν σε μία προσωπική σχέση με τον Χριστό. ‘Οσο η προσωπική σχέση με τον Χριστό βαθαίνει και συνεχίζεται, τόσο καθορίζει την ζωή μας και τους τρόπους μας. Δεν αρκεί να είμαστε απλώς καλοί. Κάτι είναι κι αυτό, δεν είναι λίγο. Αλλά πρέπει πάντα να ζητάμε και κάτι περισσότερο. Τούτη η πνευματική σχέση είναι που ορίζει τον χριστιανό και τον σφραγίζει, και δεν μπορεί να είναι ούτε διακεκριμένο άτομο, ούτε μέρος μιας αγέλης.
Οι προσωπικές αυτές σχέσεις συμποσούνται σ’ αυτό που λέμε άκτιστη εκκλησία. Τι σημαίνει άκτιστη εκκλησία; Σημαίνει ότι δεν έχει κάτι το κτιστό. Πώς θα την αναζητήσουμε; Ο γέρων Πορφύριος πολύ σωστά λέγει: «να αξιωθούμε να μπούμε στην άκτιστη, επίγεια εκκλησία του Χριστού». Αυτά είναι επί λέξει τα λόγια του. Πώς θα μπούμε σ’ nαυτή την άκτιστη εκκλησία, που είναι μάλιστα επίγεια κι όχι χαμένη στο υπερπέραν... Αυτό είναι μέγα ερώτημα. Εμείς ξέρουμε ότι βαφτιζόμαστε, κι έτσι γινόμαστε χριστιανοί! Ε, δεν γινόμαστε! Η εκκλησία δεν είναι μόνο αυτό που βλέπουμε ως εκκλησία. Η εκκλησία είναι μέσα στον κόσμο, αλλά ταυτόχρονα είναι και έξω από τον κόσμο. Και οφείλει να δείξει η εκκλησία κάποτε, ότι δεν είναι να μας τακτοποιήσει στη ζωή για να προκόψουμε και να γίνουμε καλοί χριστιανοί, οικογενειάρχες. Είναι να μας δείξει αυτόν τον άλλον ορίζοντα. Δηλαδή, ότι υπάρχει ένας δρόμος προς μια διαφορετική ζωή μέσα στην παρούσα. Εξ ού και το τώρα και πάντοτε.
πηγή κειμένου: http://www.epignosi.eu/
Συμφωνώ με όλα όσα λέγονται εδώ, σ’ αυτή τη συνέντευξη, θαυμάζω και συγχαίρω τον κ. Αλέξανδρο Κοσματόπουλο. Είμαι ευγνώμων στην κυρία Χατζή και στο Αντίφωνο.
Στους δύσκολους καιρούς που ζούμε είναι μεγάλη χαρά να ανακαλύπτουμε πνευματικούς ανθρώπους που εργάζονται για την αλλαγή του κόσμου και που μας προσανατολίζουν στην αυτογνωσία.
Γνωρίζω μια μεγάλη μυστική ποιήτρια την Αλκμήνη Κογγίδου, η οποία είναι και θεολόγος και φιλόσοφος που γράφει χαρακτηριστικά : “Δεν νοείται η εν Χριστώ ζωή χωρίς τη συνειδητή βίωση του παρόντος….Η αγιότητα της ζωής αποκαλύπτεται κατά τη συνειδητή βίωση του παρόντος, που βέβαια δεν είναι μια στιγμή μέσα στο συμβατικό χρόνο, αλλά το αέναο παρόν, που ταυτίζεται με την αιωνιότητα….Οσο κι αν με το βίο και τη μαρτυρία των αγίων, όλων των εποχών, αποδεικνύεται το μυστήριο της σχέσεως με το Χριστό, αυτό δεν είναι αρκετό. Ο συνειδητός χριστιανός τολμά ο ίδιος εκ νέου τη βίωση και τη μέθεξη του μυστηρίου στο παρόν.”
Δεν ξέρω τι να πρωτοϋπογραμμίσω σαν πολύτιμες σκέψεις σε τούτο το υπέροχο κείιμενο, που έρχεται σαν μια δέσμη φωτός στις σκοτεινές μέρες μας!
[b]Σας ευχαριστώ Αλέξανδρε Κοσματόπουλε και Αντίφωνο.[/b]
Ευχαριστώ για την τιμή που μου κάνετε.
Αισθάνομαι την υποχρέωση να εξάρω την ανεπανάληπτη κριτική έκδοση των Λόγων του αββά Ισαάκ από την Ιερά Μονή Ιβήρων, με την επιμέλεια του αγαπητού φίλου Μάρκελλου Πιράρ. Το όλον εγχείρημα είναι μοναδικό. Η στοιχειοθεσία και η εκτύπωση του βιβλίου από τον «Δόμο» αποτελεί κορυφαίο επίτευγμα. Με τα ΄Απαντα του Παπαδιαμάντη, τον Συναξαριστή του Αγίου Νικοδήμου, και τώρα τους Λόγους του αββά Ισαάκ, ο «Δόμος» και ο Δημήτρης Μαυρόπουλος έβαλαν την σφραγίδα τους στα εκδοτικά πράγματα.
Όσον αφορά στον επιμελητή της έκδοσης Μάρκελλο Πιράρ, στο πρόσωπό του συγκεντρωνόταν όλες οι προϋποθέσεις προκειμένου να αναλάβει αυτό το έργο. Δεν είναι μόνο η βαθιά γνώση του αντικειμένου, η άψογη φιλολογική και κριτική επιμέλεια, καρπός πολυετούς μόχθου, δεν είναι η εμβρίθεια κατά την μελέτη των πηγών, αλλά και κάτι βαθύτερο. Μια ολική αναμόχλευση του είναι και της υπάρξεως, που οδηγεί τον άνθρωπο σε μια καινή θέαση του κόσμου, ώστε να αντέχει καταστάσεις και συνθήκες ζωής που θεωρούνται ανυπόφορες, αλλά και να χαίρεται και να αγάλλεται γι’ αυτές.
Εύγε σε όλους τους συντελεστές της έκδοσης, και στη Μονή Ιβήρων που αντελήφθη τη σημασία του έργου του αββά Ισαάκ και ανέλαβε όλα τα βάρη.
Πριν χρόνια, διαβάζοντας το δοκίμιο του Έλιοτ γιά τον Ντάντε, πέρασα ένα σαββατοκύριακο γεμάτο ανυπομονησία μέχρι να ψάξω, Δευτέρα πρωί, να βρώ τον Ντάντε στο πρωτότυπο. Αποδείχτηκε μεγάλη περιπέτεια στο κέντρο της Αθήνας και μετά χαρά.
Στο “Τώρα και Πάντοτε” ο Αλέξανδρος Κοσματόπουλος μιλά προκλητικά, για εκείνα που γνώρισε με αφορμή τον λόγο του Αββά Ισαάκ του Σύρου ή γι αυτά που αναγνώρισε, αφού τα είχε ζήσει.
Γι αυτό δεν πρέπει να μιλάς στους φίλους σου για την γυναίκα που αγαπάς. Κάποιος σίγουρα θα την ερωτευτεί. Με τα βιβλία τα πράγματα είναι αθώα. Τα απολαμβάνεις καλύτερα με συντροφιά. Όμως για να τα βρεις, βοηθά πολύ να σου μιλήσει ένας εραστής τους.
Μήν βιαστείτε να με κατηγορήσετε που μιλώ πικάντικα για το βιβλίο που έγραψε ένας [b]Άγιος[/b], διότι δεν θεωρείται [b]Άγιος[/b] από την Ορθόδοξη Εκκλησία ο [b]Άγιος[/b] Ισαάκ ο Σύρος. Σήμερα φιλοξενείται από τον Όσιο Εφραίμ τον Σύρο.
Πώς και “[i]δεν θεωρείται Άγιος από την Ορθόδοξη Εκκλησία ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος[/i]”;
Η αλήθεια είναι ότι δεν έχει ανακηρυχθεί επίσημα αλλά η συνείδηση της Εκκλησίας, όπως εκφράζεται από τους Πατέρες της, όπως τους αγίους Γρηγόριο τον Παλαμά και Νικόδημο τον Αγιορείτη, τον θεωρεί Άγιο και μέγα πνευματικό διδάσκαλο (βλ. σχετικό άρθρο του Μάρκελλου Πιράρ στο τεύχος 81 της “Σύναξης”.) Η Εκκλησία σήμερα τον τιμά ως Άγιο, μαζί με τον ομόγλωσσό του άγιο Εφραίμ με μια ακολουθία που συντάχθηκε τον 19ο αιώνα, μάλλον μέσα στο κλίμα της ησυχαστικής και φιλοκαλικής αναγέννησης της εποχής στην οποία πρωτοστάτησε ο άγιος Νικόδημος.
Κι είναι χαρακτηριστικό ότι τα περισσότερα ελληνικά χειρόγραφα που διασώζουν και παραδίδουν τα έργα του χρονολογούνται είτε στον 14ο (τον αιώνα του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και της ησυχαστικής κίνησης) είτε στον 18ο, τον αιώνα της φιλοκαλικής αναγέννησης.
Υπάρχουν κι άλλοι Άγιοι που δεν έχουν ανακηρυχθεί επίσημα από την Εκκλησία αλλά τιμώνται πανηγυρικά από το πλήρωμά της, όπως ο άγιος Συμεών ο νέος θεολόγος, του 10ου-11ου αιώνα, την ακολουθία του οποίου συνέταξε ο άγιος Νικόδημος τον 18ο.