«Αὐτὴ ἡ σὲφ εἶχε τὴν ἱκανότητα νὰ μεταμορφώνει ἕνα δεῖπνο σὲ ἐρωτικὴ σχέση», ἐκτιμᾶ πρὸς τὸ τέλος τῆς ταινίας ὁ στρατηγὸς Λόρενς γιὰ τὴν Μπαμπέτ, Γαλλίδα σὲφ τοῦ Cafe Anglais καὶ κεντρικοῦ προσώπου τῆς ἀριστουργηματικῆς ταινίας «Τὸ δεῖπνο τῆς Μπαμπέτ» (Babette’s feast, Babettes Caestebud)[1], βραβευμένης τὸ 1988 μὲ τὸ ὄσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας, βασισμένης σὲ μία νουβέλα τῆς διάσημης Δανέζας συγγραφέως Κάρεν Μπλίξεν (1885-1962).
Νομίζω πὼς μέσα στὴ φράση αὐτὴ ἀποχυμώνεται ὅλη ἡ ταινία, κυρίως ὅμως τὸ δεύτερο μέρος της, στὸ ὁποῖο κυριαρχεῖ ἡ ἑτοιμασία καὶ παράθεση ἑνὸς δείπνου, μέσα ἀπ' τὶς παραμικρὲς λεπτομέρειες τοῦ ὁποίου ἐκφράζεται – θά 'λεγα καλύτερα – ρέει σπάταλα καὶ ἀφειδώλευτα ἡ θυσιαστικη ἀγάπη τῆς Μπαμπὲτ γιὰ τοὺς συνδαιτημόνες της.
Ἡ καρδιὰ τῆς ὅλης ταινίας εἶναι ἡ σαφὴς ἀλληγορία της πρὸς ἕνα ἄλλο δεῖπνο, ἑκατοντάδες χρόνια πρίν, στὸ ὁποῖο ὁ Ἴδιος ὁ Θεός, ὡς «προσφέρων καὶ προσφερόμενος»[2], παρέδιδε ἐδώδιμον καὶ μεταληπτὸν τὸν Ἑαυτόν Του στοὺς δώδεκα φίλους Του.
«Μεγαλύτερη ἀγάπη ἀπ' αὐτὴ κανεὶς δὲν ἔχει, ὥστε τὴ ζωή του νὰ δώσει χάριν τῶν φίλων τοῦ»[3] βεβαίωσε ὁ Χριστός μας, συνάπτοντας μὲ τὸν Λόγο Του αὐτὸ τὸ ἀπόλυτο τῆς ἀγάπης, τὸν ἔρωτα δηλαδή, μὲ τὴ θυσία τῆς ἴδιας της ζωῆς ὑπὲρ τοῦ ἐρωμένου προσώπου. Βλέποντας τώρα τὸν Μυστικὸ Δεῖπνο τοῦ Κυρίου μέσα ἀπὸ τοὺς λόγους αὐτούς, μποροῦμε νὰ κατανοήσουμε γιατί ὁ δεῖπνος αὐτὸς δὲν ἦταν μία ἁπλὴ συμβολικὴ πράξη ἀλλὰ μία θυσιαστικὴ κένωση τοῦ Θεοῦ μὲ ἐσχατολογική, αἰώνια προοπτική, τῆς ὁποίας ἡ ὑπαρκτικὴ ὁλοκλήρωση καὶ νοηματοδότηση θὰ δινόταν λίγες μέρες μετὰ ἐπάνω στὸν Σταυρό.
Ὁ Χριστὸς θυσιάζεται σταυρικὰ καὶ μὲ τὸν δεῖπνο αὐτὸ κρατᾶ μιὰ πόρτα συνεχῶς ἀνοιχτὴ γιὰ μετοχὴ ὅλων στὴ θυσία αὐτή. Ἡ θυσία τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἕνα γεγονὸς ποὺ ψαύεται μὲν σὲ συγκεκριμένα χρονικὰ ὅρια ἀλλὰ ποὺ δὲν ἐξαντλεῖται μέσα σ' αὐτά. Ὁ παρατεινόμενος λοιπὸν αὐτὸς δεῖπνος εἶναι ἕνα διηνεκὲς κάλεσμα τοῦ Θεοῦ, στοὺς ἀνὰ τοὺς αἰῶνες ἀνθρώπους, σὲ σχέση ἀγάπης ἐκστατικῆς.
Ὁ ἄνθρωπος λαμβάνοντας μέρος στὸν δεῖπνο αὐτὸ καὶ κοινωνώντας τὸν Θεὸ δὲν ἐκτελεῖ πράξη εὐλάβειας, οὔτε πιστοποιεῖ φρονήματα εὐσέβειας, ἀνακρᾶται σὲ σχέση ἐρωτική. Μὲ τὸν πιὸ προσιτὸ σ' αὐτὸν τρόπο, τὴν τροφή, λαμβάυει ὁ ἄνθρωπος πείρα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος «τὸν ἔσχατον ἐρῶν ἔρωτα»[4], πεθαίνει ὑπὲρ τῶν ἐρωμένων.
Εὔκολα γίνεται ἀντιληπτό, ὅτι ὅλα τὰ παραπάνω σὰν βιώματα καὶ ἐμπειρίες δὲν ἀποκτῶνται στιγμιαῖα καθὼς μεταλαμβάνουμε, ἀλλὰ συνιστοῦν προοδευτικὴ κατάκτηση, ἀναγωγικὴ πορεία σχέσης μέσα ἀπὸ τὴν ἑτοιμασία τῆς καρδιᾶς, τὸ δούλεμα τῆς ὕπαρξης, τὴν αὐτεπίγνωση καὶ μετάνοια, τὴν εἰλικρίνεια καὶ τρυφερότητα, τὸ δόσιμο καὶ τὴ θυσία. Ἡ ἀπροϋπόθετη καὶ ἀνεπίγνωστη προσέλευση στὸ μυστήριο, ἡ θεσμοθέτηση μόνο ἠθικῶν κριτηρίων καὶ διαδικαστικῶν προαπαιτουμένων γιὰ τὴ μετοχή μας σ' αὐτό, συνιστοῦν ἐπικίνδυνη ἐκτροπή, καθιστώντας το «χρήσιμο» στὰ ὅρια μόνο τῆς ψυχολογικῆς παρηγοριᾶς καὶ συναισθηματικῆς ψευδαίσθησης. Ἡ μετοχὴ στὸ δεῖπνο αἱμοδοτεῖ τὴν ἐν Χριστῷ ζωὴ ἀλλὰ ταυτόχρονα καὶ τὴν προϋποθέτει.
Ὁ Χριστὸς λοιπὸν ἀγαπώντας μὲ τὴν ἔσχατη ἀγάπη παραδίδεται στὸν θάνατο ὑπὲρ τῶν ἀγαπωμένων καὶ ταυτόχρονα ἐπιθυμώντας νὰ πάρουν ὅλοι μερτικὸ σ' αὐτὴ τὴν ἀγάπη, τοὺς καλεῖ σὲ δεῖπνο εὐχαριστιακό. Κλᾶται χωρὶς νὰ ἐλαττώνεται, βιβρώσκεται χωρὶς νὰ δαπανᾶται. Ὁ δεῖπνος εἶναι ἡ ἐναργέστερη ἀποτύπωση αὐτῆς τῆς θυσίας, εἶναι ὁ ἀμεσότερος τρόπος πρόσληψης αὐτῆς τῆς ἀγάπης.
Στὴν πραγματικὰ μεγαλειώδη αὐτὴ ταινία χρειάζεται νὰ γίνεις ὑπομονετικός, διεισδυτικός, καρτερικὰ λιτοδίαιτος θεατὴς γιὰ νὰ μπορέσεις νὰ τὴν κατανοήσεις, νὰ τὴν ἀνιχνεύσεις, νὰ τὴ γευτεῖς. Σὰν τὸ μυστηριακό, Εὐχαριστιακὸ δεῖπνο μὲ τὸ ὁποῖο ἀλληγορεῖται, στὸ ὁποῖο ὅλα κυλοῦν σεμνά, λιτὰ καὶ ἀναγωγικά. Στὴν Εὐχαριστία χρειάζεται νὰ ἀπαγκιστρώνεσαι ἀπὸ ἐξωτερικοὺς ἐντυπωσιασμοὺς καὶ συναισθηματικοὺς βερμπαλισμοὺς καὶ νὰ βυθίζεσαι στὸν χῶρο τῆς καρδιᾶς, νὰ τρυπώνεις μέσα ἀπὸ λεπτὲς χαραμάδες λέξεων καὶ κινήσεων, νὰ εἰσχωρεῖς σὲ στενωποὺς λειτουργικῶν ἐκφράσεων καὶ νοημάτων, γιὰ νὰ ξανοιχθεῖς σὲ πλατυσμὸ ἀπόλαυσης, παρακαθήμενος ἐλάχιστος καὶ πεινῶν σὲ δεῖπνο Θεϊκό.
Τὸ ἴδιο λοιπὸν καὶ ἡ ταινία, κινεῖται ἀργὰ καὶ μεθοδικά, χωρὶς τὴν ἔνταση τῆς πλοκῆς καὶ τὴν ἀγωνία τῆς ἐξέλιξης τοῦ σεναρίου, προσπαθώντας μὲ τὴ λιτότητα τοῦ τρόπου (σκηνοθετικοῦ, διαλογικοῦ, φωτογραφικοῦ) νὰ σοῦ διαμηνύσει ὅτι ὅσα ἐπιθυμεῖ νὰ σοῦ γνωστοποιήσει δὲν θὰ σοῦ τὰ πεῖ ἀλλὰ θὰ τὰ ἀνακαλύψεις. Οἱ διάλογοι σὲ ὅλη τὴν ταινία εἶναι κοφτοί, σύντομοι, περιεκτικοί. Δίνουν τὴν αἴσθηση ποιητικῆς στιχουργίας. Μέσα σὲ μία φράση μπορεῖ νὰ περιχωρεῖται μία ὁλάκερη διάλεξη. Οἱ πρωταγωνιστὲς ἐμφανίζονται σὰν νὰ ἀπαγγέλλουν καὶ ὄχι σὰν νὰ συζητοῦν.
Ἀναμφίβολα θεωρῶ πὼς πρόκειται γιὰ ἕνα κινηματογραφικὸ ποίημα κι ὄχι ἁπλῶς γιὰ μιὰ ταινία· καὶ ἡ πεποίθησή μου αὐτὴ ἑδράζεται – ἐκτὸς ὅλων τῶν ἄλλων – καὶ στὴν ποιότητα τῶν διαλόγων. Τὸ κύρος καὶ ἡ ἱερότητα τῶν λέξεων σὲ μεγαλοπρεπῆ διάρκεια. Ἀκοῦς τοὺς διάλογους, τὰ κρυμμένα νοήματα, τὴ συναρπαστικὴ εὐκρίνεια τῆς διατύπωσης καὶ νοιώθεις τόσο περήφανος ποὺ εἶσαι ἄνθρωπος. Εἶναι σίγουρο πὼς παρακολουθώντας κάποιος τὴν ταινία θὰ ἀρχίσει νὰ διερωτᾶται σὲ ποιόν πλανήτη ζοῦνε αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι. Διότι τίποτε δὲν θυμίζει τὸν δικό μας καθημερινὸ τρόπο συνεννόησης καὶ συνομιλίας. Φαντάζει οὐτοπικὸς ὁ τρόπος τῆς ταινίας, ἀφοῦ ἡ πραγματικότητά μας εἶναι ἡ ἐκπόρνευση τῆς γλώσσας, ἡ ἀηδία τῶν λέξεων καὶ ἡ σταδιακὴ διολίσθησή μας στὶς χειρονομίες, στοὺς μορφασμούς – ἐν τέλει στὴν κυριαρχία μόνο τῆς εὔπεπτης καὶ διαφημιστικῆς εἰκόνας. Τραυλίζοντας μὲ ὄχι πάνω ἀπὸ διακόσιες λέξεις, μόνο γιὰ ποδοσφαιρικὲς ὁμάδες, τηλεοπτικὸ κρετινισμὸ καὶ πολιτικὰ κόμματα· χρησιμοποιώντας τὴ γλώσσα ὄχι γιὰ νὰ κοινωνήσουμε ἀλλὰ γιὰ νὰ χλευάσουμε, νὰ ὑβρίσουμε, νὰ σατιρίσουμε καὶ ἐν τέλει γιὰ νὰ ἐπιβληδοῦμε, ἀδυνατοῦμε, ὅπως εἶναι φυσικό, νὰ αἰσθανθοῦμε πὼς «οἱ λέξεις εἶναι ὁ ἄρτος ὁ ἐπιούσιος τοῦ πνεύματός μας, ἡ γλώσσα συνιστᾶ τὸ μυστικὸ φῶς τῆς ὕπαρξής μας, τὸν καταυγασμὸ τοῦ νοῦ μας, τὴ διερμήνευση τοῦ μυστηρίου τῆς ψυχῆς μας – αὐτοῦ τοῦ θεϊκοῦ πυρήνα ποὺ φέρεται μέσα στὴν ἀνθρώπινη ἱστορικότητα ἐν κινδύνῳ»[5]
Πολὺ ἐπιτυχημένα προϊδεάζει γι’ αὐτὴ τὴν ἀλήθεια στὸ ξεκίνημα τῆς ταινίας ἡ ἀναφορὰ τῆς ἀφηγήτριας γιὰ τὸ πρόσωπο τῆς Μπαμπέτ: «Μόνο μέσα ἀπ' τὶς κρυμμένες περιοχὲς τῆς καρδιᾶς ἐξηγεῖται ἡ παρουσία της». Μόνο λοιπὸν μέσα στὸν μυσταγωγικὸ χῶρο τῆς καρδιᾶς, θὰ πρόσθετα ἐγώ, θεᾶται ἡ ταινία καὶ ἐξηγοῦνται τὰ νοήματά της.
Σημειώσεις
[1] Ὁ τίτλος τῆς ταινίας στὰ ἑλληνικὰ ὑπάρχει καὶ ὡς «Ἡ γιορτὴ τῆς Μπαμπέτ».
[2] Εὐχὴ τῆς Ἁγίας Ἀναφορᾶς Θεία Λειτουργία Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου
[3] Ἰω. ιε΄ 13
[4] Ἅγ. Νικόλαος Καβάσιλας, «Περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς», Λόγος ΣΤ΄, 645Β.
[5] Κώστας Τσιρόπουλος, «Ἀνάμεσα σὲ δύο αἰῶνες, δικίμια κρίσιμων καιρῶν», ἐκδ. Οἱ Ἐκδόσεις τῶν Φίλων, Ἀθήνα 2002, σ. 46.
Μικρὸ ἀπόσπασμα (5 ἀπὸ 62 σελίδες) τοῦ κειμένου «Τὸ δεῖπνο τῆς Μπασμπέτ». Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ὁ κλῆρος ἔπεσε στὰ δάκρυα», ἐκδ. Γρηγόρη, Ἀθήνα 2018.
Σεβαστέ Πατέρα Βασίλειε,
Σάς ευχαριστούμε γιά τήν “ανάσυρση” αυτή τής επιλεκτικότητάς σας, μέ τούς επικαιρικούς συνειρμούς της.
Μόνο, νά, έννοιωσα λιγάκι χαμένος, μιά που προσκλήθηκα σ’ αυτό τό ιδιαίτερο Δείπνο, άλλά έλειπε η διεύθυνση !
Τό διαδίκτυο μού έδειξε τόν δρόμο.
Επιχειρώ νά μοιραστώ τήν όδευσή μου μαζί μέ τούς φίλους τού “Αντιφώνου”
https://www.dailymotion.com/video/x3l0iar
https://www.dailymotion.com/video/x3l1ke4
Babette’s Feast.(1987)
Η γιορτή της Μπαμπέτ είναι μια ιδιόμορφη ταινία του Δανού Gabriel Axel, που γυρίστηκε το 1987 βασισμένη σε βιβλίο της Karen Blixen, γνωστής και από το “Πέρα από την Αφρική”.
Πραγματεύεται τις ανθρώπινες σχέσεις, μέσα από τα όσα αποκαλύπτονται σε ένα “μυθικό” δείπνο που παραθέτει η Μπαμπέτ, στους συντηρητικούς και σφιγμένους συνδαιτυμόνες της.
Διαδραματίζεται στα τέλη του 19ου αιώνα, σ’ένα ψαροχώρι στη Δανία, όπου φτάνει αναζητώντας μια καλύτερη τύχη η Γαλλίδα Μπαμπέτ, πρώην σεφ σε μπιστρό υψηλής γαστρονομίας.
Αναλαμβάνει οικονόμος στο σπίτι δυο ορφανών μεσήλικων παπαδοκόρων, των οποίων η νιότη έχει μαραζώσει σ’ένα περιβάλλον θρησκόληπτο, και με τη χαρισματική ιδιοσυγκρασία της, τους χαρίζει νέα πνοή.
Στο αποκορύφωμα μιας αλτρουιστικής στάσης ζωής, η Μπαμπέτ, ενώ ανακαλύπτει πως έχει κερδίσει ένα λαχείο,αντί να φύγει πίσω στη χώρα της και να δημιουργήσει το δικό της ρεστοράν, καλεί τη μικρή κοινότητα σε ένα λουκούλλειο γεύμα που της κοστίζει όλο της το χρόνο, την τέχνη και…τα χρήματα του λαχνού.
Ευλογείτε ! Καλό Πάσχα
Ευχαριστίες άπειρες γι αυτήν την υπέροχη ανάρτηση και συνάμα πρόσκληση σε ένα δείπνο που Εκείνος έχει ετοιμάσει για όλους μας! Αγαλιασε η ψυχή μου με την, τόσο, εύστοχη ανάλυση σας! Ταινία ύμνος!!!
Ευλογείτε πάτερ!
Ήταν ένα συναίσθημα αγαλλίασης αυτό το οποίο με διακατείχε όταν, το 1988, είχα παρακολουθήσει (σε ηλικία 28 ετών) την ταινία. Κι ήταν ένα συναίσθημα δυνατό, που με ακολούθησε επί χρόνια – στη διάρκεια των οποίων είδα άλλες δύο φορές το ίδιο έργο στην τηλεόραση.
Αυτό που ένοιωθα να ορίζει τούτο το δημιούργημα ήταν, πρώτα πρώτα, η απέραντη διακριτικότητα του σκηνοθέτη – μπορώ να πω: η αγάπη – για όλα ανεξαιρέτως τα πρόσωπα τα οποία διαβαίνουν απ’ την οθόνη.
Και βέβαια μια κατάφαση στην ύλη υπό την άρρητη προϋπόθεση, πάντως, να σώζεται στο ακέραιο η ποιότητα του ανθρώπινου βιώματος.
Όταν ήρθε το ίντερνετ, αιφνιδιάστηκα διαβάζοντας πόσο χονδροειδείς ήταν οι σχετικές «αναλύσεις» των «ειδικών». Μια χονδροείδια “απαραίτητη”, όμως, για να καταφέρουν να μεταγράψουν την ταινία σε μια σκοποθεσία οιονεί… αντιχριστιανικότητας. (Η οποία, άλλωστε, διαπιστώνεται πάντα ως ο μόνος ορίζοντας υπό τον οποίο ζητούν να διανοηθούμε τον κόσμο.)
Ο π. Βασίλειος, τώρα, απλώς αποκαθιστά την απαιτητικά απολαυστική αυτή ταινία στο άρτιο νόημά της:
Έχουμε εδώ μια εικονοποιΐα που μας βοηθά να αντιληφθούμε γιατί το γεγονός του «γεύματος» κατέχει τόσο κ ε ν τ ρ ι κ ή θέση στη χριστιανική «σημειολογία».
(Ανατολική όσο και δυτική, ειρήσθω εν παρόδω: Δεν μπορεί παρά να είναι ευπρόσδεκτο το γεγονός ότι η τανία αυτή βρίσκεται ψηλά στη λίστα των επισήμως προτεινόμενων ταινιών και από την καθέδρα του Βατικανού.)
Η προσέγγιση του π. Βασιλείου Χριστοδούλου δεν προσέθεσε βέβαια κάτι στην πληρότητα την οποία μεταγγίζει, από το πρώτο μέχρι το τελευταίο λεπτό τής διάρκειάς της, η εξαιρετική (αρκεί να μη την παρακολουθήσουμε αποσπασματικά) ετούτη δημιουργία. Μας παρέχει όμως το κλειδί – αυτό που αγνοούν οι τεχνοκριτικοί – για να αξιωθούμε εν τέλει να την ερμηνεύσουμε.
Αγαπητέ Κύριε Καστρινάκη,
Ο κατωτέρω σύνδεσμος θά σάς επιτρέψει νά ΜΗΝ παρακολουθήσετε τήν ταινία αποσπασματικά, αλλά ολοκληρωμένα. Τό ίδιο καί γιά όποιους ενδιαφερθούν απ’ τούς φίλους τού “Αντιφώνου”
https://www7.fmovies.to/film/babettes-feast.521z0/2wqmo2
(Υ.Γ. Στερνή μου γνώση νά σ’ είχα πρώτα – όταν έδωσα τούς συνδέσμους στό προηγηθέν σχόλιό μου)
Αγαπητέ μου Μιχάλη Σταμπούλη, χαίρομαι βαθειά και για τούτη την παρέμβασή σας (που μαρτυρεί μεράκι για το «επί μέρους» – όχι μόνο για το «καθ’ όλου») όπως και για όλες ανεξαιρέτως τις προηγούμενες παρεμβάσεις σας στο Αντίφωνο.
Μπορώ μάλιστα να γενικεύσω, ομολογώντας ότι η συμμετοχή σας είναι από εκείνες που μου δίνουν μια βεβαιότητα χαράς πριν καν διαβάσω το εκάστοτε σχόλιό σας.
Ευχαριστώ από καρδιάς για αυτό.
Αγαπητέ φίλε,
Αντί άλλης απάντησης στήν ευαισθησία σας, που βρήκε μέσα απ’ τά προσωπεία τού διαδικτύου – καί στήν “ανθρωποφαγία” του, κατά τήν διορατική εκτίμησή σας – νά επικεντρωθεί στόν κατ’ εξοχήν Νάρκισσο, παληό γνώριμο τών παροικούντων τήν Ιερουσαλήμ τής εγγύτητάς του, παρακάλεσα τόν κοινό μας φίλο Κωνσταντίνο* νά οδηγήσει τά βήματά μας σέ μιά αλληλογνωριμία περιχώρησης κάποιων “κοινών τόπων”, μέσα σέ κάποια Κιβωτό τής καταφυγής μας.
Θά διατηρηθεί, άραγε, σκέφτομαι, τότε η χαρά σας ;
Μού απομένει νά τό ελπίζω / Καλό Πάσχα
* Στόν Κωνσταντίνο έχω ανεξόφλητη τήν βιωματική μου υποχρέωση, οτι συνέβαλε (χωρίς, ίσως, νά τό γνωρίζει, μέσα στήν ανιδιοτέλεια καί δοτικότητά του) στήν αφύπνιση εντός μου – άν υποτεθεί οτι υπήρχαν κάν σάν λανθάνουσες – κάποιων αξιών τής ζωής, που τό κυνηγητό τής χίμαιρας καί η παγίδα τής βιοτικής κάλυπταν μέ τήν σκόνη τους ή μέ τό καταστροφικό δέλεάρ τους. Καί είναι οι αξίες του αυτές που νοηματοδοτούν τόν νεανικό του ζήλο, καί τό κουράγιο του ν’ ανατρέφουν σωστά τά τρισχαριτωμένα παιδιά τους.
Υ.Γ. “Ευκαιρίας δοθείσης” άς μήν παραλείψω νά κάνω καί μιά πρόταση, γιά τήν εικαστικότητά σας αυτή, νά βρεθεί / προκύψει, δηλαδή, κάποιο άρθρο στίς “Αναρτήσεις τού Αντίφωνου”, απ’ αυτά που φροντίζετε κάθε φορά νά κοσμούνται μέ τόν διακριτά επίλεκτο εικονικό συμβολισμό, νά “ταιριάξει” – εννοιολογικά ή άλλως πώς – μέ τίς “Πύλες τής Καϊρουάν” (που είχαν τά εκατοστά πέμπτα “γενέθλιά” τους τήν εβδομάδα που πέρασε), ενός πίνακα πολύ αγαπητού στόν Χρήστο Γιανναρά, μέ τήν δική του παράλληλη ευαισθησία. Γένοιτο.
Η χαρά μου (χαρά “αυτοφυής”, εν προκειμένω) δεν θα «διατηρηθεί», απλώς: θα πολλαπλασιαστεί.
Εφ’ ώ και έχω… “αναθέσει” ήδη στον Κωνσταντίνο να βρει μια ευκαιρία για να το ορίσει.