Γιῶργος Ανδρέου*
Ἑλλάδα εἶναι ἡ χώρα τῆς Ποίησης. Ἀπὸ τὸν Ὅμηρο ὣς τὸν Ἐλύτη μιὰ νοητὴ γραμμὴ συνδέει, ἑνοποιεῖ καὶ κατευθύνει μέσα ἀπὸ τὴν ποιητικὴ δημιουργικὴ γλῶσσα τὰ σταθερὰ γνωρίσματα τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ, αὐτὰ ποὺ δὲν μοιάζουν μὲ τίποτε ἀνατολικὸ καὶ τίποτε δυτικό, τὰ πρωτογενῆ καὶ γι’ αὐτὸ πολύτιμα.
Ὑποστηρίζω ὅτι ὅλες οἱ τέχνες ποὺ γεννήθηκαν καὶ ἀναπτύχθηκαν στὸ σταυροδρόμι ποὺ λέγεται Ἑλλάδα, κατάγονται ἀπὸ τὴν Ποίηση. Τὸ Θέατρο αὐτονόητα. Ἡ Ἀρχιτεκτονικὴ ὡς ποιητικὴ ἔνταξη τοῦ σχήματος - κτίσματος στὶς γραμμὲς τοῦ τοπίου. Ὁ Χορὸς ὡς ποιητικὴ τῆς ἀνύψωσης τοῦ σώματος σὲ ἰδέα πνευματική. Ἡ Ζωγραφικὴ κι ἡ Γλυπτικὴ ὡς ποιητικὴ τῆς ἄλλης μεταφυσικῆς, αὐτῆς ποὺ ὑπαινίσσεται ζωὴ αἰώνια, ὄχι καταγραμμένη «ρεαλιστικὰ» ἀλλὰ μετουσιωμένη σὲ ἐρωτικὴ ἰδέα. Ἡ Μουσική, τέλος, ὡς ποιητικὴ τοῦ θεϊκοῦ ποὺ διαχέεται ἄυλο ἀλλὰ ἀρραγὲς σ’ ἕναν συντονισμὸ συμπάντικο, χαρμολυπημένο.
Ἂν τὸ τραγούδι εἶναι μνήμη ποίησης καὶ μουσικῆς, τότε εἶναι δυὸ φορὲς ποίηση.
Ἀλλὰ τί εἶναι ποιητικὸ μὲ τὸν ἑλληνικὸ τρόπο; Εἶναι ἐκεῖνο τὸ δημιουργικὸ σύμπαν ὅπου ὅλα τὰ στοιχεῖα, ἰδεατὰ καὶ ὑλικά, συνενώνονται σ’ ἕνα εἶδος μυστικῆς ζωῆς καὶ παύουν νὰ ἀποτελοῦν σημαινόμενα μιᾶς χρηστικῆς ἀξίας, ἑνὸς μονοδιάστατου «ρόλου». Τὸ τραπέζι, τὸ ποτήρι, ὁ Χάρος, ἡ θάλασσα, οἱ ἄγγελοι, τὸ παράθυρο, τὰ καράβια, τὰ λουλούδια, ὁ Χριστός, ἡ Παναγία, τὸ παράπονο, ἡ Κυριακή, τὰ λιμάνια, ἡ βρύση, ἡ ζήλια, ὁ γκρεμός, τὸ ψέμα, τὸ ψωμί, ὁ ἔρωτας, ἡ ξενιτιά, ἡ Πόλη, τὸ κορίτσι, γίνονται σήματα φωτεινὰ τοῦ κόσμου τῶν θαυμάτων, λαμπρὲς ἀρνήσεις τοῦ δυτικότροπου ὀρθολογισμοῦ καὶ τοῦ ἐξ Ἀνατολῶν μανιχαϊσμοῦ. Ὁ κόσμος ὁ ἑλληνικὸς εἶναι ἑνιαῖος, ἀναστημένος, μυστηριακὸς καὶ ἀγαπητικός.
Ὁ κόσμος ὁ ἑλληνικὸς εἶναι τὸ παιδὶ ἑνὸς πολιτισμοῦ σύνθετου, μακραίωνου, ἀπόλυτα ἔντεχνου, ἑνὸς πολιτισμοῦ πένητα καὶ ἀριστοκράτη. Εἶναι ὁ κόσμος ὁ ἑλληνικὸς μὲ τὸν τρόπο τὸν ἑλληνικό. Τὸν τρόπο τῆς Ποίησης.
Κρῖμα ποὺ οἱ σύγχρονοί μου Ἕλληνες ἔχουν ἀφήσει αὐτὸν τὸν τρόπο καὶ ἔχουν καταπιαστεῖ μὲ ἄλλους. Κρῖμα κι ἄδικο νὰ χρειάζονται «ρὸκ» καὶ «ἔθνικ», «ρέιβ» καὶ «πόπ» γιὰ νὰ ἀρθρώσουν λόγο καρδιᾶς καὶ αἰσθημάτων.
Μιλῶ βέβαια γιὰ τραγούδι καὶ μουσικὴ καὶ ἂς θεωρηθεῖ ὅτι παρακάμπτω τοὺς πολλοὺς ποὺ μαϊμουδίζουν γελοῖα ἀγγλοσαξονικὰ πρότυπα ἀνάμεικτα μὲ κωμικοτραγικὰ ἀραβικὰ στερεότυπα. Στοὺς ἄλλους ἀναφέρομαι, στοὺς καλούς, στοὺς εἰλικρινεῖς Ἕλληνες. Ἀκόμη κι ὅταν στὰ ὡραῖα λόγια τῶν τραγουδιῶν τους βλέπω τὸν τρόπο τὸν ἑλληνικό, δὲν τὸν ἀκούω στὶς μουσικές τους. Τί κρῖμα κι ἄδικο οἱ φιλοξενούμενοί μας Ἀρμένιοι καὶ Σλάβοι νὰ μᾶς θυμίζουν αὐτὸ ποὺ εἶναι δικό μας καὶ «ξεχάσαμε», τὸν τρόπο τὸν ποιητικό, τὸν τρόπο τὸν ἑλληνικό. Πολὺ λυπᾶμαι ὅταν ἀκούω τραγούδια μας μὲ λόγια ποὺ θυμίζουν πρωτοσέλιδα ἐφημερίδων, πολὺ λυπᾶμαι ὅταν αἰσθάνομαι τὴ φυλακὴ τῆς κυριολεξίας στὴ θεματικὴ ἑνὸς τραγουδιοῦ, πολὺ λυπᾶμαι ὅταν βλέπω τὶς μουσικὲς ἀναζητήσεις νὰ περιορίζονται στὰ ρηχὰ νερὰ τοῦ «νεολαϊκοῦ» ἤχου μὲ τήν, ὡς ἐξαντλήσεως, κατάχρηση τοῦ ρεμπέτικου τρόπου καὶ τὴ χρήση τοῦ δύστυχου μπουζουκιοῦ ὡς «πόρνης τῆς παραδόσεως», στὸ σῶμα τῆς ὁποίας, ἐπιτρέπονται (καὶ μὲ τὶς εὐλογίες τῶν «εἰδικῶν») ὅλων τῶν εἰδῶν οἱ ἀσελγεῖς πειραματισμοί.
Βάζω κάτω τὸν χάρτη: Πόντος, Θράκη, Μακεδονία, Κυκλάδες, Ρούμελη, Κρήτη, Ἑπτάνησα, Δωδεκάνησα, ἠπειρώτικο μέλος, βυζαντινὸ μέλος... Ἡ ζῶσα παράδοση περιμένει ὄχι ἀναπαραγωγικὴ τεχνικὴ ἀλλὰ ἐρωτικὴ παραδοχή, θρησκευτικὴ προσήλωση, ἐλεύθερο αἴσθημα, τρόπο ποιητικό, τρόπο ἑλληνικό. Ἴσως τότε, ὅταν ξανακοιταχθοῦμε στὸν καθρέφτη τοῦ πολιτισμοῦ μας, ἴσως κερδίσουμε τὴν Ἀνατολὴ ποὺ ἀληθινὰ μᾶς ἀναλογεῖ καὶ τὴ Δύση ποὺ μᾶς χρωστάει.
ΥΓ. Συλλογίζομαι πολὺ τὸν Κόντογλου. Ποιά δύναμη ὤθησε ἕναν ζωγράφο σπουδαγμένο στὴν Ἑσπερία νὰ ταξιδέψει στὸ Ἅγιον Ὄρος, νὰ συγκλονισθεῖ ἀπὸ τὴν δύναμη τῆς βυζαντινῆς τέχνης καὶ νὰ γίνει ἁγιογράφος ὑπερασπιστής της, σὲ μιὰ ἱστορικὴ στιγμὴ μάλιστα ὅπου ἡ ἁγιογραφία στρεφόταν ἐπικίνδυνα πρὸς δυτικότροπα πρότυπα;
Φαίνεται ὅτι ὁ τρόπος ὁ ἑλληνικὸς ἐπιλέγει μὲ ἐπιφοίτηση τοὺς διακόνους τῶν ἀξιῶν του. Ἴσως γιατὶ ὁ πολιτισμός μας ὁ ἑλληνικὸς ἐπιβίωσε τόσους ἐχθρικοὺς αἰῶνες δείχνοντας δύο πρόσωπα: τὸ ἕνα ξένιο καὶ καταδεκτικό, ἕτοιμο νὰ διδαχθεῖ, νὰ μοιρασθεῖ, νὰ υἱοθετήσει, νὰ κάνει δικό του μὲ μυστηριώδη ὤσμωση καθετί «ἐξωτικό» (στὸν νοῦ μου ἔρχονται πρόχειρα οἱ ροῦμπες, τὰ μπολερὸ καὶ τὰ φοξτρὸτ τοῦ Τσιτσάνη). Τὸ δεύτερο πρόσωπο, ὕστερα ἀπὸ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου, τὸ ξαναζύγισμα καὶ τὴ διήθηση, εἶναι τὸ θανατηφόρο πρόσωπο τῆς Μέδουσας.
*O Γιώργος Ανδρέου είναι καταξιωμένος συνθέτης ελληνικής μουσικής.
Δημοσιεύθηκε στὸ περιοδικὸ «Δίφωνο». Τὸ ἀντλοῦμε ἀπὸ ἀναδημοσίευση στὸ τχ 205 (Ιούνιος 2009) τῆς «Πειραϊκῆς Ἐκκλησίας».
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα είναι έργο του Νίκου Νικολάου.
πηγή κειμένου: Aντίφωνο