Συνέντευξη της Ελεωνόρας Σταθοπούλου στην Γεωργία Οικονομοπούλου.
Επτά ιστορίες αφηγημένες στην καθαρεύουσα. Μάλιστα, τυπωμένες σε μονοτονικό. Ισάριθμοι ήρωες, στο χείλος της αβύσσου. Κρατημένοι στις παρυφές του κενού που χαίνει, θα τολμήσουν το άλμα. Ο χρόνος είναι άχρονος, παρελθόν παρόν και μέλλον συνίστανται στο ίδιο κάδρο, εικονίσματα στο τέμπλο της καθημερινότητας. Ο θάνατος είναι πανταχού παρών. Επομένως, η ζωή. Ο έρωτας. Φυσικό και μεταφυσικό, οδύνη και παιχνίδι, τραγωδία και κωμωδία στην ίδια σκηνή.
Εικαστικός, αγιογράφος, βραβευμένη ηθοποιός στο παρελθόν, συγγραφέας, rara avis, η Ελεωνόρα Σταθοπούλου υπογράφει τη συλλογή διηγημάτων Εις Ελευθερίαν. Σε αντίθεση με τον Σίσυφο στην ανάγνωση του Καμύ, η αξιοπρέπεια για την Ελεωνόρα Σταθοπούλου δεν βρίσκεται (ή δεν βρίσκεται μόνον) στο να ξέρεις να κρατηθείς στην ακραία γωνία που προκαλεί τον ίλιγγο, αλλά στο ίδιο το άλμα. Η ελπίδα δεν είναι υπεκφυγή, δεν προδίδει.
Από το Καλό αίμα, κακό αίμα (Εστία, 2010) και τα Εκείνος (Οδός Πανός, 2006) κι Εκείνος ΙΙ (επαυξημένη έκδοση του Εκείνος, Εστία, 2013) έχει καταστήσει σαφές πως διαχειρίζεται το υλικό της με τρόπο εντελώς δικόν της. Η θρησκευτικότητα διέπει την πεζογραφία της. Στο Εκείνος, το ρίσκο και η πρόκληση που ανέλαβε και κέρδισε η Ελεωνόρα Σταθοπούλου ήταν να ξαναδιηγηθεί την ιστορία των Ευαγγελίων, τη ζωή του Χριστού. Στο Εις Ελευθερίαν, το στοίχημα έγκειται στη χρήση της καθαρεύουσας. Τη συνάντησα, άπιστος Θωμάς, για να διερευνήσω τις προθέσεις της.
Γιατί στην καθαρεύουσα; Πισωγύρισμα, αναμόχλευση ζητημάτων, στυλιστικό εύρημα; Τι εξυπηρετεί; Δεν θα μπορούσε να σταθεί στη δημοτική το Εις Ελευθερίαν; Είναι η πίστη στην Ορθοδοξία προαπαιτούμενο για την ανάγνωση της συλλογής; Επιπλέον, την αφιερώνει στη μνήμη του Βαγγέλη Γιακουμάκη. Γιατί; Η Ελεωνόρα Σταθοπούλου απαντά σε ομόκεντρους κύκλους, βότσαλα στη λίμνη, με άλματα. «Ας τα πάρουμε ένα – ένα», λέει.
Για την καθαρεύουσα:
«Έτσι το θέλησα, να γράψω το Εις Ελευθερίαν σ’ αυτή τη γλώσσα από έρωτα ξαφνικό, επίμονο, που δεν μπορούσα να απαλλαγώ. Δεν είχα καμιά λαχτάρα νωρίτερα να γράψω στην καθαρεύουσα. Ούτε νομίζω ότι θα ξαναγράψω, αν ξαναγράψω, στο μέλλον σ’ αυτή τη γλώσσα. Έτσι, μονοκοπανιά μου ήρθε. Η καθαρεύουσα έχει έναν περίεργο κυματισμό. Προσθέτει κάτι… Σα να λείπει ένα μικρό κομματάκι και ν’ αφήνει τη φαντασία να το προσθέσει, σα να συμμετέχει κι ο αναγνώστης και να το κάνει καλύτερο.
»Σκέψου την τελευταία φράση από την “Εκδρομή”: Είδον δε τους μικρούς μαθητάς οδεύοντας προς μίαν εκδρομήν εαρινήν, ατελεύτητον. Στη δημοτική: Είδα τους μικρούς μαθητές να πηγαίνουν σε μία ατέλειωτη ανοιξιάτικη εκδρομή. Είναι κάτι άλλο. Είχε πει ο Χένρι Τζέημς: Από τις σύγχρονες γυναίκες λείπει το μυστήριο και οι τρόποι. Νομίζω ότι από τον σύγχρονο κόσμο γενικά λείπει το μυστήριο και οι τρόποι, μια ευγένεια. Οπότε, ανατρέχεις σε μια άλλη γλώσσα για να διατυπώσεις το μυστήριο, κάτι πιο ευαίσθητο, το υπερβατικό. Στη δημοτική, ίσως άλλος θα μπορούσε να το πει, εγώ τέλος πάντων δεν μπόρεσα».
Για το μονοτονικό:
«Είναι τυπικά πράγματα αυτά. Πολυτονικό, μονοτονικό, δεν με απασχολεί, αρκεί να γίνεται αντιληπτό. Δεν κολλάω στο γράμμα του νόμου, καθόλου δεν θέλω. Είναι να μη βάλω κάτι στο μυαλό μου. Θα το κάνω. Θέλω όμως και να το επικοινωνήσω. Έχω μεγάλη αγωνία να μην παρεξηγηθώ και να καταλάβει ο άλλος αυτό που εννοώ. Γι’ αυτό και το δούλεψα πάρα πολύ, όσο πιο πολύ μπορούσα, για να το κάνω να είναι σαφές».
Η θρησκευτικότητα, η γλώσσα, η άχρονη αφήγηση, το φανταστικό και το όνειρο, η παράδοση κι ο μύθος, το ύφος που δεν διστάζει να παίξει με τον μοντερνισμό, η εφαρμογή, θα λέγαμε, της τεχνοτροπίας της αγιογραφίας για την απόδοση πεζογραφικών θεμάτων που άπτονται διαχρονικών υπαρξιακών ζητημάτων, οδηγούν σε συνειρμούς με δημιουργούς όπως ο Παπαδιαμάντης, ο Πεντζίκης, ο Κόντογλου, πιο χαλαρά ο Δημοσθένης Βουτυράς και ο Ε.Χ. Γονατάς, οι σουρεαλιστές και η γενιά του ’30. Ποιες από τις επιρροές της στάθηκαν καθοριστικές για το συγκεκριμένο βιβλίο;
«Ο Παπαδιαμάντης κι ο Ροΐδης, αν θέλουμε να επανέλθουμε στη γλώσσα, το ύφος, την ατμόσφαιρα. Η αγιογραφία και η εξέλιξη του χρόνου στην ίδια εικόνα, το ότι τα έργα δεν έχουν προοπτική, είναι μετωπικά. Αυτά με έχουν επηρεάσει. Ο Τσαρούχης, ο Χατζιδάκις, ο Θεοδωράκης, κι άλλοι, ο Κόντογλου, ο Κουν, που θέλησαν να κάνουν βαθύ το ελληνικό, να ξεφύγουν από το φολκλορικό. Πιο πολύ όμως ήταν βιώματα που στάθηκαν καθοριστικά. Το υπαγόρευσαν οι εμπειρίες, το υπαγόρευσαν πράγματα χαμένα αλλά πολύ βασικά που σου ξανάρχονται και σου ξαναβγαίνουν».
Ξεκίνησε να γράφει το Εις Ελευθερίαν το 2003. Περιμένοντας μια φίλη στο Σκουφάκι, μεσημέρι, πίνοντας ένα ποτό, της ήρθε η εικόνα μιας πρόσφατης εκδρομής της στην Αίγινα, όπου ξαφνικά σε μια στροφή του δρόμου βρέθηκε μέσα σε ένα σμήνος από χιλιάδες άσπρες πεταλούδες. Λες να είναι παιδιά; Λες να έπεσε εδώ κάποιο σχολικό λεωφορείο; Άλμα. Στα είκοσί της χρόνια, σ’ ένα χωριάτικο σπίτι, διάβασε ένα σημείωμα: «Πάου λουλούδια στον άγιο».
«Κάτι έπαθα που το διάβασα αυτό. Πάου –έτσι με ου- λουλούδια στον άγιο. Μου φάνηκε, δεν ξέρω για ποιον λόγο, μαγικό. Σαν να διάβασα ερωτικό σημείωμα. Τόσο απλό, ότι σηκώνεται μία γυναίκα να πάει στον Γιώργο, στη Μαρίνα, σε κάποιον οικείο, να του πάει λουλούδια το απόγευμα, να τα πει».
Ήταν το εκκλησάκι του Αγίου Λουκά. Είχε στις πόρτες, αριστερά και δεξιά, αγγέλους ζωγραφισμένους, «σαν τα παιδικά τετράδια». Καθόταν εκεί τα απογεύματα, «έπεφτε το χρυσοκόκκινο φως του ήλιου πάνω στα σώματα» και διάβαζε το Μηνιαίο, τους βίους των αγίων του μήνα. «Δεν καταλάβαινα πολλά πολλά, αλλά υπήρχε μεγάλη μαγεία σ’ αυτή την ανάγνωση. Κι αυτό μου έμεινε. Και ξεχάστηκε». Επανήλθε το 2003 και καθόρισε τη γλώσσα στην οποία θα γραφόταν «Η εκδρομή» και στη συνέχεια ολόκληρη η συλλογή.
Στην «Εκδρομή», η στροφή του δρόμου «ισορρόπει εις το χείλος της αβύσσου». Στην «Ακρίβεια του ακροβάτου», ο Λοΐζος Λούης ακροβατεί σε τεντωμένο σκοινί και έρχεται αντιμέτωπος, μετά τη γνωριμία του με τη Ρίτα, με «τον απόλυτον τρόμον της πτώσεως εις το κενόν», επιλέγοντας εν τέλει τη κυριολεκτική συντριβή. Στον «Κοχλία», ο Αντώνιος Λεούσης, εθισμένος στα οπιούχα, έχει αφεθεί στην πτώση. Βγαίνει ένα πρωί από το γιαπί όπου διανυκτερεύει (απόλαυση, οι παράγραφοι για το πώς αναζητά γόπες τσιγάρων, άχρηστες από την χθεσινοβραδινή βροχή) και καταρρέει στο πεζοδρόμιο. Παρακολουθεί ένα σαλιγκάρι, πριν το συνθλίψει η σόλα του περαστικού. Τυχαία, τον αναγνωρίζει μια παλιά του συμμαθήτρια. Κρατάει μια σακούλα με σαλιγκάρια, για το μεσημεριανό γεύμα της οικογένειας. (Απόλαυση, το πικρό χιούμορ του κειμένου: «Μετά δε, θεωρών το σεσωσμένον τε και ενθουσιώδες της νέας πρόσωπον, προσκαλούν αυτόν εκ νέου ίνα γνωρίσει την Χαρά, τον Αντώνη, τον σύζυγον, όστις είναι ελαιοχρωματιστής και ημπόρει να τον πάρει διά τα μερεμέτια, ο νέος κατελήφθη υπό άγχους και πένθους. «Μια άλλη φορά», εψέλλισε κάτωχρος».)
Το Λενάκι, στο «Πίετε εξ αυτού πάντες», είδε την άβυσσο κορίτσι και σάλεψε. Γριά πια, απομονωμένη σ’ ένα έρημο μοναστήρι, βλέπει στο πρόσωπο ενός τραυματισμένου δραπέτη τον Χριστό και κάνει το άλμα. Στα «Τρία κουφέτα», διήγημα αφιερωμένο στο Καλλιώ, η Μυρτούλα Λάμπρου («γραία εκ γενετής») τολμά το άλμα την ύστατη στιγμή, με τον θάνατο.
«Αυτή τη γυναίκα την έχω γνωρίσει. Αλλά αυτή η γυναίκα δεν είναι μία», λέει η Ελεωνόρα Σταθοπούλου. «Είναι γενιές ολόκληρες ελληνίδων που έχουν πάει έτσι. Γράφω μέσα ότι η κοινωνία της επέβαλε τα συναισθήματα που έπρεπε να νιώσει και τα ένιωθε πραγματικά. Υπάρχει δηλαδή ένας βασανισμός συνεχής. Μια δικτατορία συνεχής. Γιατί βγήκες, γιατί μίλησες, γιατί έκανες, γιατί γέλασες, γιατί έφαγες. Η επαρχία δεν έχει τίποτα να κάνει με αυτό που φανταζόμαστε, που είναι κάτι χαρούμενοι άνθρωποι που καλπάζουν μαζί με τα κατσίκια. Κάποια στιγμή, λαλούν τα πουλάκια, λένε ήρθε η άνοιξη, ήρθαν τα χελιδόνια. Αλλά από την άλλη μεριά, γίνεται ο χαμός, από πόνο, από καταπίεση, από νεύρα, από φάρμακα και ψυχοφάρμακα, από αυτοκτονίες. Η κοινωνία μπορεί να σου επιβάλει τα πάντα και να πιστεύεις ότι αυτό σου αρέσει. Μπορεί να πιστέψεις ότι η μεγαλύτερη ευτυχία είναι να κυκλοφορείς με ένα κινητό στο αυτί. Δεν είναι δυνατόν η ευτυχία να είναι το κινητό, το αυτοκίνητο, η μάρκα, η έπαυλη… Κι όμως ο άλλος μπορεί να πεθάνει αν του το αφαιρέσεις».
Στο διήγημα «Εις Ελευθερίαν» παρακολουθούμε το πέρασμα από την Ελλάδα της χούντας στη μεταπολίτευση, προς την κοινωνία της αφθονίας και της υπερκατανάλωσης, όπου η υπερπληθώρα της πληροφορίας και των προϊόντων δημιουργεί το ιδανικό αντίβαρο, την άλλη όψη της απαγόρευσης, της λογοκρισίας, της πανταχού παρούσας τιμωρίας.
«Ποιος στραβός δεν θέλει το φως του, ποιος δεν θέλει να μη στάζει η στέγη, να μην κρυώνει, να βλέπει στο σκοτάδι; Νομίζω ότι οι τράπεζες τσίγκλησαν αυτό το νεύρο, ενός λαού πεινασμένου. Ο άλλος ποντάρισε χρηματιστηριακά στην πείνα ενός λαού, ότι ο πεινασμένος θα φάει επί δέκα. Και δώσ’ του δάνεια. Γρήγορα, η κατάσταση έγινε το πιθάρι των Δαναΐδων. Είναι δύσκολο μετά να βρεις το μέτρο. Πας στο άλλο άκρο. Αλλά, είναι σίγουρο ότι δεν θα σε ικανοποιήσει το άλλο άκρο, όπως δεν σε ικανοποιούσε και το προηγούμενο. Σιγά σιγά, μόνος σου, θα το βρεις το μέτρο. Εδώ, περάσαμε από την Γκόλφω στον Μπέκετ. Έπεσε επί χρόνια μια ακατάληπτη κουλτούρα, που δεν αναφερόταν στον λαό. Επιπλέον, ο λαϊκισμός, η έλλειψη προτύπου, το αλισβερίσι κανακέματος του ψηφοφόρου από τις κυβερνήσεις. Όλος ο σύγχρονος πολιτισμός ποντάρει στις αδυναμίες της ανθρώπινης φύσης. Η ανθρώπινη φύση όμως τσιμπάει και στα πολύ ωραία πράγματα. Τσιμπάει και στον ενθουσιασμό, τσιμπάει και στη συγκίνηση, στον αλτουισμό. Δε γίνεται να είναι όλα ένα κόκκινο χαλί στρωμένο. Δεν πάει πουθενά το κόκκινο χαλί.
»Το είμαι έντιμος, το είμαι εντάξει, κρίνεται στη ζωή, κάθε μέρα, αλλιώς είναι λόγια του αέρα. Για να μην σηκώσεις τον κόσμο στο ποδάρι με την ελάχιστη εξουσία που θα σου δοθεί, χρειάζεται μια προπαίδεια. Χρειάζεται άσκηση του φρονήματος. Για να μην βάλεις κάτω το κεφάλι στα καθεστώτα βαρβαρότητας, για να μην εκδικείσαι τους ομοίους σου και να μην ταυτίζεσαι με τους ανωτέρους, για να σταθείς στα πόδια σου, χρειάζεται καθημερινές ασκήσεις αναπνοής».
Γιατί αφιέρωσε το Εις Ελευθερίαν στον Βαγγέλη Γιακουμάκη;
«Τερατωδίες πίσω από κλειστές πόρτες, εναντίον εκείνου που έχει αποφασίσει να μη γίνει κτηνώδης για να ανταπεξέλθει. Αυτό το θέμα με ταράζει με τον Γιακουμάκη. Κι έπειτα, η συγκίνηση κρατάει πάντα λίγο. Υπήρξε συγκίνηση για τον Γιακουμάκη, νωρίτερα για τον Γρηγορόπουλο. Αυτή η συγκίνηση είναι ό,τι πιο αληθινό υπάρχει. Για τη διατήρηση της συγκίνησης, χρειάζεται συνεχής άσκηση. Όπως είπε ο Μπρεχτ: Οι χαρακτήρες είναι σαν τα γάντια, τα καλά κρατάν, αλλά κι αυτά όχι για πάντα. Χρειάζεται συνεχής προσπάθεια. Να μπαίνουμε στη θέση του άλλου. Να αναγνωρίζουμε ότι θα μπορούσαμε εύκολα να ήμασταν εμείς στη θέση του, ότι αύριο με μαθηματική ακρίβεια θα έρθει η σειρά μας να φαγωθούμε».
Στον «Επίλογο» ο Ισίδωρος Καραβίας σημειώνει: «Διό και άνευ καθημερινής ασκήσεως η τυραννική νοοτροπία, ήν επί αιώνας εδιδαχθήκαμεν υπό Ρωμαίων έως και Οθωμανών, δύναται να εξαλείψει αφ’ ημών πάσαν ιδέαν δημοκρατίας, ενσπείρει δε νοσηρόν πνεύμα σαδισμού τε και τραμπουκισμού, άγνωστον εις την ελληνικήν σκέψιν». Δεν είναι επικίνδυνο να συνδέουμε το ιδεώδες του Έλληνα με την Δημοκρατία, ειδικά στις μέρες μας, με την αφύπνιση του ναζισμού;
«Να το ξεκαθαρίσω. Δεν αναφέρομαι στους νεοέλληνες. Μιλάω για τους Έλληνες του Χρυσού Αιώνα, της Δημοκρατίας. Υπάρχει μια υγεία στη Δημοκρατία ως σύλληψη, ως πρακτική, ως κάτι που επαναπροσδιορίζει και επαναπροσδιορίζεται. Αναφέρομαι σε αυτή την πολύ μικρή περίοδο της Αθηναϊκής Δημοκρατίας. Άνθρωποι απέναντι ο ένας στον άλλο ισότιμα. Το να επιτίθεται η Χρυσή Αυγή, δέκα νοματαίοι, σε έναν, αυτό είναι αρένα πια, αυτό άπτεται της διαστροφής.
»Η δημοκρατία όπως την εννοώ είναι πιο κοντά στην ειλικρίνεια. Ξέρω, μπορεί να είμαι λίγο μπαγαπόντης, μπορεί να είμαι και δειλός, από την άλλη όμως έχω όλη την καλή διάθεση, όλες αυτές οι παράμετροι είμαι εγώ. Ο πατριωτισμός έχει γίνει ψωμοτύρι. Έρχεται ο άλλος και για ίδιον όφελος επιχειρεί με τη διαμεσολάβηση των ισχυρών να σε υποδουλώσει, να σε συντρίψει και το ονομάζει αυτό πατριωτισμό. Ποιος πατριωτισμός; Έτσι ήταν οι κοτζαμπάσηδες, έτσι ήταν οι ταγματασφαλίτες. Πες το, να συνεννοηθούμε. Τέρμα τα ντεμέκ, που έγραψε κι ο Κραουνάκης. Τέρμα, φτάνει. Ας δούμε τα χάλια μας ο καθένας».
Η πίστη στο Ιησού Χριστό και την Ορθοδοξία, η αναζήτηση απαντήσεων στις υπαρξιακές αγωνίες μέσω της θεολογικής ρητορικής και της χριστής πρακτικής, είναι προαπαιτούμενα για να διαβάσει κάποιος το Εις Ελευθερίαν;
«Δεν είναι προαπαιτούμενα. Είναι ίσως μια πρόταση, για να μη σκεφτόμαστε ότι το τέλος είναι αυτό το οικτρό που βλέπουμε μπροστά στα μάτια μας. Τα μάτια μας είναι κολλημένα… Γι’ αυτό και στο οπισθόφυλλο του βιβλίου έγραψα: να βγει ένα μυγάκι από τα μάτια. Αυτή τη στιγμή είμαστε κτήνη, αλλά πιστεύω ότι ο άνθρωπος εξελίσσεται, δεν έχει ολοκληρωθεί. Λιώνουν οι πάγοι, γίνονται πλημύρες, θα σηκωθούν τυφώνες. Κάποιος που το βλέπει από μακριά, θα πει: Δεν κοιτάω να είμαι σε αρμονία με τους γύρω και τα γύρω μου γιατί αυτό θα σώσει και την δική μου ζωή; Δεν γίνεται να κάθεσαι σε ένα κλαδί γεμάτο φρούτα και να το πριονίζεις για να τα πάρεις, θα πέσεις κι εσύ. Θα πάρεις εσύ ένα φρούτο, θα πάρει ο άλλος ένα και θα μείνει αυτό το δέντρο.
»Δεν είναι τόσο θέμα πίστης το να διαβάσει ο άλλος το βιβλίο, όσο διάθεσης ύπαρξης και συνύπαρξης, να δεχθεί τον διπλανό του, να βγάλει το μυγάκι από το μάτι του, να δει τον κόσμο όπως είναι. Η διαφορετικότητα είναι απαραίτητη. Δεν μπορούμε να ζούμε σε έναν αποστειρωμένο κόσμο. Το τέλειο είναι λάθος. Ο Καιάδας δεν προάγει πολιτισμό. Είναι αντίθετος σε μια βαθιά θρησκευτικότητα. Αυτό θεωρώ αντίθετο στον Θεό, τον Καιάδα. Η ζωή είναι ο αστάθμητος παράγοντας. Όλα τα άλλα είναι ένα σχέδιο, ένα ιδεολόγημα».
Πως τοποθετείται απέναντι στην αθεΐα ή στον αγνωστικισμό;
«Ο Τιράνων Αναστάσιος Γιαννουλάτος είπε μια φορά: Ρώτησα τον εαυτό μου, πιστεύεις στον Θεό; Ναι. Σε ποιο Θεό πιστεύεις; Αυτό θέλει μια ολόκληρη ζωή για να το απαντήσεις. Θέλει προσπάθεια και άσκηση μιας ζωής, για να ανακαλύψεις, αν ανακαλύψεις, μες στο χάος, σε τι πιστεύεις και γιατί. Όπως ρωτάμε τι εννοεί ο θρήσκος και παίρνουμε χιλιάδες βλακώδεις απαντήσεις, έτσι ρωτάμε και τι είναι ο άθεος και παίρνουμε άλλες εξίσου βλακώδεις απαντήσεις. Πολύ επιπόλαια λέει ο ένας είμαι θρήσκος ή ο άλλος είμαι άθεος. Είναι θέμα μιας ζωής. Είναι κάτι ωραίο. Είναι ζωντανό. Δεν γίνεται χωρίς τον καυγά. Δεν γίνεται χωρίς τη σύγκρουση. Δε πήγε σε κανέναν ο Θεός να του μιλήσει στο αυτί. Δεν μπορεί κανείς να πει ότι ξέρει. Το βίωμα έχει αυτές τις παρενθέσεις, όπου τίθενται ερωτήματα. Κι εκεί πρέπει να σπας το κεφάλι σου, τη καρδιά σου, την ψυχή σου, τον εαυτό σου, όλα μαζί, για να τ’ απαντήσεις. Αυτή είναι η μοίρα του ανθρώπου, η αναζήτηση».
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα είναι έργο του Σπύρου Βασιλείου.