Το σύγχρονο μεταμοντέρνο υποκείμενο

ή μία ανάγνωση του Χλομού Βασιλιά

1
1290

Έπειτα από μία πολύχρονη μάχη με την κλινική κατάθλιψη, ο Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας έδωσε τέλος στη ζωή του, στις 12 Σεπτεμβρίου του 2008 στο Κλέρμοντ της Καλιφόρνια. Η είδηση είναι τραγική, αλλά και προκλητική για όποιον θέλει να ασχοληθεί με ένα λογοτεχνικό έργο. Ο συγγραφέας είχε γράψει εκατοντάδες σελίδες που βρέθηκαν μετά τον θάνατό του στο γραφείο του. Ένα απέραντο υλικό, που δημιουργούσε έναν πολυσύνθετο χώρο πλοκής: το περιφερειακό εξεταστικό κέντρο της φορολογικής υπηρεσίας στην Πιόρια του Ιλινόις το 1985. Οι συνθήκες του μεταμοντέρνου αρχίζουν να τίθενται. Το πλαίσιο του μυθιστορήματος μία τεχνοκρατική, γραφειοκρατική υπηρεσία (θυμίζει έντονα Κάφκα), πλήθος «βαρετών» πληροφοριών λογιστικής και φοροτεχνίας, εξαντλητικές περιγραφές της καθημερινότητας, διάφορα πρόσωπα, βιογραφική αφήγηση, σπαράγματα ιστοριών. Η ανάγνωση καταντά εμμονική, διότι πρέπει κανείς να αντέξει όλες αυτές τις «πληροφορίες», διότι δε μπορεί, «όλοι γνωρίζουμε ότι υπάρχει κάτι άλλο στο βάθος».

Για τον μεταμοντέρνο άνθρωπο το έρημο νησί του Ροβινσώνα ή η ζούγκλα του Μόγλη είναι αυτή η «κοινωνία της πληροφορίας». Η κόλαση έχει όνομα και το όνομά της είναι «πλήξη». Τα πολιτικά, κοινωνικά και υπαρξιακά προβλήματα είναι τόσο πληκτικά και δυσνόητα, που κανένας δεν θα δώσει προσοχή, «γιατί κανένας δεν θα ενδιαφερθεί, και αυτό λόγω της, λίγο πολύ εκ των προτέρων, μνημειώδους πλήξης που προκαλούν αυτά τα ζητήματα». Η αίσθηση της ασημαντότητας και της προσωπικής αδυναμίας είναι κυρίαρχα. Μετά την εποχή των μεγάλων ιδεολογιών (και των μεγάλων πολέμων), οι άνθρωποι δεν θεωρούν τον εαυτό τους προσωπικά υπεύθυνο: «Νομίζω πως πρόκειται μάλλον για το σύνδρομο της μη ψήφου, αυτό που οι άνθρωποι πιστεύουν πως είναι τόσο μικροί, και η μάζα των άλλων τόσο μεγάλη, που η δική τους επιλογή δεν έχει καμία σημασία». Οι πολίτες από παραγωγικοί καλούνται να γίνουν καταναλωτικοί. Ακόμα και οι πιο μεγάλες αποφάσεις του λαού χάνονται στην ομίχλη της ασημαντότητας: «κι εμείς σίγουρα κάποια στιγμή θα εκλέξουμε κάποιον που μπορεί να κάνει τον επαναστάτη, ή ίσως τον καουμπόυ, κατά βάθος όμως όλοι θα ξέρουμε ότι είναι ένα γραφειοκρατικό πλάσμα που θα λειτουργεί στο πλαίσιο του κρατικού μηχανισμού». Η αυταπάτη είναι συλλογική και πολύ γοητευτική, στον κόσμο της «κόλασης»: «όπως ακριβώς οι έφηβοι επιδεικνύουν την επανάστασή τους ενάντια στην πατρική εξουσία ενώ ταυτόχρονα δανείζονται τα κλειδιά για το αμάξι του μπαμπά και χρησιμοποιούν την πιστωτική κάρτα του μπαμπά για να το γεμίσουν βενζίνη. Ο νέος ηγέτης δεν θα λέει ψέματα στον λαό· θα κάνει κάτι που οι εταιρικοί πρωτοπόροι έχουν ανακαλύψει ότι λειτουργεί πολύ καλύτερα: θα υιοθετήσει το προσωπείο και τη ρητορική που επιτρέπουν στον λαό να λέει ψέματα στον εαυτό του». Ο Γουάλας είναι αποκαθηλωτικός. Και πολύ κυνικός όπως η εποχή μας.

Είναι αποκαθηλωτικός διότι είναι παιδί της δεκαετίας του ’60. «Τελικά όμως το να καπνίζω μαριχουάνα με τη μητέρα μου και την Τζόις συνήθως δεν ήταν και πολύ ευχάριστη εμπειρία και συχνά με φρίκαρε…το όλο πράγμα είχε μία αύρα ψεύτικου κεφιού και δήθεν απελευθέρωσης». Το μεταμοντέρνο υποκείμενο στερείται της πατρικής εξουσίας και ενθουσιάζεται όταν τη βρίσκει. Η φιγούρα του πατέρα (ίσως βιογραφική αποτύπωση) είναι η φιγούρα μίας άλλης εποχής, απόλυτα διαψευσμένη: «Αυτή ήταν όλη κι όλη η διασκέδασή του, ιδίως μετά το διαζύγιο,- πάντοτε ερχόταν στο σπίτι από τη βιβλιοθήκη με μία στοίβα βιβλία με εκείνο το διάφανο πλαστικό κάλυμμα που έβαζε η βιβλιοθήκη στα εξώφυλλα. Ποτέ δεν έδωσα καμία προσοχή στο τι ήταν εκείνα τα βιβλία ή γιατί διάβαζε τόσο πολύ- ποτέ δεν μιλούσε για το τι διάβαζε». Όταν ο πατέρας επέστρεψε σπίτι μία μέρα και είδε τον γιό του σε κατάσταση κραιπάλης, «δεν μου έβαλε τις φωνές, ούτε με έπρηξε- απλώς έμοιαζε κουρασμένος, σαν να ντρεπόταν και για τους δύο μας».

Η απουσία της πατρικής εξουσίας είναι κάτι πολύ κακό. Ο συγγραφέας την αναζητεί παντού. Και ερμηνεύει ως «θαύμα» το γεγονός ότι τελικά την συναντά σε έναν θρησκευόμενο αναπληρωτή καθηγητή Λογιστικής, που με το μάθημά του αποδεικνύει «πως η σχέση με την εξουσία δεν ήταν δημοκρατική ούτε ισότιμη, και όμως μπορούσε να έχει αξία και για τις δύο πλευρές, και για τους δύο ανθρώπους σε αυτή την σχέση». Ο Γουάλας δεν είναι γλυκανάλατος συγγραφέας. Άλλωστε, είναι αμερικανός. Καταγράφει και νοηματοδοτεί τον «ηρωισμό»: «ιδού η αλήθεια- ο πραγματικός ηρωισμός δεν γίνεται δεκτός με επευφημίες, και δεν διασκεδάζει κανέναν. Κανένας δεν στέκεται στην ουρά για να τον δει. Κανένας δεν ενδιαφέρεται…Πραγματικός ηρωισμός είναι να βρίσκεσαι μόνος σου μέσα σε έναν καθορισμένο χώρο εργασίας». Και είναι επόμενο. Όταν η «κόλαση» είναι η ρουτίνα, η επανάληψη, η ανία, η μονοτονία, η εφημερότητα, η ασημαντότητα, το χάος και η βαρεμάρα, τότε αυτοί είναι οι εχθροί του μεταμοντέρνου ήρωα. Εχθροί τόσο τρομεροί, γιατί είναι τόσο πραγματικοί. Ο ηρωικός αγώνας είναι ο αγώνας ενάντια στη googl-οποίηση της πληροφορίας: «Στον κόσμο του σήμερα τα όρια είναι σταθερά, και τα περισσότερα σημαντικά δεδομένα έχουν ήδη δημιουργηθεί. Κύριοι, η ηρωική μεθόριος τώρα έγκειται στη διευθέτηση και στην ανάπτυξη αυτών των δεδομένων». Σε ένα ολόκληρο κεφάλαιο (46) περιγράφεται η τε α τετ συνομιλία (ή φλερτ) ενός από τους ήρωες του μυθιστορήματος με μία ελκυστική και γοητευτική συνάδελφό του σε κάποιο μπαρ. Προκαλεί ενδιαφέρον η σταθερή ματιά και η προσήλωση του άνδρα, που δεν έχει χαρακτήρα ερωτικό. Στις προκλήσεις μένει ατάραχος αλλά συγκεντρώνει όλες τις πληροφορίες. Αντιμετωπίζει με σοβαρότητα την ψυχιατρική εμπειρία της κοπέλας. Είναι ένα είδος γκουρού, αγίου ή γιατρού. Σημειώνω απλά ότι κατά διαστήματα ίπταται ελαφρά στον αέρα πάνω από το κάθισμά του.

Η αγιότητα εμφανίζεται με τα άτομα με ειδικές σωματικές αναπτύξεις. Η περιγραφή ενός παιδιού-λάστιχο διανθίζεται με εικόνες- περιγραφές πληγών και στιγμάτων μυστικιστών και αγίων. Η σωματικοποίηση της αγιότητας είναι ένα αγαπημένο θέμα του μεταμοντέρνου- στα όρια του γκροτέσκου: «ένας ενάρετος άνθρωπος από τη Βεγγάλη, γνωστός στους οπαδούς του ως Πραχανσάθα ο Δεύτερος, πέρασε περιόδους διαλογιστικής ψαλμωδίας κατά τις οποίες τα μάτια του έβγαιναν από τις κόγχες τους και αιωρούνταν πάνω απ’ το κεφάλι του, συνδεμένα με την σκληρή μήνιγγα μόνο μέσω του οπτικού νεύρου, και μετά άρχιζαν (τα αιωρούμενα μάτια, εννοώ) κάποιες ρυθμικές χαρακτηριστικές περιστροφικές κινήσεις που οι Δυτικοί μάρτυρες έλεγαν πως τους θύμιζαν τετραπρόσωπους Σίβα που χορεύουν». Η σωματικοποίηση του υπερφυσικού είναι η προσπάθεια ανατομικής περιγραφής του. Καθώς ο κόσμος έχει τεμαχισθεί σε άπειρα ελάχιστα τμήματα ή «πληροφορίες», και τα υπερβατικό ή μεταφυσικό «ζωγραφίζεται» ως καταιγισμός παράδοξων πληροφοριών.

Στον τόπο του ηρωικού αγώνα, στο γραφείο της πλήξης και της βαρεμάρας, ο ήρωας της καθημερινότητας βλέπει ένα «φάντασμα»: «Δεν υπήρχε λέξη για τη λατινική accidia, για την οποία μιλούσαν τόσο πολύ οι μοναχοί υπό τον Βενέδικτο. Για την ελληνική ακηδία. Επίσης, οι ερημίτες στην Αίγυπτο του 13ου αιώνα μιλούσαν για τον μεσημβρινό δαίμονα, όταν οι προσευχές τους αποδυναμώνονταν εξαιτίας μιας αίσθησης ματαιότητας, μιας ανίας και μιας λαχτάρας για βίαιο θάνατο. Ο Λέιν Ντιν άρχισε να κοιτάζει ολόγυρα χωρίς να προσπαθεί πλέον να το κρύψει, σαν να ήθελε να ρωτήσει τους άλλους Μα ποιος είναι αυτός ο τύπος;»

Οι ήρωες ή οι άγιοι της μεταμοντέρνας εποχής είναι αυτοί που διαβάζουν τους ανθρώπους και διασχίζουν τον βόμβο των πληροφοριών. Είναι οι απλοί και λογικοί σε έναν κόσμο υπέρτατου παραλογισμού που θέλει να δείχνει ορθολογικός. Η εικονική πραγματικότητα και η απροσδιοριστία της έχουν χαρακτήρα «κόλασης» που αντιμετωπίζεται με τόσο αυτονόητο τρόπο, που σπάνια τον εφαρμόζει κάποιος.

Η υπεύθυνη επιλογή είναι ένα «όπλο» απέναντι σε αυτό το κομφούζιο: «ότι ήμουν κατά κάποιον τρόπο, υπερβολικά ελεύθερος, ή ότι αυτού του είδους η ελευθερία δεν ήταν πραγματική- ήμουν ελεύθερος να επιλέξω οτιδήποτε γιατί δεν είχε στ’ αλήθεια σημασία…Δεν σήμαινα τίποτα. Αν ήθελα να αποκτήσω σημασία- έτσω και μόνο για μένα- , θα έπρεπε να γίνω λιγότερο ελεύθερος, αποφασίζοντας να επιλέξω με κάποιον οριστικό τρόπο».

David Foster Wallace, Ο χλομός βασιλιάς, Ένα ημιτελές μυθιστόρημα, Γ. Κυριαζής μετάφραση, εκδόσεις Κέδρος, 2018 (The Pale King, 2011).

 πηγή: Aντίφωνο

1 σχόλιο

  1. Σε κάθε περίπτωση ο Γουάλας είναι καθηλωτικός – αν και σε πολλά σημεία της αφήγησης γίνεται κουραστικός -, γιατί είναι απρόβλεπτος και κυρίως αυθεντικός.

    Γι΄αυτό και την ιδιαίτερη γραφή του δεν μπορείς εύκολα να την προσπεράσεις…

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ