Ανδρέας Ρουμελιώτης
«Μ’ αγαπάς, αλλά με γαμάς» είπε ο πολύς Θόδωρος στον κοντοστούπη σύντροφό του τον Στελάρα.
Είναι αλήθεια, όποιον αγαπάμε δεν τον γαμάμε. Η αγάπη ευνουχίζει το σεξ. Είναι το πιο ιδανικό, το πιο ανιδιοτελές, το πιο ευαίσθητο συναίσθημα. Γαμάμε μόνο όποιον μας πειράζει (τη λίμπιντο), μας αγριεύει, θέλει να μας κάνει κακό ή μας προκαλεί. Γι’ αυτό λέμε: «Γιατί θέλεις να με γαμήσεις; Τι σου ’κανα;».
Όταν θέλεις να γαμήσεις κάποιον, θες να τον ξεσκίσεις, να του επιβληθείς με την γενετήσια ορμή σου. Είναι ένα συναίσθημα πρωτόγονο, ζωώδες, εκρηκτικό. Η τελειωτική επίθεση.
Όταν αγαπάς κάποιον δεν θες να τον πειράξεις, να τον εμβολίσεις, να τον γαμήσεις.
Κι όπως λέει ένας φίλος μου ψαγμένος «δεν μπορώ πλέον να γαμήσω τη γυναίκα μου γιατί την αγαπώ».
Η αγάπη είναι σαν τον ΟΗΕ «θα σου φτιάξω μακαρόνια με κιμά για να φας / θα σου κάνω και στα πόδια μασάζ / αν πονάς» κάτι σε Ρουβάς.
***
Το ότι είμεθα υπέρ της απεργίας των αστυνομικών είναι νομίζω αυτονόητο. Μια ζωή «τρεις κι εξήντα παίρνανε / και τον κόσμο δέρνανε». Πρέπει και σ’ αυτόν τον κλάδο να εφαρμοστούν (επιτέλους!) ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια. Να φυσήξει ο σαρωτικός αέρας του εκσυγχρονισμού. Γιατί τι είναι οι μπάτσοι; Προλετάριοι στην υπηρεσία του κράτους είναι.
Για να λειτουργήσει υπό έλεγχο η βαριά βιομηχανία της παραβατικότητας, που αποτελεί ραχοκοκαλιά όλων των σύγχρονων οικονομιών. Με τρόπο ώστε, να διατηρηθούν τα στεγανά, η ιεραρχία, οι κώδικες, να τιμωρούνται οι μικροπαραβάτες και να γίνεται η ολιγαρχία της παραβατικότητας όλο και ισχυρότερη.
Κι ο φτωχός μπάτσος τι κίνητρο έχει να πλακωθεί με τον αναρχικό ή να κυνηγήσει το κλεφτρόνι; Το καθήκον; Χλωμό το βλέπω...
Άμα δεν γίνει άμεσα σύνδεση καθήκοντος - ατομικού συμφέροντος και μισθού - παραγωγικότητας τον βλέπω να ξεχαρβαλώνει τον μηχανισμό καταστολής.
Δέρνεις έναν παίρνεις το Βασικό. Δέρνεις δέκα παίρνεις μπόνους, επιδόματα, προαγωγή. Πιάνεις έναν «μένεις με τρεις κι εξήντα», πιάνεις είκοσι γίνεσαι ταξίαρχος και τα παίρνεις από μαύρες σακούλες. Για να μη σπρώξεις «άσπρη» και πουλάς προστασία στις λέσχες. Αυτή είναι δουλειά άλλων.
Δεν είναι δυνατόν να αμείβονται με τον ίδιο τρόπο ένας μπάτσος, ένα γουρούνι κι ένας δολοφόνος. Πρέπει επιτέλους να υπάρξει διάκριση και αξιοκρατία, λέει το Ράδιο «Ε».
***
Από την ανοιξιάτικη έκθεση βιβλίου στο Ζάππειο θα εκπέμπει από το απόγευμα της Κυριακής ο ΑΘΗΝΑ 98,4 μ’ ένα κινητό στούντιο. Θα παίζει η φιλαρμονική, θα ’χει Καραγκιόζη του Ευγένιου Σπαθάρη, το εργαστήρι ζωγραφικής θα βραβεύσει τα 10 καλύτερα σχέδια. Παράδεισος για τις μαμάδες και τα παιδιά στη γιορτή της μητέρας.
Πίσω από τα μικρόφωνα, η Δέσποινα Τσαντέ από τις 6 έως τις 7 και μετά ο Μάνος Αντώναρος με τη συμβολή του Δημήτρη Κωνσταντάρα και του Θόδωρου Σαραντή θα ντύσουν μουσικά την πιο τρυφερή γιορτή του χρόνου.
***
Έχω κι εγώ «ένα κληρονομικό χάρισμα», αλλά δεν βγαίνω στην TV να φάω της κυρίας Χριστίνας (και των συνεργατών της) το ψωμί. Όχι σαν μερικούς μερικούς που έχουν χαμηλόκωλο πνευματικό επίπεδο. Αφήστε ήσυχη την κυρία Χριστίνα που ξέρει και τα λέει όλα. Και μας βοηθάει.
πηγή: Αντίφωνο, Ελευθεροτυπία, “Ράδιο Ε”, 9 Μαΐου 1997
Κάτι πάει να πει ο συμπαθής κ. Ρουμελιώτης, αλλ’ αυτή η βωμολοχία της πρώτης ενότητας του άρθρου (με την πολλοστή επανάληψη μιας λέξης) το καταντά αντιαισθητικό και απωθητικό.
Εγώ πάντως στη θέση του θα μελετούσα την αρρωστημένη συνιστώσα της ελληνικής κοινωνίας που είναι υπεύθυνη για τον ακραίο διαχωρισμό του σεξ από την αγάπη. Και κλείνω με το τέλος ενός ανεκδότου που πάει κάπως έτσι:
Μας πλένει, μας μαγειρεύει να την γαμήσω κι από πάνω;
Ο συμπαθής (το συμμερίζομαι ειλικρινά – παρά την ακατάσχετη έφεσή του προς τον χαβαλέ) Ανδρέας Ρουμελιώτης δεν προσπαθεί, απλώς, «κάτι» να πει σε τούτο το σημείωμα, αγαπητέ Theo: Το λέει ευθέως. Στην ουσία, διερωτάται αν κατανοούμε ό,τι λέμε.
Ευθύς στη συνέχεια το ξαναχάνει βεβαίως ([i]«η αγάπη ευνουχίζει το σεξ»[/i]) ενώ, στην τελευταία φρασούλα του, το όλο ζήτημα τό… αδειάζει.
Παρά ταύτα: Ήταν, ίσως, η μόνη φορά (ούτε ο ίδιος το επανέλαβε, άλλωστε) που ένας δημοσιογράφος εφημερίδας μεγάλης κυκλοφορίας τόλμησε προς στιγμήν να… αναστοχαστεί, μέσα απ’ τις σελίδες της, περί της κρατούσας ορολογίας τού κόσμου του.
Δεν προβαίνει, λοιπόν, αναίτιο ένα σχόλιο σαν το παραπάνω, εδώ, του «ΙΑΚ» – το οποίο σπεύδει για να μας πει το αντίθετο, ακριβώς, απ’ ό,τι ο Ανδρέας: Σπεύδει να υπερασπιστεί τη “συνήθη” χρήση τών όρων / την “εμπεδωμένη” φόρτιση τών εννοιών.