Ως θρηνωδούσες και αγανακτισμένες στρουθοκάμηλοι τα ΜΜΕ καταγγέλλουν για στρουθοκαμηλισμό την κυβέρνηση και την αντιπολίτευση. Δεν είναι αυτό κάθαρση, λένε. Όπως όμως έλεγα στο προηγούμενο σημείωμά μου (« Το πόρισμα Siemens (1). Οι μίζες της μη-αλλαγής») αυτό το μη-πόρισμα «είναι πιο αποκαλυπτικό απ’ ό,τι θα ήταν οποιοσδήποτε καταλογισμός ευθυνών».
Και μιλάμε, βέβαια, για τα κόμματα, διότι το θέμα δεν είναι, ασφαλώς, οι «παράπλευρες ωφέλειες»· αν δηλαδή κράτησαν κάτι και για δικό τους λογαριασμό ο ένας ή ο άλλος κομματικός μεσάζων. Μιλάμε για τα πολλά λεφτά· που είναι σαφές πως πήγαν στα κομματικά ταμεία.
Γιατί το έκαναν αυτό (αναρωτιόμουν στο προηγούμενο σημείωμα); Δεν τους φτάνουν τα νόμιμα; Δεν αρκούν η κρατική επιχορήγηση, οι εισφορές των μελών κλπ;
Η απάντηση είναι απλή. Φαίνεται πως δεν αρκούν!
Είναι κοινό μυστικό ότι αυτού του είδους οι «χορηγίες» είναι ο κύριος αιμοδότης των τεράστιων εκλογικών μπάτζετ των δύο κομμάτων εξουσίας. Θα φανταζόταν όμως κανείς ότι οι καμπάνιες γίνονται για να υπερισχύσουν ο ένας του άλλου. Και επομένως, ότι και το κυνήγι των «χορηγιών» (νόμιμων και μη) θα ήταν κι αυτό μέρος του κομματικού ανταγωνισμού. Να όμως που δεν είναι! Να που τα φιλαράκια βγαίνουν στον έρανο μαζί, παρέα.
Επομένως, όπως αποδεικνύεται από τη συνεταιρική αυτή μέθοδο είσπραξης, οι υπέρογκες κομματικές δαπάνες δεν προκύπτουν τόσο από την ανάγκη να νικηθεί ο αντίπαλος, αλλά από την ανάγκη να εδραιωθούν τα δυο καθεστωτικά κόμματα, πρακτικά και συμβολικά, ως οι αδιαμφισβήτητοι πρωταγωνιστές του πολιτικού παιχνιδιού, οι μοναδικοί πραγματικοί διεκδικητές της εξουσίας.
Αν ήταν αλλιώς, όπως συμφωνημένα «τα παίρνουν», θα μπορούσαν συμφωνημένα και να μην τα πάρουν· και αντ’ αυτού να μειώσουν αμοιβαία τους προεκλογικούς τους προϋπολογισμούς. Δεν το κάνουν όμως, και ίσως και να μην τους περνά καν απ’ το μυαλό. Διότι το πολιτικό τους ένστικτο τούς οδηγεί σπρώχνει κατευθείαν στην υπερδιόγκωση του προεκλογικού σαματά. Όχι – ξαναλέω – γιατί αυτό τούς επιβάλλεται από την ανάγκη να υπερισχύσουν του άμεσου αντιπάλου τους, αλλά γιατί έτσι καθίστανται οι αποκλειστικοί νομείς του πολιτικού στίβου.
Να λοιπόν ποιο είναι το πραγματικό πόρισμα: Ότι οι πολιτικές μίζες είναι ένα αναγκαίο μέσο αυτοπροστασίας και αναπαραγωγής του πολιτικού συστήματος· ιδίως την τελευταία δεκαετία, που είναι φανερή η χρεωκοπία του.
Χάριν αυτού καθίσταται «αναγκαίο κακό» όχι μόνο ο σφετερισμός του δημοσίου χρήματος, αλλά και η αναίρεση της λαϊκής κυριαρχίας. Αυτό θα έπρεπε να το κατανοούν πρώτα απ' όλους τα ΜΜΕ που έχουν αρχίσει να κραυγάζουν προς κάθε κατεύθυνση.
Γιατί - πού ξέρεις; - μπορεί καμιά ώρα να ξεσηκώσουν και τον λαό. Έτσι, στα καλά καθούμενα.
πηγή: Αντίφωνο, 24-01-2011
Πολύ εύστοχη η ανάλυσἠ σου, Βασίλη!
Πιστεύω πως αρκετοί το έχουν καταλάβει ότι τα δύο μεγάλα κόμματα είναι απλώς συντεχνίες που αποσκοπούν και στη νομή της εξουσίας αλλά -περισσότερο- και στη διανομή της χρηματικής πίτας.
Γιατί όμως δεν αντιδρούν;
Μήπως γιατί οι περισσότεροι έχουν “διδαχτεί” ότι πάντοτε το πολιτικό παιχνίδι ήταν το ίδιο;
Ή γιατί ενδόμυχα αισθάνονται συνένοχοι, όταν και οι ίδιοι ψήφισαν και χρησιμοποίησαν πολιτικούς για ρουσφέτια, κλπ.;
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ
Διαβάζοντας τα δύο σημειώματα του Βασίλη του Ξυδιά, θυμήθηκα ένα πρωινό κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’90.
Είχα πάει στο κτήριο κατασκευών του ΟΤΕ, στην οδό Τροίας στην Κυψέλη, να παρακαλέσω να μου εξοφλήσουν το λογαριασμό που είχα συντάξει αρκετές ημέρες νωρίτερα. Επρόκειτο για εργασίες που αφορούσαν στην κατασκευή του Τηλεπικοινωνιακού κέντρου στον Βύρωνα, ένα έργο που είχα αναλάβει να κατασκευάσω ύστερα από δημόσιο μειοδοτικό διαγωνισμό.
Ενθυμούμαι μάλιστα ότι οι κατ’ αποκοπή τιμές για τις επί μέρους εργασίες των Η/Μηχανολογικών εργασιών – υδραυλικά, αποχέτευση, θέρμανση, κλιματισμός, ηλεκτρικά, ασανσέρ – που περιλαμβάνονταν στο τιμολόγιο της Υπηρεσίας ήταν υποτιμολογημένες. Σκοπίμως, ίσως αυτή η υποτιμολόγηση, για να μπορέσει το έργο να δημοπρατηθεί μέσα στα περιθώρια του Γενικού Προϋπολογισμού της Υπηρεσίας, ή από άγνοια του συντάκτη του κεφαλαίου του προϋπολογισμού που αναφερόταν στις ηλεκτρομηχανολογικές εργασίες του κτιρίου. Ο προϋπολογισμός των οικοδομικών εργασιών είχε συνταχθεί αναλυτικά με τιμές μονάδας δια τις επιμέρους εργασίες.
Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι το σύστημα δημοπράτησης του έργου επέβαλλε την ομαλότητα των τιμών προσφοράς μεταξύ οικοδομικών και ηλεκτρομηχανολογικών εργασιών. Και τη σχέση που έχουν όλα αυτά με τις ιδιαίτερα εύστοχες σκέψεις του Ξυδιά θα τη διαπιστώσετε πολύ σύντομα. Φτάνει να δοκιμάσετε λίγο την υπομονή σας. Λοιπόν εκείνο το πρωινό σε κάποιο από τα πολυάριθμα γραφεία του Τηλ/επικοινωνιακού Κέντρου συνάντησα έναν φίλο και πατριώτη μου από τα παλιά. Είχε σπουδάσει Φυσικός με μεταπτυχιακό στο εξωτερικό και είχε διορισθεί υπάλληλος του ΟΤΕ. Παροπλισμένος όμως χωρίς ουσιαστικές αρμοδιότητες διότι ήταν «γαλάζιος» όπως μου εξήγησε από καταγωγής. Ο συγχωρεμένος πατέρας του είχε διατελέσει κομματάρχης της «επάρατης δεξιάς» και συνεπώς απολύτως ακατάλληλος να συμβάλει στον εκσυγχρονισμό της εταιρείας όπως τον είχε σχεδιάσει
η κυβέρνηση του κ. Σημίτη και των συνεργατών της στο Συμβούλιο του ΟΤΕ. Μου περιέγραψε, λοιπόν, ο φίλος μου τους τρόπους με τους οποίους ο ΟΤΕ ανέθετε τις προμήθειες και την εκτέλεση των έργων πολλών εκατομμυρίων στη SIΕMENS και στο συνέταιρο της τον κ. Κόκκαλη με «σικέ» δημοπρασίες · σε πλήρη αντίθεση βέβαια με τους τρόπους που εγώ και οι άλλοι συνάδελφοι μου αναλαμβάναμε να κατασκευάσουμε τα μικρά έργα. Με τον προφανή κίνδυνο να πληρώσουμε από την τσέπη μας, όταν ο σκληρός ανταγωνισμός και οι ενδεχομένως σκόπιμες ενέργειες της υπηρεσίας που περιέγραψα στη αρχή του σημειώματος, εύκολα μπορούσαν να οδήγησαν στην αλλαγή προσήμου του αναμενόμενου κέρδους. Τότε το προσδοκώμενο κέρδος δεν ήταν μεγαλύτερο από 5%, παρ’ ότι το τεκμαρτό κέρδος για την εφορία ανερχόταν σε 10%. Και για να μου επιβεβαιώσει του λόγου του το αληθές, μου ανέφερε ένα παράδειγμα. Μια κοινή τανάλια από αυτές που χρησιμοποιούν οι ηλεκτρολόγοι στη δουλειά τους όταν εγκαθιστούν τα τηλεφωνικά δίκτυα, η SIEMENS και ο Κόκκαλης τη χρέωναν 45,000 χιλιάδες δραχμές. Αν θυμάστε τότε μια τανάλια καλής ποιότητας θα την εύρισκε κάνεις στη αγορά το πολύ 200 δραχμές.
Ιδού, λοιπόν, ο ορισμός του «εκσυγχρονισμού» σύμφωνα με τα ανωτέρω τους θεωρητικούς του: τα χρήματα των φορολογούμενων πολιτών, όσων βέβαια δεν κατάφερναν να φοροδιαφεύγουν, έπρεπε να χρησιμοποιηθούν για να δημιουργήσουν ισχυρές κεφαλαιουχικές εταιρίες σε τεχνολογίες «αιχμής» για την ανάπτυξη της χώρας (βλέπε ΙNTRACOM)· ενώ ένα μέρος τους (SIEMENS) θα επέστρεφε στα ταμεία των κομμάτων προκειμένου να χρηματοδοτηθεί άνετα το πολιτικό σύστημα, του οποίου αποκλειστικός σκοπός ήταν να μετατρέπει τους ελεύθερους πολίτες, που θέλουν να συμμετέχουν στην «κοινή ζωή» της πόλης σε μονοδιάστατα όντα, αποκλειστικώς προσανατολισμένα στην καλοπέραση διά της κατανάλωσης. Είναι η περίφημη προτροπή για την «πολιτικοποίηση των μαζών» που εκφράζει με τον εναργέστερο τόπο τη δογματική αρχή του ιστορικού Υλισμού: όλες οι απόψεις του βίου των ανθρώπων ήτοι ο θρησκευτικός βίος, ο αισθητικός, ο φιλοσοφικός, ο γνωστικός και ο μυστικός εξαρτώνται αποκλειστικά από τον πολιτικό που είναι συνέπεια των συγκεκριμένων ιστορικών παραγωγικών σχέσεων .
Αυτή είναι συνεπώς η ιδεολογία των εκσυγχρονιστών οι οποίοι προφανώς προτιμούν την καπιταλιστική εκδοχή της από τη σοσιαλιστική που διακηρύσσουν στους λόγους τους, εφ’ όσον τους φαίνεται περισσότερο αποτελεσματική στις επιδιώξεις τους. Το εναρκτήριο όμως λάκτισμα της «ηγεσίας» στο οποίο η αρχαία Ευαγγελική περικοπή αποτελούσε το ουσιαστικό του περιεχόμενο, εννοώ, το «φάγωμεν, πίωμεν αύριο γαρ αποθνήσκομεν» του πλουσίου, θα συναντούσε τις αντιφάσεις του. Οι πολίτες που είχαν λεφτά δεν είχαν καμία διάθεση να ελαττώσουν την ευδαιμονία τους με τις πληρωμές φόρων, ενώ εκείνοι που έμεναν έξω από το φαγοπότι αξίωναν να τους μπουκώσουν προκειμένου με την ψήφο που διέθεταν να συμβάλλουν στη διατήρηση του συστήματος. Η λύση σε αυτές τις περιπτώσεις δεν απαιτεί ιδιαίτερη ευφυΐα. Τα δάνεια αποτελούν δοκιμασμένο τρόπο διαφυγής από το αδιέξοδο. Όταν μάλιστα αυτοί που τα δανείζουν, φροντίζουν τουλάχιστον ένα μέρος τους, να επιστρέφουν στα ταμεία τους, με τις ακριβοπληρωμένες εισαγωγές να κατευθύνονται στους προνομιούχους πολίτες. Τότε είναι που έγινε και το όργιο σπατάλης με τα Ολυμπιακά έργα. Στην αρχή, η επιτροπή των Ολυμπιακών Αγώνων που θα διαχειριζόταν το project των έργων, υπό τη διοίκηση ενός έντιμου ανθρώπου, αδυνατούσε να είναι σύμφωνη με τα χρονοδιαγράμματα των έργων.
Χρειαζόταν άλλη φιλοσοφία, η οποία για την εφαρμογή της απαιτούσε άλλης τάξεως κατασκευαστικές εταιρίες με υψηλό επίπεδο τεχνογνωσίας και κεφαλαιουχική επάρκεια. Με το νόμο 2940/2001 συγκροτήθηκαν οι εταιρίες Ζ τάξεως , οι οποίες τελικώς ενώ κατάφεραν η πολιτεία να διεξαγάγει με επιτυχία τους Ολυμπιακούς Αγώνες, το κόστος των έργων που κατασκευάστηκαν τελικώς να ανέλθει σε επίπεδα απαγορευτικά. Ορίστε ένα παράδειγμα: η κατασκευή ενός κυβικού μέτρου οπλισμένου σκυροδέματος με το συνηθισμένο ξυλότυπο που εχρειάζετο, κατά μέσο όρο εστοίχιζε στο Δημόσιο, όταν ανέθετε τα έργα μέσα από τη διαδικασία των μειοδοτικών διαγωνισμών, τότε περίπου 40.000 δραχμές. Ενώ η αντίστοιχη εργασία στα πλαίσια των ολυμπιακών έργων επληρώνετο με το ποσό των 75.000 δραχμών. Και θέλετε και κάτι που εκ πρώτης όψεως φαίνεται να ειρωνεύεται την κοινή λογική; Λοιπόν, οι περισσότερες Ζ τάξεως εταιρίες επτώχευσαν, η κάθε μία οπωσδήποτε για τους δικούς της λόγους. Όμως και ο νόμος 2940/2001, που τις ανάγκασε να πληρώσουν αρκετά εκατομμύρια σε άλλες χαμηλότερης τάξης εταιρίες για να αγοράσουν κύρος – δηλ. αέρα κοπανιστό – και η αδυναμία του κράτους να εξοφλεί έγκαιρα τους λογαριασμούς τους, συνετέλεσαν σημαντικά στην εξόντωσή τους. Τα παραδείγματα του ΟΤΕ και των ολυμπιακών έργων αποτελούν μόνον ενδεικτικές περιπτώσεις του τρόπου με τον οποίο διαχειρίστηκαν, οι μεταφέροντες από την Εσπερία τα «φώτα του πολιτισμού» στις κρατικές υποθέσεις. Άλλο ένα παράδειγμα είναι η γέφυρα Ρίου-Αντιρίου. Το έργο κατασκεύασε μία κοινοπραξία κεφαλαιούχων και το ελληνικό Δημόσιο. Η κοινοπραξία έβαλε το 10% της αξίας του έργου και όλα τα υπόλοιπα εμείς. Τελικά σε 35 χρόνια η κοινοπραξία θα εισπράξει 8 φορές περισσότερα. Σ’ αυτά βέβαια περιλαμβάνονται όχι μόνο το εργολαβικό όφελος αλλά και οι τόκοι των χρημάτων της κοινοπραξίας. Η συνέχεια με τη θητεία ως «ηγέτη» εις το άρμα της πατρίδας μας του «Κ. του μικρού» ήταν απαράλλαχτη με την προηγούμενη. Ενδεχομένως με κάποια διαφορά. Οι διαχειριστές της εξουσίας, παρά τις πομπώδεις διακηρύξεις τους περί διαφάνειας κλπ, περιορίζοντο στο μπούκωμα μέχρι σκασμού εαυτών και αλλήλων, αλλά ήταν οπωσδήποτε περισσότερο «συνετοί» στην πραγματοποίηση έργων που εντυπωσιάζουν και συγχρόνως εξαθλιώνουν την οικονομία. Και θέλετε και το άκρον άωτον της υποκρισίας των εκπροσώπων του πολιτικού μας συστήματος, το οποίο κατά τον αυθεντικότερο τρόπο εκφράζεται από τις περίφημες εξεταστικές επιτροπές; Κανένα από το μέλη τους, εξ’ όσων γνωρίζω, δεν επρότεινε μία ομάδα ειδικών να μας διαφωτίσει αξιόπιστα, ποια ήταν η ζημιά του Δημοσίου, π.χ. από την παράνομη δραστηριότητα της Siemens. Νομίζω ότι είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τη διεκδίκηση οποιασδήποτε αποζημίωσης, όπως εσχάτως επιθυμεί η κυβέρνηση! Απελπισία λοιπόν και αγωνία δια το μέλλον! Ιδού ο φόβος εις το προσκήνιο της ζωής των συμπολιτών μας! Τίποτε περισσότερον καταστροφικό για τη ζωή της «πόλης» από την απαισιοδοξία που παραλύει τη θέληση για ζωή. Από πού να αναμένει κανείς τη σωτηρία; Από τους «επαγγελματίες επαναστάτες» δεν μπορεί να γίνεται λόγος.
Η αποτυχία τους σφράγισε τον προηγούμενο αιώνα. Και είναι τελεσίδικη, παρά τις ενστάσεις κάποιων θεωρητικών, που επιμένουν σε δόγματα με προφανή αδυναμία να αντιμετωπίσουν το χρόνο. Υπάρχουν βέβαια και οι επαναστάτες του πνεύματος, αυτοί που σε εξαιρετικές ιστορικές συγκυρίες ανασύρουν από τη λησμονιά το νόημα της ζωής και διανοίγουν νέους ορίζοντες εις την πορεία της δημιουργίας. Δυστυχώς αυτού του είδους οι επαναστάτες δεν υπάρχουν ή χάνονται στον ορυμαγδό της μετριότητας και των παντός είδους σκοπιμοτήτων, που χαρακτηρίζουν την ευτέλεια της επικοινωνίας. Συνεπώς είμαστε υποχρεωμένοι να παραμείνουμε εις τα του οίκου μας. Εννοώ εις το πολιτικό μας σύστημα, που πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι μας εξασφαλίζει την ελευθερία του λόγου, και να ψάξουμε να βρούμε τα περιθώρια αισιοδοξίας που μας επιτρέπει.
Θα πρέπει [b]να υποθέσουμε [/b]καταρχήν ότι είναι δυνατόν ο σημερινός πρωθυπουργός να έχει πράγματι μετα-νοήσει και οι προθέσεις του να είναι ειλικρινείς. Ούτε η κοινή λογική το αποκλείει, ούτε φυσικά η παράδοσή μας. Ότι αυτό που θέλει να επιτύχει αποτελεί το «αυτονόητο», όπως διακηρύσσει, δηλ. τη διαφάνεια και τον ορθό λόγο στις κρατικές υποθέσεις, πρέπει όλους να μας βρίσκει σύμφωνους. Και η εντιμότητα που πρέπει να διακρίνει την κριτική μας επιβάλλει να αναγνωρίσουμε, ότι η προσπάθεια που καταβάλλει τουλάχιστον σε βιολογικό επίπεδο είναι εξοντωτική. Το ίδιο μπορούμε να υποθέσουμε και για μερικούς από τους συνεργάτες του, αλλά και γιατί όχι και για στελέχη της αντιπολίτευσης. Δεν είναι απτά τα αποτελέσματα που επέτυχε για το δημόσιο συμφέρον ο Υπουργός Υγείας; Εύκολα η ανάλυση του προϋπολογισμού θα οδηγούσε σε αισιόδοξα συμπεράσματα και για άλλους τομείς της δημόσιας ζωής. Οι συνέπειες βέβαια στην προσωπική ζωή των πολιτών, ιδιαίτερα των χαμηλών και μεσαίων εισοδημάτων, είναι αρκετά δυσάρεστες και ορισμένες φορές, ιδιαίτερα όταν κανείς χάνει τη δουλειά του, ακόμη και απελπιστικές. Απαιτούνται προφανώς ισχυρά κοινωνικά αντανακλαστικά δια να μην οδηγηθούμε σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις. Όταν λέμε ότι διερχόμεθα «οικονομική κρίση» αυτό εννοούμε και όχι πως είναι λιγότερες οι μερίδες από παντεσπάνι που πρόκειται να διατεθούν. Πρέπει να μη μας διαφεύγει ότι η κρίση ξεκίνησε από τη μητρόπολη του καπιταλισμού και δεν αποτελεί αποκλειστικό «προνόμιο» της χώρας μας. Οι δείκτες της ανεργίας και στους εταίρους μας Ισπανούς, Πορτογάλους και Ιρλανδούς δεν είναι καλύτερη. Για να μην αναφερθούμε στις οικονομικές εκρήξεις που απλώνονται στο Μουσουλμανικό κόσμο. Δυστυχώς η «βουλιμία» η οποία τείνει να αποτελέσει το κύριο χαρακτηριστικό της ανθρώπινης συμπεριφοράς – μία σύγχρονη ανάγνωση της μιμητικής επιθυμίας – επιμένει εις την εφαρμογή του αρχαίου σχεδιασμού της. Ο οποίος είναι η διάλυση της κοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων και η καταστροφή του πνεύματος.
Ο Θεός να βάλει το χέρι του και το εννοώ.
Εμείς πρέπει να επιμείνουμε στην αισιόδοξη θεώρηση που μας επιβάλλει η ιστορία μας – αυτό αποτελεί και το ισχυρότερο επιχείρημα [b]δια τις υποθέσεις μου[/b], οι οποίες πρέπει πάντοτε να βρίσκονται υπό έλεγχο– και προπάντων στην επιδίωξη της πραγματικής παιδείας του ανθρώπου. Όχι βέβαια με αιχμή τις τεχνοκρατικές και α-νόητες επιδιώξεις του Υπουργείου μας.
Κ.Ν. ΜΠΑΡΑΜΠΟΥΤΗΣ
Κύριε Ξυδιά, νομίζω ότι ζήσατε εκτός Ελλάδος για πολλά χρόνια, ίσως λόγω σπουδών, ή είστε πολύ νέος και η εμπειρία σας αρχίζει από την (κακώς ίσως) λεγόμενη μεταπολίτευση.
Δυστυχώς όμως η σημερινή πολιτική και οικονομική ζωή του τόπου άρχισε μετά τον ΒΠΠ. και από τότε δεν έχει αλλάξει, παρ΄όλες τις ονομαστικές σαπουνόφουσκες: ΕΡΕ, Ε.Κ., δικτατορία, Ν.Δ., Πασοκ, κ.λ.π. μικρά κόμματα. Την οικονομικοπολιτική ζωή της Ελλάδος δεν την χάραξαν οι πολιτικοί. Την δημιούργησε και την “έζησε” μια μικρή μειοψηφία πλουσίων, οι οποίοι κυριάρχησαν μετά το 1950 και από τότε διευθύνουν εκ του αφανούς και ύπουλα όλους τους κατοίκους της δόλιας αυτής χώρας. Νεόπλουτοι και παλαιόπλουτοι, των οποίων το όνομα συνήθως τελειώνει σε -ογλου, -όπουλος, -ιώτης, -ακης, κ.λ.π., οι οποίοι ξεκίνησαν μετά την γερμανική κατοχή, ανήκοντες σε μυστικές οργανώσεις με “ποδίτσες”, κατέλαβαν όλα τα πόστα της οικονομίας, (βιομηχανίες, ΜΜΕ, κ.λ.π.), και επέβαλαν ακίνδυνους γι΄αυτούς πολιτικούς δημιουργώντας πλέον ένα κατεστημένο, το οποίο σήμερα πια είναι ΑΔΥΝΑΤΟΝ να σπάσει. Συνέπεια αυτής της κατάστασης είναι ότι ο λαός μας ζει σε μια εικονική πραγματικότητα, νομίζοντας πως έχει αληθινό δικαίωμα επιλογής με την ψήφο του, ενώ όλοι -δηλαδή όλα τα κόμματα- είναι ίδιας νοοτροπίας. Να το δούμε λίγο πρακτικά; Αν κάποιες εκλογές τις κερδίσει το ΚΚΕ, πιστεύει κανείς ότι θα αλλάξει κάτι στην δομή της οικονομίας; ή στη διακυβέρνηση της χώρας; Είμαι βέβαιος ότι δεν θα αλλάξει τίποτε. Πάλι ο διάδοχος π.χ. του Λαμπράκη (ΔΟΛ), πάλι οι -ογλου κ.λ.π. θα διοικούν εκ του αφανούς. Απλά θα αλλάξουν κάποια ονόματα στη δημοσιότητα.
Όπως έγινε με την αλλαγή Καραμανλή-Α.Παπανδρέου, Μητσοτάκη-Σημίτη κ.λ.π.
Αν δεν βρεθούν μερικοί “Έλληνες ηγέτες”, ορκισμένοι να ξαναφέρουν την εντιμότητα, την αξιοκρατία, την Ελληνική αρετή στη χώρα μας, η φθίνουσα πορεία θα εξαφανίσει την ιδέα Ελλάδα. Θα μείνει μόνο σαν ανάμνηση στην ιστορία όπως είναι σήμερα η Βαβυλώνα, η Ασσυρία κ.λ.π.
γ.κ.
Το 2009 ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, Περικλής Κοροβέσης, μιλώντας στην εκπομπή «Παιχνίδια Εξουσίας», στο Κανάλι 1 του Πειραιά στους Βασίλη Σκουρή και Μαριτίνα Ζαφειριάδου, δήλωσε: Το μέγα σκάνδαλο είναι ότι επί κυβέρνησης Τζανετάκη πήρε χρήματα και η αριστερά και δεν αντέδρασε. Ούτε ο Κύρκος αντέδρασε, ούτε οι επίγονοι του Φλωράκη.
Ερ: Πως κρίνετε την υπόθεση Siemens;
ΠΚ: Είναι ένα σκάνδαλο, δομικό θα έλεγα, του μαφιόζικου καπιταλισμού. Δηλαδή ξέρουμε όλοι – ο καπιταλισμός, δεν είναι ο καλός καπιταλισμός του 19ου αιώνα ή του 20ου που έκανε εργοστάσια, έδινε δουλειές κλπ., τώρα είναι ένας καπιταλισμός μαφία, ο οποίος αρπάζει το κέρδος και δημιουργεί φτώχια. Οπότε όλες οι μεγάλες εταιρείες, οι πολυεθνικές, δίνανε επισήμως μίζες, δηλαδή είμαι αυτόπτης μάρτυρας, είχα καλύψει ταξίδι του Ανδρέα Παπανδρέου, στη Σουηδία, όταν είχε επισκεφτεί την Eriksson και τα ίδια τα στελέχη της επιχείρησης προτείνανε μίζα στον Ανδρέα τον Παπανδρέου. Και αυτό γράφεται στις επίσημες μπροσούρες της εταιρείας. Δηλαδή στα διάφορα έντυπα που μας δώσανε, λέει ότι προβλέπεται μίζα 10 – 15% σε όποιο πρόσωπο μας διευκολύνει να πουλήσουμε τα προϊόντα μας, άρα λοιπόν είναι ένα δομικό σκάνδαλο του καπιταλισμού, μίζα που προβλέπεται από την εταιρεία άσχετα αν τώρα την πληρώνει ο Χριστοφοράκος, αλλά προβλέπεται επισήμως και το μέγα σκάνδαλο είναι ότι έχουν πάρει χρήματα ύστερα από τις πληροφορίες που έχουμε, το έχει γράψει και ο Νέτας και ο Μπέης στην «Ελευθεροτυπία» είναι μέσα και ΚΚΕ και ΣΥΝ, στην Κυβέρνηση Τζανετάκη και αυτά τα δύο κόμματα, δεν έχουν αντιδράσει. Άρα λοιπόν πρόκειται για μία διαφθορά όλου του πολιτικού συστήματος και δυστυχώς είναι μέσα και η αριστερά.