Θα ήθελα σ΄αυτό το σημείο να παραθέσω κάτι από το έργο της Iris Murdoch. Στο βιβλίο της The Bell η ηρωίδα, Ντόρα, φτάνει σε ένα είδος καταθλιπτικής κρίσης. Πηγαίνει, σχεδόν ασυναίσθητα, στην Εθνική Πινακοθήκη, όπου συχνά είχε ξαναπάει.
«Τη Ντόρα πάντα τη συγκινούσε η ζωγραφική. Αλλά σήμερα τη συγκινούσε με καινούργιο τρόπο. Τής φαινόταν θαυμάσιο κι είχε ένα είδος ευγνωμοσύνης, που βρίσκονταν όλοι οι πίνακες μαζεμένοι εκεί. Η καρδιά της γέμισε με αγάπη για τους πίνακες, την αυθεντική ομορφιά τους, τη θαυμαστή γενναιοδωρία τους, τη λαμπράδα τους. Τής φαινόταν σα να βρισκόταν επιτέλους μπροστά σε κάτι πραγματικό, σε κάτι τέλειο... Εδώ ήταν κάτι που το εγώ της δεν μπορούσε να καταβροχθήση θλιβερά κι εγωιστικά και, κάνοντάς το τμήμα τής φαντασίας της, να τού στερήσει την αξία... Οι πίνακες ήταν κάτι πραγματικό έξω από τον εαυτό της, που τής μιλούσε απαλά, αλλά με τόνο αυθεντικό, κάτι ανώτερο και αγαθό που η παρουσία του διέλυσε την ονειρώδη, κάπως εκστατική αυτο-μόνωση τής προηγούμενης διάθεσής της. Οσο, μέχρι τώρα, ο κόσμος έδειχνε υποκειμενικός, φαινόταν σαν χωρίς ενδιαφέρον και αξία. Αλλά τώρα πάντως υπήρχε κάτι άλλο μέσα του. Αυτές οι σκέψεις, χωρίς να είναι με σαφήνεια διατυπωμένες, περνούσαν σαν αστραπές μες στο μυαλό τής Ντόρας. Ποτέ πριν δεν είχε σκεφθή με αυτόν τον τρόπο για τους πίνακες. Ούτε τώρα έβγαζε κάποιο ρητό δίδαγμα. Παρ΄όλα αυτά, αισθανόταν ότι είχε δεχτή μιαν αποκάλυψη. Κοίταζε το ακτινοβόλο, σοβαρό, τρυφερό, δυναμικό καναβάτσο του Gainsborough και αισθανόταν μια ξαφνική επιθυμία να γονατίση μπροστά του, αγκαλιάζοντάς το, χύνοντας δάκρυα.»
Δεν είναι ανάγκη να επιμείνουμε στη φύση του βιώματος που περιγράφεται εδώ τόσο συγκινητικά. Αλλά ίσως θα ήταν σωστό να προσθέσουμε ότι για πολλούς από τους συγχρόνους μας, πάρα πολλούς, αυτό το είδος της αποκαλυπτικής συγκίνησης μπροστά σε κάποιο έργο τέχνης, είτε μουσικής είτε ζωγραφικής, είναι ίσως η μόνη προσέγγιση τους σε κάποια γνώση του θείου. Μέσα σ΄αυτήν εκχύνονται όλος ο πόθος, η λατρεία και η ευγνωμοσύνη, που θα έπρεπε να προσφέρωνται κατευθείαν στο Θεό με τη δοξολογία και τη λατρεία. Και σκέπτομαι πόση σημασία είχαν για τη δική μου ζωή τα μακρά απογεύματα που, μαθητής, περνούσα με τη συντροφιά χιλιάδων άλλων νέων στα Promenade Concerts στο Λονδίνο. Για πολλούς στο ακροατήριο, αυτή ήταν η μόνη τους επαφή με έναν κόσμο επέκεινα από τα πρόσκαιρα και τα παροδικά.
πηγή: Αντίφωνο, Από το βιβλίο «περί ύλης και τέχνης», Αθήνα 1971. Μετάφραση: Κ Κακούρης και Δ. Γ. Κουρτέση
Μια ιδιαίτερα μεστή, εδώ, προσέγγιση από τον Α. M. Allcin, που μας θυμίζει αυτό που δεν επιτρέπεται να μάθουμε μέσα σε (κανενός επιπέδου) σχολικές αίθουσες: Ότι – όχι – δεν εξηγούνται τα πάντα! Τα πιο σημαντικά μάλιστα, όπως το [b]ρίγος[/b] της [b]τέχνης[/b], μόνο με όρους [i]μυστικής εμπειρίας[/i] γίνεται δυνατό να περιγραφούν.
Έχει σημασία να το συνειδητοποιούμε κάποτε αυτό. Ειδικά, κιόλας, μέσα σ’ έναν αιώνα του οποίου βασικώτατο ιδίωμα είναι, ίσα ίσα, η παντελής απώλεια της επαφής του μεγάλου κοινού με την καλλιτεχνική δημιουργία.
Σε μια εποχή αληθινής ρ ή ξ η ς μεταξύ Κοινωνίας και Τέχνης.
Στην πρώτη, μάλιστα, γνωστή τέτοια εποχή μέσα στην ιστορία του οικούμενου κόσμου…