Νίκη Καλτσόγια-Τουρναβίτη
«Γνώθι σαυτόν», ήταν το αρχαίο απόφθεγμα που αποδίδεται στον Χείλωνα Δαμαλήγου του Λακεδαίμονος, έναν από τους επτά σοφούς της αρχαιότητας, που είχε ακμάσει κατά τον 6ο π.Χ. αιώνα. Κατά τον Πλούταρχο του Χαιρωνέα, σοφό μύστη, ιερέα και επόπτη του Δελφικού ιερού, το «γνώθι σαυτόν» προερχόταν από τον ίδιο το Θεό Απόλλωνα και ήταν γραμμένο σε πολλά σημεία στα δελφικά ιερά. Παραλήφθηκε στη συνέχεια από τους σοφούς και θιασώτες μυστηριακών οργανώσεων και προβαλλόταν ως πρωταρχικός όρος αυτοσυνειδησίας, αυτοκάθαρσης, προσπάθειας πνευματικής ανόδου και ηθικής τελειοποιήσεως. Η φιλοσοφία, η θεολογία και η σύγχρονη ψυχολογία ασχολήθηκαν με το θέμα της ανάγκης να γνωρίσει ο άνθρωπος τον εαυτό του. Ο Σωκράτης ήταν ο πρώτος από τους σοφούς που έθεσαν την αυτογνωσία στο κέντρο της φιλοσοφίας. Με τον Καντ η αυτογνωσία, ορίστηκε ως η ύψιστη αρχή της αυτονομίας του ανθρώπου επηρεάζοντας τη σύγχρονη φιλοσοφική σκέψη. Και το περίφημο κοινωνικό συμβόλαιο του Ρουσώ σ’ αυτήν την αυτονομία στηρίζεται. Επίσης και το δικαίωμα του ανθρώπου στην ελεύθερη διαμόρφωση του «σχεδίου ζωής» είναι από τα βασικά θέματα της φιλοσοφίας του Rawls, που θεωρείται στην εποχή μας ο μεγάλος συνεχιστής των θεωριών του «κοινωνικού συμβολαίου». Αναμφισβήτητα σε όλα αυτά υπάρχει αντίλογος και κριτική, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η αυτογνωσία και η αυτονομία της βούλησης του ανθρώπου δεν παραμένουν οι ύψιστες αρχές και τα θεμέλια της ελευθερίας του.
Στην εποχή μας, σ’ έναν άλλο σύγχρονο ναό της σοφίας, στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ το 1980, με την έναρξη του ακαδημαϊκού έτους, ένας μεγάλος σοφός της επιστήμης, ο Daniel Bell, αρχίζοντας τα μαθήματά του, μετά από ένα τυπικό χαιρετισμό και καλωσόρισμα των νέων φοιτητών του είπε: «The first thing one has to know is how to sell himself”
Βρισκόμουν κι’ εγώ εκεί ανάμεσα στους νέους φοιτητές. Ως fellow της Ford Foundation είχα ζητήσει να μου επιτραπεί να παρακολουθώ τα μαθήματά του. Ειλικρινά ήταν ένα όνειρο ζωής ν’ ακούσω αυτόν το μεγάλο καθηγητή της κοινωνιολογίας, ισάξιο του Talcot Parsons, του κορυφαίου αυτού κοινωνιολόγου του 20ού αιώνα. Όμως για μένα ο Daniel Bell ήταν από τότε κάτι παραπάνω. Η επιστημονική σκέψη του είχε ανοίξει νέους δρόμους στην Κοινωνιολογία και την Πολιτική Επιστήμη, ιδιαίτερα με τα προφητικά βιβλία του «Το τέλος της ιδεολογίας» (The End of Ideology, 1965) και το βιβλίο του «Ο ερχομός της Μεταβιομηχανικής Κοινωνίας» (The Coming of Post-Industrial Society,του 1973). Οι πρωτοποριακές αυτές θέσεις τους επαληθεύθηκαν από τις εξελίξεις που ακολούθησαν στον πολιτικό – ιδεολογικό τομέα, αλλά και στην οργάνωση της οικονομίας. Συνδέονται άμεσα με τις μορφές οργάνωσης της παραγωγής, βιομηχανικής μέχρι τις τελευταίες δεκαετίες του περασμένου αιώνα και μεταβιομηχανικής σήμερα. Αυτοί ακριβώς οι τύποι οργάνωσης της οικονομικής κατά βάση παραγωγής δεν άφησαν έξω από την επίδρασή τους τη σύγχρονη φιλοσοφική σκέψη, τους πολιτικούς και κοινωνικούς θεσμούς, αλλά και τον ίδιο τον άνθρωπο και τις σύγχρονες κοινωνίες. Κύριο οργανωτικό γνώρισμα αυτής της νέας εξέλιξης υπήρξε η ανατροπή της γενικευμένης γραφειοκρατικής δομής. Και το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης, άλλωστε, οφείλεται σ’ αυτή την εξέλιξη, στις νέες μορφές επικοινωνίας, που έθεσαν, σε μεγάλο βαθμό, στο περιθώριο την έννοια του χώρου, ως σταθερού σημείου αναφοράς, τον οποίον αντικατέστησαν με «αόρατα» κέντρα εξουσίας και δύναμης, οικονομικής και πολιτικής, που δίκαια ταυτίζονται με λαβύρινθους. Σ’ αυτό ακριβώς το πνεύμα και η φιλοσοφική σκέψη, αδυνατώντας να βρει σταθερούς άξονες, μιλάει για μεταμοντέρνα περίοδο, ή μετανεωτερική εποχή (postmodern era), που στο βάθος εκφράζει κυρίως την υποχώρηση, αν όχι τη διάλυση των μεγάλων φιλοσοφικών μύθων του παρελθόντος.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, που απλά σκιαγραφήθηκε, η κατά κυριολεκτικά αξιωματικό τρόπο συμβουλή του Daniel Bell, μπορεί να αντιπαρατεθεί στο αρχαίο απόφθεγμα του «γνώθι σαυτόν». Κατ’ αρχήν ο αγγλικός όρος «sell» έχει και άλλες έννοιες πέραν από την έννοια του πουλώ = ανταλλάσσω κατά κανόνα με χρήμα. Σημαίνει, επίσης, «προωθώ», «πρακτορεύω». Αλλά και «αποδοχή», «κερδίζω την αποδοχή». Και αυτήν ακριβώς την έννοια της επίτευξης της αποδοχής της προσωπικότητάς μας από τους άλλους, είχε η παραίνεση του μεγάλου αυτού Δασκάλου προς τους φοιτητές του. Και το πώς κερδίζεται η αποδοχή, για να το πούμε απλούστερα η αναγνώριση και ο σεβασμός της προσωπικότητάς μας, είναι ένα τεράστιο θέμα. Ασφαλώς, κάθε εποχή έχει τα δικά της πρότυπα και κανόνες αποδοχής. Πρότυπα που εκφράζουν συμπεριφορές, τύπους εξωτερικής εμφάνισης. Και όσο προχωρούμε προς τα πίσω, τόσο περισσότερο τυποποιημένες μορφές συμπεριφοράς και εξωτερικής εμφάνισης συναντούμε. Πρότυπα που πέρασαν στον άνθρωπο κάθε κοινωνίας, μέσα από τις δομές κοινωνικοποίησής του. Ο “τζέντλεμαν”, η “κυρία”, η “δεσποινίς”, ο “νέος”, ο “ηλικιωμένος” και η “ηλικιωμένη’. Από τη δεκαετία του ’80, όπως φαίνεται από έρευνες, η «youth culture» έχει περάσει σε όλους ανεξαιρέτως, με πολλές επιπτώσεις: Επαναστατικότητα, γελοιοποίηση, παλιμπαιδισμός ίσως;
Η επανάσταση των μαζών, του Ortega y Gasset, (The Revolt of the Masses) του 1936, ήταν από τα πιο προφητικά βιβλία της νέας εποχής, που άρχιζε μόλις τότε να διαφαίνεται στον ορίζοντα. Σήμερα αυτό πλέον είναι μια πραγματικότητα. Όχι μόνο στους δρόμους, αλλά και σε δημόσιους χώρους, σε χώρους θεάματος που άλλοτε «έβαζες τα καλά σου για να πας». Σήμερα, ακόμα κι’ εκεί, εμφανίζονται με το μπλου τζιν, και μάλιστα ξεσκισμένο. Και αυτό όχι από τη σκληρή χειρονακτική εργασία, αλλά είναι «μοντελάκι», που πουλιέται πανάκριβα και μάλιστα σε καταστήματα πολυτελείας. Πού να φαντάζονταν οι εργάτες των ορυχείων, του λιμανιού ή του δρόμου ότι το τραχύ ντύσιμό τους θα γίνονταν μόδα! Όσο για τις γυναίκες, εδώ το θέμα είναι ακόμα σοβαρότερο. Το “whore look” έγινε μόδα! Και διαμαρτύρονται όταν υπάρχει κατακραυγή από συντηρητικά κέντρα. Και η αντίδραση παίρνει μεγάλη δημοσιότητα! Και αυτοί οι τύποι ένδυσης είναι συνήθεις ακόμη και σε δημόσιες υπηρεσίες στη χώρα μας. Θεωρείται ένδειξη ελευθερίας. Απουσία καταπίεσης! Καμιά υπαλληλική δεοντολογία. Δεν αναφερόμαστε στους “χαρτογιακάδες” και τις “ποδιές” του παρελθόντος, που κατέπνιγαν την προσωπικότητα. Και, δυστυχώς, την εξωτερική αυτή εμφάνιση συνοδεύει και μια ανάλογη συμπεριφορά, που ευτελίζει κάθε έννοια ευγένειας και σεβασμού προς τον άλλον.
Αντίθετα με το αρχαίο ρητό που είχε μια παθητική έννοια, η συμβουλή του Bell είναι ενεργητική. Δεν είχε καμιά σχέση με κήρυγμα θρησκευτικό, ηθικό, καθωσπρεπισμού ή σεμνοτυφίας. Δεν ήταν παραίνεση συντηρητισμού. Ήταν βαθιά κοινωνιολογική. Ήταν ουσιαστικά μία παρότρυνση προς νέους επιστήμονες να διαμορφώσουν αξίες και πρότυπα συμπεριφοράς αντάξια της επιστημονικής τους κατάρτισης και παιδείας, τα οποία θα τους επιτρέψουν να επιδιώξουν, επίσης αντάξια, τη θέση τους στην κοινωνία. Και εδώ μπαίνουμε στο μεγάλο πρόβλημα. Σε ποια κοινωνία; Με ποιόν Εταίρο θα συναλλαγώ; Αυτό που υπάρχει γύρω μου και μου ζητά να ενταχθώ είναι η ΑΓΟΡΑ, ο μεγάλος εργοδότης. Με τα μέσα που διαθέτει και κυρίως τα ΜΜΕ, πνίγει προσωπικότητες και όνειρα. Διαπερνά ή ακόμα ακυρώνει θεσμικούς κανόνες-πλαίσια. Επιβάλλει τους δικούς της κανόνες συναλλαγής. Αλλά και όταν η ΠΑΙΔΕΙΑ που έλαβα ήταν ανεπαρκής, επειδή όχι μόνο δεν μου έδωσε πρότυπα, αλλά με έσπρωξε σε μια αγοραία συναλλαγή, πόση αξία μπορεί να έχει η μεγάλη αυτή παραίνεση του Daniel Bell. Ιδιαίτερα σήμερα, στην εποχή της μεγάλης οικονομικής κρίσης και κρίσης αξιών, που βιώνουμε ως χώρα αλλά και ως Ευρώπη, όπου η ανεργία πλήττει κυρίως τους νέους; Σ’ αυτό το πλαίσιο ποιά είναι η ευθύνη όλων μας: Πολιτείας, γονιών, δασκάλων, Εκκλησίας, πολιτικών ηγεσιών, εκπροσώπων του πολιτισμού;
Και οι δύο αυτές σοφές παραινέσεις, η αρχαία και η νεώτερη θα πρέπει να συγκεραστούν. Και οι δύο είναι ουσιώδεις για το σημερινό άνθρωπο. ΄Όπως σχολίασε τις σκέψεις μου αυτές μια νέα κοπέλα:
«… σήμερα αυτό που έχει αξία είναι αυτό το οποίο προβάλλουμε ως εικόνα για τον εαυτό μας να ανταποκρίνεται όσο το δυνατόν περισσότερο στην πραγματικότητα. Τότε μόνο είμαστε αυθεντικοί και αληθινοί προς τον εαυτό μας και τα πιστεύω μας. Τότε μόνο μπορούμε να ισχυριστούμε ότι δε χάσαμε πολύτιμο χρόνο στη ζωή μας και καταφέραμε να προσεγγίσουμε την “αυτοπραγμάτωση” με την έννοια της επιτυχίας ως μοχλού αμφίδρομης κοινωνικής αλληλεγγύης και ουσιαστικής προσφοράς στο κοινωνικό σύνολο.»
Πρώτη έντυπη δημοσίευση στο περιοδικό "Νέα Ευθύνη" τεύχος 18 (Ιούλιος-Αύγουστος 2013).
πηγή: Aντίφωνο
Η ανάλυση που επιχειρεί η συνάδελφος κα. Νίκη Καλτσόγια-Τουρναβίτη είναι πράγματι ενδιαφέρουσα και έχει πολλά θετικά στοιχεία. Συνεπώς θα γίνουν κάποια σχόλια με σκοπό να εμπλουτίσουν έτι περισσότερο την ανάλυση αυτή. Το ουσιαστικό γνώθι σαυτόν μπορεί να ξεκινήσει από τη νευρωνική δομή που διαμορφώνει την ανθρώπινη συμπεριφορά και κατά πόσον αυτή είναι δεκτική σε σκόπιμο εξωτερικό προγραμματισμό. Παράδειγμα είναι αν για οποιοδήποτε λόγο κάποιοι έχουν όφελος από το να χάσουν οι νέοι άνθρωποι την αίσθηση του ωραίου, τι μεθόδους χρησιμοποιούν για να προγραμματίσουν τη νόηση τους (ουσιαστικά τους νευρώνες τους) ώστε να θεωρούν “ωραίο” το κουρελιασμένο τζιν και να το πληρώνουν πανάκριβα; Σίγουρα η μόδα αυτή δεν ξεκίνησε από τους νέους, κάποιοι τη σχεδίασαν και είχαν τα μέσα (πλύση εγκεφάλου) να την επιβάλλουν και το ζήτημα αυτό έχει μια ενδιαφέρουσα κοινωνική διάσταση που εκτείνεται και στην κρίση των αξιών. Ένα άλλο σχόλιο είναι αν υπάρχουν ιδανικά που να βασίζονται στον ορθό λόγο και την κοινή λογική, ώστε να έχουν γενική αποδοχή και τι κάνουν οι φορείς που είναι υπεύθυνοι για αυτά δηλαδή το σύστημα εκπαίδευσης και η «πνευματική ηγεσία». Η δική μου απάντηση είναι ότι έχουμε υποχρέωση να προχωρήσουμε πέραν από το «γνώθι σαυτόν» των αρχαίων και ακόμη πολύ περισσότερο από το “sell himself” Του Daniel Bell. Έχουμε επίσης την πολυτέλεια για το σκοπό αυτό να επεξεργαστούμε με μαθηματικά τις ιδέες αυτές ώστε να είναι ακόμη πιο ορθά τεκμηριωμένες. Θα πρέπει συνεπώς η ανώτατη εκπαίδευση να ξεφύγει από την αδράνεια και τη συντήρηση που τη διακρίνει και να κοιτάξει τον εαυτό της κατά κύριο λόγο και στη συνέχεια να δώσει επιστημονικά τεκμηριωμένες μεθόδους αντιμετώπισης τόσο της «μη γνώθι σαυτόν» προπαγάνδας όσο και της «γνώθι σαυτόν» ενεργητικής ατομικής ή ομαδικής προσπάθειας.
Ι. Ν. Χατζόπουλος
Πανεπιστήμιο Αιγαίου