Περίληψη
Σχετικά με την αύξηση του ποσοστού της φτώχειας στις σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνίες θα διερευνηθούν τα αίτια που δεν επιτρέπουν στους πολίτες των ανεπτυγμένων οικονομικά κρατών να μπορούν να έχουν τα βασικά αγαθά. Πρόκειται για είδη πρώτης ανάγκης όπως της μόνιμης κατοικίας και του καθημερινού φαγητού με αποτέλεσμα να ζουν στα όρια της επιβίωσης ακόμη και στην περίπτωση που εργάζονται. Επίσης, προσεγγίζεται η συσχέτιση της ηγεμονίας των ιδεολογιών του κλασικού φιλελευθερισμού ή του νεοκλασικού φιλελευθερισμού σε αυτές τις χώρες, με την φτωχοποίηση των ανθρώπων και την γενικότερη αντιμετώπιση του ζητήματος. Με την έκθεση επιχειρημάτων και τον κριτικό προβληματισμό θα υπάρξει διαλεκτική τοποθέτηση καπιταλισμού/σοσιαλισμού με στόχο την απόδειξη (ή απόρριψη) της υπόθεσης πως η εναλλακτική της μαρξιστικής θεωρίας και πράξης στον 21ο αιώνα, στην εποχή της μετανεωτερικότητας, μπορεί μέσω πρακτικών εξελικτικών διαδικασιών να φανεί καταλυτική για την αλλαγή των κρατικών μηχανισμών και τη μείωση, αν όχι την εξάλειψη του φαινομένου.
Λέξεις- κλειδιά: Μαρξ; Καπιταλισμός; Σοσιαλισμός; φτώχια; κοινωνία
Το αληθινό πρόσωπο του καπιταλισμού. Πόσο ανθρώπινο ή (απάνθρωπο) είναι;
Με βάση τη μελέτη του άρθρου “The persistence of Poverty in Capitalist Countries”[1] του Δρ. Victor Manuel Isidro Luna θα γίνει κριτική ανάλυση του φαινομένου του αυξημένου ποσοστού φτώχιας στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες. Το ποσοστό της φτώχειας και φτωχοποίησης στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες δείχνει να αυξάνεται παρά το θετικό πρόσημο του ΑΕΠ τους.
Με γνώμονα τη σύνδεση της κοινωνικοπολιτικής κατάστασης με τα οικονομικά συστήματα των κρατών, θα αξιολογηθούν τα πολιτικά συστήματα του φιλελευθερισμού και του σοσιαλισμού αναφορικά με τη σχέση οικονομίας - εργασίας - διαβίωσης, πώς διαπλάθουν τον ευρύτερο βίο του ατόμου και την καθημερινότητά του.
Επηρεάζει η οικονομία το ιδιωτικό και το δημόσιο γίγνεσθαι;
Ποια είναι η σχέση του καπιταλισμού και της ανάπτυξης πλούτου και ποιοι τελικά έχουν τη δυνατότητα να πλουτίσουν;
Παρέχονται ίσες ευκαιρίες, στο εργασιακό περιβάλλον σύμφωνα με τα ιδεώδη του φιλελευθερισμού;
Μέσα από τις απαντήσεις στα παραπάνω, θα αναδειχθεί και η τελική θέση του άρθρου αυτού για την διαχρονικότητα του μαρξισμού διαμέσου των όσων αναγνωρίζει και καταδεικνύει, με ένα σύνολο πιθανών προτάσεων προς λύση.
Αρχικά, αναλύεται η θεωρία του Μαρξ οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά, καθώς και η επίδρασή της στο σύγχρονο κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον. Στη συνέχεια, συγκεκριμενοποιούνται τα παραπάνω στη σύνδεση μαρξισμού, σοσιαλισμού με τον καπιταλισμό, στην προσέγγιση τους και την επιρροή που έχουν στις κοινωνικές σχέσεις και στο προσανατολισμό των πολιτικών και οικονομικών αντιθέσεων των πολιτών. Εξετάζεται κατά πόσον παραμένει σύγχρονη και αν μπορεί να εξηγήσει τα τεκταινόμενα, όπως και κατά πόσο μπορούν να αλλάξουν ή ακόμη και να περιοριστούν, τα συστημικά οικονομικά προβλήματα και οι συσχετισμοί στην αντιμετώπιση τους. Τέλος, γίνεται αξιολόγηση των δεδομένων και κατατίθενται προτάσεις για την πολιτική, την κοινωνία και το μέλλον.
Μια κριτική ανάλυση της Μαρξιστικής σκέψης
Η πρώτη σύγχρονη περίοδος κοινωνιολογικών και οικονομικών θεωριών έχει σημαδευτεί από την προσωπικότητα και το έργο του Καρλ Μαρξ, ενός από τους μεγαλύτερους στοχαστές όλων των εποχών, από άποψη επαναστατικής επιστημονικής συγγραφής στα θέματα κοινωνικής πολιτικής και οικονομίας. Θεωρείται δεύτερος αξιολογικά μετά τον Κοντ στη σύνθεση της κοινωνιολογίας και της εφαρμοσμένης κοινωνικής πολιτικής σκέψης. Η συνολική θεώρησή του για τα κοινωνικά φαινόμενα είναι ένα είδος Grand Sociology στο πνεύμα των Σαιντ Σιμόν και Κοντ, το οποίο καλύπτει σχεδόν όλο τον χώρο των κοινωνικών επιστημών και οργανώνεται σε μια γενική θεωρία της ανθρώπινης ιστορίας.[2]
Στην γνωστή “ενδέκατη θέση” στον Feuerbach τονίζει: “Οι φιλόσοφοι έχουν ερμηνεύσει τον κόσμο με διαφορετικούς τρόπους, το πρόβλημα εντούτοις είναι να τον αλλάξεις”.[3] Αυτό το ρητό διατρέχει όλη τη σκέψη, τη στάση ζωής και το έργο του, αφού επικεντρωνόταν στην αλλαγή του κόσμου και όχι στην απλή ερμηνεία των γεγονότων. Οι προλετάριοι, η εργατική τάξη του μαρξισμού, σε μια σχηματοποίηση που έμελλε να έχει το χρώμα θρησκευτικής αναφοράς δεν είχαν ακόμη αυτοπροσδιοριστεί ως συλλογική οντότητα και ο Μαρξ έσπευσε να συμπληρώσει αυτό το κενό στις ουτοπικές, αναρχικές και σοσιαλιστικές ιδέες που είχαν μέχρι τότε παρουσιαστεί. Η διαφορά της επιστημονικότητάς του με τους σοσιαλιστικούς ισχυρισμούς του παρελθόντος ήταν καταλυτική και ενδεικτική της μεταφοράς τους από τη ρητορική κατά του κατεστημένου της πλουτοκρατικής ολιγαρχίας της αστικής καπιταλιστικής τάξης, σε στέρεα θεμελιωμένες αναλύσεις, με οικονομικό και φιλοσοφικό υπόβαθρο για τους κοινωνιολογικούς προβληματισμούς.[4]
Η αστική κοινωνία και το καπιταλιστικό σύστημά της συνιστούν τη διαλεκτική άρνηση κάθε ανθρωπιστικής αρχής κατά τον Μαρξ. Οραματίζεται και προτείνει την αληθινή ισότητα μεταξύ των ανθρώπων, την ελευθερία και την ειρηνική συμβίωσή τους στο πλαίσιο μίας κοινωνίας χωρίς ταξικούς διαχωρισμούς. Στον πυρήνα της σκέψης του εντοπίζονται ως βασικά στοιχεία οι συγκρούσεις για την ικανοποίηση των διαφορετικών συμφερόντων των τάξεων όπως και ότι η κοινωνική αλλαγή δε θα μπορέσει να επιτευχθεί, παρά μόνο με πάλη και ανατρεπτικές επαναστάσεις κατά των υπαρχουσών σχέσεων ασύμμετρης ισχύος.
Ουσιαστικά, πέρα από τα μέσα που κατέχουν οι άνθρωποι, το αν ανήκουν και σε ποια τάξη, ορίζεται από τη στάση τους, δηλαδή με ποιους συμμαχούν και σε ποιους εναντιώνονται, όχι μόνο στον οικονομικό τομέα, αλλά επίσης στα ιδεολογικά και πολιτικά ζητήματα, τα οποία και διαμορφώνουν τους συσχετισμούς για την άσκηση εξουσίας.[5] Ο ταξικός διαχωρισμός, ο οποίος εμφανίζεται στον καπιταλισμό, δεν καθορίζεται από τα οικονομικά κριτήρια όπως λανθασμένα επικρατεί, αλλά και από τα ιδεολογικά και πολιτικά χαρακτηριστικά, τα οποία συνδυαστικά και αλληλοενισχυόμενα με τους οικονομικούς προσδιορισμούς, πλάθουν το ταξικό χαρακτήρα υπό τη μορφή της συνάρθρωσης και όχι της αναγωγής.[6] Οι συγκρούσεις έχουν απώτερο στόχο τον έλεγχο των μέσων παραγωγής και τη διαμόρφωση της κοινωνικής υπερδομής (ιδεολογία, ηθική, πολιτικούς θεσμούς, νόμους, θρησκεία), καθώς και τις μορφές της ανθρώπινης συνείδησης (θρησκευτικές και πολιτικές πεποιθήσεις, φιλοσοφία και καλλιτεχνικές αντιλήψεις, δοξασίες) έτσι, ώστε η τάξη που θα κατορθώσει να βρεθεί στην εξουσία, να μπορεί να συντηρεί την κυριαρχία της και την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της.
Αναλυτικότερα, οι άνθρωποι εισέρχονται σε σχέσεις που είναι αναγκαίες για αυτούς στο εργασιακό περιβάλλον και ανεξάρτητες πολλές φορές από τη θέλησή τους, απλά και μόνο επειδή η δομή του καπιταλιστικού συστήματος είναι τέτοια που οι παραγωγικές σχέσεις επηρεάζουν όλα τα στάδια του βίου. Αυτές οι παραγωγικές σχέσεις αντιστοιχούν σε ένα ιδιαίτερο στάδιο ανάπτυξης των υλιστικών παραγωγικών δυνάμεών τους. Το συνολικό άθροισμα αυτών των παραγωγικών σχέσεων δημιουργεί την οικονομική δομή της κοινωνίας, το πραγματικό θεμέλιο πάνω στο οποίο εγείρεται η νομική και πολιτική επιδομή και στο οποίο αντιστοιχούν οι μορφές κοινωνικής συνείδησης.[7] Ο τρόπος παραγωγής των εμπορευμάτων καθορίζει και τις κοινωνικές, πολιτικές και πνευματικές βιοτικές διαδικασίες. Σε ένα ορισμένο στάδιο της εξέλιξής τους οι υλικές δυνάμεις παραγωγής μιας κοινωνίας έρχονται σε σύγκρουση με τις υπάρχουσες παραγωγικές σχέσεις και με τις σχέσεις ιδιοκτησίας, στα πλαίσια των οποίων λειτουργούσαν. Αυτό συμβαίνει όταν από μορφές της εξέλιξης της παραγωγής, οι σχέσεις αυτές λειτουργούν ως φραγμοί για τους κοινωνικούς δεσμούς. Τότε μπορεί να δοθεί το έναυσμα για την κοινωνική επανάσταση με τη μεταβολή της οικονομικής υποδομής και το μετασχηματισμό, τελικά, ολόκληρου του εποικοδομήματος.
Με την επιτυχία της επανάστασης ως τελικό σημείο της αέναης πάλης των τάξεων και του πολιτικού αγώνα για εξουσία, θα οικοδομηθούν νέες παραγωγικές σχέσεις και τάσεις, μέχρι την πραγματοποίηση της ιδεατής κοινωνίας, στην οποία θα εξυπηρετούνται τα συμφέροντα όλων των πολιτών. Η βιώσιμη ανάπτυξη με τη πτώση του καπιταλισμού θα επιτυγχάνονταν με την αλλαγή των σχέσεων παραγωγής και τη συλλογική διαχείριση βάσει σχεδίου. Τα άτομα θα λειτουργούν συνεργατικά σε μια κεντρικά ρυθμιζόμενη οικονομία κοινωνικής ιδιοκτησίας και συλλογικής διεύθυνσης παραγωγικών πόρων για την εξάλειψη της ασύμμετρα κατανεμημένης περιουσίας και της κοινωνικής διαφοροποίησης. Η εργασία κάθε μέλους της κοινωνίας και η αποτίμηση της συνεισφοράς τους σε σχέση με τη συλλογική διαδικασία παραγωγής των πόρων ζωής, θα αποτελέσει το κριτήριο της κοινωνικής αξιολόγησης με αντιστοιχία υποχρεώσεων και προνομίων από το κράτος. Οι συνέπειες των διαφοροποιήσεων θα καταγράφονται στους ηθικούς και δικαιικούς κανόνες. Ο τρόπος παραγωγής της υλικής ζωής και ποιοι αλλά και σε ποιο βαθμό θα συμμετέχουν σε αυτή, θα προσδιορίζει για πρώτη φορά τον γενικό χαρακτήρα στις κοινωνικές, πολιτικές και πνευματικές σφαίρες του βίου. Με αυτό το τρόπο, θα εξαλειφθούν η ανισότητα και ο ανταγωνισμός και το κράτος δε θα έχει λόγο να λειτουργεί ως τοποτηρητής και ρυθμιστής των συγκρούσεων για τη διαφύλαξη των θεσμών και την ασφάλεια των πολιτών.
Ο βασικός σκοπός του Μαρξ ήταν, λοιπόν, να εξετάσει, να μελετήσει και να εμβαθύνει μέσα από την κριτική ανάλυση των κοινωνικών σχέσεων τη δομή της καπιταλιστικής κοινωνίας. Τα βασικά χαρακτηριστικά της ήταν για εκείνον πως πρόκειται για έναν ανταγωνιστικό και αντιφατικό κοινωνικοοικονομικό σχηματισμό με μια γενική τάση προς την επιδίωξη του διαρκώς ανανεωνόμενου κέρδους και της συσσώρευσης πλούτου εις βάρος των ηθικών αξιών και την εμπορευματοποίηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Πρόκειται λοιπόν για μία αλλοτριωμένη κοινωνία, με το χρήμα να έχει κύριο ρόλο στην αξιολόγηση των ατόμων και των πραγμάτων. Ο εκμεταλλευτικός χαρακτήρας της είναι τέτοιος που, από τη μία πλευρά, οι κατέχοντες το κεφάλαιο καρπώνονται την υπεραξία της εργασίας της εργατικής τάξης, όταν η δεύτερη είναι η κινητήρια δύναμη της παραγωγικής διαδικασίας, και από την άλλη πλευρά, χρησιμοποιούν την εργατική τάξη σαν τον αποδέκτη - αγοραστή των καταναλωτικών αγαθών που η ίδια είχε αρχικά παράγει για να αυξήσουν το πλούτο τους. Το κεφάλαιο, η ατομική ιδιοκτησία, η ρύθμιση της αγοράς, η κατανομή της εργασίας και η ταξική κυριαρχία αποτελούσαν θεσμικά τους τρόπους της κοινωνικής επιβολής των αστών. Η έλλειψη ηθικού υπόβαθρου στο τρόπο ζωής και η παραγωγική καπιταλιστική διαδικασία αλλοτριώνουν τις κοινωνικές επαφές και μετατρέπουν τους ανθρώπους σε μονάδες ενός λογαρίθμου κερδοσκοπίας, με αποτέλεσμα η ουσία της ατομικής ύπαρξης, να ξεπέφτει στα τελευταία σκαλιά της αναξιοπρέπειας και του μηδενισμού.
Οι περισσότεροι ιστορικοί του κοινωνιολογικού στοχασμού συμφωνούν ότι η ελκυστικότητα του Μαρξ δεν οφείλεται μόνο στην οξυδερκή ανάλυση του καπιταλιστικού συστήματος, ούτε ακόμη στις επαναστατικές απόψεις του για την έξοδο από το σύστημα εκμετάλλευσης, αλλά ότι η συνεχιζόμενη δυναμική του όλου σχήματος οφείλεται κυρίως στην υπόσχεσή του για υπέρβαση και εξαφάνιση της αλλοτρίωσης του ανθρώπου. Η αυτοδημιουργία και αυτοδιαχείριση στον Μαρξ είναι αλληλένδετη με την βελτίωση της οικονομίας με σκοπό να έχουν τη δυνατότητα οι πολίτες να μην εργάζονται μόνο για να επιβιώσουν, αλλά με το κέρδος τους σε λιγότερο χρόνο, να έχουν χρόνο να ασχοληθούν με την καλλιέργειά τους, εγγίζοντας την απόλυτη ελευθερία τους. Όπως πολύ εύστοχα παρατήρησε ο Κολακόφσκι “η εικόνα του ανθρώπου ακολουθεί στο μαρξισμό το πρότυπο της προμηθεϊστικής αντίστασης στους θεούς. Συνεπαρμένος από τη φιλοσοφία του Διαφωτισμού, ο Μαρξ πίστευε μαζί με άλλους διανοούμενους στη δικαίωση του ανθρώπου, ο οποίος μπορούσε να κτίσει και θα το έκανε, τη μη αλλοτριωμένη - μη αλλοτριωτική κοινωνία μετά τη πτώση εκείνων που λειτουργούσαν ως τροχοπέδη για αυτό, δηλαδή τις αντιδραστικές δομές εξουσίας”.[8]
Παίρνοντας τη σκυτάλη από τα παραπάνω, σχετικά λοιπόν με την προσέγγιση της φιλελεύθερης οικονομίας και κοινωνίας, θα αναλυθεί παρακάτω η δομολειτουργικότητα του σύγχρονου συστήματος, αναφορικά με τα εργασιακά ζητήματα στον 21ο αιώνα και τον τρόπο ζωής στις καπιταλιστικές κοινωνίες.
Κομμουνισμός, Σοσιαλισμός και το σύγχρονο καπιταλιστικό σύστημα
Τα στοιχεία της Μαρξιστικής θεωρίας βρίσκονται σε πλήρη αντίθεση με την ιδεολογία του φιλελευθερισμού και όλη την πολιτική και κοινωνική κατασκευή του. Ίδιον του καπιταλισμού είναι η αντίφαση μεταξύ του συγκεκριμένου και του καθολικού, του φαινομένου και της ουσίας. Θεωρούμαστε και “φαινόμαστε” ανεξάρτητα άτομα, κύριοι του εαυτού μας, μόνοι υπεύθυνοι για τις πράξεις μας και τα αποτελέσματά τους.[9] Κεντρικό στοιχείο είναι το ενδιαφέρον μόνο για το ατομικό συμφέρον και το γεγονός πως δεν οφείλει το άτομο τίποτα στην κοινωνία καθώς το μόνο που δίνει ουσία στη ζωή του είναι οι επιθυμίες, οι στόχοι και οι επιτυχίες του. Η ισότητα, το γενικό καλό, η αξιοπρέπεια, ο αλληλοσεβασμός όπως και άλλες γενικές πανανθρώπινες αξίες δεν λαμβάνονται υπόψη σε αυτή την ατομιστική ιδεολογία της οποίας κορωνίδα, είναι η επίτευξη του συνόλου των σκοπών από κάποιον, όσο νωρίτερα μπορεί.[10]
Οι οικονομικές και παραγωγικές σχέσεις σκιαγραφούν για το υπάρχον σύστημα το ποιοι είμαστε και καθορίζουν την καθημερινότητά μας. Ουσιαστικά, η εκμετάλλευση των εργαζομένων γίνεται μέσω της ουτοπίας της ελεύθερης αγοράς, επομένως δεν είναι αποτέλεσμα μονοπωλιακών καταστάσεων, όπως υποστήριζαν οι κλασικοί οικονομολόγοι. Οι εργαζόμενοι αναγκάζονται να πωλούν την εργατική αξία τους για τη προσφορά κέρδους στους κεφαλαιούχους με το προπέτασμα της αύξησης μισθού και του καλύτερου τρόπου διαβίωσης.[11] Αποτέλεσμα της ανεργίας ή της εργασίας υπό αυτές τις συνθήκες και της ανεξέλεγκτης αύξησης των τιμών είναι, ένα μεγάλο ποσοστό του εργατικού δυναμικού να ζει σε συνθήκες επιβίωσης, εφόσον δεν αποταμιεύει διότι δεν έχει τίποτα να αποταμιεύσει. Έτσι τελικά, τα καταθετικά αποθέματα σε εθνικό επίπεδο ανήκουν στην ανώτερη τάξη.[12]
Η ευρύτερη λογική που επικρατεί είναι ότι, εφόσον υπάρχουν εργατικά χέρια τα οποία πληρώνονται για το ίδιο κόστος παραγωγής (την ίδια εργασία), ας πούμε με το μισό μισθό, από άλλους, προτιμώνται ακόμη και αν η παραγωγικότητα ή η δεξιότητά τους είναι κατώτερη των συνθηκών. Ακριβώς για να αυξάνεται το κέρδος των κεφαλαιούχων. Έτσι, στις χώρες με υψηλό ρυθμό ανάπτυξης παρατηρείται έντονη ανισότητα και παράλληλη αύξηση του ποσοστού φτωχοποίησης.[13]
Προς επίρρωση των παραπάνω, την περίοδο 1955 - 1969 οι μισθοί των εργαζομένων αυξάνονταν παράλληλα με το ποσοστό παραγωγικότητάς τους. Από το 1970 και μετά, οι εργαζόμενοι συνέχιζαν να αυξάνουν την παραγωγή τους αλλά οι μισθοί κινούνταν αντιστρόφως ανάλογα. Αυτό το φαινόμενο παρατηρείται μέχρι και στις μέρες μας και μάλιστα, επιδεινώνεται. Η μείωση των πραγματικών μισθών μαζί με την αύξηση της ανεργίας καθώς οι οικονομικές κρίσεις έχουν οδηγήσει σε μείωση της προσφοράς εργασίας και αυξάνουν τα στοιχεία φτώχειας τόσο στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής όσο και στην Ευρώπη.[14]
Στις αρχές της νέας χιλιετίας, κατά τη διάρκεια της οποίας οι οικονομικές κρίσεις έπληξαν εκατομμύρια πολίτες σε παγκόσμιο επίπεδο, καθώς και η εξαθλίωση των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, έδειξαν τη σημασία της μαρξιστικής προσέγγισης για τους υλικούς πόρους και τον ατομικό - κοινωνικό βίο. Η καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση ναι μεν διεύρυνε την κοινωνική αλληλεπίδραση σε διεθνές επίπεδο και οι αγορές υπερσκέλισαν τις κλειστές εθνικές κοινωνίες θέτοντας σε δεύτερη μοίρα τα εθνικά σύνορα - ιδεώδη - έθιμα, όμως βλέπουμε να συνεχίζεται η καταπίεση των πολλών από τους ολίγους όπως ακριβώς και στις κοινωνίες του παρελθόντος σε όλο το φάσμα της καθημερινής ζωής, ιδιωτικής και δημόσιας. Για τον Μαρξ ολόκληρη η ιστορία των ανθρωπίνων κοινωνιών αφορά συγκρούσεις: “Ελεύθερος και δούλος, πατρίκιος και πληβείος, βαρόνος και δουλοπάροικος, μάστορας και κάλφας, με δυο λόγια καταπιεστής και καταπιεζόμενος, βρίσκονταν σε συνεχή αντίθεση μεταξύ τους, σ’ έναν αδιάκοπο πόλεμο, άλλοτε κρυφό, άλλοτε φανερό, που κάθε φορά τελείωνε ή με τον επαναστατικό μετασχηματισμό ολόκληρης της κοινωνίας ή με την κοινή καταστροφή των αντιμαχόμενων τάξεων”.[15] Φαίνεται λοιπόν να αποδεικνύονται οι θέσεις του, αδιαμφισβήτητα, από το 1848 μέχρι και σήμερα στις χώρες του ύστερου καπιταλισμού των δυτικών μεταβιομηχανικών κοινωνιών μέχρι τις πλέον παραδοσιακές και κλειστές ασιατικές και αφρικανικές χώρες με τέτοια αλυσιδωτά αποτελέσματα που δισεκατομμύρια άνθρωποι μπορούν να τα αντιλαμβάνονται, επειδή ακριβώς τα βιώνουν.
Στην εποχή που κατά την οποία πολλοί τάχθηκαν υπέρ της άποψης ότι έχει έρθει το τέλος των ιδεολογιών, ο κοινωνικός αντίλογος του σοσιαλισμού είναι παρών. Αυτό σηματοδότησε για μία ακόμη φορά την ιδεολογική παλινόρθωση της μαρξιστικής σκέψης για την κοινωνική πολιτική που είναι απαραίτητο να ακολουθηθεί για να υπάρξουν γόνιμα αποτελέσματα για όλους μας. Οι περισσότεροι ιστορικοί του κοινωνιολογικού στοχασμού συμφωνούν ότι η ελκυστικότητα του Μαρξ δεν οφείλεται μόνο στην οξυδερκή ανάλυση του καπιταλιστικού συστήματος, ούτε ακόμη στις επαναστατικές απόψεις του για την έξοδο από το σύστημα εκμετάλλευσης, αλλά η συνεχιζόμενη δυναμική του όλου σχήματος οφείλεται κυρίως στην υπόσχεσή του για υπέρβαση και εξαφάνιση της αλλοτρίωσης του ανθρώπου. Η αποδυνάμωση της παράδοσης και των πεπατημένων αρχών σε συνάρτηση με την κοινωνική αλλαγή που ευαγγελίζεται, η υπέρβαση και αναδιαμόρφωση του υπάρχοντος κοινωνικού πλαισίου αντικατοπτρίζει τις στοχεύσεις και τα συμφέροντα όλων των πολιτών. Απλοί άνθρωποί της εργατικής τάξης ή μεσοαστοί αλλά και διανοούμενοι εντρυφούν στις ιδέες του ως πολιτικό πιστεύω τους και πολιτική αντίληψη.
Τα άτομα στην εποχή μας διαπιστώνουν ότι αντιμετωπίζονται ως αριθμοί στην απρόσωπη ιεραρχία του ιδιωτικού τομέα, ως υποδεέστεροι, μη αναγνωρισμένοι μισθωτοί, και απαιτούν την αλλαγή του συστήματος. Επιζητούν, τουλάχιστον, να καρπώνονται τα αποτελέσματα της εργασίας τους και την αναγνωρισιμότητα αλλά και τα δικαιώματα που απορρέουν από αυτήν, εφόσον λοιπόν εκείνοι πληρούν όλες τις προϋποθέσεις εργασίας. Επιθυμούν, επίσης, συγκεκριμένο ωράριο εργασίας, υγειονομική περίθαλψη, σεβασμό της προσωπικότητας και της εργασίας τους στο εργασιακό περιβάλλον, την εξαφάνιση των διακρίσεων την εποχή του (νεο)φιλελευθερισμού. Οι ιθύνοντες της κοινωνικής πολιτικής καλούνται να το κατανοήσουν και να εργαστούν σε αυτό το τομέα πολιτικής για την καθιέρωσή τους. Το ιδεολογικό κλίμα φαίνεται να έχει αλλάξει αισθητά με τους πολίτες να πιστοποιούν και να δέχονται τις απαντήσεις του μαρξισμού για τη προοπτική του μετασχηματισμού του καπιταλιστικού μοντέλου για τις μελλοντικές νοητικές και κοινωνικές δομές.
Έτσι, η σύγχρονη θεσμική οργάνωση του καπιταλισμού προδικάζει πως ο διεθνής χαρακτήρας των ταξικών αγώνων συμπίπτει με τον αγώνα για τον εκδημοκρατισμό των διεθνών θεσμών. Ο υπέρτατος ανθρωποκεντρισμός της μαρξιστικής σκέψης μειώνει τη σημασία των κριτικών εναντίον του (ότι πρόκειται για μια οικονομιστική θεωρία και ανάλυση του κοινωνικού συστήματος). Ακόμη και μετά τη πτώση των καθεστώτων του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού, η επίδρασή του στα κοινωνικά ζητήματα είναι σημαντική καθότι αντιαλλοτριωτική σε ένα περιβάλλον μηχανιστικής καθημερινότητας.
Συμπεράσματα
Το καπιταλιστικό σύστημα προάγει ανισότητες. Άλλωστε οι περιπτώσεις ιδιωτικών επιχειρήσεων (σε όλον τον κόσμο) που λειτουργούν ως κολεκτίβες, μοιράζοντας τα κέρδη της παραγωγής, σχεδόν εξίσου σε όλους τους εργαζομένους, δεν μπορούν να θεωρηθούν παραδείγματα φιλελεύθερης πολιτικής, αλλά σοσιαλιστικής. Στις μέρες που ζούμε, η νοσηρότητα των (νεο)φιλελεύθερων πρακτικών, δηλώνεται μέσα απτό όλο και πιο τεράστιο χάσμα μεταξύ πλούσιων και φτωχών. Η συγκέντρωση του πλούτου σε όλο και λιγότερα χέρια κάποιων δισεκατομμυριούχων και ταυτόχρονα η οικονομική εξαθλίωση των μεσαίων και κατώτερα οικονομικών τάξεων, οδηγεί τον κόσμο μας σε μία ολιγαρχία του κέρδους με τρομερές επιπτώσεις στην οικολογία του πλανήτη. Για παράδειγμα, τροπικά δάση καταστρέφονται για να δημιουργηθούν φυτείες βιοκαυσίμων ή καουτσουκόδεντρα τα οποία μεταλλάσσουν και καταστρέφουν την περιβαλλοντολογική ισορροπία του πλανήτη. Επίσης, για να επικεντρωθούμε και λίγο στη ήπειρό μας, ένας μέσος Ευρωπαίος πολίτης αναγκάζεται με λίγες εκατοντάδες ευρώ τον μήνα, να πληρώνει ενοίκιο, δάνεια και έξοδα διαβίωσης, πράγμα που υπερβαίνει κατά πολύ τις δυνατότητές του και τον συντρίβει οικονομικά και ψυχολογικά.
Έτσι λοιπόν, οι θεωρητικές μαρξιστικές προσεγγίσεις θα ωθηθούν να επανεξετάσουν τις ταξικές συγκρούσεις, οι οποίες μπορεί να έχουν αλλάξει ως ένα βαθμό χάρη στην εξέλιξη των πολιτικών και νομικών θεσμών αλλά συνεχίζουν να υφίστανται με διαφορετικό προκάλυμμα. Χάρη στις συνεχείς οικονομικές κρίσεις της τελευταίας δεκαετίας, μια νέα γενιά πολιτών διαβάζει και ανακαλύπτει το έργο του Μαρξ έχοντας αφυπνιστεί και η μαρξιστική σκέψη βρίσκεται επαληθευμένη πάλι, στο προσκήνιο, έχοντας τη δυνατότητα να δώσει λύσεις κοινωνικής πολιτικής, αρκεί να επανεξεταστεί το περιεχόμενό της, και να δομηθεί ένα πρακτικό πλαίσιο επ’ αυτής για την αυξανόμενη κοινωνική ανισότητα στην κοινωνία.
Τα γραφόμενά του δεν αποτελούν απλώς ένα μνημείο του παρελθόντος, το οποίο αναντίρρητα έχει εγκαθιδρύσει οριστικές αλήθειες αλλά είναι ένα χρήσιμο εργαλείο για τους αναλυτές της κριτικής μελέτης του παρελθόντος, της διαγνωστικής εξέτασης του παρόντος και της πολιτικής προβολής των ατόμων στο μέλλον. Φυσικά, δεν αρκεί η μελέτη και η γνώση του μαρξισμού για να γίνουν οι σχέσεις εκμετάλλευσης αναγνώσιμες και οι κοινωνικές αντιστάσεις πραγματικότητα. Οι συγκρούσεις που υπάρχουν δεν έχουν να κάνουν μόνο με τη διάσταση ιδεών, αλλά με την ουσία του τρόπου δράσης και νόησης. Πρόκειται για μία πρόκληση, πρόσκληση για τη μαρξιστική σκέψη και τους υποστηρικτές της η οποία δεν πρέπει να αγνοηθεί στη συστηματική προσέγγιση ιδεολογίας και κράτους. Όπως τα υποκείμενα συγκροτούνται από την ιδεολογία τους και πράττουν, έτσι η πρακτική αυτή μπορεί να επηρεάσει τους μηχανισμούς του κράτους και την εξέλιξή του.
[1] Victor Manuel Isidro Luna, «The persistence of Poverty in Capitalist Countries», Economía Informa, vol 400 (2016), σσ. 67-82. https://doi.org/10.1016/j.ecin.2016.09.005
[2] Πέτρος Γέμτος, Οι Κοινωνικές Επιστήμες, Αθήνα, Τυποθήτω/Δάρδανος, 2012, σ. 210.
[3] Karl Marx και Friedrich Engels, «Τheses on Feuerbach», στο idem, Collected Works, τ.5, Λονδίνο, Lawrence & Wishart, 1976, σσ. 92-93.
[4] Νικόλαος Τάτσης, Κοινωνιολογία, τ. Α', έβδομη έκδοση, Αθήνα, Οδυσσέας, 2004, σ. 110.
[5] Karl Marx και Friedrich Engels, «The Communist Manifesto», στο Christopher Pierson (επιμ.), The Μarx Reader, Καίμπριτζ, Polity Press, 1997, σσ. 67-98.
[6] Ernesto Laclau, Πολιτική και Ιδεολογία στη Μαρξιστική Θεωρία, Αθήνα, Σύγχρονα Θέματα, 1983, σσ. 63-67.
[7] Ό.π.
[8] Πέτρος Γέμτος, Οι Κοινωνικές Επιστήμες, Αθήνα, Τυποθήτω/Δάρδανος, 2012.
[9] Colin Bird, The Myth of Liberal Individualism, Cambridge, Cambridge University Press, 1999, σ. 3.
[10] Richard Dagger, Civic Virtue Rights, Citizenship and Republican Liberalism, Oxford, Oxford University Press,1997, σσ. 172-178.
[11] Victor Manuel Isidro Luna, «The Persistence of Poverty in Capitalist Countries», Economia Informa, vol 400 (2016), σ. 68. https://doi.org/10.1016/j.ecin.2016.09.005
[12] Ό.π., σ. 72.
[13] Ό.π., σ. 67.
[14] Ό.π., σ. 69.
[15] Karl Marx και Friedrich Engels, «The Communist Manifesto», στο Christopher Pierson (επιμ.), The Μarx Reader, Καίμπριτζ, Polity Press, 1997, σ. 105.
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα ("Η άφιξη του τραίνου Λ") είναι έργο του, αμερικανού, Ernest Fiene.