Παύλος Κλιματσάκης
Αφορμώμενος από το άρθρο του κ. Πλεξίδα σχετικά με τα όσα αναφέρει ο Γρηγόριος Νύσσης για το αυτεξούσιο, θα ήθελα να παρουσιάσω κάποιες σκέψεις σχετικά με την έννοια της ανθρώπινης ελευθερίας. Στη συνέχεια θα στραφώ σύντομα στο πρακτικό και επίκαιρο ερώτημα γιατί οι Έλληνες δεν αντιδρούν με κάποιο τρόπο στην διαμορφούμενη πολιτική και κοινωνική κατάσταση. Εκ πρώτης όψεως ίσως φαίνεται ότι τα δύο θέματα απέχουν παρασάγγας, αλλά, όπως νομίζω, θα διαφανεί ότι οι σύγχρονοι Έλληνες στερούμεθα ελεύθερης συνειδήσεως. Επομένως, στο μεγαλύτερο μέρος θα ασχοληθώ με ένα καθαρά θεωρητικό ερώτημα, εκκινώντας από βασικές φιλοσοφικές αρχές. Σε αντιδιαστολή πάντως με τα όσα παρουσιάζει ο κ. Πλεξίδας, τον οποίο θα ήθελα, δραττόμενος της ευκαιρείας, να ευχαριστήσω, θα επιχειρήσω να δείξω τι σημαίνει αυτεξούσιο, και γιατί αυτό συνιστά την αληθή ανθρώπινη φύση. Ενώ, δηλαδή, ο Νύσσης αναφέρεται στο ζήτημα υπό θεολογικές προϋποθέσεις, εγώ θα επικεντρωθώ στους λογικούς όρους της ελευθερίας.
Οντολογικές προϋποθέσεις της ελευθερίας
Ο Πλεξίδας αναφέρει ότι κατά τον Γρηγόριο Νύσσης η ελευθερία είναι συνθήκη της ανθρώπινης ύπαρξης, καθώς ο άνθρωπος δημιουργείται από το Θεό ελεύθερος, όντας εικόνα του Θεού. Το αυτεξούσιο είναι μάλιστα ισόθεο. Ο άνθρωπος ως εικόνα του Θεού, ως «ορατή εικόνα του αοράτου», πρέπει να είναι ελεύθερος· αλλιώς δεν είναι εικόνα της θεϊκής φύσεως.
Σε
προηγούμενα κείμενα μου για το Αντίφωνο και σε σχετικό βιβλίο μου έκανα λόγο για την υπερουσιότητα του Θεού, ως ακτίστου, και τον υπερούσιο χαρακτήρα του ανθρώπου, αν και κτιστού όντος. Αφορμήθηκα από το ότι η έννοια της αρχής του Σύμπαντος έχει το νόημα ότι η φύση αναδεικνύεται σε τεθειμένο ή κτιστό ον. Αυτή η διαπίστωση συνεπάγεται ότι της φύσεως, ως τιθέμενου όντος, προηγείται οντολογικά ο Θεός ή επί το φιλοσοφικότερον, προηγείται το ον που θέτει εαυτό. Ο Θεός μπορεί και πρέπει ως εκ τούτου να νοηθεί ως υπερούσιος σε αντιδιαστολή προς τα κτιστά όντα, τα οποία μπορούν να κληθούν ενούσια. (Για τις σχετικές αναπτύξεις και τις συζητήσεις με τους αναγνώστες, που ακολούθησαν, ο ενδιαφερόμενος πρέπει να στραφεί σε εκείνα τα κείμενα. Εν προκειμένω θα θεωρήσω ως δεδομένη μια κάποια κατανόηση των όσων ελέχθησαν εκεί, ώστε να προχωρήσουμε το συλλογισμό και τη συζήτηση.)
Το άκτιστο ον εκλήθη «υπερούσιο», επειδή, ως ον που θέτει τον εαυτό του, ή καλύτερα ως αυτοθέτειν, είναι πέραν πάσης ουσίας (η ουσία νοείται αριστοτελικά). Ουσία είναι εκείνο το γνώρισμα ενός όντος, δια του οποίου αυτό είναι ό,τι είναι. Άλλα γνωρίσματα ενός όντος καλούνται συμβεβηκότα, και δεν επηρεάζουν την ουσία του. (Για μια ολοκληρωμένη και απλή εκφορά του αριστοτελικού τρόπου σκέψεως ο αναγνώστης μπορεί να στραφεί στα Διαλεκτικά του Δαμασκηνού.) Η ουσία δίδεται δια του ορισμού, και επομένως το ενούσιο ον είναι ό,τι είναι, διότι εκφέρεται μέσω του πλησιέστερου γένους και της ειδοποιού διαφοράς. Η ουσία ενός όντος εμπλέκεται, επομένως, με τις άλλες ουσίες, με τα άλλα γένη, και προσδιορίζεται από αυτές, όπως επίσης και τις προσδιορίζει. Το ον του οριζομένου όντος ή η ουσία του είναι υποκείμενο στο αλληλοκαθορισμό μέσω των άλλων ουσιών, δεν είναι επομένως αυτοκαθοριζόμενο. Το ενούσιο ον, το κτιστό, είναι ό,τι είναι ή έχει κάποια ουσία (ή φύση, αν προτιμάτε αυτόν τον όρο), μέσω της διαπλοκής του με τις άλλες ουσίες. Το υπερούσιο ον όμως είναι απολύτως αυτοκαθοριζόμενο, διότι θέτει τον εαυτό του, και έτσι μόνο είναι άκτιστο. Επομένως, είναι επολύτως ελεύθερο, διότι ελευθερία είναι ο αυτοκαθορισμός.
Θα μπορούσε να ρωτήσει κανείς γιατί ταυτίζω την ελευθερία με τον αυτοκαθορισμό, με άλλα λόγια γιατί να είναι άραγε αυτό η ελευθερία και όχι κάτι άλλο. Ο λόγος είναι απλός: έτσι ορίζω την ελευθερία. Αν κάποιος νομίζει ότι η ελευθερία είναι κάτι άλλο, ας μας το πει. Με άλλα λόγια, ας δώσει κάποιον ορισμό της ελευθερίας. Εάν επιχειρηθεί κάποιος ορισμός, στο πλαίσιο του οποίου η ελευθερία δεν θα ορίζεται ως καθορισμός του εαυτού, τότε προφανώς θα είναι καθορισμός εξ ετέρου όντος, και δεν νομίζω ότι είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς ότι αυτό είναι ακριβώς το αντίθετο της ελευθερίας. Επομένως, ελευθερία και υπερουσιότητα ταυτίζονται. Ελεύθερο είναι το υπερούσιο ή το ον που θέτει τον εαυτό του.
Παρατήρηση: Η υπερουσιότητα είναι επίσης το ακατάληπτο στη θεότητα, δηλαδή το ότι η θεϊκή φύση δηλώνεται με ορισμούς που δεν την περιορίζουν ή με χαρακτηρισμούς που δεν την χαρακτηρίζουν – αποφατικότητα (άρρητα ρήματα). Επίσης, όμως δηλώνεται και θετικά με γνωρίσματα, όπως αγάπη και κοινωνία, αλλά, όπως βλέπουμε τώρα, και ως ελευθερία. Ας μην πει κάποιος ότι τα θετικά αυτά χαρακτηριστικά είναι ανθρωπομορφικά, δηλαδή ότι τα εφαρμόζουμε στη θεότητα υπό την προϋπόθεση ότι τα γνωρίζουμε στον εαυτό μας. Κάθε άλλο! Δεν γνωρίζουμε τι είναι αγάπη, παρά μόνο εφόσον τη βιώσουμε στην εν θεώ κοινωνία. Και δεν γνωρίζουμε τι είναι ελευθερία παρά μόνον όταν ελευθερωθούμε δια της θεϊκής χάριτος. Βεβαίως, όπως τονίσαμε συχνά στα προηγούμενα άρθρα μας, στον Θεό αναφερόμαστε με εκφράσεις οι οποίες εμφανίζονται στον κοινό νου, στην συνήθη αντίληψη, ως παραδοξότητες, όπως όταν για παράδειγμα λέμε ότι ο Θεός προηγείται και έπεται εαυτού ή ότι συνιστά απόλυτη ενότητα στη διαφορά. Σχετικά με το νόημα τέτοιων εκφράσεων ο αναγνώστης μπορεί να αναζητήσει το άρθρο μου
«Τι είναι διαλεκτική».
Ελευθερία του υπερουσίου και ελευθερία του ενουσίου όντος
Ελεύθερο είναι, λοιπόν, το υπερούσιο ή άκτιστο ον. Υπό ποία λοιπόν έννοια μπορεί να γίνει λόγος περί ελευθερίας σε σχέση με τον άνθρωπο· αυτό είναι άλλωστε και το ζήτημα που μας ενδιαφέρει και μπορεί να έχει πρακτικές συνέπειες. Όπως ελέχθη και στο κείμενο του Πλεξίδα, η ελευθερία του Θεού είναι οντολογική, ενώ του ανθρώπου ηθική. Βέβαια ο Νύσσης παρουσιάζει αυτήν την διάκριση εν είδει βεβαιότητος, η οποία απορρέει από τις εμπειρίες των Αγίων, αλλά εμείς πρέπει να της αποδώσουμε λογικό περιεχόμενο. Λαμβάνοντας πάλι ως αφετηρία το υπερούσιο ον, παρατηρούμε ότι η ελευθερία ως αυτοκαθορισμός δεν αναφέρεται σε κάποιο ιδιαίτερο σκοπό σε σχέση με τον οποίο ο Θεός είναι ελεύθερος να πράξει, όπως βούλεται. Το υπερούσιο ον θέτει τον εαυτό του στο Είναι, με άλλα λόγια θέτει το Είναι. Εδώ αναστρέφονται οι όροι υπό τους οποίους νοεί ο κοινός νους. Θέτω τον εαυτό μου δεν σημαίνει θέτω τον εαυτό μου στο Είναι, ωσάν το Είναι να ήταν κάτι εξωτερικό ως προς εμένα, και εγώ θέτω τον εαυτό μου σε αυτό, αλλά αντίθετα σημαίνει το θέτειν του Είναι ως τέτοιου. Πώς είναι δυνατόν κάτι τέτοιο; θα αναρωτηθεί ο αναγνώστης. Δεν προϋποτίθεται άραγε το Είναι, προκειμένου να είναι δυνατή οποιαδήποτε ελεύθερη πράξη. Όχι! Το υπερούσιο ον είναι το Είναι, διότι ο Θεός προηγείται (και έπεται) του εαυτού του. Ο Θεός είναι ο κύριος του Είναι, έχει απόλυτη εξουσία στο Είναι, είναι δηλαδή ελεύθερος. Ελευθερία είναι το αυτεξούσιο, και επομένως αυτεξούσιο είναι το αυτοκαθοριζόμενο.
Ωστόσο, και για να επανέλθουμε στο περί ου ο λόγος ερώτημα, τώρα μοιάζουμε να έχουμε απομακρυνθεί ακόμα περισσότερο από το να μπορούμε να νοήσουμε την ελευθερία σε σχέση με τον άνθρωπο, αφού αυτός ως ενούσιο ον στερείται της κυριότητας επί του Είναι. Στο υπό σχολιασμό κείμενο η ελευθερία αποδίδεται στον άνθρωπο ως εκ του ότι αποτελεί «εικόνα του Θεού». Ποιο λογικό περιεχόμενο, ποιο νόημα, συνδέεται με το ότι ο άνθρωπος αποτελεί εικόνα του Θεού; Προκαταβολικά μπορούμε να πούμε ότι ο άνθρωπος θα πρέπει να μπορεί να κληθεί υπερούσιος, ώστε να έχει τη δυνατότητα της ελευθερίας. Τι σημαίνει λοιπόν, οντολογικά ότι ο άνθρωπος είναι εικόνα του Θεού; Για να το καταλάβουμε αυτό πρέπει να νοήσουμε την έννοια της δημιουργίας ως αυτοεξωτερίκευσης του Θεού. Για να μην υπάρχουν παρεξηγήσεις, παραπέμπω ξανά στα προηγούμενα άρθρα, στα οποία το θέμα έχει συζητηθεί, και εξηγούμαι περαιτέρω: Ότι η δημιουργία συνιστά την αυτοεξωτερίκευση του Θεού δεν λέγεται εν προκειμένω πανθεϊστικά ή νεοπλατωνικά, ως απορροή δηλ. εκ του Ενός. Η διάκριση κτιστού και ακτίστου έχει το νόημα ότι ο Θεός ως υπερούσιος είναι απολύτως έτερος σε σχέση με το ον που δημιουργεί. Ωστόσο -και εν προκειμένω χρειάζεται προσοχή- διότι από αυτό το ζήτημα, κατά την άποψή μου, κρίνεται το περιεχόμενο της ορθοδοξίας, η απόλυτη διαφορά του υπερουσίου προς το ενούσιο ον υπερσκελίζεται πάλι από τον Θεό δια των ακτίστων ενεργειών του. Αν ο Θεός επρόκειτο να νοηθεί ως απολύτως έτερος σε σχέση με το ον που δημιουργεί, και σταματάγαμε εκεί, τότε θα ήμασταν κατ’ ουσίαν Μουσουλμάνοι. Το ότι ο Θεός δημιουργεί αυτοεξωτερικευόμενος σημαίνει (έχει το λογικό νόημα) ότι καθίσταται έτερος εαυτού, και επομένως είναι σε εκείνο στο οποίο δεν είναι. (Αν τέτοιες εκφράσεις σας προκαλούν δυσφορία, θα πρέπει να παραπέμψω πάλι στην ανάγκη να κατανοήσουμε τη διαλεκτική.)
Το ενούσιο ον ως αυτοεξωτερικευόμενος Θεός μετέχει λοιπόν, αν και απολύτως έτερο του Θεού, στη θεϊκή ουσία (κατά κυριολεξία ο Θεός δεν έχει ουσία, είναι υπερούσιος), διότι ο Θεός αυτοεξωτερικεύεται όχι σε ένα ον το οποίο βρίσκει ως ήδη ως υπαρχον απέναντί του, αλλά σε αυτό που ο ίδιος παράγει και προάγει στο Είναι. Αυτοεξωτερικευόμενος λοιπόν ο Θεός έρχεται στα οικεία, και μόνο έτσι μπορεί να είναι το ον που δεν μπορεί να είναι, δηλαδή το κτιστό. (Έχουμε εξηγήσει ότι από άλλη άποψη η δημιουργία αποτελεί θυσιαστική πράξη.) Τα δημιουργημένα όντα αντιστοιχούν σε διάφορες βαθμίδες μιας ιεραρχίας η οποία βαίνει υψούμενη προς κτιστά όντα τα οποία όντως αντανακλούν την θεϊκή ουσία. Κανένα δημιουργημένο ον δεν είναι βεβαίως κατά κυριολεξία υπερούσιο, αφού αυτό είναι μόνον ο Θεός, αλλά ελλειματικώ τω τρόπω. Η εξήγηση αυτής της ιεραρχίας συνιστά το ερμηνευτικό σύστημα των κτιστών όντων, την φιλοσοφία του ενουσίου.
Οι δύο οντολογικές δυνατότητες
Ο άνθρωπος αντανακλά τη θεϊκή ουσία, επειδή είναι αφενός νους και αφετέρου φύση (ή ύλη, αν προτιμάτε). Ο άνθρωπος δεν είναι ούτε απλώς υλικό, φυσικό ον ούτε απλώς πνευματικό ον, αλλά ακόμα ούτε απλώς σύνθεση των δύο φύσεων. Ο άνθρωπος ως νους δεν είναι καθαρό πνεύμα (όπως οι νοερές ουσίες) αλλά πνεύμα το οποίο συνιστά ενότητα με την ύλη, με άλλα λόγια η πνευματική του πλευρά είναι επίσης και ύλη (περαιτέρω εξηγήσεις θα δοθούν σε άλλο κείμενο, διότι χρειάζεται πολύς χώρος). Στην λεγόμενη «προπτωτική κατάσταση» και η υλική πλευρά του ανθρώπου ήταν επίσης πνευματική, καθώς η παρουσία του Θεού επενεργούσε την υπέρβαση των χωρικών προσδιορισμών, και ο άνθρωπος μπορούσε να μην πεθαίνει. Τώρα όμως δεν βρισκόμαστε σε εκείνη την κατάσταση, και επομένως τίθεται το ερώτημα υπό ποία έννοια ο άνθρωπος είναι ελεύθερος ή κύριος του όντος αφού υπόκειται στη φθορά και στο θάνατο. Ο αναγνώστης ίσως νομίζει ότι δεν κάνουμε κάποια πρόοδο στο συλλογισμό μας· ωστόσο, έχουμε πλέον φτάσει σε κείνο το σημείο που θα μας αποκαλυφθεί ποια είναι η έννοια της ελευθερίας που ιδιάζει στον άνθρωπο, έστω και υπό το πρίσμα της φθοράς και του θανάτου.
Αν και οι δύο «φύσεις» του ανθρώπου είναι αποχωρισμένες, και η υλική του πλευρά είναι φανερά εκτός της εξουσίας του, ωστόσο ο άνθρωπος ως νους (με την αριστοτελική σημασία του καθαρού και ποιητικού νου), είναι σε θέση να καθορίζει τον εαυτό του υπό το πρίσμα της επιλογής του τρόπου του Είναι (θυμηθείτε τα λόγια του Νύσσης). Ο άνθωπος δεν μπορεί να θέσει το Είναι του ή, πράγμα που είναι το ίδιο, δεν μπορεί να θέσει το Είναι, αλλά μπορεί να θέσει τον εαυτό του, να αυτοκαθοριστεί, ως βούληση. Ο άνθρωπος μπορεί να επιλέξει πώς θέλει να είναι το ον. Μπορεί δε να επιλέξει διότι υπάρχουν δύο οντολογικές δυνατότητες. Η πρώτη δηλώνει ότι επιλέγει το ον όπως το θέτει ο Θεός, και η δεύτερη δηλώνει ότι επιλέγει να θέσει το ον σε αντίθεση προς το θέλημα του Θεού. Επειδή ο Θεός, ως υπερούσιος, είναι κοινωνία και αγάπη, το να θέλεις τον τρόπο του Θεού, σημαίνει να θέλεις να υπάρχεις αγαπητικά, επιζητώντας δηλαδή την κοινωνία (την ενότητα στη διαφορά, όχι μια αφηρημένη ενότητα). Επειδή, όμως ο άνθρωπος ως κτιστός είναι εκτός Θεού, μπορεί να επιλέξει να είναι χωριστός από τον Θεό ή να επιλέξει να είναι εκτός κοινωνίας. Η κοινωνία δεν μπορεί να επιβληθεί από τον Θεό σε κανέναν, διότι η κοινωνία, όπως και εντός Θεού, στη σχέση των τριών προσώπων είναι θυσιαστική και αλληλοπεριχωρητική πράξη. Επομένως, εν κοινωνία μπορείς να είσαι μόνο εφόσον το επιλέξεις, και όταν το επιλέξεις, εφόσον θυσιαστείς. Η κοινωνία είναι επομένως αποτέλεσμα πράξεως, δεν είναι άμεση, ο άνθρωπος πρέπει να την δημιουργήσει, με άλλα λόγια, πρέπει να τη θέσει ως στόχο.
Βλέπουμε ότι η ελευθερία υπάρχει στον άνθρωπο από την άποψη ότι αυτός είναι νους και κατ’ επέκταση βούληση (η βούληση είναι ο νους ως πρακτικός). Ο άνθρωπος βούλεται, επειδή είναι νους. Το ότι όμως βούλεται, δεν μπορεί να έχει το περιεχόμενο να θέσει τον εαυτό του στο Είναι, αλλά να θέσει το Είναι με έναν από τους δύο δυνατούς τρόπους (κοινωνητικά ή εγωϊστικά). Η κοινωνία συνδέεται με τη θυσία και είναι δύσκολη, ενώ ο εγωϊσμός, η ακοινωνησία είναι ιδιωφελής χρήση του ετέρου όντος. Υπάρχουν αυτές οι δύο δυνατότητες σχετισμού προς το έτερο ον, και ο άνθρωπος είναι σε θέση να επιλέξει, διότι ως νους είναι βούληση (εν αντιθέσει, οι επιθυμίες είναι άμεσες, προσδιορίζονται από τη φύση, π.χ. πείνα, δίψα κλπ.)
Ανήκει, επομένως, στη φύση του δημιουργημένου όντος να υπάρχουν οι αναφερθείσες οντολογικές δυνατότητες, και ως εκ τούτου ο άνθρωπος μπορεί να επιλέξει, και από αυτήν την άποψη μπορεί να αυτοκαθορισθεί. Υπό αυτήν την έννοια ο άνθρωπος είναι υπερούσιος, διότι θέτει έστω και μόνο τον τρόπο του Είναι του. Το ερώτημα τώρα του «ριζικού κακού», μια έκφραση του Καντ, χρειάζεται ειδικότερη ανάλυση. Το ερώτημα πώς έρχεται το κακό στον κόσμο, μπορεί να απαντηθεί μόνο εφόσον καθορισθούν οι οντολογικές του προϋποθέσεις, οι οποίες δεν έχουν νοηθεί στην ιστορία της φιλοσοφίας. Θα επανέλθουμε σε αυτό το θέμα στο προσεχές μέλλον.
Πώς σχετίζονται όλα αυτά με την παρούσα κατάσταση στην Ελλάδα;
Ο αναγνώστης μπορεί να αναρωτιέται εντωμεταξύ, γιατί κάνω ένα τόσο μεγάλο άλμα από ένα ακραιφνώς θεωρητικό θέμα σε ένα εντελώς συγκεκριμένο και επίκαιρο πρόβλημα. Απλούστατα, διότι πιστεύω ότι τόσο το πρόβλημα μας όσο και η λύση του συνάπτονται με το ερώτημα περί ελευθερίας. Χωρίς να προβούμε σε πολυποίκιλλες αναλύσεις και απόψεις σχετικά με τις αιτίες της παρούσας κατάστασης, οι οποίες εν πολλοίς έχουν διατυπωθεί με διάφορους τρόπους και σε διάφορα μέσα (μερικές από τις σημαντικότερες μάλιστα εδώ στο Αντίφωνο), θα ισχυρισθώ απλώς ότι η κρίση που αντιμετωπίζουμε είναι αποτέλεσμα του εγωισμού μας. Μα εκεί εξαντλείται το πρόβλημα; θα αναρωτηθεί κανείς. Όχι βέβαια, η ελληνική κρίση είναι κρίση πολλών επιπέδων (σε καμία περίπτωση απλώς οικονομική, αυτό πλέον το ομολογούν όλοι), αλλά οι άνθρωποι είμαστε ελεύθεροι, όπως αναφέρθηκε, και μπορούμε να πράττουμε είτε κοινωνητικά είτε εγωιστικά. Δεν ισχυρίζομαι βεβαίως ότι μόνον οι Έλληνες είναι εγωιστές· ωστόσο τις τελευταίες δεκαετίες η συμπεριφορά του μέσου Έλληνα (και εν προκειμένω το ζητούμενο είναι ο μέσος όρος, οι γενικές τάσεις) ήταν άκρως εγωιστική υπό την έννοια ότι κυριάρχησε η νοοτροπία του ιδίου οφέλους. Νομίζω ότι όλοι θα συμφωνούσαμε σε αυτό. Βέβαια σε τέτοια θέματα κυριαρχούν οι υποκειμενικές εκτιμήσεις, αλλά δεν νομίζω ότι η παραπάνω κρίση είναι υπερβολική.
Εν πάση περιπτώσει έχουμε να κάνουμε με τάσεις, με καθεστυκείες νοοτροπίες. Το ουσιώδες εν προκειμένω δεν είναι να συνεχίσουμε να αναρωτιόμαστε περί των αιτίων, διότι όσα αίτια και αν αναφέρουμε, δεν εκλείπει η ευθύνη, εφόσον ο άνθρωπος είναι ελεύθερος. Αντιθέτως, όταν αναζητούμε αίτια για να εξηγήσουμε μια συμπεριφορά, κατ’ ουσίαν προσπαθούμε να την δικαιολογήσουμε. Ωστόσο, το ζήτημα είναι να μην αναζητούμε αίτια που υποκίνησαν μια συμπεριφορά, διότι ο άνθρωπος αυτοκαθορίζεται όσον αφορά στον τρόπο της ύπαρξής του. Επειδή μάλιστα, ως συνήθως, είναι δύσκολο να καταλογίσουμε ευθύνη στον εαυτό μας, ας αναλογιστούμε τις αμαρτίες των άλλων, όπως των πολιτικών ανδρών και όσων κυβέρνησαν τη χώρα· αμέσως θα καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι ώφειλαν να πράξουν αλλιώς, και ότι όποιες και αν ήταν οι συνθήκες, δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι εξαναγκάστηκαν να υπερχρεώσουν την πατρίδα μας.
Ας κρατήσουμε λοιπόν καταρχήν το συμπέρασμα ότι η κρίση είναι αποτέλεσμα της ελευθερίας μας, η οποία εκδηλώθηκε ως εγωϊσμός. (Είναι πάντως εξίσου σαφές ότι η ευθύνη βαρύνει άλλους περισσότερο, άλλους λιγότερο και άλλους καθόλου.) Μπορεί η έννοια της ελευθερίας να μας βοηθήσει να ξεπεράσουμε την κρίση; Προσωπικά πιστεύω ότι δεν υπάρχει καμία υπέρβαση της κρίσεως παρά μόνο υπό την έννοια του να καταλάβουμε ότι είμαστε ελεύθεροι. Τι σημαίνει αυτό στο επίπεδο της πολιτικής και κοινωνικής ζωής; Η ελευθερία είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της πολιτείας. Χωρίς πολλές αναλύσεις θα πω το εξής: Πρέπει να αντιμετωπίσουμε το κρίσιμο ερώτημα που αφορά το περιεχόμενο της πολιτείας και της οργανωμένης κοινωνικής ζωής. Η πολιτεία κατά Πλάτωνα πρέπει να υπηρετεί την αρετή, κατά τον Αριστοτέλη την ευδαιμονία, κατά τον Ρουσσώ βασίζεται στη γενική βούληση (κοινωνικό συμβόλαιο), για να αναφέρω μερικές από τις σηματικότερες αντιλήψεις περί πολιτείας. Όλες αυτές, και πολύ περισσότερο αυτή που θα προσθέσω, προϋποθέτουν ότι ο άνθρωπος συγκροτεί την πολιτεία από ελευθερία και χάριν της ελευθερίας. Δεν υπάρχει πολιτεία χωρίς ελευθερία, αλλά όταν αυτή ενεργοποιείται ως εγωϊσμός καταργεί την πολιτική κοινωνία. Όταν αντίθετα διαμορφώνεται ένα κοινό νόημα οι πολιτείες ανθίζουν.
Το πώς θα διαμορφωθεί το νέο ελληνικό νόημα, το οποίο θα δραστηριοποιήσει την ελευθερία μας ως κοινωνητική σχέση, είναι ένα ζήτημα που χρειάζεται βέβαια μεγάλη ανάλυση. Πάντως, άμεσα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι πρέπει να δραστηριοποιήσουμε την ελευθερία μας ως κοινωνία. Πρέπει να υπάρξουμε αγαπητικά. Τα υπόλοιπα είναι τεχνικά ζητήματα, στα οποία πάντοτε μπορεί να βρεθεί λύση. Κι αν ακόμα δεν μπορούν να λυθούν τεχνικά, και πάλι δεν μπορούμε να εμμένουμε στον εγωιστικό τρόπο της ύπαρξης. Ο απόλυτος στόχος της πολιτείας είναι να συνδράμει στη σωτηρία του ανθρώπου, να δημιουργεί δηλαδή συνθήκες που εξυπηρετούν τον αγώνα της σωτηρίας του και των συνανθρώπων του. Αυτή είναι η στοχοθεσία η οποία συμφωνεί με τους οντολογικούς όρους της ανθρώπινης ύπαρξης. Η αναζήτηση λύσης απλώς στο οικονομικό πρόβλημα δεν είναι τίποτε άλλο παρά εμμονή στον εγωιστικό τρόπο της ύπαρξης. Και αυτός είναι και ο λόγος για τον οποιο οι Έλληνες δεν έχουν ακόμα επαναστατήσει. Επιτέλους (!) εκληρώνω την υπόσχεσή μου να απαντήσω σε αυτό το ερώτημα. Οι Έλληνες δεν επαναστατούν (ακόμα…) διότι επιμένουν στον εγωιστικό τρόπο της ύπαρξης, περιμένουν μια λύση εξωτερική, κάποιος άλλος να φροντίσει γι’ αυτούς, και να επιστρέψουν στην προηγούμενη ακοινωνησία. Ωστόσο, η κοσμοιστορία είναι κοσμοδικαστήριο. Αυτή τη στιγμή δικαζόμεθα (κρινόμεθα - κρίση). Αν μεταμεληθούμε και επιλέξουμε να κοινωνήσουμε, όχι μόνο θα ξεφύγουμε από τους εξωτερικούς καταναγκασμούς, αλλά ακόμα, και το σπουδαιότερο, θα μάθουμε να είμασθε κατά Θεόν ελεύθεροι.
Γι’ αυτό λοιπόν, ευτυχώς επτωχεύσαμε. Δόξα τω Θεώ!
πηγή: antifono.gr
Αγαπητέ Παύλο
δεν μπορώ να διαφωνήσω σε τίποτα από αυτό το όμορφο κείμενο περί ελευθερίας! Είμαι, συνεπώς, αναγκασμένος (=”μη ελεύθερος” αφού δεν μπορώ να αυτοκαθορίσω το δικό μου σχόλιο) να σημειώσω τα εξής:
1) Αν είναι ελευθερία να λες “ναι” ή “όχι” στην κοινωνία τότε είσαι ελεύθερος και όταν λες “όχι”. Σωστά;
2) Όταν λες “όχι” στην κοινωνία, όπως σωστά έδειξες, δεν μπορεί να είναι “τόσο” και “έτσι” ελεύθερος όπως όταν λες “ναι” στην κοινωνία. Η κοινωνία δηλ. μας δίνει άλλης ποιότητας ελευθερία κι όχι απλώς άλλης ποσότητας.
3)Αν και αυτός ο συλλογισμός είναι σωστός, πρέπει να ομολογήσουμε ότι ο σημερινός Έλληνας “ναι” μεν δεν είναι “έτσι” ελεύθερος όπως θα ταίριαζε σε εικόνα Θεού, αλλά είναι – ο κερατάς – “αλλιώς” ελεύθερος αφού μπορεί να λέει “όχι” στην καλοπέραση του Θεού για χάρη της “καλοπέρασης” του καταναλωτή!!!
Άρα έχουμε ακόμα ένα άκρως σημαντικό συμπέρασμα: Το ζητούμενο δεν είναι απλώς η ελευθερία. Είναι η ελευθερία εν Χριστώ! Δηλαδή η ελευθερία μαζί με την αγάπη και την ομορφιά! Γιατί, επίσης, “Θεός εστί ό,τι καλό” και δεν πρέπει στο…τριλεκτικό σχήμα Αγάπη- Ελευθερία- Κάλλος να αποπέμπουμε το Κάλλος! Πολύ σωστά λες ότι πρέπει να αγαπάς για να θυσιάζεσαι αλλά πρέπει να είσαι και όμορφος για να θυσιάζεσαι δημιουργώντας και να δημιουργείς θυσιαζόμενος. Ο σημερινός Έλληνας είναι ελεύθερος σαν τον διάβολο, διαβάλοντας.
Δεν είναι είναι ελεύθερος σαν θεός, δημιουργώντας με παραφορά ερωτικής αγαθότητας!!!
Ευχαριστώ για την εξαιρετική οντολογική ανάλυση. Εύγε κ. Π.Κ.
Θα πρόσθετα όμως με αφορμή την απόπειρα συγκεκριμενοποίησης στα καθ’ ημάς, ότι η ιστορική κοινωνία δεν μπορεί ποτέ να στηρίζεται στην αγάπη και τη φιλία. Το μέγιστο όπου μπορεί να στηρίζεται είναι η [b]Δικαιοσύνη[/b]! Στον Νόμο. -Τον εφαρμοζόμενο βέβαια και όχι τον μη εφαρμοζόμενο (η μη εφαρμογή είναι “ελευθερία”, αλλά για ποιον;). Μακάρι βέβαια ο Νόμος να εφαρμόζεται με Διάκριση και Ευσπλαχνία – πράγμα που θα μαρτυρούσε ότι οι αυτεξούσιοι μέτοχοι της ελευθερίας μετέχουν κατά τι και του αγαπητικού πνεύματος.
Και κάτι ακόμα: η ατομική ελευθερία μας (η ιδιωτική, η οικονομική, η πολιτική) είναι “μόριο” της κεκτημένης συλλογικής ελευθερίας έναντι του συλλογικού “άλλου” – εν προκειμένω της [b]εθνικής ελευθερίας[/b]. Και δεδομένου ότι “ελευθερία=αυτοκαθορισμός” άρα εθνική ελευθερία = εθνικός αυτοκαθορισμός. Ακόμα και σε συνθήκες “παγκοσμιοποίησης”!
Η μετάβαση από την οντολογία στην κοινωνική και πολιτική ανάλυση είναι θεμιτή, αλλά μεσολαβούν διάφορα επίπεδα που δεν μπορούμε να τα παρακάμψουμε, χωρίς να υποπέσουμε σε επικίνδυνες απλουστεύσεις.
Φίλτατε μου Γιώργο, χαίρε
Έχεις απόλυτο δίκιο! Ανοίγεις ένα πολύ σημαντικό θέμα, ότι δηλαδή η ελευθερία σημαίνει ότι ο άνθρωπος μπορεί να κάνει αρνητική χρήση του κόσμου (η πρωταρχική μάλιστα πρόθεση, στην προπτωτική κατάσταση, ήταν η εγωιστική χρήση της ίδιας της παρουσίας του Θεού, δηλαδή του ξύλου της ζωής).
Ο άνθρωπος όντως πράττει ελεύθερα όταν συμπεριφέρεται εγωιστικά, αποκλείοντας δηλαδή την κοινωνία. Όπως τόνισες όμως, η εν Χριστώ ελευθερία είναι άλλης ποιότητας, είναι η κατ’ εξοχήν ελευθερία, και η κατ’ εξοχήν ευδαιμονία. Αυτά διδάσκει ο βίος των Αγίων.
Ο άνθρωπος έχει λοιπόν όντως την δυνατότητα να επιλέγει την αρνητική χρήση του όντος και την εξ αυτής προερχόμενη ευχαρίστηση (διότι η αμαρτία είναι γλυκιά!). Ωστόσο η αμαρτία συνοδεύεται από τη συνείδηση της αποτυχίας, όπως φαίνεται από το ότι τα πάθη, όπως λέει και ο Καντ, έρχονται και όταν φεύγουν αφήνουν ένα ακόμα μεγαλύτερο κενό. Παρόλα αυτά, ακόμα και η παντοδυναμία του Θεού σταματά εμπρός στην ανθρώπινη ελευθερία (και σε εκείνη των νοερών ουσιών). Ο Θεός επιτρέπει στον εαυτό του, ως κυρίου του όντος, να μην μπορεί να επηρεάσει την ανθρώπινη ελευθερία (πραγματική παντοδυναμία είναι να θέτεις όρια στον εαυτό σου, όχι να είσαι απεριόριστος, ανεξέλεγκτος. Έτσι και στον άνθρωπο, πραγματική δύναμη είναι η εγκράτεια!)
Το ζητούμενο είναι λοιπόν η ελευθερία εν Χριστώ, όπως είπες. Η ελευθερία αυτή είναι η ελευθερία που ελευθερώνει, η εγωιστική ελευθερία είναι εκείνη που σκλαβώνει, όπως φαίνεται στα πάθη. Δεν μπορείς να πείσεις ούτε να πιέσεις κανέναν να είναι ενάρετος. Η αρετή προκύπτει, όπως δίδαξε ο Αριστοτέλης, με το να την πράττουμε! (ακούγεται βέβαια παράδοξο, αλλά δεν ξεκινάς ποτέ ενάρετος, καταλήγεις εκεί). Βέβαια, μετά Χριστόν, όταν πράττουμε την αρετή μπορούμε να ελπίζουμε στο ότι αυτή θα συνοδεύεται από την Χάρη.
Τελειώνω, υπογραμμίζοντας απλά την έκφραση σου: “Ο σημερινός Έλληνας είναι ελεύθερος σαν τον διάβολο, διαβάλλοντας. Δεν είναι ελεύθερος σαν θεός, δημιουργώντας με παραφορά ερωτικής αγαθότητας!!!”
σε ευχαριστώ
Αγαπητέ κύριε Θ.Ι.Ζ.,
σας ευχαριστώ για το σχόλιο και τα καλά σας λόγια.
Ανοίγετε ένα πολύ σημαντικό θέμα. Συμφωνώ απόλυτα μαζί σας ότι η Δικαιοσύνη είναι πυλώνας της πολιτείας. Επίσης στην εξαιρετική παρατήρησή σας ότι ο Νόμος πρέπει να εφαρμόζεται με Διάκριση και Ευσπλαχνία. Αυτό το θέμα πρέπει οπωσδήποτε να αναπτυχθεί, και θα προσπαθήσω να επανέλθω επ’ αυτού σύντομα.
Στο ανά χείρας (επί της οθόνης) κείμενο, θέλησα απλά να τονίσω ότι η κοινωνία (κάθε κοινωνία) είναι ούτως ή άλλως έκφραση ελευθερίας (βιολογικές ψυχολογικές και οικονομικές αφετηρίες υπάρχουν βέβαια, αλλά είναι κατά την άποψή μου δευτερεύουσες). Η εν τη πολιτεία ελευθερία δεν μπορεί να αποκλείει τη Δικαιοσύνη, αλλά όπως τόνισε και ο Πλάτων στους [i]Νόμους[/i], καλό είναι να απορρέει από τη φιλία. Ακόμα καλύτερα θα είναι, αν απορρέει από θυσιαστική και αγαπητική διάθεση (θυσία εδώ όχι υπό την έννοια μιας αφηρημένης απώλειας της ατομικότητάς μας, αλλά επανίδρυσής της μέσα από τη σχέση με το άλλο πρόσωπο).
Έχετε δίκιο που αναφέρετε το ζήτημα της εθνικής ελευθερίας. Αυτό ανοίγει πάλι ένα ακόμα σημαντικό θέμα, το ότι το έθνος βρίσκεται μέσα στο πλαίσιο της ιστορίας και πρέπει να συζητηθεί ιδιαιτέρως.
Έχετε δίκιο επομένως ότι: “Η μετάβαση από την οντολογία στην κοινωνική και πολιτική ανάλυση είναι θεμιτή, αλλά μεσολαβούν διάφορα επίπεδα που δεν μπορούμε να τα παρακάμψουμε, χωρίς να υποπέσουμε σε επικίνδυνες απλουστεύσεις”. θα επιχειρήσω να επανακάμψω σε κάποια από αυτά τα θέματα σύντομα.
Εξαιρετικό κείμενο, συγχαρητήρια!
Σπεύδω να ομολογήσω πως η παρατήρηση «Δόξα τω Θεώ, ευτυχώς επτωχεύσαμε!» με βρίσκει απολύτως σύμφωνο, καθώς όλο και περισσότεροι συμπολίτες μας αναγνωρίζουν πως αυτή η κρίση μόνο οικονομική δεν είναι. Ίσως βέβαια μιλώ από την πλεονεκτική θέση του ανθρώπου που δε πεινάει… Ωστόσο όπως αναφέρεις αγαπητέ Παύλο η κρίση είναι Κρίση καθολική του βίου μας, Κρίση οντολογική. Κρίση που ίσως συμπτωματικά(;) λαμβάνει χώρα την τρέχουσα χρονική περίοδο τόσο εμφαντικά στη χώρα μας, αφού αφορά (και) στην συνολική κατεύθυνση που έχει επιλέξει ο σύγχρονος άνθρωπος για την αυτοπραγμάτωση του, η οποία βρίσκεται σαφώς στον αντίποδα της Τριαδικής αγαπητικής κοινωνίας.
Ίσως ανοίγω ένα άλλο μεγάλο κεφάλαιο αυτή τη στιγμή, αλλά με αφορμή το κείμενο θα ήθελα να κάνω μια παρατήρηση, η οποία τελευταία αποτελεί πυρήνα έντονου προβληματισμού του γράφοντος. Από τα λίγα διαβάσματά μου μέχρι τώρα, αντιλαμβάνομαι πως το ιδανικό της Τριαδικής κοινωνίας μπορεί να υποστασιοποιηθεί στον κτιστό κόσμο μόνο μέσα στην Κοινότητα. Στην κοινοτική δηλαδή οργάνωση για την οποία πρωτεύουσας, υπαρκτικής σημασίας ζήτημα είναι η Σχέση με το έτερον ον και όχι η υποταγή σε χρησιμοθηρικές σκοπιμότητες (που απλά αποφασίζουμε να συνυπάρχουμε ως «κοινωνία» για να αλληλοεξυπηρετούμαστε). Σημειώνω πως δεν αντιλαμβάνομαι την κοινότητα ως μια pura συλλογική οντότητα. Φυσικά και εντός των συλλογικών υποκειμένων που καλούνται κοινότητες εξυπηρετείται η καθημερινή χρεία, δεδομένου ότι συγκροτείται από τις ατομικές εκείνες μονάδες που υπόκεινται στους περιορισμούς / πάθη της κτιστής τους φύσης. Ωστόσο δεν είναι αυτό το καίριο γεγονός, αλλά η απόφαση πως για τη ζωή μας, η συν-ύπαρξη μας, η επι-κοινωνία μας, το σχετίζεσθαι με μια λέξη στο εδώ και τώρα, είναι πολύ πιο σημαντικό από οτιδήποτε άλλο.
Για να μην μακρυγορώ, το βασικό ερώτημα είναι πώς (και αν) μπορεί να ενσαρκωθεί ξανά η Κοινότητα. Όχι μόνο στα πλαίσια της σφαίρας επιρροής του καθενός μας. Το να φτιάξεις τον μικρό προσωπικό σου παράδεισο είναι σχετικά (πιο) εύκολο. Γνωρίζω άλλωστε εκπληκτικά παραδείγματα τέτοιων μικρών κοινοτήτων, που αποτελούν πραγματική όαση εν ερήμω (βλ. Α.Ψ.Κ). και ίσως ο καθένας έχει να καταθέσει τις αντίστοιχες δικές του εμπειρίες επ’αυτού. Πώς όμως μπορεί να πραγματοποιηθεί κάτι αντίστοιχο σε ευρύτερη κλιμακα, π.χ. εντός ενός σύγχρονου αστικού κέντρου. Πώς μετατρέπεται η σύγχρονη κοινωνία, που ζει και αναπαράγεται με τον Μύθο της Τεχνολογικής αυτοπραγμάτωσης, υποτάσσοντας τις ανθρώπινες σχέσεις σε απρόσωπα συστήματα, ξανά σε Κοινωνία σχέσεων ή αν θέλετε σε Κοινότητα; Πως ο εξελικτικός μύθος δια μέσου της Τεχνικής μπορεί να αντικατασταθεί από την πίστη στην αξία των αδιαμεσολάβητων προσωπικών σχέσεων, στη χαρά της αγαπητικής συνύπαρξης; Πως εν τέλει η «κλειστότητα» του γραμμικού χρόνου, που θεσμίζει φαντασιακά την ατομικότητα / συλλογικότητά μας, μπορεί να σπάσει και να (ξανα)λάβει σχήμα κυκλικό;
Αναπολούμε κάτι περασμένο; Κάτι ουτοπικό; Καταφεύγουμε μήπως σε νοητικά σχήματα προκειμένου να γλυτώσουμε από τη καθημερινή κοινωνική σχιζοφρένεια; Κάνουμε λόγο για την ανάγκη μιας «κοινοτικής» επανάστασης, αλλά πραγματικά (μου) μοιάζει ουτοπικό να ελπίζεις πως αυτή μπορεί να πραγματοποιηθεί σε ευρεία κλίμακα. Ίσως άλλωστε η κοινότητα μπορεί εξ ορισμού να υπάρξει μόνο εντός περιορισμένου τόπου και χρόνου… Όπως προείπα μάλλον απαλυνόμαστε από το δυσβάστακτον του εγχειρήματος, καταφεύγοντας σε κάτι μικρότερο (ενδεχομένως όχι λιγότερο ουσιαστικό), όπως το μικρό δίκτυο προσωπικών μας σχέσεων…
Με αυτές τις σκέψεις κατά νου, ευχαριστώ τους αρθρογράφους και τους υπόλοιπους δημιουργούς αυτού του φόρουμ, που μας δίνει την ευκαιρία να κοινωνούμε τις βαθύτερες ανάγκες και προβληματισμούς μας.
Υ.Γ. με αφορμή το σημερινό ραδιοφωνικό αφιέρωμα στο Ν.Γκάτσο, ο ποιητής προειδοποιεί:
[i]..έχε τα μάτια σου ανοιχτά βράδυ πρωί
γιατί μπροστά σου πάντα απλώνεται ένα δίχτυ
αν κάποτε στα βρόχια του πιαστείς
κανείς δεν θα μπορέσει να σε βγάλει
μονάχος βρες την άκρη της κλωστής
κι αν είσαι τυχερός ξεκινά πάλι…
[/i]
Φίλτατε Αλέξιε Αντωνόπουλε,
η παρατήρησή σου με έχει αφήσει αποσβολωμένο από το επίπεδο της ωριμότητας που αποπνέει. Συγχώρεσέ με για αυτόν το προσωπικό τόνο, αλλά συγκινούμαι βαθύτατα, όταν διαπιστώνω ότι ο ελληνικός λαός δεν εξαντλείται στις συνήθεις γελοιότητες της καθημερινότητας.
Αλλά, ας έρθουμε στις παρατηρήσεις σου. “… αντιλαμβάνομαι πως το ιδανικό της Τριαδικής κοινωνίας μπορεί να υποστασιοποιηθεί στον κτιστό κόσμο μόνο μέσα στην Κοινότητα. …για την οποία πρωτεύουσας, υπαρκτικής σημασίας ζήτημα είναι η Σχέση με το έτερον ον και όχι η υποταγή σε χρησιμοθηρικές σκοπιμότητες.” Παρότι δεν χρειάζεται να παραβλέψουμε ότι η κοινωνία πρέπει να εξυπηρετεί και το σύστημα αναγκών, όπως το ονομάζεις “την καθημερινή χρεία”, συμφωνώ ότι αυτό δεν είναι το ουσιώδες. Όταν καθίσταται ουσιώδες, και τότε μιλάμε για χρησιμοθηρία, η κοινωνία υποτάσσεται στην ιδιωφέλεια, και οι συνέπειες είναι γνωστές. Τί να πώ;, τα λές όλα: “Ωστόσο δεν είναι αυτό το καίριο γεγονός, αλλά η απόφαση πως για τη ζωή μας, η συν-ύπαρξη μας, η επι-κοινωνία μας, το σχετίζεσθαι με μια λέξη στο εδώ και τώρα, είναι πολύ πιο σημαντικό από οτιδήποτε άλλο.”
Πάμε τώρα στο επόμενο: “το βασικό ερώτημα είναι πώς (και αν) μπορεί να ενσαρκωθεί ξανά η Κοινότητα”. Έχεις απόλυτο δίκιο. Η πολιτεία ως μορφή κοινωνίας συνιστά για τον άνθρωπο μια δυνατότητα να υπερβεί την εξατομικευμένη, μεταπτωτική, του ύπαρξη. Η ανασυγκρότηση της κοινωνίας δεν μπορεί να λάβει χώρα δια της βίας, επιβαλλόμενη δηλαδή από εξωτερικές δυνάμεις οποιουδήποτε τύπου. Προϋποθέτει τη συνείδηση της ανάγκης της, και επομένως τη διάθεση να την πραγματοποιήσουμε. Η κρίση μπορεί να φέρει στο φως αυτήν την ανάγκη και την συνακόλουθη συνείδηση. Όσο πιο βαθιά καταστεί η κρίση τόσο πιο πιθανό καθίσταται να προκύψει η εν λόγω συνείδηση.
Ας επιστρέψουμε στο ερώτημα σου, όπως το συγκεκριμενοποιείς: “Πώς μπορεί να πραγματοποιηθεί κάτι αντίστοιχο σε ευρύτερη κλιμακα, π.χ. εντός ενός σύγχρονου αστικού κέντρου. Πώς μετατρέπεται η σύγχρονη κοινωνία, που ζει και αναπαράγεται με τον Μύθο της Τεχνολογικής αυτοπραγμάτωσης, υποτάσσοντας τις ανθρώπινες σχέσεις σε απρόσωπα συστήματα, ξανά σε Κοινωνία σχέσεων ή αν θέλετε σε Κοινότητα;” Επ’ αυτού θέλω καταρχήν να σχολιάσω το εξής: Όπως ανέφερα και πριν η λόγω πραγματοποίηση δεν μπορεί να έχει κανένα νόημα ως βίαιη πράξη, ως επιβολή. Προϋποθέτει μια συνείδηση, μια επίγνωση, την οποία πρέπει εμείς κοινωνώντας να την αναπτύξουμε, να την επεκτείνουμε και να την μεταδώσουμε. Το δεύτερο είναι το εξής: Στο βαθμό που η πραγματοποίηση της κοινωνίας πρέπει, εφόσον το επιθυμούμε να λάβει τη μορφή μιας ευρύτερης πολιτείας, μιας πολιτειακά οργανωμένης κοινωνίας, τότε πρέπει βεβαίως να αναπτυχθούν οι αντίστοιχοι θεσμοί. Σκοπεύω σύντομα να κάνω κάποιες πολύ συγκεκριμένες προτάσεις επ’ αυτού, οι οποίες θέλω να ελπίζω ότι εκπηγάζουν μέσα από την ιδιαιτερότητα της καταστάσεως που βιώνουμε. σε παρακαλώ, τότε να συζητήσουμε ξανά επί του συγκεκριμένου θεσμικού πλαισίου.
Όσον αφορά τώρα το τελευταίο: “Αναπολούμε κάτι περασμένο; Κάτι ουτοπικό; Καταφεύγουμε μήπως σε νοητικά σχήματα προκειμένου να γλυτώσουμε από τη καθημερινή κοινωνική σχιζοφρένεια; Κάνουμε λόγο για την ανάγκη μιας «κοινοτικής» επανάστασης, αλλά πραγματικά (μου) μοιάζει ουτοπικό να ελπίζεις πως αυτή μπορεί να πραγματοποιηθεί σε ευρεία κλίμακα.” Ίσως ένας “αχρείος δούλος”, όπως εγώ δεν πρέπει να λέει μεγάλα λόγια, αλλά: Αν το θελήσουμε, θα το θελήσει και ο Θεός, γιατί αυτός είναι ο τρόπος του Είναι.
Σε ευχαριστώ, και αδημονώ να επι-κοινωνήσουμε και πάλι.
Σε προσωπικό τόνο επίσης θα ήθελα προκαταβολικά να σε ευχαριστήσω για τα θετικά σχόλια και το θάρρος που μου δίνεις για περαιτέρω επι-κοινωνία…
Όσον αφορά το ουσιαστικό περιεχόμενο της απάντησης σε ευχαριστώ κ πάλι που με «βάζεις» στη θέση μου. Η δια βίας επιβολή φυσικά και δεν έχει νόημα. Η ανάγκη αλλαγής πρέπει να γίνει κοινωνική συνείδηση. Να γίνει αυθόρμητα και όχι να επιβληθεί άνωθεν από κάποιους χρισμένους –από ποιους άραγε;- «επαΐοντες»… Να γίνει αυτοβούλως, ελευθέρως (για να έρθω και στον πυρήνα της σκέψης σου) και όχι στανικά. Αυτό δεν είναι άλλωστε και το βαθύτερο οντολογικό νοήμα της Ορθόδοξης παράδοσής μας;
Τα όσα ελέχθησαν πηγάζουν άπλα και μόνο από την αγανάκτηση για την υπάρχουσα κατάσταση και την ανάγκη (αδίρητη όπως την βιώνει ένας νέος άνθρωπος και ελπίζω πολλοί ακόμα) να πάμε ένα βήμα παρακάτω… ή μάλλον για να το διατυπώσω καλύτερα ένα βήμα «πίσω»… ένα βήμα «έξω» από την καθεστηκυία νοο-τροπία… Σ’έναν κυκλικό τρόπο αντίληψης της ύπαρξης, σε έναν κοινοτικό τρόπο οργάνωσης της ζωής…
Αδημονώ για την περαιτέρω ανάπτυξη του θέματος. Μέχρι τότε μάλλον θα βρίσκουμε παρηγοριά σε κείμενα σαν και το παρόν και θα προσπαθούμε να αλλάξουμε έστω τις «μικρές σφαίρες επιρροής» μας…
Αγαπητέ κ. Βαρελίδη,
σας ευχαριστώ για το ενδιαφέρον σχόλιό σας.
Όπως καταλαβαίνετε, δεν μπορώ να ταυτιστώ με τις σεβαστές απόψεις σας, αλλά τις λαμβάνω υπ’ όψιν μου.
Θέλω μόνο να αναφέρω ότι ένας επιδιωκόμενος κοινοτισμός πρέπει να λάβει μια συγκεκριμένη μορφή που θα μας εκφράζει, αλλά και να συνοδεύεται από κάποιο θεσμικό πλαίσιο. Εγώ προσωπικά δεν τον αντιλαμβάνομαι ανεξάρτητα από κάποιας μορφής κρατική οργάνωση. Ίσως ο κ. Αντωνόπουλος να τον βλέπει κάπως διαφορετικά. Εγώ τόνισα στο υπό σχολιασμό άρθρο ότι κάθε μορφή κοινωνικής οργάνωσης είναι αποτέλεσμα ελευθερίας. Αλλά εκείνη η δραστηριοποίηση της ελευθερίας μας, η οποία αντανακλά το πρότυπο του όντος, τον υπερούσιο Θεό, μπορεί να ελευθερώσει και εμάς.
Όσον αφορά στις υπόλοιπες φιλοσοφικές αφετηρίες της σκέψης σας δεν μπορώ να συμφωνήσω, αλλά δεν θέλω έτσι άμεσα να αρχίσω μια ανώφελη κριτική, διότι δεν τις γνωρίζω εγγύτερα. Ίσως αν μας εξηγούσατε κάποιες από αυτές εγγύτερα, θα μπορούσαμε να συζητήσουμε παραγωγικότερα. Δεν μπορώ π.χ. εύκολα να αντιληφθώ τί μπορεί να σημαίνει η έκφραση “Ο Άνθρωπος είναι Συνδημιουργός του Κόσμου, γεννιέται Άγιος Μακάριος και Αγαθός…” Πρέπει ίσως να εξηγηθείτε αναλυτικότερα.
Επιτρέψτε μου λοιπόν να μην σχολιάσω περαιτέρω, ώστε να μην σας αδικήσω κιόλας.
σας ευχαριστώ πάντως και αναμένω την κάπως πιο συγκεκριμένη κριτική σας.
Η φύση-ο υλικός κόσμος- ανήκει στο θεό και χρειάζεται την θεία χάρη από τους ανθρώπους, για να μην καταστραφεί.
Ο άνθρωπος, που λόγο ελευθερίας απομακρύνεται από τον θεό, πρέπει να απομακρύνεται και από ότι έφτιαξε ο θεός, συμπεριλαμβανομένων και των συνανθρώπων του.
Ωστόσο, ο εγωιστής άνθρωπος θέλει όλον τον υλικό κόσμο σκλάβο του, και οι συνανθρώποι του να τον υπηρετούν. Η ύλη υποφέρει(π.χ. σεισμοί), τα ζώα υποφέρουν(π.χ. επιτίθενται στους ανθρώπους) και οι άλλοι άνθρωποι υποφέρουν(π.χ. επαναστατούν).
Ο εγωιστής είναι ΠΟΝΗΡΟΣ, αρνείται το θεό, αλλά τον κλέβει.
Θα είχε ενδιαφέρων αν αντί για φιλοσοφικά, γράφαμε πρακτικά πως ξέφυγε ο σημερινός έλληνας από το θεό και πως υποφέρει για αυτό, π.χ. οι ουκρανέζες(λαθρομετανάστριες-χριστιανές) έφυγαν από το Τσερνομπίλ, οι έλληνες τις έβαλαν στα μπαρ, από την εκμετάλλευση τους αναπτύχθηκε το οργανωμένο έγκλημα , τώρα υποφέρουν από την εγκληματικότητα και την λαθρομετανάστευση.
Μερικές ουκρανέζες «εργαζόταν» παρόλο που είχαν καρκίνο, φορούσαν περούκες. Η εκμετάλλευση θεωρείτε φιλανθρωπία.
Χαίρομαι για το εμπνευσμένο κείμενό σας και τις συμμετοχές των φίλων!!! Ομως θέλω να σας ρωτήσω, αφού πρώτα πω ότι ο Ανθρωπος είναι το πιο τυχερό ον στη φύση που ο Θεός εδημιούργησε, πώς έγινε ο Διάβολος; (γνωρίζω την θεολογική άποψη).Πάντως θέλω οπωσδήποτε να προσθέσω, ότι το Αντίφωνο με τις Αντιφωνήσεις του θα μείνει στην Ιστορία, γιατί πράγματι κάτι καινούργιο ξεκινά στον Κόσμο που αλλάζει, όπως άλλαξε ο άξονας της Γης και εύχομαι να γίνει αυτήν τη φορά αναίμακτα!!! Με συγκίνηση και ειλικρινή φιλία προς όλους σας!!!
Αγαπητέ Dimitris D,
σας ευχαριστώ για τις παρατηρήσεις σας οι οποίες με βρίσκουν όλες σύμφωνο. Το πονηρόν είναι εκ του Πονηρού, και έχει ακριβώς το νόημα που είπατε, να εκμεταλλεύεται δηλαδή, κανείς τη δημιουργία του Θεού ιδιωφελώς.
Τώρα όσον αφορά τα πρακτικά παραδείγματα για το οποία κάνετε λόγο, βεβαίως και πρέπει να αναφερθούν και αυτά με πιο συγκεκριμένο τρόπο, διότι η αμαρτία στην Ελλάδα έλαβε συγκεκριμένες μορφές. Ειδικά το θέμα με την εκπόρνευση των γυναικών από τις ανατολικές χώρες ήταν πολύ χαρακτηριστικό και η σχετική παρατήρησή σας συγκλονιστική.
Βέβαια εγώ εν προκειμένω προσπάθησα να κάνω λόγο περί της γενικής έννοιας της ελευθερίας, γιατί με ενδιαφέρει να καταδείξω ότι η αληθής κοινωνία βασίζεται στην ελευθερία, και ότι πρέπει να καταστούμε κατά Θεόν ελεύθεροι. Οπότε ασχολήθηκα με το ζήτημα πολύ θεωρητικά.
Σας ευχαριστώ πάντως για το σχόλιό σας
Αγαπητέ Dimitris D, μια απάντηση στο σχόλιο σας βρίσκεται παρακάτω στη σελίδα
Αγαπητή κ. Χρυσηίς Θεοδόση, σας ευχαριστώ για το σχόλιό σας.
Η άποψη σας για το Αντίφωνο με βρίσκει απολύτως σύμφωνο.
Το πώς ο Διάβολος κατέστη από Εωσφόρος διάβολος χρειάζεται, όπως καταλαβαίνετε αρκετή ανάλυση. Προσωπικά, θα ήθελα κάποια στιγμή να καταθέσω την άποψή σε αυτό το ζήτημα. Προκειμένου, όμως να γίνει κατανοητή, πρέπει να προηγηθούν κάποιες περαιτέρω αναλύσεις σχετικά με τη φύση του δημιουργημένου όντος, το οποίο είναι, όπως νομίζω τριπλό, αποτελούμενο από νοερές ουσίες, φύση (ύλη) και τον άνθρωπο (ως ενότητα του νοερού και υλικού στοιχείου).
Περαιτέρω, και αυτό είναι νομίζω πολύ κρίσιμο, τόσο από θεολογική όσο και φιλοσοφική άποψη πρέπει να καταστεί οντολογικά σαφές ότι και πώς ήταν η λεγόμενη προπτωτική κατάσταση, διότι μόνο με βάση αυτήν μπορούμε να καταλάβουμε, όπως νομίζω, τι επιδιώκοντας ο Εωσφόρος κατέστη διάβολος. Η προπτωτική κατάσταση δεν έχει θεματοποιηθεί φιλοσοφικά μέχρι σήμερα. Ο λόγος για τον οποίο επιμένω στην εννοιολογική διάκριση κτιστού-ακτίσου, αλλά και στην κατάδειξη του Θεού ως υπερουσίου, είναι ότι μόνο με αυτές τις προϋποθέσεις μπορούμε να καταλάβουμε σε τί συνίσταται η προπτωτιική κατάσταση, ότι αυτή ήταν πραγματική και όχι απλώς σύμβολο, αλλά και ότι επομένως διατελούμε σε μεταπτωτική κατάσταση. Με αυτούς τους όρους στη συνέχεια μπορούμε να αρχίσουμε να μιλάμε, εννοιολογώντας,σχετικά με το σωτηριολογικό έργο του Χριστού.
Είναι λοιπόν αρκετές οι προϋποθέσεις που πρέπει να συζητηθούν, και εγώ προσωπικά δεσμεύομαι σταδιακά να εκφρασθώ σε αυτά τα ζητήματα. Ελπίζω τότε να βρείτε και κάτι ενδιαφέρον σε αυτά.
Πάντως, όπως και εσείς ελπίζω ότι ” πράγματι κάτι καινούργιο ξεκινά στον Κόσμο που αλλάζει”, και διατελώ εξίσου με “συγκίνηση και ειλικρινή φιλία”.
Σας ευχαριστώ και σας εύχομαι να νιώθετε πάντα δύναμη! Και στα ”κακώς κείμενα” να νιώθετε υπομονή!!!
Φίλε Παύλε Κλιματσάκη,
πρώτο ένα ερώτημα: Είναι η ελευθερία προϋπόθεση της κοινωνίας ή η κοινωνία προϋπόθεση της ελευθερίας; Μήπως μόνο στη δεύτερη περίπτωση είναι δυνατόν να γίνει λόγος για πολιτική ελευθερία;
Δεύτερο, αν και οντολογικώς δεν συμφωνώ με την εξίσωση της ελευθερίας με τον “αυτοκαθορισμό”,
(ακριβώς επειδή ο Θεός “καθίσταται έτερος εαυτού” όταν δημιουργεί το είναι, που σημαίνει ότι από τον “αυτοκαθορισμό” τέτοιου είδους απουσιάζει το λογικό “αυτό” του πρώτου συνθετικού της λέξης, και μάλιστα επειδή ή καθορισμός θα είναι ή ελευθερία, μιας και η ελευθερία του Θεού κείται πολύ πέραν κάθε λογικού καθ-ορισμού, προ-ορισμού ή απλώς ορισμού και κάθε εν γένει κυρίως ορίου ως όντος ανάρχου και απερινοήτου),
υποψιαζόμενος εν τούτοις το εικονολατρικό αγαθό να μιλά κανείς για το Θεό χωρίς να τον κατέχει ως γνώση πλάθοντας όμως πιστές με τα λόγια εικόνες και μεταφορές,
και επειδή το αγαθό αυτό της μη κυριολεκτικής, ορθής όμως, λειτουργίας της γλώσσας ως κοινωνίας και της δυνατότητος του ανθρώπινου λόγου ως ορθής τομής στην αλήθεια μπορεί να φιλοτεχνήσει μια περίπου σωστή ή και σωστότερη περί ανθρώπινης ελευθερίας “παραβολή” , σαν αυτή που εσείς παρουσιάζετε κρίνοντας περί της “ελληνικής κρίσης”,
γι’ αυτά, ανταποκρινόμενος στο αίτημα για πολιτική ελευθερία και πολιτειακή – θεσμική έκφρασή της, το οποίο σωστά βλέπετε να αναφύεται και προσωπικά συμμερίζομαι, προχείρως και ατέχνως θα παρουσιάσω πώς μου φαίνεται ότι θα μπορούσε να λάβει σάρκα και οστά σήμερα ένα “πολίτευμα ελευθερίας”, το οποίο κατά τη γνώμη μου θα ανασύσταινε την Κοινότητα που οραματίζεται ο καίριος Αλέξιος Αντωνόπουλος.
(Ζητώ προκαταβολικά τη συμπάθειά σας για το μακροσκελές και το πρόχειρον του σχολίου μου ) .
“Πολίτευμα ελευθερίας σήμερα, περίπου σημαίνει:
– Να οργανωθούμε διοικητικά σε 110 νομούς των 100.000 κατοίκων, οι οποίοι θα αναλάβουν πλήρως την είσπραξη και τη διαχείριση της φορολογίας των πολιτών που ανήκουν στη δικαιοδοσία τους, όπως και τη συνολική δημόσια δαπάνη που τους αναλογεί, σε όλους τους τομείς, της παιδείας, της υγείας, της ασφάλειας, των δημοσίων αγαθών, των δημοσίων έργων κ.τ.ο. για τα διοικητικά τους όρια.
– Οι νομοί αυτοί θα συγκροτήσουν με συνέλευση (περί τις 70.000 πολιτών ανά 100.000 κατοίκων, ο αριθμός μπορεί να μειωθεί αυξάνοντας το ηλικιακό όριο από τα 18 στα 21) τα τοπικά τους «κοινά», θα ψηφίζουν τον ετήσιο προϋπολογισμό τους, θα εκλέγουν τους τοπικούς χωριστά για κάθε υπούργημα άρχοντες, θα εκλέγουν το τοπικό νομαρχιακό συμβούλιο, που θα παρακολουθεί την εφαρμογή των αποφάσεων της γενικής συνέλευσης, και θα αποστέλλουν 3 αντιπροσώπους στο εθνικό κοινοβούλιο ανά πάσα στιγμή ανακλητούς από τη συνέλευση του νομού. ( Η συνέλευση διαδικαστικά λειτουργεί περίπου όπως ένα κομματικό ή ένα πολυμετοχικής εταιρίας συνέδριο). Το «Κοινό» αποτελεί το ανώτερο όργανο λήψης των αποφάσεων του νομού.
– Κάθε τέτοιος νομός είναι διαρθρωμένος σε 10 των 10.000 κατοίκων δήμους, οι οποίοι έχουν αρμοδιότητες αυτοδιοικητικές (όπως περίπου ένας σημερινός δήμος) και οργανωτικές των γενικών συνελεύσεων (ποιοι θα μιλήσουν, ποιες προτάσεις θα κατατεθούν, ποια πρόσωπα θα προταθούν για την ανάληψη των υπουργημάτων κ.τ.ο. από τον κάθε δήμο στη γενική του νομού συνέλευση). Οι δήμοι συγκροτούνται σε σώμα με συνέλευση των δημοτών τους, η οποία αποτελεί το όργανο λήψης των αποφάσεων του δήμου.
– Οι Νομοί αποδίδουν το 20% της φορολογίας που εισπράττουν στο κεντρικό κράτος, το οποίο έχει το στρατό, την εξωτερική πολιτική και όλες τις σχετικές κεντρικές υπηρεσίες.
– Το εθνικό κοινοβούλιο είναι διαρκές (οι βουλευτές ως αντιπρόσωποι των τοπικών κοινοτήτων έχουν ορισμένη θητεία και εκλέγονται, ελέγχονται και λογοδοτούν στις τοπικές συνελεύσεις. Είναι ανακλητοί.) Το εθνικό κοινοβούλιο νομοθετεί όπως και σήμερα, προκειμένου να διατηρηθεί η κοινότητα του δικαίου σ’ όλη την ελληνική επικράτεια. (Οι νομοί έχουν αναλάβει τη διοίκηση, την εκτελεστική εξουσία δηλαδή.)
– Το εθνικό κοινοβούλιο εκλέγει από τα μέλη του με ορισμένη θητεία την εθνική κυβέρνηση. Εκλέγει τον πρόεδρο της Δημοκρατίας, όπως σήμερα.
– Η εθνική κυβέρνηση έχει την εκτελεστική εξουσία για όλους τους τομείς που δεν είναι δυνατόν να περάσουν σε τοπικό επίπεδο. (Το χρέος, ο στρατός, η διπλωματία, η Ευρωπαϊκή Ένωση, οι υπηρεσίες πληροφοριών, η ναυσιπλοΐα, το εθνικό οδικό δίκτυο κ.τ.ο.). Η εθνική κυβέρνηση φροντίζει για την εξισορρόπηση των ανισοτήτων που προκύπτουν σε τοπικό επίπεδο.
– Το δικαστικό σύστημα αναδιαρθρώνεται αναλόγως προς την τοπική αναδιοργάνωση. Οι εισαγγελείς εκλέγονται τοπικά. Προβλέπονται δυο εθνικά κεντρικά δικαστήρια, ένα για τις μεταξύ των νομών, κράτους και νομών, πολιτών και δημοσίου διενέξεις και ένα με τις αρμοδιότητες του σημερινού Αρείου Πάγου συν μια κεντρική γενική εισαγγελία για το «μεγάλο» οργανωμένο έγκλημα.
Η τεχνογνωσία και η νομοτεχνική δυνατότητα να πραγματοποιηθεί κάτι τέτοιο υπάρχουν.
Μια τέτοιου είδους αυτοοργάνωση εξασφαλίζει τρεις βασικές αρχές:
– Την αρχή της μη κατοχής της αλήθειας. Το σωστό αποφασίζεται υπό τις συγκεκριμένες κάθε φορά συνθήκες συλλογικά στην απόπειρα των ανθρώπων να ανακαλύψουν το πρακτέο.
– Την αρχή της ελευθερίας. Οι άνθρωποι ρυθμίζουν αμέσως το αποτέλεσμα και το σκοπό και την κατεύθυνση της κοινής τους δυνάμεως.
– Την αρχή της δημοκρατίας. Εφόσον όλοι μπορεί να έχουν δίκιο ή άδικο, ας αποφασίσουν οι περισσότεροι κι απ’ τους περισσότερους οι σοφότεροι κι απ’ τους σοφότερους οι περισσότεροι.
Μια τέτοιου είδους ή προς αυτή την κατεύθυνση αναδιάρθρωση του Κράτους, αντιμετωπίζει τη διαφθορά και την πελατειακή σχέση (αφού εγώ συλλογικά έχω αποφασίσει τι πρόβλημα έχω και πώς θα το λύσω, πόσο και ποιος θα φορολογηθεί και που θα δαπανηθεί ο φόρος) και το μεγαλύτερο μέρος της σημερινής κοινωνικής και πολιτικής παθογένειας (αφού στο μεγαλύτερο μέρος της αυτή η παθογένεια οφείλεται στην κατίσχυση της αξίας της προσωπικής σχέσης – από χρόνιους αγαθούς ιστορικούς εθισμούς και με πολιτισμική φιλαλήθη μεταφυσική αγωγή διαμορφωμένης – επί της προσπάθειας να συγκροτηθεί ένα απρόσωπο Δυτικότροπο Κράτος – Μηχανή και να επιβληθεί στην αλλιώς μαθημένη ελληνική κοινωνία. )
Και το πιο σημαντικό, μια τέτοια οργάνωση, χωρίς να αναμένει «μεσσίες» και χωρίς να αναλώνεται στην σύγκρουση των ομαδοποιημένων παντοειδών συμφερόντων, ανασυγκροτεί τον ελληνικό κοινοτικό τρόπο και θέτει νέες δημιουργικές βάσεις για μια δυναμική αναγέννηση της ρημαγμένης και ιδιωτευούσης από καιρό ελληνικής κοινωνίας. Αναγεννημένη και λειτουργική μια ελληνική κοινωνία μπορεί να θέσει τα κριτήρια του κοινού μας βίου και να διαμορφώσει τις πολιτικές που θα κατευθύνουν τη χώρα, και ποιος ξέρει κάποτε μπορεί να ξαναχτίσει Παρθενώνες και Αγίες Σοφίες. Μια προϋπόθεση μόνο υπάρχει, να αναλάβει ο λαός μας την ευθύνη. “
ΥΓ
Αναφερόμενος στην παρατήρηση του Θ.Ι.Ζ. θα ήθελα να παρατηρήσω ότι αν ήταν να βασίζεται η ιστορική ελευθερία στη δικαιοσύνη, ετούτο θα συμβαίνει μόνο αν αυτή η δικαιοσύνη παράγεται όχι από το Νόμο, αλλά περισσότερο από εκείνη την “κοινωνική” διαδικασία θεσπίσεως των νόμων. Αν βασίζεται δηλαδή η νομοθέτηση και η εκτέλεση των νόμων σε εκείνη την πολιτεία που δεν βρίσκει κάποιο νόημα στον όρο “ατομική πολιτική ελευθερία” , αλλά αναγνωρίζει στον όρο “πολιτικός” εκείνη την πραγματικότητα μετατροπής του “ατομικού” σε “προσωπικό” . Και μια τέτοια αγαθή αλλοίωση μπορεί να γίνεται και εκάστοτε έχει γίνει μόνο “εν κοινωνία” , μόνο “εν εκκλησία” , και πάντως μόνο εντός μιας λειτουργικής και συγκροτημένης σε σώμα (ειρήσθω εν παρόδω ότι, για να συγκροτείται κάποιο πολιτειακό σώμα, πρέπει να συνέρχεται) Κοινότητος, ως κοινωνίας λόγου, συμμετοχής σε νόημα και απόπειρας αληθείας.
Σε σχέση με την αγάπη, λοιπόν, συμφωνώ ότι δεν αποτελεί ένα “δεοντολογικό” και “ηθικολογικό” πρόταγμα, διότι επί τέτοιων προταγμάτων δεν συγκροτείται αληθής και ελεύθερη Κοινότητα. Αλλά πάντως αυτή η Κοινότητα δεν συγκροτείται, δεν λειτουργεί και δεν μένει και χωρίς το αγαπητικό ήθος της φιλαλληλίας και της φιλοπατρίας, οι οποίες δεν είναι βέβαια η Αγάπη ως οντολογικό μέγεθος, είναι παρ’ όλα αυτά αγάπες κι οι δυό τους.
αγαπητέ Ούτις,
το σχόλιό σας με αιφνιδίασε ευχάριστα και ταυτόχρονα με έβαλε σε πολλές σκέψεις.
Πάμε κατευθείαν στο ψητό: “Είναι η ελευθερία προϋπόθεση της κοινωνίας ή η κοινωνία προϋπόθεση της ελευθερίας; Μήπως μόνο στη δεύτερη περίπτωση είναι δυνατόν να γίνει λόγος για πολιτική ελευθερία;” Πολύ καλή ερώτηση: Νομίζω ότι ελευθερία και κοινωνία ταυτίζονται σε οντολογικό πρώτα επίπεδο. Δηλαδή, ο Θεός ως υπερούσιος είναι ελευθερία, επειδή είναι κοινωνία ή είναι κοινωνία, επειδή είναι ελευθερία. Στο πλαίσιο δηλαδή του υπερουσίου υπάρχει αιωνιότητα, και σε αυτό το πλαίσιο ο όρος ή η προϋπόθεση είναι και αποτέλεσμα ή το αποτέλεσμα είναι και προϋπόθεση. Για να μην επαλαμβάνομαι, αυτόν τον τρόπο σκέψεως μπορεί αν τον δεχτεί κανέις εφόσον κατανοεί τί σημαίνει διαλεκτική.
Ας μεταφέρουμε όμως το ζήτημα τώρα σε πολιτικό επίπεδο. Εδώ τα πράγματα αλλάζουν από την εξής άποψη: Ο άνθρωπος είναι ελεύθερος υπό την έννοια ότι εκ φύσεως αντανακλά την υπερουσιότητα, αλλά βέβαια ελλειμματικά. Επομένως, ο άνθρωπος καλείται να [i]πραγματοποιήσει[/i] την κοινωνία. Η κοινωνία είναι εν προκειμένω αποτέλεσμα.
“Δεύτερο, αν και οντολογικώς δεν συμφωνώ με την εξίσωση της ελευθερίας με τον “αυτοκαθορισμό” Επιτρέψτε μου εν προκειμένω το εξής λογοπαίγνιο: Κατ’ ουσίαν συμφωνείτε, διότι μπαίνετε στον κόπο να εξηγήσετε πώς μπορούμε να αυτοκαθορισθούμε. Όσα δηλαδή προτείνετε, αποτελούν τη συνείδησή που έχετε σχετικά με το πώς μπορούμε πολιτειακά να αυτοκαθορισθούμε ή πως μπορούμε να δραστηριοποιήσουμε την πολιτειακή ελευθερία.
Τώρα, σε σχέση με τους συγκεκριμένους θεσμούς που προτείνετε, ας πω μόνο ότι έμεινα έκπληκτος από το πόσο βαθιά και πλατιά συμφωνώ μαζί σας, ένδειξη ότι καταλαβαίνουμε με κοινό τρόπο τα προβλήματά μας. θα πρότεινα μάλιστα να διαμορφώσετε σε ένα κείμενο τις προτάσεις σας και να συζητηθούν συνολικότερα από τους Αντιφωνιστές.
Ας σημειώσω περαιτέρω ότι οι τρεις αρχές σας: “Αρχή της μη κατοχής της αλήθειας.
– Την αρχή της ελευθερίας.- Την αρχή της δημοκρατίας, αλλά και ο τρόπος που τις προσδιορίζετε με αιφνιδίασαν ευχάριστα.”
Προσωπικά τις αποδέχομαι ολόψυχα και νομίζω ότι ταιριάζουν και στις καταβολές μας. Σύντομα θα προτείνω και κάποιες άλλες πλευρές που πρέπει να ληφθούν υπόψη προκειμένου αυτές οι αρχές να λειτουργήσουν.
Σας ευχαριστώ θερμά, επαναλαμβάνω ότι καλό θα ήταν να προτείνετε έστω και ένα σύντομο μανιφέστο, και να εκκινήσουμε μια συζήτηση για την επόμενη ελληνική θέσμιση.