Ο ποιητής είναι ένας λαβωμένος άνθρωπος. Τον χτυπούν τα αισθήματα των ανθρώπων, η περιρρέουσα ‘ύβρις’-διαφορετική η όψη της ανάλογα με την εποχή- η μνησίκακη χολή που σωρεύεται, η εγκατάλειψη των οραμάτων και της διάφανης ομορφιάς.
Σε κάθε ανθρώπινη πράξη κρύβεται μια αναζήτηση αλήθειας, ο διχασμός της υπόστασης, η αμφιταλάντευση, η αυτοδικαίωση. Ακόμη, κρύβεται μια διάθεση ‘ηδονισμού’, μια ευχαρίστηση, σα να θέλει ο άνθρωπος να βυθιστεί σε μια ηδονική νάρκη, να μείνει εκεί.
Ο ποιητής είναι υποχρεωμένος να ‘διαβάσει’ τα πρόσωπα των ανθρώπων, όπως δεν κάνει ούτε ο επιστήμονας, ούτε ο ζωγράφος, ούτε ο θεολόγος: να τα διαβάσει δηλαδή συνδυάζοντας λόγο και συγκίνηση, ένα ειδικό χρώμα ‘λογοποίησης’, έναν συνδυασμό καρδιακής αίσθησης και διάνοιας που όμως, να μην γέρνει ούτε προς το συναίσθημα, ούτε προς την ψύχρα της σκέψης.
Η ιστορία έχει σωρεύσει μεγάλη βία, σκληρότητα, πλήξη, θλίψη, αδικία και άφθονη φτηνή χαρά, αυτό το ‘χαζοχαρούμενο’, που συχνά είναι αποτέλεσμα μιας ευτέλειας αισθημάτων και πεζότητας, μια θανάτωση κάθε αληθινά ωραίου και υγιούς, κάθε ιερού:
Ακατέργαστες
Σύννεφα αβεβαιότητας
Ρυτίδες ανασφάλειας
Βέβηλες σκέψεις
Βέβηλες διαθέσεις
Επιθυμίες αβασάνιστες
Χωρίς πόνο
Χωρίς το φίλτρο του πόνου.
Τα πλήθη προχωρούν σε άγνωστα σχήματα. Υπάρχει μια κολοσσιαία επανάληψη, επιστρέφουν στα ίδια, η κούραση της επανάληψης γίνεται χαλινός ανημπόριας: ‘να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα’, που έλεγε ο ποιητής. Ένα βουητό περιβάλλει τα πάντα ανάξια, περνάει μέσα από τις γρίλιες, σκοτίζει το νου, αρρωσταίνει τον άνθρωπο.
Ο ποιητής αγρυπνεί. Παρακολουθεί ακόμη και τον τρόπο που ανασαίνει κανείς στον ύπνο του, την ανησυχία των σπλάχνων που καταγράφεται μέσαθέ του, τα σώματα εγκαταλειμένα μέσα στην ησυχία του ύπνου, παραδομένα στον Κύριο της ζωής, χωρίς να καταλαβαίνουν, αφημένα στο όριο μεταξύ εγρήγορσης και ύπνωσης.
Δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε το εναρκτήριο σάλπισμα της ποίησης, του ποιείν, σ’ έναν συγκεκριμένο ποιητή, ούτε να μετρήσουμε την σιωπηλή ωρίμανση μέσα στο χρόνο, μέσα από τον συγχρωτισμό του με άλλους ή τη μόνωσή του. Χωρίς μόνωση πάντως, η ποίηση δεν ρέει, δεν απλώνεται να αρδεύσει τα μήκη και πλάτη της ανθρώπινης παρουσίας. Μα ταυτόχρονα η ανάγκη της μόνωσης ή το έργο που παράγεται εκεί πρέπει να κοινοποιηθεί, πρέπει να δ ο θ ε ί έ ξ ω, έτσι που να πιάσει τόπο. Όχι απλώς να ακουστεί ή να διαβαστεί, αλλά να σπαρεί, να βλαστήσει, να καρπίσει, να λάβει ο άνθρωπος στα χέρια του τον καρπό του δέντρου που θα σηκωθεί καταμεσίς της τρικυμίας- ίδιο δέντρο της Ζωής- αυτό που το ποτίζει ολοένα ο λόγος της ποίησης.
*
Η εποχή μας δεν ευνοεί τις συνθέσεις. Με την τεχνολογία, μια επέλαση πληροφοριών διασπά τη συγκέντρωση του νου, διαστέλλει το χρόνο ή μάλλον δημιουργεί μια ψευδαίσθηση απειρίας χρόνου που την ίδια στιγμή εξαφανίζεται, για να δώσει τη θέση της σε μια καταδίωξη: την καταδίωξη του ανθρώπου-ατόμου από το χρόνο, από τον μηχανικό χρόνο, αυτόν που μετριέται κυρίως ως οικονομική αξία.
«Η αιωνιότητα που ξαναβρέθηκε», όπως λέει ένας στίχος του Ρεμπώ- Μια εποχή στην Κόλαση-όντως- και ο άλλος «η αγάπη πρέπει να ξαναβρεθεί»-δεν φαίνεται να απασχολεί ούτε τον άνθρωπο που τον καταδιώκει ο χρόνος, ούτε τον άλλο που πιστεύει ότι η τεχνολογία του λύνει το πρόβλημα. Ο περισσότερος κόσμος είναι παραδομένος σε μηχανικές αισθήσεις και διανοήματα, αποτέλεσμα πληθώρας δραστηριοτήτων και απασχολήσεων βιοποριστικής έντασης, που τις πιο πολλές φορές βγαίνει έξω από ένα ρυθμό ζωής ή δεν έχει καν ρυθμό. Οι άνθρωποι αναγκάζονται να συμπιέζουν τον αληθινό εαυτό τους-αυτό που λέει η Θεολογία ‘κατ’ εικόνα’-και να τον περιβάλλουν, εν είδει πανοπλίας, με διάφορα προσωπεία, ανάλογα με την κοινωνική τάξη, το επάγγελμα, τις ιδιοτροπίες, το συναισθηματικό κόσμο κλπ. Όταν οι άνθρωποι αδυνατούν να ρυθμίσουν έστω στοιχειωδώς το μέσα με το έξω, τον αληθινό εαυτό με την πανοπλία αρρωσταίνουν, ή παραδίνονται σε μια ‘χύμα’ κατάσταση, που τις πιο πολλές περιπτώσεις βρίσκει διέξοδο στη διασκέδαση.
Ο ποιητής έχει διττή σχέση με το χρόνο. Έίτε βρίσκεται εκτός χρόνου, οπότε υπερβαίνει το κομμάτιασμα και την μηχανική μέτρηση του χρόνου, είτε εισέρχεται στον καθημερινό χρόνο της φ θ α ρ τ ή ό ψ η τ η ς π ρ α γ μ α τ ι κ ό τ η τ α ς. Ωστόσο, μπαινοβγαίνει μιά στο αιώνιο μιά στο πρόσκαιρο, μια στη διάρκεια μια στη ροή, γιατί αλλιώς θα εγκλωβιστεί στον μεταλλικό ήχο του ρολογιού και θα μετατραπεί σε ‘αντικείμενο’ έγκλειστο του γήινου χώρου και χρόνου.
Είναι ένας από τους λόγους που οι άνθρωποι δεν καταλαβαίνουν τί κάνει ένας ποιητής, πως ζει, πως κινείται στο χώρο και το χρόνο. Δεν συλλαμβάνουν αυτή την αλληλοδιάδοχη κίνησή του μέσα και έξω, αυτή τη μόνιμη στάση λ ί γ ο π ά ν ω α π ό τ η γ η, έτσι ώστε να μη χάνει την επαφή, αλλά ταυτόχρονα η επαφή αυτή να χρωματίζεται με ουρανό, αυτόν τον ουρανό για τον οποίο μιλούσε τόσο συχνά ο Σαραντάρης.
Σήμερα που ο κόσμος αγγίζει ένα σημείο μηδέν του νοήματος και της ύπαρξης, αξίζει να θυμηθούμε το στίχο του Σεφέρη:
Ο ποιητής ένα κενό
Υπονοείται εδώ κάτι σαν ηχείο σιωπής, μέσα από το οποίο περνούν οι ήχοι, τα βάρη, οι νοσταλγίες, τα σωπασμένα φύλλα, οι μαρμαρωμένες μορφές, τα νερά. Μήπως όμως χρειάζεται να πάμε ένα βήμα πιο πέρα λέγοντας: ο άνθρωπος άδειασε και μένει ο ποιητής σύξυλος εν μέσω του χάους, καλώντας τους ανθρώπους να αντικρίσουν αυτό το κενό και αυτό το χάος; Που σημαίνει να αναζητήσουν ξανά "οράσεις", σκέπη, πληρότητα, φως, θείο αστραποβόλημα ;
πηγή: Aντίφωνο
O Σεφέρης, ένας από τους μεγάλους κι αληθινούς ποιητές θα πρέπει να ένιωσε το κενό αυτό που λέτε γι’ αυτό και γράφει : “…και να ποθείς να κατοικήσει κι ο άλλος κόσμος στη σημερινή πνιγηρή μοναξιά στο αφανισμένο τούτο παρόν..” (από το Θερινό λιοστάσι) “ότ,ι έννιωσες σωριάζεται ανυπόστατο αν δεν εμπιστευτείς τούτο το κενό ίσως να βρεις εκεί ό,τι νόμισες χαμένο τη βλάστηση της νιότης, το δίκαιο καταποντισμό της ηλικίας”
Πιστεύω ότι η ποίηση δίνει λόγο σ’ αυτούς που δεν έχουν. Μιλά για όλους και για όλα.
Όλα όσα αναφέρονται εδώ είναι πολύ σωστά και καίρια. Πραγματικά, κανείς δεν ξέρει τι ακριβώς πλάσμα είναι ο ποιητής και πως κινείται και υπάρχει ανάμεσα στους άλλους μέσα στο χρόνο και ταυτόχρονα έξω απ’ αυτόν, θα πρέπει ή να είναι ο ίδιος ποιητής ή να ζει με ευαισθησία κοντά σ’ έναν ποιητή !
Συγχαρητήρια κ. Γουνελά.
ΝΑΙ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΕΙΝΑΙ ΠΑΝΤΟΤΕ ΛΑΒΩΜΕΝΟΣ ΚΑΙ ΕΞΟΡΙΣΤΟΣ.
ΔΕΝ ΕΦΤΑΣΕ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΑΛΛΑ ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ.
ΔΕΝ ΤΟΥ ΔΩΘΗΚΕ Η ΠΟΙΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΑΛΛΑ ΓΙΑ ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ.
ΔΕΝ ΕΦΤΑΣΕ ΣΤΗ ΖΩΗ ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ ΑΛΛΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ.
ΔΕΝ ΤΟΥ ΔΩΘΗΚΕ Η ΖΩΗ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΗ ΑΛΛΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΛΗΣΗ.
…ΕΝΑ ΒΗΜΑ ΠΙΟ ΠΕΡΑ ΛΕΓΟΝΤΑΣ:
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΕΝΑ ΚΑΙΝΟ…
ΜΕ ΣΕΒΑΣΜΟ