Την Παρασκευή 15 Ιουλίου του 2011 στο βιβλιοπωλείο ΙΑΝΟΣ της Αθήνας έγινε η παρουσίαση του νέου βιβλίου του Κωνσταντίνου Μπλάθρα “Τα πρωτοσέλιδα της κρίσης“.
Για το βιβλίο, εκτός από τον συγγραφέα, μίλησαν ο πρόεδρος της “Χριστιανικής Δημοκρατίας” Μανώλης Μηλιαράκης και ο εκπαιδευτικός κ. Νίκος Ράπτης*. Δείτε ΟΛΕΣ τις εισηγήσεις παρακάτω:
Μανώλης Μηλιαράκης : “Τα πρωτοσέλιδα της κρίσης” from Αντίφωνο (antifono.gr) on Vimeo.
Νίκος Ράπτης: “Τα πρωτοσέλιδα της κρίσης” from Αντίφωνο (antifono.gr) on Vimeo.
Κωνσταντίνος Μπλάθρας: “Τα πρωτοσέλιδα της κρίσης” from Αντίφωνο (antifono.gr) on Vimeo.
*Διαβάστε την εισήγηση του Νίκου Ράπτη:
Στον άξονα των δικών μου αναθεωρήσεων, η πρώτη παρατήρηση αφορά το ρόλο του κράτους, των δημοσίων αγαθών, την επικαιρότητα θα έλεγα του «κοινωνικού ζητήματος» εντός των αναπτυγμένων κρατών. Τη δεκαετία του ‘90 πολλοί σαν κι εμένα σπεύσαμε να υποτιμήσουμε τη διάσταση αυτή, γουργουρίζοντας ευχαριστημένοι σαν «παχιές γάτες» του συστήματος, καλοταϊσμένες με θέσεις, λεφτά, ευκαιρίες και αισιοδοξία. Σήμερα ανακαλύπτουμε πως βρισκόμαστε σε μια πρωτοφανή κοινωνική επίθεση κατά της μισθωτής εργασίας, κατά των νέων και των γυναικών, κατά του περιβάλλοντος και των δημοσίων αγαθών, εκ μέρους μάλιστα συμφερόντων που διακρίνονται από την απληστία, την αρπακτικότητα, τον κυνισμό, την ιδιοτέλεια και την απουσία ενδοιασμών τους. Το τι συμβαίνει στον κόσμο των μίντια με την υπόθεση Μέρντοχ, το πώς αντέδρασαν οι τράπεζες στην πρόσφατη γαλλική πρόταση για να «επωμιστούν» μέρος του κόστους της σωτηρίας της Ελλάδας, το τι συμβαίνει στο εμπόριο όπλων, ναρκωτικών, οργάνων, κ.λπ στις show biz είναι θεωρώ δηλωτικό για το για τι ακριβώς πράγμα μιλάμε. Στην Ελλάδα, η επίθεση αυτή εκδηλώνεται εδώ και τριάντα χρόνια με τη συζήτηση περί «μεγάλου κράτους». Όταν δεν υπάρχει κανένα μα κανένα στοιχείο (όπως π.χ. ο αριθμός δημοσίων υπαλλήλων ανά πληθυσμό ή ανά ενεργό πληθυσμό ή η μισθολογική επιβάρυνση των δημοσίων υπαλλήλων επί του ΑΕΠ ή ακόμα και η παραγωγικότητα του δημόσιου τομέα) που να επιβεβαιώνει την παλλαϊκή πεποίθηση που ολημερίς κι ολονυκτίς μας εμφανίζουν ως δεδομένη τηλεοπτικοί σταθμοί και κόμματα, οικονομολόγοι, δεξαμενές σκέψης, επιμελητήρια κι επιστημονικές ενώσεις πως στην Ελλάδα δήθεν έχουμε ένα «τεράστιο», «σπάταλο», «αντιπαραγωγικό» κ.λπ κράτος. Προς αποφυγή παρεξηγήσεων, μπορούμε να συμφωνήσουμε πωςτο ελληνικό κράτος είναι π.χ. κακοδιοικημένο, ανοργάνωτο, άνισο, παρεμβατικό, αναξιοκρατικό, πελατειακό, κομματικοποιημένο κ.ο.κ. αλλά όχι –επιμένω όχι!- μεγάλο ή πολυδάπανο, τουλάχιστο για χώρα της δυτικής Ευρώπης. Κι αυτή η παραδοχή συνδέεται ασφαλώς με την αναγκαία σήμερα υπεράσπιση της μισθωτής εργασίας, αλλά και την ακόμα πιο αναγκαία και για σήμερα και για αύριο αντικατάσταση της ιδιωτικής κατανάλωσης από την παροχή δημοσίων αγαθών με βιώσιμο-περιβαλλοντικό τρόπο( παιδεία, υγεία, μετακινήσεις, στέγαση και ασφάλεια). Το μοντέλο της εξατομίκευσης και της ιδωτικής κατανάλωσης υπερβάινει, παγκοσμίως μιλώντας, τη φέρουσα ικανότητα του πλανήτη και είναι απλά αυτοκτονικό.
Δεύτερο σημείο που τα κείμενα του Κωνσταντίνου μου θύμισαν πόσο λάθος έκανα, είναι ο τυφλός ευρωπαϊσμός (θα έλεγα καλύτερα ο αυτοεγκλωβισμός σε ένα δίπολο «αδιάλλακτος ευρωπαϊστής/έξαλλος εθνικιστής»). Τα κείμενά του μας θυμίζουν πως η Ευρωπαϊκή οικοδόμηση δεν μπορεί παρά να αποτυπώνει και να αντανακλά κοινωνικούς, ιδεολογικούς, πολιτικούς και οικονομικούς συσχετισμούς δύναμης που χωρίς να είναι συντριπτικοί, είναι συχνά αρνητικοί. Η σημαντικότερη αποκάλυψη εδώ είναι πώς στην Ελλάδα ένας πολύ συγκεκριμένος «ευρωπαϊσμός» λειτούργησε όχι απλά ως συντηρητισμός, αλλά ως αποφασιστικό ιδεολογικό όπλο για την επικυριαρχία της ελληνικής φαυλοκρατίας και την παγίωση των συσχετισμών δύναμης που παρήγαγαν τη χρεοκοπία. Πώς δηλαδή ο ευρωπαϊσμός όχι μόνο δεν ήταν ταυτόσημος του εκσυγχρονισμού αλλά μπορεί να υπήρξε αντιεκσυγχρονισμός, χωρίς, κι αυτό το σημείο είναι αποκαλυπτικό για τη φύση της ΕΕ, να συμβαίνει το αντίστροφο!
Το τρίτο σημείο όπου ο Κωνσταντίνος είχε δίκιο κι εγώ, που συγκαταλέγομαι ανάμεσα σε εκείνους που το 2000 συνυπέγραψα πως η μεταπολιτευτική δημοκρατία είναι «η καλύτερη δημοκρατία που γνώρισε ποτέ ο τόπος», είχα προφανώς άδικο, είναι η αντιδραστική φύση του καθεστώτος μεταπολιτευτικού πολιτικού συστήματος και η ανάγκη ανατροπής του. Χάρη σε κείμενα σαν αυτά του Κωνσταντίνου και διανοητές σαν κι εκείνον κατορθώσαμε πολλοί να μετακινηθούμε πολύ –από την αυταρέσκεια της δεκαετίας του 1990 στη συνειδητοποίηση της ανάγκης για μια «νέα Μεταπολίτευση»: συνειδητοποιήσαμε πως έχουμε ένα καθεστώς, που διαθέτει:
1. πολύ συγκεκριμένη κοσμοθεωρία (ουσιαστικά την πληβειακή-λαϊκιστική-αριστερή αντίληψη που στηρίζεται στην υποτίμηση των θεσμών, την ακραία εξατομίκευση, τη αντικατάσταση όλων των αξιών από την οικονομική ευημερία),
2. πολύ συγκεκριμένη κοινωνική βάση (όσους ζουν κυρίως από τη φοροδιαφυγή, τη διαφθορά, τη μαύρη οικονομία και την αργομισθία, που είναι επίσης στρώματα με ηλικιακό και έμφυλο πρόσημο, και που κατέπνιξαν διαμέσου της γραφειοκρατίας, των στρεβλώσεων στη λειτουργία της αγοράς, του φαβοριτισμού και της φορολογίας κάθε παραγωγική δραστηριότητα και που η ηγεμονία τους αποτυπώνεται στη δημοσιονομική κατάσταση της χώρας και τη χρεοκοπία.
3. Πολύ συγκεκριμένη θεσμική λειτουργία (τη νομική διάταξη της χώρας, με ακρογωνιαίο λίθο το Σύνταγμα) που εξασφαλίζει την αναπαραγωγή του.
4. Πολύ συγκεκριμένο τρόπο αναπαραγωγής της ιδεολογικής του κυριαρχίας, διαμέσου των κομμάτων εξουσίας, της τηλεόρασης και της βιομηχανίας της ψυχαγωγίας.
Αυτά όσον αφορά τις δικές μου αναθεωρήσεις. Τώρα, όσον αφορά εκείνες που θα ήθελα από τη μεριά μου να προσκαλέσω το συγγραφέα να κάνει. Θα ήθελα να επιμείνω σε δύο σημεία:
Το πρώτο είναι αυτό που θα αποκαλούσα «πατριωτική νοσταλγία»: δεν νομίζω πως το κράτος-έθνος εξακολουθεί να μπορεί να είναι μια αυτάρκης βιώσιμη οντότητα οικονομικής και γεωπολιτικής ισχύος, θα τολμούσα να πω ούτε κοινωνικής-πολιτικής οργάνωσης. Ιδίως όταν μιλάμε για ένα κράτος έθνος της Ευρώπης όπως ανέφερε σε ένα πρόσφατο άρθρο του ο Γκόρντον Μπράουν: «κάποτε αντιπροσώπευε το μισό παραγόμενο προϊόν του κόσμου. Ως το 1980, το μερίδιό της είχε πέσει στο 1/4. Σήμερα βρίσκεται κάτω από το 1/5, στο 19%. Σύντομα (το 2030) θα βρίσκεται λιγάκι πάνω από το 1/10 (στο 11%) για να πέσει αργότερα στο 7%. Ως το 2050, σε λιγότερο από 40 χρόνια από σήμερα, η ευρωπαϊκή οικονομία θα είναι μικρότερη από εκείνη της λατινικής Αμερικής. Αν οι ευρωπαϊκοί ρυθμοί ανάπτυξης συνεχίσουν όπως σήμερα να υπολείπονται εκείνων των ανταγωνιστών της, ως τα μέσα του τρέχοντος αιώνα η οικονομία της μπορεί να έχει καταντήσει να είναι τόσο μικρή όσο της Αφρικής». Κι όσον αφορά τις δημογραφικές τάσεις, «το 1900, ένας άνθρωπος στους πέντε ήταν Ευρωπαίος, και ένας στους είκοσι Αφρικανός• το 2050 θα συμβαίνει ακριβώς το αντίστροφο.
Εκεί όμως που τα χάνω τελείως με τα κείμενα του Κωνσταντίνου (κι η δεύτερη αυτή ένσταση σχετίζεται απολύτως με την πρώτη) είναι στον τρόπο αντιπαράθεσης στο «Μνημόνιο»: τρεις αφετηριακές παρατηρήσεις για το «Μνημόνιο». (α’) είμαι αντίθετος, διότι αποτυπώνει τις κυρίαρχες σχέσεις του ελληνικού καθεστώτος, ιδίως όσον αφορά τον επιμερισμό του κόστους ανάμεσα στους «χαμένους» του καθεστώτος (τα δηλωμένα εισοδήματα) και τους «κερδισμένους» (τα αδήλωτα εισοδήματα). (β’) η εναντίωση στο «μνημόνιο» είναι χωρίς συνέπειες, όταν μάλιστα δεν συνοδεύεται από αντιπροτάσεις φθηνότερων λύσεων για το πρόβλημα της δημοσιονομικής ισορροπίας της χώρας και της ανταγωνιστικότητάς της. (γ’) το «μνημόνιο» βρίσκεται εκ κατασκευής υπό διαρκή «επαναδιαπραγμάτευση», με τη διαδικασία της αναπλήρωσης των μέτρων του από τις εθνικές κυβερνήσεις. Επειδή έχω ήδη μακρηγορήσει, φτάνω απ’ ευθείας στη Θέση μου: η εγγραφή σε ένα «αντιμνημονιακό» μέτωπο λειτουργεί ανταγωνιστικά με το αίτημα για Νέα Μεταπολίτευση: Ή η χρεοκοπία είναι αντανάκλαση των συσχετισμών δύναμης του καθεστώτος μεταπολιτευτικού συστήματος και άρα προσηλωνόμαστε εκεί ή η χώρα δέχτηκε αναίτια επίθεση από ξένες δυνάμεις οπότε χρειάζεται αντικατοχική συσπείρωση κι οι «καθεστωτικές» διαφορές μας περνούν σε δεύτερη μοίρα!
* Για το βιβλίο επικοινωνήστε με το βιβλιοπωλείο “Πορθμός” τηλ: 22210-62626 ή στείλτε μήνυμα στο manifestomag[at]yahoo.gr