Παίρνω αφορμή από το τελευταίο «αντιφωνικό» σημείωμα του Γ. Καστρινάκη «Η τέχνη για την τέχνη;». Ο Γιώργος έχει δίκιο να καταγγέλλει την ιδέα της τέχνης για την τέχνη, ιδίως σήμερα, που το έργο τέχνης δεν παραπέμπει παρά στον εαυτό του (ή σε άλλα έργα). Είναι ένας αυτοαναφορικός κύκλος που δεν περικλείει τίποτε άλλο από το κενό. Στην καλύτερη περίπτωση είναι η τέχνη σαν σχόλιο στην τέχνη.
Δεν πρέπει παρ’ όλα αυτά να ξεχνάμε πως η «τέχνη για την τέχνη» υπήρξε ένα πολεμικό σύνθημα εναντίον μιας τέχνης διδακτικής, «χρήσιμης» μόνο στο βαθμό που υπηρετεί ένα ηθικό ή ιδεολογικό πρόταγμα. Ήταν δηλαδή το αίτημα για μια απελευθερωτική απαγκίστρωση της τέχνης από έναν αλλότριο και αλλοτριωτικό γι’ αυτήν ρόλο. Ως προς αυτό νομίζω πως τουλάχιστον οι πρώτοι οπαδοί της ιδέας δεν είχαν εντελώς άδικο.[1] Το πρόβλημα βέβαια είναι πως όταν το πράγμα έχει στραβώσει από την αρχή, η διόρθωση ενός λάθους οδηγεί πολλές φορές σ’ ένα άλλο λάθος. Και πάει λέγοντας ... Αυτό νομίζω συμβαίνει και με την «τέχνη για την τέχνη».
(Το λέω αυτό ώστε και η πολεμική εναντίον της «τέχνης για την τέχνη» να μη γίνει απλώς αφορμή για ένα πισωγύρισμα στο προηγούμενο λάθος. Να μη ζητήσουμε δηλαδή από την τέχνη να υπηρετήσει ένα εκτός αυτής «περιεχόμενο» υπό την έννοια κάποιου ηθικού, ιδεολογικού ή θρησκευτικού δόγματος – καλού ή κακού, αδιάφορο.)
Σκέφτομαι τούτο. Βαθειά πίσω στην ιστορία και στην ουσία της ανθρωπότητας η λειτουργία της τέχνης είναι ιερατική (υποθέτω ότι αυτό έχει κατά νου και ο Γ. Καστρινάκης). Έργο της είναι να υπηρετεί τη λειτουργική μετοχή του ανθρώπου στο ιερό. Όμως η μοντέρνα, όπως και η μεταμοντέρνα εποχή αρνούνται ή υπονομεύουν κάθε έννοια ιερότητας και κυρίως κάθε έννοια ιεροσύνης. Έχουν καταργήσει κάθε ιερατική λειτουργία έχοντας κατά παραχώρηση αφήσει μόνο μία (έτσι για τα μάτια του κόσμου): τις καθαρώς θρησκευτικές τελετουργίες. Θα ήταν λύση γα την τέχνη να υπηρετήσει χρηστικά (διακοσμητικά ή διδακτικά) μια τέτοια θρησκευτική τελετουργία ή θεολογία; Να υποταγεί σε μια «εκτός αυτής» ιερουργία, αμφίβολη και προβληματική εν πολλοίς; Δεν το πιστεύω.
Μας αρέσει δεν μας αρέσει η σύγχρονη τέχνη είναι εκ της βασικής της συνθήκης αυτονομημένη από την ιεροσύνη, όπως κι από άλλες ουσιώδεις λειτουργικές πτυχές της ζωής. Λέω λοιπόν πως ο δρόμος για την αυθεντική επανεύρεση του ιερατικού της χαρακτήρα είναι να λειτουργήσει η ίδια ιερουργικά, χωρίς κατ’ ανάγκη να απορρίψει εξ αρχής τη συνθήκη της αυτονόμησής της. Έχει η τέχνη τον δικό της ιδιαίτερο τρόπο ιερουργίας: την πρόκληση συγκίνησης μέσα από την αποκάλυψη της ομορφιάς και της αλήθειας των πραγμάτων – ή μέσα από την επισήμανση της στέρησής τους, που τελικώς είναι το ίδιο.[2]
Η ιδιαίτερη αυτή συγκίνηση είναι αφ’ εαυτής μια ιερατική λειτουργία κρίσιμη για την εποχή μας, ζωτική ανάγκη κάθε ανθρώπου. Πολύ περισσότερο αυτών που παλεύουν αγωνιωδώς να ξεφύγουν από την ασχήμια και την αναλήθεια που τους καταπίνουν, όπως εμείς σήμερα. Αλλά επειδή όλα αυτά κινδυνεύουν να είναι πολύ γενικά κι αόριστα προτιμώ να σταθώ σ’ ένα παράδειγμα: το Biutiful, την τελευταία ταινία του Αλεχάντρο Γκονζάλες Ιναρίτου με τον Χαβιέ Μπαρδέμ.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Το σύνθημα έριξε πρώτος ο Θεόφιλος Γκοτιέ από τον 19ο ήδη αιώνα. Για περισσότερα βλ. το λήμμα "Art for art's sake" στη Wikipedia και στην ιστοσελίδα της βιβλιοθήκης του Πανεπιστημίου της Βιρτζίνια (Dictionary of the History of Ideas).
[2] Από την άποψη αυτή το ζήτημα δεν έχει να κάνει με την αντιδιαστολή της (καλλιτεχνικής) μορφής προς το (νοηματικό;) περιεχόμενο του έργου τέχνης. Απ’ όπου και να πηγάζει το αίσθημα που οδηγεί στην καλλιτεχνική δημιουργία – είτε εκκινεί απ’ «αλλού» είτε αναβλύζει αφ’ εαυτού – τα κρίσιμα ερωτήματα είναι: (α) ποιο είναι το ποιον του αισθήματος αυτού, και (β) σε ποιο βαθμό η προσωπική συγκίνηση του δημιουργού καλλιτέχνη συντονίζεται μ' ένα γενικότερο αίσθημα.
Αγαπητέ Βασίλη,
Θεωρώ το κείμενό σου αυτό εξαιρετικά ερεθιστικό για διερωτήσεις, επίτρεψέ μου όμως να διαφοροποιηθώ εν μέρει από τις απαντήσεις που υπαινίσσεσαι.
Εκλαμβάνεις εξ αρχής (2η παράγραφος) ως [i]«αλλότριο και αλλοτριωτικό»[/i], για την τέχνη, ρόλο το να [i]«υπηρετεί ένα ηθικό ή ιδεολογικό πρόταγμα»[/i]. Η απορία μου είναι: Ποια τέχνη θα μπορούσε να διαψεύσει ότι υλοποιεί ακριβώς αυτό; Υποστηρίζω – στο κείμενό μου «Η τέχνη για την τέχνη;» – ότι δοκιμάζει να το διαψεύεσει μόνο η τέχνη εκείνη που προσκομίζει την Απονοηματοδότηση. Μόνο που, και ετούτο, ως Ιδεολογικό και πάλι Πρόταγμα θα μπορούσε ανέτως να περιγραφεί.
Ούτε συναινώ μα ούτε καν αντιτίθεμαι, λοιπόν, στην ιδέα της «τέχνης για την τέχνη» – μιας τέχνης, σα να λέμε, χωρίς στοιχεία ταυτότητας. Επισημαίνω μόνο ότι μια τέτοια τέχνη, απλώς, αποσιωπά τ’ όνομά της…
Ζητάς, παρακάτω, [i]«να μη ζητήσουμε από την τέχνη να υπηρετήσει ένα εκτός αυτής περιεχόμενο»[/i]. Ποιο περιεχόμενο, όμως, βρίσκεται, εκ προοιμίου, «εντός» της τέχνης, ώστε οποιοδήποτε άλλο να εντοπίζεται εξ ορισμού «εκτός» τής περιοχής της;
Ένα [i]«ηθικό, ιδεολογικό ή θρησκευτικό δόγμα»[/i], απαντάς, [i]«καλό ή κακό, αδιάφορο»[/i], είναι τό ε κ τ ό ς τής αυτονόητης περιοχής της. Διαπορώ ωστόσο και πάλι: Ποιο Νόημα Ζωής έχει την αυταπάτη πως μάς συστήνεται ως κάτι δ ι α φ ο ρ ε τ ι κ ό από Δόγμα; Ποιο νόημα ζωής, δηλαδή, ισχυρίζεται ότι προσκομίζει μιαν αλήθεια α π ο δ ε ί ξ ι μ η;
Όταν απορρίψουμε, λοιπόν, κάθε «δόγμα» τότε έχουμε απλά διαψεύσει, μαζί, κι οποιοδήποτε «νόημα». Επανερχόμαστε, οπότε, στο σημείο που σχολίασα λίγες σειρές παραπάνω.
Και φτάνουμε στο συναρπαστικό θέμα της σχέσης της τέχνης με το ιερό. [i]«Βαθιά μέσα στην ουσία της ανθρωπότητας η λειτουργία της τέχνης είναι ιερατική»[/i] – συμφωνούμε. Κι αυτό συμβαίνει, διευκρινίζω, επειδή βαθιά μέσα του ο ανθρωπος ξέρει ότι το νόημα της ζωής του έχει μεγαλύτερη αξία από την ίδια τη ζωή του – κι ότι το νόημα αυτό δεν μπορεί παρά να έχει ως προέλευσή του την εστία του ιερού.
Πριν ακόμα ενταχθεί στην ιερατική πράξη, λοιπόν, η ιερατική τέχνη είναι εκείνη που, κατ’ εξοχήν, καλείται να εκφράσει αυτό που μάς συνεπαίρνει στο “περισσόν της ζωής”. Αφότου τό κατορθώσει (γεγονός όχι αυτονόητο) η συγκεκριμένη, αυτή, τέχνη διαπιστώνεται άξια μέχρι και [i]«να υπηρετήσει τή λειτουργική μετοχή μας στο ιερό»[/i] – δηλαδή να ενταχθεί στον λειτουργικό χωροχρόνο.
[i]«Όμως η μοντέρνα, όπως και η μεταμοντέρνα εποχή αρνούνται ή υπονομεύουν κάθε έννοια ιερότητας και κυρίως κάθε έννοια ιεροσύνης»[/i] αποφαίνεσαι.
Ένσταση! Δεν είναι η Εποχή αυτή που τό ορίζει ετούτο, υποστηρίζω: Είναι κυρίως η Φιλοσοφία της. Κι εδώ ακριβώς επιτελείται ο μεσολαβητικός ρόλος της επίσημης τέχνης, μεταξύ τού “κυρίαρχου λόγου” και τής “κοινωνίας”, τον οποίο είχα υπογραμμίσει σε προηγούμενο σημείωμά μου («Η συνάφεια της τέχνης και της ζωής»).
Αν λοιπόν επικαλούμαστε, όντας συνεπείς με το εαυτό μας, την Αυτονομία της Τέχνης τότε θα πρέπει να την επιζητήσουμε και εδώ: Να μην αποκλείσουμε – για παράδειγμα – διόλου το ενδεχόμενο ενός εκφραστικού κώδικα που επιλέγει, στις μέρες μας, να εικονογραφήσει την ιερή αναφορά της ζωής.
Να μη διαγράψουμε τη δυνατότητα αυτή της τέχνης, λέω, περιγράφοντάς την απαγορευτικά ως [i]«υποταγή σε μια εκτός αυτής ιερουργία»[/i].
[i]«Ο δρόμος για την αυθεντική επανεύρεση [εκ μέρους της τέχνης] του ιερατικού της χαρακτήρα είναι να λειτουργήσει η ίδια ιερουργικά»[/i], σημειώνεις. Το συμμερίζομαι ανεπιφύλακτα. Και συμπληρώνω ότι αυτό ακριβώς πράττει, ούτως ή άλλως, κάθε καταφατικώς αυτοπροσδιοριζόμενη τέχνη – ανεξάρτητα μάλιστα από τις προθέσεις του καλλιτέχνη.
[i]«Έχει η τέχνη τον δικό της ιδιαίτερο τρόπο ιερουργίας: την πρόκληση συγκίνησης μέσα από την αποκάλυψη της ομορφιάς και της αλήθειας των πραγμάτων»[/i], λες. Προσυπογράφω με ενθουσιασμό. Προτείνω να προσέξουμε ωστόσο ότι η όψη τής «αλήθειας των πραγμάτων», εκείνη, την οποία αναδεικνύει η τέχνη, επ’ ουδενί είναι η ίδια όψη τής αλήθειας τους, την οποία αναδεικνύει – για παράδειγμα – η επιστήμη: Όπως έχει εύστοχα παρατηρηθεί, ένα μαθηματικό θεώρημα δεν είναι σε θέση να παραγάγει την παραμικρή συγκίνηση. Η α λ ή θ ε ι α λοιπόν των πραγμάτων την οποία φωτίζει η τέχνη, δεν είναι παρά η αλήθεια τού μ υ σ τ η ρ ί ο υ τους!
Η πιστοποίηση ετούτη ανοίγει νομίζω το δρόμο να κατανοήσουμε ότι – όλως αντιθέτως προς τα κελεύσματα της ηγούμενης σήμερα φιλοσοφίας – ο λόγος περί τέχνης θα μπορούσε να ξαναγίνει πεδίο προσέγγισης, κατ’ εξοχήν, του εκκλησιολογικού στοχασμού. Αρκεί φυσικά αυτό να μην εξελιχθεί υπό όρους υπακοής ή, έστω, παραχωρήσεων προς την κρατούσα αποσυνειδητοποίηση του κόσμου μας.
Άλλωστε, η Απώλεια της Τέχνης από τη ζωή των κοινωνιών, που στοιχειοθετείται ως ίδιον τής ενεστώσας ιστορικής φάσης, αποτελεί ένα δράμα το οποίο μόνο η θεολογική προσέγγιση θα μπορούσε να ερμηνεύσει και μόνο η ζωή του ιερού να ζωογονήσει την υπέρβασή του.
Η τέχνη δηλαδή η ομορφιά εκλείπει επειδή έχει ήδη εκλείψει η ζωή, από τον άνθρωπο εκείνο που δοκίμασε να αναστρέψει αυτο-αναφορικά το λόγο – ισχυρίζομαι. Κι επικαλούμαι την επαλήθευση ή τη διάψευση (κατά την κρίση κάθε συνομιλητή μας) επί τή βάσει της συνηγορίας, ή όχι, των γεγονότων και των βιωμάτων.
Ζητώντας συγγνώμη για την έκταση τούτου του σχολίου,
Γιώργος Κ.
Πολύ εύστοχη η ανάλυσή σου, Βασίλη.
Αυτό που θέλει κανείς να εκφράσει μέσω της τέχνης είναι η προσωπική του αλήθεια και ομορφιά. Κι όσο πιο βαθιά και ειλικρινώς σκάβει κανείς μέσα του, συνήθως και τόσο πιο ωραία και αληθινά εκφράζεται, κατά το απολυτίκιο του αγίου Γρηγορίου του θεολόγου: “Ως γαρ τα βάθη του Πνεύματος εκζητήσαντι, και τα κάλλη του φθέγματος προσετέθη σοι”.
Η “στρατευμένη” όμως τέχνη, πολλές φορές ενέχει το στοιχείο του ψεύδους και καταλήγει σε μια “ξύλινη” γλώσσα. Ίσως γιατί οι “στρατευμένοι” καλλιτέχνες προσπαθούν να εκφράσουν καλλιτεχνικά πράγματα που δεν έχουν ουσιαστικά βιώσει εμπειρικά αλλ’ ασπαστεί διανοητικά και ιδεολογικά.
Αγαπητέ μου Γιώργο,
Οφείλω κατ’ αρχάς να πω ότι χαίρομαι για τις παρατηρήσεις σου. Άλλωστε εγώ είμαι εκείνος που «ήρξατο χειρών αδίκων» σηκώνοντας το γάντι που πέταξες με το μικρό αλλά πυκνό κείμενό σου. Κοινό ζητούμενο και για τους δυο μας είναι η αμοιβαία εμβάθυνση στο σημαντικό θέμα που εσύ έθιξες αρχικά.
Για την ώρα θα περιοριστώ σε μια πρώτη παρατήρηση. Δεν αρνούμαι την ύπαρξη ενός νοήματος που υπάρχει πέραν της τέχνης. Αυτό που αμφισβητώ είναι το ότι η διάκριση τέχνης και νοήματος μπορεί να εκφραστεί επαρκώς με δίπολα του τύπου μορφή-περιεχόμενο, με την τέχνη να αντιστοιχεί υποτίθεται στη «μορφή» και το νόημα (υπό την έννοια της διδασκαλίας ή της γνώμης) στο «περιεχόμενο». Αν έπρεπε να μιλήσουμε για το έργο τέχνης διακρίνοντας ντε και καλά σε μορφή και περιεχόμενο, εγώ θα αντιλαμβανόμουνα ως μορφή την τεχνοτροπία και ως περιεχόμενο το θέμα (τον θεματικό χειρισμό) του έργου. Το νόημα του έργου τέχνης εκφράζεται προφανώς και με τα δύο.
Θα πεις, αν το νόημα ενυπάρχει στο όλο έργο τέχνης (μορφή και περιεχόμενο μαζί) τί μπορεί να εννοούμε όταν απ’ την άλλη μεριά παραδεχόμαστε ότι το νόημα υπάρχει πέραν της ίδιας της τέχνης; Και τί θα πει «νόημα» στην περίπτωση αυτή; Είναι ας πούμε κάποια διδασκαλία; Κάποια άποψη; Εδώ ανοίγει μια μεγάλη συζήτηση, της οποία έχεις ήδη απλώσει τον καμβά με τα ενδιαφέρονται και καίρια ερωτήματά σου. Εγώ όμως θα ζητούσα εδώ τάιμ-άουτ. Και επιφυλάσσομαι να επανέλθω το συντομότερο. Ίσως αμέσως μετά το Πάσχα.
Προς το παρόν εύχομαι καλή Μεγάλη Εβδομάδα και (αν δεν τα πούμε μέχρι τότε) καλή Ανάσταση. Ίσως η συμμετοχή στις μεγαλοβδομαδιάτικες ακολουθίες να μας βοηθήσει και στη συζήτηση. Με αγάπη, ΒΞ.
Ευχαριστώ Theo για το παράθεμα του Αγ. Γρηγορίου. Και σωστή η παρατήρησή σου να βάλεις στη συζήτηση την έννοια της “στρατευμένης” τέχνης. Γιατί δεν μπορούμε βέβαια να μιλάμε για το δόγμα της “τέχνης για την τέχνη” χωρίς το αντίπαλο δέος. Αυτό πρέπει νομίζω να το λάβει σοβαρά υπ’ όψη του και ο Γιώργος. ΒΞ
Φίλε Βασίλη,
Νομίζω ότι θα μπορέσουμε, πράγματι, να συνεννοηθούμε – πιθανόν μάλιστα και να συμπέσουμε!
Διευκρινίζω, οπότε: Ως προς το θέμα «μορφή-περιεχόμενο», δεν θέτω ο ίδιος θέμα «αντιδιαστολής» τους (παρά μόνο κατ’ εξαίρεσιν – περίπτωση όμως στην οποία δεν χρειάζεται να επεκταθούμε εδώ).
Δεν βρίσκω λοιπόν κανένα σημείο διαφωνίας μου με τη δεύτερη παράγραφο τού τελευταίου σχολίου σου: [i]«Το νόημα του έργου τέχνης εκφράζεται προφανώς και με τα δύο»[/i], καταλήγεις. Προσυπογράφω το «προφανώς», μαζί με σύσσωμη τήν εκ μέρους σου τεκμηρίωσή του.
Δεν θέτω, καν, θέμα [i]«νοήματος που υπάρχει πέραν της τέχνης»[/i], ας αποσαφηνίσω επίσης. Η νοηματοδότηση του κόσμου (εκ μέρους του καλλλιτέχνη) προφανώς προηγείται της καλλιτεχνικής δημιουργίας, εμείς όμως εδώ συζητάμε όχι τις αφετηρίες τής σύλληψης, αλλά ό,τι εμπεριέχεται στο τελικό δημιούργημα: Τον «λόγο» που ετούτο, αυτοδυνάμως, «εκφέρει».
Παραμένει, νομίζω κι εγώ, η ανάγκη διερεύνησης των λοιπών θεμάτων γύρω από τα οποία αρθρώνεται η προηγούμενη παρέμβασή μου – εν κατακλείδι, όπως το θέτει ο Theo, του ερωτήματος περί στρατευμένης και αστράτευτης τέχνης. Ευπρόσδεκτη λοιπόν η διαδικασία ενός διαλείμματος, για αναπνοή, και ακόμα πιο ευδόκιμη η παραπομπή στην οσμή ευωδίας των λατρευτικών ακολουθιών.
Υπενθυμίζω μόνο ότι θα πρέπει να μεσολαβήσει το μεγαλοβδομαδιάτικο «αντιφωνικό» μου σημείωμα, το οποίο ούτως ή άλλως σκόπευα να έχει θέμα του τη «βυζαντινή» εικαστική γραφή. Επ’ αυτού, ακριβώς, οφείλω να μαρτυρήσω (ευχαριστώντας) ότι ο διάλογος στην παρούσα σελίδα μέ βοηθά να τό προσεγγίσω με ουσιωδέστερο, ελπίζω, τρόπο.