Πιστεύω στὰ δισταχτικὰ ἀδέξια βήματα τῶν ταπεινῶν καὶ στὸν Χριστὸ
ποὺ διασχίζει τὴν Ἱστορία… Τάσος Λειβαδίτης
Ενας Μεταφυσικός της Αριστεράς
Μιχάλης Μερακλής
(Πρέπει κάποτε να πάψει να μισεί θανάσιμα η Αριστερά τη μεταφυσική. Ας κρατήσουν δώρο το μίσος αυτό
οι ορθολογιστές–εκσυγχρονιστές–διαφωτιστές αστοί. Η διανόηση της
Αριστεράς πρέπει να δεχθεί, ότι ο διαλεκτικός υλισμός δεν συμπίπτει
απολύτως με τον ιστορικό υλισμό.) Μιλώντας για τον Τάσο Λειβαδίτη σε ένα βιβλίο μου του 1987, πραγματευόμενο την ελληνική ποίηση της περιόδου 1945-1980, επισήμαινα μια στροφή προς τον εσώτερο εαυτό του, μετά τα πρώτα ευθύτερα αγωνιστικά βιβλία του (Μάχη στην άκρη της νύχτας, 1952, Φυσά στα σταυροδρόμια του κόσμου, 1953, Ο άνθρωπος με το ταμπούρλο, 1956). Την έναρξη της στροφής αυτής τοποθετούσα γύρω στο 1957, έτος έκδοσης της Συμφωνίας αρ. 1.
Έχοντας συμπορευθεί με τους συντρόφους του στους διωγμούς και στα μαρτύρια (κορύφωση στάθηκε ο Κρανίου τόπος της Μακρονήσου) συνειδητοποιούσε με τον καιρό και την εξέλιξη των πραγμάτων «το άδικο ξόδεμα του ανθρώπου, της θυσίας που προσφέρθηκε ανανταπόδοτη». Έτσι, συνέχιζα, «θα κάνει σιωπηλά, μοναχικά, χωρίς δηλώσεις και διακηρύξεις, μια στροφή προς τα μέσα. Τον ίδιο καιρό που θα εξακολουθείνα αντιστέκεται στη βία του συστήματος, θ’ αρχίσει κάτι να σπάζει μέσα του, όσον αφορά την αισιοδοξία για την επιβολή, κάποτε, οριστικών, θετικών λύσεων στο κοινωνικό, δηλαδή στο ανθρώπινο ζήτημα».
Αυτή η στροφή θα δυναμώσει πιο πολύ την πάντα δυνατή σχέση του με τους νεκρούς του Αγώνα. Σχέση, στην αρχή, ως ποιητή τού Εμείς:
Όχι, δε σας θάψαμε. Σας αφήσαμε άταφους τρεις μέρες και τρεις νύχτες να χορτάσει ο ουρανός απ’ την ασύγκριτη, σιωπηλή ομορφιά σας.
Κι ύστερα μπήκατε ορθοί στη γη, όπως μπαίνει ο άντρας στη γυναίκα.
Έτσι γεννήθηκαν τα στάχυα κι οι σημαίες.
Στη συνέχεια η σχέση αυτή έγινε προσωπική, σχεδόν ιδιωτική – αυτός,
μόνος του, και εκείνοι (25η ραψωδία, 1963):
Εσείς, που ζήσατε και πεθάνατε ταπεινά,
– μα εγώ, παίζοντας γροθιές με την ανωνυμία και τους νεκροθάφτες
σας άρπαξα και σας έθαψα, εδώ, μέσα στα κόκαλά μου,
για να μπορώ να ταξιδεύω τώρα στο διάστημα, πικρός και σιωπηλός
κι ολόδροσος, σαν ένα χωριάτικο κοιμητήρι που διασχίζει το χρόνο.
Η αφοσίωσή του στους νεκρούς –θα έλεγα πιο καλά η μετάληψή του, γίνεται τελικά και πύλη εισόδου σ’ ένα χώρο, όπου ο θάνατος χρειάζεται να μονομαχεί με την αθανασία. Γίνεται εδώ πότε πότε αισθητή και μια φευγαλέα υπερβατική επιφάνεια. Τελείωνα το κείμενό μου για το Λειβαδίτη με την παρατήρηση, ότι η ποίησή του τελικά είναι η πιο εντυπωσιακή μαρτυρία «μιας συγκλονιστικής μετάβασης» από την απροκάλυπτη εξωστρέφεια στην πιο αποφασιστική ενδοστρέφεια.
Βέβαια υπαγορεύθηκε τούτο απ’ τις ιστορικές συνθήκες της εποχής. Αλλά βρήκαν αυτές το πιο πρόσφορο έδαφος, για να φυτρώσουν τα αγλαόκαρπα δέντρα, στην έμφυτη ευαισθησία και ποιητική ιδιοφυΐα εκείνου. Χάρη στο Λειβαδίτη μπορώ να πω ήσυχος, βέβαιος ότι δεν παραδοξολογώ, δεν λέω κάτι ασύστατο και αντιφατικό, ότι η Αριστερά έχει το μεγάλο μεταφυσικό της.
Πρέπει κάποτε να πάψει να μισεί θανάσιμα η Αριστερά τη μεταφυσική. Ας κρατήσουν δώρο το μίσος αυτό οι ορθολογιστές–εκσυγχρονιστές–διαφωτιστές αστοί. Η διανόηση της Αριστεράς πρέπει να δεχθεί, ότι ο διαλεκτικός υλισμός δεν συμπίπτει απολύτως με τον ιστορικό υλισμό.
Είπα σε μια πρόσφατη εκπομπή για το Λειβαδίτη ότι αυτός, σε αντίθεση με άλλους, δεν σκέφθηκε ποτέ να επιρρίψει τις ευθύνες για τις ήττες του Κινήματος στα λάθη της ηγεσίας και λοιπά. Αν υπάρχει λάθος, αυτό το έχει η Ιστορία. Δηλαδή η ίδια η σύσταση του ανθρώπου, της ανθρωπότητας, που κι όταν αναγνωρίζει τα Μεγάλα και Αληθινά και επιχειρεί να τα πραγματώσει για το καλό της «αλλάζοντας τη ζωή μας», κάποια στιγμή, αναπόδραστα, αργά ή γρήγορα, προδίδεται από την ίδια την ανεπάρκειά της. Διαβάζω στη Σκοτεινή πράξη (1974).
Ωστόσο η είδηση που περιμέναμε, έφτασε, και θα μπορούσε, ίσως, ν’ αλλάξει τη ζωή μας, αν δεν ήταν σε μια γλώσσα άγνωστη, που κάποιοι που την ήξεραν, είχαν πεθάνει, όλοι νέοι..Και υπάρχουν δυστυχώς διάφοροι τρόποι να πεθαίνουν οι νέοι. Όχι μόνο στους τόπους των εκτελέσεων.
Δεν μένει τίποτα λοιπόν οριστικό; Μένει, απαντά ο μεταφυσικός ποιητής. Πηγαίνοντας, ίσως, ένα βήμα πίσω από το Σίσυφο του Καμί ή όποιου άλλου, ο οποίος δεν παραιτείται, παρά τις αλλεπάλληλες ματαιώσεις, από την πράξη. Ο Λειβαδίτης δεν μένει στην πράξη (ό,τι ήταν να κάνει το έκανε, και με το παραπάνω). Έχει περάσει στην ονειροπόληση της πράξης. Του παρελθόντος (εκεί τοποθετείται και η δική του) ή και του μέλλοντος. Στην ονειροπόληση της πράξης που έγινε ή και θα γίνει. Η ονειροπόληση πλεονεκτεί έναντι της ίδιας της πράξης ως προς το ότι την ιδανικοποιεί, αφαιρώντας τα «βαρέα» υλικά. Κάτι τέτοιο μου φαίνεται να εννοεί το επόμενο συγκλονιστικό «μυστικό» κείμενο από το ίδιο βιβλίο:
Κάποτε το σπίτι ξεχειλίζει απ’ την απαντοχή, και δεν έχουμε πού να σταθούμε, βγαίνουμε, τότε, στον κόσμο, όπως την πρώτη φορά, κλαίγοντας, ενώ ο ορίζοντας πέρα, με την άκρα εγκατάλειψη, μας κλείνει μες στο μυστικό, ώσπου το βράδυ μια άρπα ακούγεται σ’ ένα σπίτι ακατοίκητο.
Είναι η ώρα του μεγάλου ονειροπόλου, που εδώ και αιώνες, χωρίς ποτέ να χάνεται, πηγαίνει πάντα προς το χαμό. Υπάρχει εδώ μια αντανάκλαση αθανασίας, έστω μελαγχολικής. Τη συνιστά η αιώνια ανακύκληση, κατά γενεάς, ονειροπόλων. Το κείμενο αυτό άλλωστε δίνει την ευχέρεια να καταλάβουμε, πώς εννοεί ο ποιητής τη στροφή προς τον εαυτό του. Το εγώ εμπεριέχει τελικά και τους άλλους. Δεν έχει πάψει και τη μοίρα των άλλων να συλλογίζεται, συγκεντρωμένων όλων (μαζί τους είναι κι αυτός) σ’ ένα τόπο μεταρσιωμένης ονειροπόλησης (από το ίδιο βιβλίο):
Τι άλλο είναι, λοιπόν, το μέλλον απ’ την αληθινή πατρίδα μας, αφού το όνειρο εκεί πηγαίνει, κι όταν πεθάνουμε, είμαστε πιο μπροστά από χθες, νεκροί στο μέγα αύριο, έτσι, κι όταν οι μητέρες, στη μνηστεία ακόμα, κοίταζαν, έκθαμβες, στο δάχτυλο τον αρραβώνα, εμείς, ερχόμαστε, κιόλας, δακρυσμένοι προς τον χρόνο. Νεκροί, ζωντανοί, επερχόμενοι, μαζί, στο «μέγα αύριο». Μια μεταφυσική ονειροπόληση. Από κάποια στιγμή κι ύστερα, λέει στο Εγχειρίδιο αθανασίας (1979), «δεν ξαναβγήκα απ’ τ’ όνειρο κι όμως κρύωνα, αλλά μπορούσα τουλάχιστον να παραδοθώ στ’ ανώμαλα πάθη μου:
τη μελαγχρολία ή το συνωστισμό». Ο συνωστισμός θα σημαίνει την παρουσία του μέσα στους άλλους. Με τους οποίους θα ήθελε να μοιράζεται τη γήινη μελαγχολία του, πέρα από τις μοναχικές του ώρες, όταν βρισκόταν «απ’ την άλλη μεριά της ζωής» (εκείνος θα πει «πάντα», υπερβάλλοντας):
Τα βράδια οι φίλοι με αναζητούν στα καφενεία, όπου βρίσκουν ένα
ποτήρι κονιάκ ν’ αδειάζει σιγά σιγά μόνο του –
αλλά τι να ’κανα που υπήρξα πάντα
απ’ την άλλη μεριά της ζωής.
(Ο τυφλός με τον λύχνο, 1983)
Ο Μιχάλης Μερακλής (Καλαμάτα, 1932) είναι ομότιμος καθηγητής του πανεπιστη-
μίου Αθηνών, λαογράφος, φιλόλογος και κριτικός. Υπήρξε πρόεδρος της Πανελλήνιας
Ένωσης Φιλολόγων.
Tό θρησκευτικό ρίγος στόν Τάσο Λειβαδίτη καί ἡ ἀνθρώπινη ἀσημαντότητα
Ἠλίας Κεφάλας
ΑΝΑΤΡΕΧΟΝΤΑΣ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΤΑΣΟΥ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗ ΣΥΝΑΝΤΑΜΕ απειράριθμες δέσμες σημασιῶν καὶ αὐτοτελῶν νοημάτων ἤ νοηματικῶν ἐμμονῶν, ποὺ σχηματίζουν ξεχωριστὲς θεματικὲς ἑνότητες, ἐνισχυόμενες ποιοτικὰ καὶ ποσοτικὰ ἀπὸ συλλογὴ σὲ συλλογὴ.
Αὐτὲς οἱ ποιητικὲς ἐμμονὲς, σὰν ὄνειρα ποὺ βλέπουμε καὶ ξαναβλέπουμε ἀσυναίσθητα, γιὰ νὰ μείνουν γιὰ πάντα ἐγχάρακτα μέσα στὴν προσφιλή μας μνήμη ἤ στὶς ἀόριστες ἐγκοπὲς τοῦ ὑποσυνειδήτου, ἀναβλύζουν καὶ καταλαμβάνουν χῶρο μέσα σὲ ποιήματα διαφορετικῶν κατευθύνσεων καὶ λειτουργοῦν σὰν λυρικὰ κεντήματα ποὺ ταιριάζουν σὲ πολλὰ συναισθηματικὰ ὑποστρώματα.
Χωρὶς κόπο μποροῦμε αἴφνης νὰ ἀναφέρουμε σὰν τέτοιες θεματικὲς ἐμμονὲς ἀμέτρητες καταστάσεις ἤ πρόσωπα καὶ πράγματα ποὺ, ἔχο ντας πάρει τὴ μορφὴ καὶ τὴ χροιὰ τοῦ φάσματος, ἔρχονται καὶ ἐπανέρχονται στὴν ποίηση τοῦ Τάσου Λειβαδίτη, τονίζοντας τὴν ἀστείρευτη σημασία τῆς παρουσίας τους: ἡ γυναίκα, ἡ βροχή, τὸ ἀνε ξήγητο, τὸ χαμένο, ἡ ἀόριστη ἀπουσία, οἱ θλιμμένοι, ὁ ἀναλωμένος χρόνος, ἡ νεότητα, ἡ παιδικότητα, ἡ ἐπίσκεψη τῶν νεκρῶν, ἡ ἀδικία, ἡ φτώχεια, ἡ ἀγάπη, τὸ ἡλιοβασίλεμα κλπ. Ὅλα αὐτὰ ἐνδεχομένως θὰ μποροῦσαν νὰ στεγαστοῦν στὸν γενικό θεματικό τίτλο «στερήσεις τοῦ ποιητῆ καὶ τοῦ ἀνθρώπου ἐν γένει», καθὼς συνιστοῦν ὄχι μόνο ἐλλείψεις καὶ παράπονα τοῦ ποιητῆ, ἀλλὰ καὶ θαύματα ἀκράδαντα τοῦ καθημερινοῦ
ποιητικοῦ βίου. Γιὰ ἕναν ποιητὴ ποὺ ξεκίνησε στρατευμένος στὴν ἰδεολογία τῆς Ἀριστερᾶς καὶ χρειάστηκε νὰ διανυθεῖ μιὰ ἀρκετὰ μακρὰ διαδρομὴ γιὰ νὰ τολμήσει νὰ ἀπελευθερώσει τὴν ποιητικὴ ἰδιοσυγκρασία του, πολλὲς ἀπὸ τὶς ὑπο-ἑνότητες αὐτὲς εἶναι δείγματα τῆς ἐσωτερικῆς ἀγωνίας του γιὰ νὰ ἐκφραστεῖ ὁ πραγματικός κόσμος ποὺ ἐπώαζε μέσα του. Ἀπὸ ἕνα σημεῖο καὶ μετὰ (καὶ αὐτὸ γίνεται ὁριστικὰ στὴν τρίτη περίοδό του, ποὺ ἀρχίζει ἀπὸ τὴ συλλογὴ Ἐγχειρίδιο εὐθανασίας, 1979, ἐνῶ ἰσχυρὲς ἐνδείξεις ἔχομε καὶ ἀπὸ πρὶν) ὁ Λειβαδίτης καταφέρνει νὰ ἀπεξαρτηθεῖ ἀπὸ τὴν ὑπεράσπιση τῶν ἀδυνάτων καὶ ἀδικημένων τῆς κοινωνίας, γίνεται ὁ στυλοβάτης τοῦ ἀτόμου ποὺ θέλει νὰ ἐντρυφήσει μέσα στὸ παράξενο τοῦ ὀνείρου καὶ στὶς ἀκατανόητες ὑπερβάσεις τῆς ὕπαρξης. Ὁ ποιητὴς θέλει ἀγωνιωδῶς στὸ ἑξῆς νὰ διαχυθεῖ σὲ πράγματα καὶ θαύματα ποὺ δὲν λύνονται πιὰ ἀπὸ τὶς πολιτικο-οικονομικές ἐξισώσεις τοῦ κόσμου, ἀλλὰ ἀπὸ τὰ ὑπόγεια ρεύματα τῆς ποίησης καὶ τῆς ὀνειροφαντασίας.
Η ΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ ΑΥΤΗΣ, ΩΡΙΜΗ ΚΑΙ ΕΜΠΕΡΙΣΤΑΤΩΜΕΝΗ, ΠΡΟΩΘΕΙ τὶς ἀναζητήσεις της πέρα ἀπὸ τὸ ὁρόσημο τοῦ θανάτου. Στὰ πλαίσια τῆς θέασης αὐτῆς ἀναπτύσσεται μιὰ εἰδικὴ πτυχὴ τῆς θεματογραφίας τοῦ Λειβαδίτη, ποὺ ὀνομάζω ἐνδεικτικά “λυρική θεολογία”. Εἶναι καιρός πλέον ποὺ ὁ ποιητής πρέπει, ὡς ἐνσυνείδητη ὀργανικὴ μονάδα, ἔμφορτος ἀπὸ τὴν ἀγωνία τῶν δημιουργικῶν του καταθέσεων, νὰ σταματήσει καὶ νὰ ἀναρωτηθεῖ: Ποῦ βγάζει τελικὰ αὐτὸς ὁ δρόμος; Καὶ αὐτὸς ὁ ἀγώνας τῆς ὕλης καὶ τοῦ πνεύματος, τὰ δάκρυα καὶ οἱ ἀθέατες κατακρημνίσεις τοῦ θυμικοῦ, ἔχουν τελικὰ κάποιο ἀντίκρισμα; Ὑπάρχει κοιτίδα ἐπιστροφῆς ἤ ὅλα εἶναι καπνὸς καὶ στάχτη;Ἄν δὲν προχωρήσουμε μὲ τὶς σκέψεις αὐτὲς στὴν ἀνίχνευση τοῦ ποιητικοῦ προσώπου τοῦ Λειβαδίτη καὶ ἔχομε μόνο κατὰ νοῦ τὸν πικραμένο καὶ καταπιεσμένο ποιητὴ τῶν πρώτων συλλογῶν, τότε ἡ συ-
νάντηση μὲ τὸν στίχο τῆς συλλογῆς Βιολέτες γιὰ μιὰ ἐποχή (1985): Κι ὅπως χιόνιζε ἄνοιξα τὸ Εὐαγγέλιο, ἀλλά χιόνιζε κι ἐκεῖ θὰ πέσει πάνω μας σὰν ράπισμα. Ἀμέσως θὰ πρέπει νὰ ἀναρωτηθοῦμε: Τὶ θέλει αὐτὸς ὁ ποιητὴς μέσα στὸ Εὐαγγέλιο; Τὶ εἶναι αὐτὸ ποὺ γυρεύει; Μήπως πεινασμένους καὶ ἀδικημένους; Μήπως ἐγκόσμια δικαιοσύνη; Μήπως αὐτὰ ποὺ τοῦ πῆραν ἄλλοι καὶ ἀλλοῦ; Ἤ, μήπως, αὐτὰ ποὺ ἄλλοι καὶ ἀλλοῦ δὲν τοῦ δίνουν; Καὶ θὰ ἀναρωτηθοῦμε ἀκόμα, καὶ ἴσως ἀναπόφευκτα, ἀλλὰ καὶ πολὺ λογικὰ: μήπως στὸ Εὐαγγέλιο δὲν ψάχνει παρὰ αὐτὸ ποὺ φύσει καὶ θέσει βρίσκεται (ἤ πρέπει νὰ βρίσκεται) ἐκεῖ μέσα; Δηλαδὴ τοὺς πολλαπλοὺς δρόμους τοῦ θείου καὶ τοῦ Θεοῦ;
Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΑΥΤΑ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΣΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΤΗΣ ΣΥΧΝΗΣ
ἐπίκλησης τοῦ Θεοῦ στὶς τελευταῖες ποιήσεις τοῦ Λειβαδίτη. Καὶ βέβαια πρόκειται γιὰ μιὰ παρουσία Θεοῦ φιλτραρισμένη ποιητικὰ καὶ λαξευμένη στὰ συναισθηματικὰ μέτρα τοῦ ποιητῆ. Δὲν πρόκειται ἀκριβῶς γιὰ τὸν βιβλικὸ Θεό, ἀλλὰ γιὰ τὸν ποιητικὸ Θεό, ποὺ, παρ’ ὅλες τὶς ἰδιαίτερες ὄψεις θέασής του καὶ τοὺς τρόπους προσέγγισής του, εἶναι ἕνας παντοδύναμος καὶ δημιουργὸς Θεὸς στὸν ὁποῖο δίνουμε λόγο, ἀλλὰ καὶ τοῦ ζητᾶμε τὸν λόγο. Ὁ Θεὸς αὐτὸς ἔρχεται νὰ ἐμφυσήσει θρησκευτικὸ ρίγος στὰ τελευταῖα ποιήματα τοῦ Τάσου Λειβαδίτη καὶ νὰ ὑποθάλψει μιὰ κατανυκτικὴ λυρικὴ ἀτμόσφαιρα. Ὁ Λειβαδίτης ὄχι μόνο γιὰ νὰ κάμψει τοὺς ἐγκόσμιους φόβους, τοὺς ὁποίους ἐγείρει κάθε ὑπαρξιακὴ κόπωση, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ συνομιλήσει ὡς δημιουργὸς πρὸς Δημιουργό, σὲ μιὰ ἐλεύθερη συζήτηση χωρὶς κυρώσεις καὶ φραγμούς,
αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκη νὰ ἀναζητήσει καὶ νὰ βρεῖ μιὰ πίστη σὲ μιὰ Δύναμη μακρινὴ καὶ ἀπλησίαστη καὶ, γι’ αὐτὸ ἴσως, ἄτρωτη. Ἡ λυρικὴ ἔκφραση ἀποδίδει ἐπανειλημμένα τοὺς ἐρημικοὺς χώρους τῆς μοναξιᾶς, στὸ βάθος τῶν ὁποίων ὑποφώσκει ἡ θεία παρουσία.
Ἡ σκηνογραφία ἑνὸς τέτοιου τοπίου, ἐνῶ δὲν χρειάζεται ἀντικείμενα γιὰ νὰ τὸ γεμίσουν, χρειάζεται ἔννοιες γιὰ νὰ ὑπονοηθεῖ τὸ βάθος του. Ἡ ἐρήμωση ξεκινάει πάντα ἀπὸ μέσα, γιατὶ κάποια στιγμὴ συνειδητοποιοῦμε ξαφνικὰ πὼς ἡ ζωή μας δὲν ἔχει κανένα στήριγμα. Ἡ ἐρήμωση τῆς ψυχῆς βλέπει τὸ κάθε τοπίο ρημαγμένο καὶ ἀφιλόξενο. Ἡ
λυρικὴ φωνὴ γίνεται τὸ δάκρυ τῆς ἀπογυμνωμένης ψυχῆς, ἀλλὰ καὶ ἡ πικρὴ ἀνάσα τοῦ ἀποκαρδιωτικοῦ τοπίου, ἑνὸς χώρου ποὺ ἀμύνεται μὲ τὴν ἁδράνειά του, σὰν νὰ λέει ὅτι αὐτὸς δὲν φταίει σὲ τίποτα. Τότε ποιὸς φταίει, ὁ Θεὸς; Ἀπὸ ποῦ θὰ μποροῦσε ὁ ποιητὴς νὰ ζητήσει ἐξηγήσεις, χωρὶς νὰ τὸν λοιδωρήσουν;
Κύριε, ἀδίκησες τοὺς ποιητὲς δίνοντὰς τους μόνο ἕναν κόσμο, κι ὅταν πεθάνω θὰ ’θελα νὰ μὲ θάψουν σ’ ἕνα σωρὸ ἀπὸ φύλλα ἡμερολογίου γιὰ νὰ πάρω καὶ τὸν χρόνο μαζί μου.
Ψάχνοντας μέσα στὴν τελευταία του συλλογὴ Τὰ χειρόγραφα τοῦ φθινοπώρου (1990) σταματᾶμε σὲ πάμπολλες στιγμὲς παρουσίας τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ συνομιλίας μὲ Αὐτὸν, διαπιστώνοντας ὅτι ἡ ὕπαρξη τοῦ Θείου ἀποβαίνει μιὰ ἀδήριτη ἀνάγκη καὶ, ἔστω καὶ καθυστερημένα, ἐγγράφεται πάνω στὶς βαθειὲς ἐλλείψεις τοῦ ποιητῆ. Ἔτσι ὁ Θεὸς γίνεται παντεπόπτης καὶ ἄνωθεν προστάτης: ὅταν ὁ Θεὸς τίναζε ὅλα του τ’ ἄστρα πάνω ἀπὸ τὴν ἀγρύπνια μας παντοδύναμος ἐξουσιαστὴς καὶ κάτοχος τῶν πάντων:
Ὤ Κύριε τῶν μακρινῶν σταθμῶν ποὺ τοὺς διαβαίνουμε κάποτε μέσα στ’ ὄνειρο
ἀνεξιχνίαστος καὶ σκοτεινὸς:
ἡ θάλασσα εἰσχωρεῖ βαθιὰ στὰ μυστικὰ τοῦ Θεοῦ μοναχικὸς καὶ ἀποτραβηγμένος:
στὸ βάθος ὁ Θεὸς φαινόταν πολὺ μοναχός τιμωρὸς καὶ δημιουργὸς τοῦ πόνου:
κι ὅταν ὁ Θεὸς τέλειωσε τὴ δημιουργία τοῦ κόσμου, ἦρθε ὁ βαφέας νὰ πάρει
τὰ φορέματα τῶν γυναικῶν γιὰ τὸ πένθος
κυρίαρχος τῶν ἀποστάσεων καὶ τῆς θαλπωρῆς:
εἶχα φτάσει τόσο μακριὰ ποὺ ἔνιωθα στὸν ὦμο μου τὸν στεναγμὸ τοῦ Θεοῦ
δυσβάσταχτο, ἀκατανόητο καὶ κινδυνεύοντα:
Θεέ μου, γιατὶ δὲν μπορῶ νὰ σὲ καταλάβω; Ἴσως ὅμως ἄν σὲ καταλάβαινα
νὰ μὴ μποροῦσα ν’ ἀντέξω τὸ βάρος σου.
Θεέ μου. μ’ αὐτὴ τὴν εὐτελὴ πραγματικότητα γύρω μας κινδυνεύεις. Πῶς
νὰ σὲ σώσω;
Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο συνεχίζει τὸν “διαλυτικὸ” λυρισμό του ὁ Τάσος Λειβαδίτης, καθὼς ἐξουθενώνει τὴ ρεαλιστικὴ ἤ φαντασιακὴ παρατήρηση, ὠθώντας τὸ ἀντικείμενο ἀναφορᾶς μέχρι τὴν ἔσχατη ἀντίστασή του, ὥστε νὰ ἐκλύσει τὴν ἀπὸ μέσα οὐσία τοῦ ἀλλιώτικου. Τὰ ποιήματα αὐτὰ ἔχουν τὸ νόημα μιᾶς ριπῆς ἐρωτήσεων, ποὺ δὲν χρήζουν καμιᾶς ἀπαντήσεως. Πρόκειται γιὰ τὶς ἰδιάζουσες ἐρωτήσεις ποὺ δὲν θέλουν
καμιά ἀπάντηση, γιατὶ λειτουργοῦν ἀσυμπλήρωτες μέσα στὸν τρεμάμενο μετεωρισμό τους καὶ τὴν αὐταπόδεικτη κατάφασή τους. Ἡ συγκινησιακὴ ἀποκορύφωση τοῦ Τάσου Λειβαδίτη ἐγγράφεται πάνω στὴ δικαιωμένη του προσπάθεια νὰ γίνει ἀπὸ σύντροφος ἑνὸς εὐρύτερου ὅλου ἕνα κεχωρισμένο ἄτομο, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἄτομο νὰ
ἀνυψωθεῖ σὲ πρόσωπο μὲ περαιωμένο ἠθικὸ καὶ ἰδεολογικὸ καθαρμό.
Ἡ λυρική του θεολογία
Πιστεύω στὰ δισταχτικὰ ἀδέξια βήματα τῶν ταπεινῶν καὶ στὸν Χριστὸποὺ διασχίζει τὴν Ἱστορία…
ὑπογραμμίζει τὸ ξεπέρασμα κάθε ἰδεολογικῆς προκατάληψης καὶ τὴν ὁριστική του ἀπελευθέρωση ἀπὸ κάθε εἴδους δεσμά, ὥστε, ἀνήκοντας πλέον πραγματικὰ στὸν ἑαυτό του, νὰ ἀνήκει οὐσιαστικὰ σὲ ὅλον τὸν κόσμο. Τὸ θρησκευτικὸ ρίγος ποὺ, ἀνεμπόδιστο πιά, διαποτίζει τὴν ποίησή του, ὑπογραμμίζει καὶ φωτίζει τὴ μεγαλύτερη ἀπὸ ὅλες τὶς ἀλήθειες: τὴν ἀνθρώπινη ἀσημαντότητα.
Ο Ηλίας Κεφάλας (Τρίκαλα, 1951) είναι ποιητής και δοκιμιογράφος. Τελευταίο του
βιβλίο είναι το Χώμα χώματα (Γαβριηλίδης, 2008).
πηγή: Περιοδικό ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ, http://www.xristianiki.gr/elektronike-ekdose/skholia/tasos-leibadites-enas-metaphusikos-tes-aristeras-to-threskeutiko-rigos.html
Σας ευχαριστώ γι’ αυτή τη μεστή και συγκινητική ανάρτηση για ένα ποιητή που αγαπώ πολύ!
Θαυμασια αναλυση!
😀 😀 😀
Η αριστερά δε μπορεί να δεχτεί οποιαδήποτε σχέση με τη μεταφυσική γιατί η ίδια της η κοσμοθεωρία έχει πάρει ένα τέτοιο ρόλο στις συνειδήσεις των πιστών της. Έχει το δικό της ευαγγέλιο τους δικούς της αγίους τις δικές της τελετουργίες και κυρίως τις δικές της μεσσιανικές προσδοκίες. Όσο για το Λειβαδίτη, έναν από τους μεγαλύτερους έλληνες ποιητές, όπως σωστά επισημαίνετε, στό τέλος δεν είναι παρά ο άνθρωπος που αναμετράται με όλα τα αγωνιώδη ζητήματα της ύπαρξης. Δε ξέρω αν ισχύει αυτό που του αποδίδετε, την αίσθηση της ασημαντότητας του ανθρώπου γιατί την ίδια στιγμή που ‘συνομιλά’ κανείς με το Θεό (με οποιαδήποτε έννοια) κάτι τέτοιο αυτόματα αίρεται. Επίσης θα ‘θελα να τονίσω δυο σημαντικές νοηματικές παραμέτρους της ποίησης του Λειβαδίτη που διατρέχουν την ώριμη ποίησή του. Η ‘αληθινή ζωή’ ως η ζωή που δεν έζησε, ως πιθανώς αυτή που ονειρεύτηκε ή αυτή που πραγματικά θα ήθελε να ζήσει, πιο πραγματική και από τον ίδιο του το βίο. Και δεύτερον τον ρόλο που πάιζει η ποίησή του στην νοηματοδότηση του κόσμου, ‘καθώς διηγείσαι τη ζωή σου αυτή αποχτά νόημα’. Σας ευχαριστούμε για την άξια ενασχόλησή σας πέρα από ιδιεολογικά στερεότυπα με έναν αληθινό ποιητή των νεώτερων χρόνων.