Πωλ Ρικαίρ – Γκαμπριέλ Μαρσέλ
Γκ. ΜΑΡΣΕΛ: Οφείλω να πω ότι τοποθετούμαι τελείως αρνητικά απέναντι σ’ αυτήν την ταξινόμηση. Γνωρίζετε όπως και εγώ ότι αυτή εγκαθιδρύθηκε από τον Σαρτρ στην περίφημη διάλεξη του: Ο υπαρξισμός είναι ένας ανθρωπισμός; Δεν μπορώ συνεχώς να διαμαρτύρομαι ενάντια σ’ αυτόν τον τρόπο παρουσίασης των πραγμάτων. Πράγματι, το ξέρετε καλά ότι δεν χρησιμοποίησα ποτέ αυθόρμητα αυτήν τη λέξη: υπαρξισμός. Είναι στο συνέδριο της Ρώμης το 1946 πού ανακάλυψα ότι είχαν χρησιμοποιήσει αυτήν τη λέξη για να με χαρακτηρίσουν. Την στιγμή εκείνη, αυτό με άφησε αρκετά αδιάφορο, αλλά κατόπιν βρέθηκα σε αμηχανία, ιδίως την μέρα που φτάσανε να με ρωτήσουν εάν θα αποδεχόμουν να τιτλοφορήσουν χριστιανικός υπαρξισμός, τον συλλογικό τόμο που θα μου αφιερωνόταν στην συλλογή «Présence» του εκδοτικού οίκου Plon. Ομολογώ ότι ήμουνα αμέσως ελάχιστα ευνοϊκός απέναντι σ’ αυτή την ιδέα. Εντούτοις, έσπευσα να συμβουλευτώ έναν άνθρωπο στον οποίο είχα μεγάλη εμπιστοσύνη, ο οποίος ήτανε ο Λουί Λαβέλ (Louis Lavelle)1. Του είπα: «Γνωρίζετε το έργο μου, έχω μεγάλη εμπιστοσύνη στην κρίση σας, τι σκέπτεστε για αυτό;». Μου απάντησε: « Καταλαβαίνω πολύ καλά ότι δεν αγαπάτε αυτές τις λέξεις: υπαρξισμός χριστιανικός, δεν τις αγαπώ ούτε εγώ, αλλά μου φαίνεται ωστόσο ότι αυτό είναι μία παραχώρηση που μπορείτε να κάνετε στον εκδότη». Υποχώρησα επομένως. Όμως πολύ σύντομα, όταν είχα την ευκαιρία να διαμαρτυρηθώ για όλες τις ανοησίες στις οποίες έδινε αφορμή, σε ασυνήθιστο βαθμό στο έργο κοσμικών γυναικών, αυτή η λέξη υπαρξισμός, μετάνιωσα που ήμουν τόσο βολικός, και από το 1949 έλεγα σε κάθε ευκαιρία ότι αρνιόμουνα αυτήν την ετικέτα, ότι επιπλέον κατά έναν γενικό τρόπο απεχθανόμουν τις ετικέτες και τους …ισμους.
Γκ. ΜΑΡΣΕΛ: Μα, και βέβαια όχι….
Γκ. ΜΑΡΣΕΛ: Νομίζω ότι εδώ θα έπρεπε να αναπλεύσουμε πολύ μακριά προς τα πίσω. Θα έπρεπε να δούμε με ποιο τρόπο προσήλθα στον χριστιανισμό. Γνωρίζετε ότι ανατράφηκα χωρίς καμία θρησκεία και ότι μολαταύτα από τη στιγμή που ξεκίνησα να σκέφτομαι από μόνος μου φιλοσοφικά, οδηγήθηκα δίχως να αντισταθώ να σκέφτομαι υπέρ του χριστιανισμού, δηλαδή να αναγνωρίζω ότι έπρεπε να υπάρχει στον χριστιανισμό μια πραγματικότητα με εξαιρετικό βάθος, και το καθήκον μου, ως φιλοσόφου, ήταν ν’ αναζητήσω το πώς αυτή η πραγματικότητα μπορεί να κατανοηθεί. Είναι πραγματικά ένα πρόβλημα κατανόησης που τέθηκε επομένως για μένα. Ήταν η εποχή που υπέβαλλα τα γραπτά μου στον Βικτόρ Ντελμπό (Victor Delbos)2 και διαισθανόμουν στο έργο του μία πολύ μεγάλη συμπάθεια για αυτήν την έρευνα, αλλά βρέθηκα με το πέρασμα των χρόνων μέσα σε αυτήν την κατάσταση, την εξαιρετικά μοναδική, ενός ανθρώπου που πιστεύει βαθύτατα στην πίστη των άλλων, ο οποίος είναι τελείως πεπεισμένος ότι αυτή η πίστη δεν είναι φανταστική, –χωρίς να ομολογεί τη δυνατότητα ή το δικαίωμα να την αναλάβει απολύτως για λογαριασμό του. Υπάρχει εδώ ένα παράδοξο, το παραδέχομαι πλήρως, το οποίο διατηρήθηκε για πολύ καιρό. Θα έλεγα ότι για πολύ καιρό βάδισα πάνω σε τεντωμένο σχοινί και χρειαζόταν σε μια στιγμή δεδομένη, μια εξωτερική παρέμβαση, αυτή του Μωριάκ (Mauriac)3, για να με θέσει ενώπιον αυτής της ανωμαλίας και να αναρωτηθώ, και να πω στον εαυτό μου: έχω αληθινά το δικαίωμα να επιμένω περαιτέρω σε αυτήν την οδό; Όχι, ένιωσα υποχρεωμένος να δώσω μια συγκατάθεση σαφή, να προσχωρήσω κατηγορηματικά. Αυτό συνέβη σε μία στιγμή της ζωής μου που ήμουνα, μπορώ να πω, σε ισορροπία, διόλου σε μία στιγμή ιδιαίτερης αγωνίας. Και τούτο ήταν για μένα ένας λόγος να σκεφτώ ότι αληθινά το είδος της πρόσκλησης που με απευθυνόταν από τη μεσολάβηση του Μωριάκ, έπρεπε να ληφθεί απολύτως στα σοβαρά. Σας έχω πει πιθανότατα ότι κατά τη διάρκεια ορισμένων στιγμών δίστασα, είπα στον εαυτό μου: εάν πρέπει να προσχωρήσω στον χριστιανισμό, εάν πρέπει να εισέλθω σε μία εκκλησία, αυτό θα είναι στην μεταρρυθμισμένη εκκλησία; Η γυναίκα μου είναι διαμαρτυρόμενη, είμαστε ασυνήθιστα δεμένοι, έχω μεγάλη αγάπη για τους δικούς της, έχω έναν ξάδελφο ο οποίος είναι αληθινά για μένα ένας άνθρωπος που εμπιστεύομαι και ο οποίος είναι πάστορας. Και παρ’ όλα αυτά επέλεξα τον καθολικισμό. Εκεί η επίδραση του Ντυ Μπο (Du Bos)4 ήταν σίγουρα ισχυρή. Μου φάνηκε ότι το να επιλέξω υπέρ του χριστιανισμού, αυτό σήμαινε το να επιλέξω υπέρ του χριστιανισμού στην πληρότητά του, και αυτήν την πληρότητα θα την έβρισκα περισσότερο στον καθολικισμό παρά στον προτεσταντισμό, ο οποίος μου έμοιαζε να παρέχει μόνο εκφάνσεις μερικευμένες και ποικίλες, κάποιες φορές ασταθείς. Επομένως μεταξύ αυτών των εκφάνσεων θα ήτανε πολύ δύσκολο να επιλέξω. Ορίστε επομένως πώς συνέβησαν τα πράγματα ακριβώς. Αναφορικά με την ερώτησή σας, έχετε επικαλεσθεί αυτό το σημαντικό κείμενο περί του οντολογικού μυστηρίου, το οποίο είναι μεταγενέστερο της θρησκευτικής μεταστροφής μου. Η μεταστροφή μου έγινε το 1929 και το υπό συζήτηση κείμενο είναι του 1932. Νομίζω ότι δεν είναι πολύ εύκολο να ορίσω επακριβώς ποια ήταν η σχέση ανάμεσα σε αυτού του είδους την εμπειρία, μπορώ πραγματικά να κάνω χρήση αυτής της λέξης: αυτή η βιωμένη εμπειρία που συνόδευσε, που ακολούθησε την θρησκευτική μεταλλαγή μου, και σε αυτό το οποίο ειπώθηκε μέσα σε εκείνο το κείμενο. Πιστεύω ότι ακόμη και τη στιγμή εκείνη , αισθάνθηκα την ανάγκη να αποκτήσω ένα σχέδιο το οποίο να είναι αρκετά οικουμενικό για να μπορεί αυτό, έτσι υποστήριζα, να είναι αποδεκτό ή κατανοητό από τους μη-καθολικούς και ακόμη ίσως και από τους μη-χριστιανούς. Υπό την προϋπόθεση ωστόσο να έχουν μια ορισμένη σύλληψη αυτού που μου φαινόταν ως το ουσιώδες.
Γκ. ΜΑΡΣΕΛ: Σίγουρα…
Γκ. ΜΑΡΣΕΛ: Αν χρειαστεί πραγματικά… στην ανάγκη, θα έλεγα ίσως ότι θα το αποδεχόμουν στο μέτρο που αμφισβητώ την θέση που προέρχεται από τον Μπρεγιέ (Bréhier)5, όταν αρνήθηκε –κάτι που μου φαίνεται τελείως παράλογο– ότι είναι δυνατό να έχουμε στη ζωή ή μέσα στη χριστιανική εμπειρία στοιχεία ικανά να θρέψουν και κυρίως να εμπλουτίσουν μια φιλοσοφική σκέψη. Με την μέθοδο αυτή δηλαδή πρόκειται, εάν το θέλετε, για την άρνηση μιας άρνησης, θα αποδεχόμουνα να γίνεται λόγος για χριστιανική φιλοσοφία. Αλλά για να επιστρέψουμε σε αυτό που λέγατε προηγουμένως και το οποίο είναι πολύ σημαντικό. Θα δήλωνα ότι αντιλαμβάνομαι τον εαυτό μου ως εάν να ήμουν πάντοτε ένας φιλόσοφος στο κατώφλι, ένας φιλόσοφος ο οποίος στεκόταν, με έναν τρόπο αρκετά άβολο άλλωστε, σε μία γραμμή ενδιάμεση, ανάμεσα στους πιστούς και στους μη-πιστούς, έτσι ώστε να μπορώ κατά κάποιο τρόπο να ακουμπώ στους πιστούς, να ακουμπώ στη χριστιανική θρησκεία, στην ρωμαιοκαθολική θρησκεία, όμως με αυτή την μέθοδο να μπορώ να μιλώ και στους μη πιστούς, να μπορώ να γίνομαι κατανοητός από αυτούς και ίσως να τους βοηθώ. Σκέφτομαι ότι αυτού του είδους η μέριμνα, η καθόλου απολογητική –η λέξη θα ήτανε παντελώς λανθασμένη– , αλλά και αυτή η αδερφική έγνοια έπαιξαν έναν ρόλο εντυπωσιακά σημαντικό μέσα στην ανάπτυξη της σκέψης μου. Επομένως είναι σίγουρο ότι τα ερωτήματα ή οι ενστάσεις που επικαλείσθε, μπορούν να τεθούν. Βέβαια, δεν τις παραμερίζω, αλλά είμαι αναγκασμένος να ορίσω ακριβώς, να εντοπίσω με κάποιο τρόπο αυτό το οποίο ήταν για εμένα ο τόπος όπου στεκόμουν, όπου ίσως δεν έπαψα να στέκομαι…
Γκ. ΜΑΡΣΕΛ: Βεβαίως.
Γκ. ΜΑΡΣΕΛ: Νομίζω ότι έχετε απόλυτο δίκιο. Είναι βέβαιο πως όταν διάβασα το Σύστημα της φιλοσοφίας του Γιάσπερς, πρέπει να ήταν το 1933 εάν δεν απατώμαι, ένιωσα εξαιρετικά εντυπωσιασμένος. Σε πολλά σημεία, αυτή η διάλεξη μού παρουσιάστηκε ως απελευθερωτική, υπονοώ κυρίως τον δεύτερο τόμο, τον τόμο: Ύπαρξη. Ανακάλυψα ότι υπήρχαν αναλύσεις ολωσδιόλου έξοχες. Ιδιαίτερα σε σχέση με ό,τι ονομάζει ως οριακές καταστάσεις και θυμηθείτε ότι έγραψα εκείνη τη στιγμή μία μελέτη που εμφανίστηκε καταρχήν στις Φιλοσοφικές Έρευνες και στην συνέχεια περιλήφθηκε στον τόμο του Refus à la Vocation6. Σαγηνεύτηκα πολύ λιγότερο από τον τρίτο τόμο, δηλαδή τον τόμο με τον τίτλο: Υπερβατικότητα. Εκεί, μου φάνηκε ότι η ιδέα του αριθμού, την οποία χρησιμοποιεί χωρίς φειδώ ο Γιάσπερς, διατηρούσε ένα χαρακτήρα αμφίσημο και αναρωτιόμασταν σε κάθε στιγμή επί ποιου συγκεκριμένου πεδίου βρισκόμασταν.
Γκ. ΜΑΡΣΕΛ: Όχι, σίγουρα όχι… Το αντιλαμβανόμαστε άλλωστε αυτό, έτσι δεν είναι; από θυμίσεις ρομαντικές, και αν θυμάμαι καλά, βαγκνερικές. Όχι, πιστεύω ότι έχετε τελείως δίκαιο…
Γκ. ΜΑΡΣΕΛ: Λοιπόν, αυτό το θέμα της αγωνίας, είναι ένα ερώτημα που πρέπει όντως να το προσεγγίσουμε άμεσα. Είναι βέβαιο ότι για εμένα το θέμα της αγωνίας δεν ήταν το κεντρικό θέμα αυτής την οποία θα ονόμαζα σε αδρές γραμμές δική μου φιλοσοφία της ύπαρξης. Αυτό αποτελεί ίσως μία μεγάλη διαφορά μεταξύ εμού και του Χάιντεγκερ, παραδείγματος χάριν. Μου έγινε όλο και περισσότερο φανερό –και εδώ, όντως, βρίσκουμε τον Κλωντέλ–, ότι μπορούσε να υπάρχει μία εμπειρία οντολογική της χαράς, της πληρότητας, και νομίζω επίσης ότι αυτό που εσείς σημειώνετε για την ελευθερία είναι απολύτως ορθό. Φανερώθηκε όλο και πιο καθαρά στο πέρασμα αυτών των τελευταίων ετών, ότι είχαμε άδικο να ταυτίζουμε την ελευθερία και την ελευθερία επιλογής. Αυτό το πρωινό ξαναείχα την ευκαιρία να πάρω μια απόφαση ολίγο ασύμφορη: επρόκειτο να αποσύρω από έναν εκδότη ένα συγκεκριμένο κείμενο το οποίο μου είχε ζητηθεί διότι έλαβα γνώση ότι αυτό το κείμενο δημοσιευμένο μπορούσε να θέσει κάποιον άλλον σε κίνδυνο. Δεν είχα κανένα δισταγμό. Είπα: «Πρέπει να αποσύρω αυτό το κείμενο, πρέπει ακόμη και να το εξαφανίσω.» Δεν υπάρχει η επιλογή και εντούτοις ποτέ δεν ένιωσα πιο ελεύθερος από αυτή τη στιγμή. Γιατί; Επειδή δεν υπήρχε τίποτα εκεί το οποίο μπορούσε να μοιάζει με μία αναγκαιότητα εξωτερική, υπήρχε μονάχα αυτήν η βεβαιότητα ότι θα πρόδιδα τον εαυτό μου, ότι θα φυγοδικούσα από τον εαυτό μου, ότι θα έμπαινα σε αντίφαση με όλα αυτά που σκεφτόμουνα πάντοτε και βεβαίωνα, εάν δεν έπαιρνα αυτήν την απόφαση και εάν, κατά συνέπεια, εξέθετα κάποιον άλλον σε σοβαρούς κινδύνους. Αυτό το παράδειγμα μου φαίνεται εντελώς χαρακτηριστικό.
Γκ. ΜΑΡΣΕΛ: Ο Χάιντεγκερ είναι ένας Έλληνας!
Γκ. ΜΑΡΣΕΛ: Ναι, αυτό είναι πιθανό. Σκέφτομαι, δεν είναι έτσι, ότι αυτό που είναι ίσως θεμελιακά το περισσότερο κοινό στην χαιντεγγεριανή θέση και στη δική μου, είναι αυτή η απαραβίαστη σημασία του είναι, αυτή η πεποίθηση ότι το είναι αποτελεί μια πραγματικότητα ιερή. Αυτό μου φαίνεται υπερβολικά σημαντικό και νομίζω ότι επαρκεί για να διαλύσουμε κάθε υπαινιγμό σχετικά με μια κάποια εγγύτητα του Χάιντεγκερ και του Σαρτρ. Είμαι τόσο πολύ ικανοποιημένος που μου δώσατε την ευκαιρία να μιλήσω ο ίδιος γι’ αυτό το ζήτημα γιατί μπορούμε να παρασυρθούμε σε κάποιο λάθος από το σατιρικό θεατρικό έργο που έγραψα γι’ αυτόν, του οποίου ο γαλλικός τίτλος είναι La dimension Florestan, όμως ο αληθινός τίτλος είναι ο γερμανικός Die Wacht am Sein. Στην πραγματικότητα, η κριτική σε αυτό το έργο ασκείται ουσιαστικά πάνω στη διάλεκτο και πάνω σε μια ορισμένη αλαζονεία, όμως αυτή η κριτική δεν αποκλείει, και είχα φροντίσει να το πω σε μία διάλεξη που έκανα στο Oberhausen και μια άλλη φορά μετά στο Βερολίνο, δεν αποκλείει καθόλου το αίσθημα μιας εγγύτητας στο πεδίο της μεταφυσικής. Είναι βέβαια σίγουρο ότι παραμένω λίγο μέσα στην αμφιβολία ως προς τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να ερμηνεύσουμε εντέλει την διάσημη αντίθεση μεταξύ είναι και όντος. Έθεσα, για παράδειγμα, στον Ανρί Μπιρώ (Henri Birault)7 το ακόλουθο ερώτημα: «Πιστεύετε ότι ο Χάιντεγκερ θα δεχότανε την μετάθεση την οποία θα ενεργούσα από τη μεριά μου, αντικαθιστώντας το είναι με το Φώς, αυτό που φωτίζει, και το όν με το φωτιζόμενο, αυτό που φωτίζεται; Πιστεύετε ότι ο Χάιντεγκερ θα μπορούσε να δεχθεί αυτή τη μετάθεση;». Ο Μπιρώ μου φάνηκε αρκετά σκεπτικός. Δεν γνωρίζω εσείς τι σκέφτεστε γι’ αυτό, αγαπητέ μου Ρικαίρ, αλλά για μένα είναι ένα ερώτημα εξαιρετικά σημαντικό διότι σας ομολογώ ότι η χαιντεγγεριανή ορολογία εδώ με δυσκολεύει. Βρίσκω ότι διατηρεί έναν χαρακτήρα για όλα αυτά πάρα πολύ γραμματικό, και από αυτήν την άποψη, μου φαίνεται ύποπτη. Και μολαταύτα δεν μπορούμε να αμφισβητήσουμε ούτε ένα δευτερόλεπτο ότι η συγκεκριμένη ορολογία ανταποκρίνεται μέσα σ’ αυτόν τον άνθρωπο, ο οποίος, υπό ορισμένες απόψεις, είναι ένας στοχαστής ιδιοφυής, ανταποκρίνεται σε μία εμπειρία –δεν ξέρω ποια λέξη θα ταίριαζε ακριβώς–, πρέπει να πούμε πνευματική, θεωρησιακή, εξαιρετικά εμβριθής.
Σημειώσεις
1 Louis Lavelle (1883-1951). Γάλλος φιλόσοφος. Το πιο γνωστό του έργο είναι το La Dialectique de l’ éternel présent. Όλες οι υποσημειώσεις, πλην της έκτης, είναι του μεταφραστή.
2 Victor Delbos (1862-1916). Γάλλος ρωμαιοκαθολικός φιλόσοφος και ιστορικός της φιλοσοφίας.
3 François Mauriac (1885-1970). Γάλλος χριστιανός συγγραφέας, βραβείο Νόμπελ 1952.
4 Charles Du Bos (1882-1939). Γάλλος κριτικός της γαλλικής και της αγγλικής λογοτεχνίας. Το 1927 ασπάστηκε τον Ρωμαιοκαθολικισμό.
5 émile Bréhier (1882-1973), Γάλλος φιλόσοφος, ειδικός της ύστερης αρχαιότητας. Σ.τ.μ
6 Αυτό το κείμενο επανεμφανίστηκε υπό τον τίτλο Essai de Philosophie Concrète (collection Idées , Gallimard).
7 Henri Birault (1918-1990), Γάλλος φιλόσοφος, μαθητής του Lavelle και από τους σημαντικούς ερμηνευτές του Heidegger στη Γαλλία. Σ.τ.μ
[Το κείμενο είναι το τέταρτο κεφάλαιο από το βιβλίο Entretiens. Paul Ricoeur- Gabriel Marcel, ed. Aubier-Montaigne, Paris 1968, σσ. 73-92.]
Από το περιοδικό “Νέα Ευθύνη”, τχ. 5/2011, Μετάφραση: Νίκος Μανωλόπουλος.
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα (“Ο σπορέας”) είναι έργο του Βίνσεντ Βαν Γκογκ.
Πρώτη διαδικτυακή δημοσίευση: Αντίφωνο,