Η μετακλασική τέχνη και η πρόσληψή της από τον πρώιμο χριστιανισμό

Συζήτηση με τον συγγραφέα κ. Ηρακλή Καραμπάτο.

7
1511

  • Θα μπορούσατε να αναφέρετε μερικά πράγματα για το πώς ο πρώιμος χριστιανισμός προσέλαβε την ελληνιστική και ρωμαϊκή λογοτεχνία;

Η.Κ. Η λογοτεχνική παραγωγή των ελληνιστικών και ρωμαϊκών ετών «τρομάζει» κατά κάποιον τρόπο τον πρώιμο χριστιανισμό. Ακόμη και σήμερα κάποιες πλευρές αυτής της παραγωγής μας φαίνονται «σκιώδεις», όπως είναι κάποια αντιναταλιστικά προτάγματα που εμφανίζονται στα ποιήματα του Καλλιμάχου ή κάποιοι χυδαίοι στίχοι στα ποιήματα του Περσίου. Ο Ιερώνυμος στις επιστολές του σχεδόν βλασφημά τον Κικέρωνα, τον Βιργίλιο, τον Όμηρο και τον Οράτιο φαίνεται πως το delectare και το prodesse ως έννοιες αποκτούσαν πλέον αρνητικές συμπαραδηλώσεις, καθώς ήταν ταυτισμένες με ένα νοηματικό φορτίο πολύ διαφορετικό από αυτό που επιζητούσε ο πρώιμος χριστιανισμός. Οι επιταγές για τέρψη και ωφέλεια, οι οποίες εμφανίζονται ως ζητούμενα της ποιητικής παραγωγής στην Αrs poetica δεν ήταν ακόμα ικανές να πείσουν κάποιους περισσότερο σκληροπυρηνικούς πρωτοχριστιανούς. Δύο είναι οι βασικές θέσεις οι οποίες προϊόντος του χρόνου δημιουργούνται: η πρώτη παρουσιάζει τους Έλληνες και τους Ρωμαίους συγγραφείς ως ηθικά διεφθαρμένους, ενώ μία δεύτερη προσπαθεί να αντλήσει εξωτερική στήριξη από αυτές ακριβώς τις ελληνορωμαϊκές πραγματείες. Η δεύτερη αυτή ομάδα θα μεταλλάσσει συστηματικά τους αρχαίους διανοητές σε «προφήτες» στο πλαίσιο ενός «πρωτοχριστιανικού ρεβιζιονισμού» και έτσι ο Βιργίλιος, ο Σενέκας, ο Πλωτίνος κ.ά. θα μπορέσουν τελικά να ενταχθούν σε αυτό που ο θεολόγος Karl Rahner ονόμαζε «ανώνυμο χριστιανισμό». Σε κάθε περίπτωση, θα μπορούσαμε να πούμε πως η ελληνορωμαϊκή ποιητική επηρέασε καίρια τη χριστιανική γραμματεία.

  • Δηλαδή θα μπορούσαμε να πούμε πως ένα μέρος των πρώιμων πατέρων θεωρεί πως κάποιοι συγγραφείς του κλασικού ή μετακλασικού κόσμου χαρακτηρίζονται από «θεοπνευστία»;

Η.Κ. Αυτή είναι μια πολύ σπουδαία ερώτηση, αλλά δεν νομίζω πως μπορώ να σας απαντήσω με απόλυτη βεβαιότητα. Πιστεύω πως ναι, ο πρώιμος χριστιανισμός αντιμετωπίζει – για παράδειγμα – την πλωτίνεια φιλοσοφία ως κάτι θεόπνευστο ή θεωρεί πως η 4η εκλογή του Βιργιλίου είναι μια αναφορά στη μελλοντική γέννηση του Θεανθρώπου. Το ζήτημα είναι ότι πρέπει να συνεξετάσουμε τη σκέψη αυτή με άλλες παρακείμενες παραδοχές, που σχετίζονται με τη φιλοσοφία του πρώιμου χριστιανισμού και δυστυχώς δεν έχουμε μια «ανόθευτη» εικόνα για το πώς οι πρώιμοι χριστιανοί «έβλεπαν» τους «πεφωτισμένους» εθνικούς. Ο ινκλουσιβισμός (θεολογικός περιεκτισμός) υποστηρίζει πως οι ενάρετοι άνθρωποι που δεν ανήκουν στον χριστιανισμό μπορούν να σωθούν και χωρίζεται σε «παραδοσιακό» και «συγκριτικό» ινκλουσιβισμό. Ο εξκλουσιβισμός (θεολογικός αποκλειστισμός) υποστηρίζει πως κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό. Υπάρχει επίσης και το ρεύμα του θεολογικού πλουραλισμού ή θρησκευτικού οικουμενισμού, που υποστηρίζει την αμοιβαία σύμπραξη των θρησκειών στο να οδηγήσουν τους πιστούς τους στην υπεραισθητή πραγματικότητα. Ποιο από αυτά τα 3 ρεύματα (τα οποία τότε δεν υπήρχαν παρά μόνο σε σπερματική μορφή στη χριστιανική σκέψη) ήταν η κρατούσα θεωρία εκείνη την εποχή δεν μπορεί να υποστηριχθεί με απόλυτη βεβαιότητα.

  • Η Ιουδαϊκή φιλολογική παράδοση επηρεάστηκε από τη μετακλασική λογοτεχνία;

Η.Κ. Φυσικά. Η ιουδαϊκή γραμματεία επηρεάστηκε ιδιαίτερα από την μετακλασική παράδοση και ενστερνίστηκε πολλά από τα στοιχεία της. Η Εσθίρ, για παράδειγμα, έχει τη δομή αρχαίας τραγωδίας, το Άσμα Ασμάτων θα μπορούσε να είναι γραμμένο από κάποιον Ρωμαίο ερωτικό, ενώ ο Εκκλησιαστής είναι βαθύτατα επηρεασμένος από την ελληνιστική ποιητική. Γίνεται εμφανής μια μορφή διακειμενικότητας, ενός διαλόγου που αναπτύσσεται μεταξύ των αρχαιοελληνικών και των ιουδαϊκών κειμένων, με επάλληλες «στρώσεις» μετασχηματισμών και ομοιότητας που επισυμβαίνουν πάνω στα παλαιοδιαθηκικά αυτά κείμενα.

  • Θα μπορούσατε να αναφέρετε κάποια στοιχεία για τις σχέσεις του πρώιμου χριστιανισμού με την αρχαία φιλοσοφία;

Η.Κ. Θα προσπαθήσω να σας δώσω μια απάντηση, όμως εντελώς αδρομερώς καθώς το ζήτημα είναι ευρύτατο. Η interpretatio christiana εντοπίζει κάποια σημεία που μπορεί να βρει εξωτερική στήριξη, τα οποία κατά βάση βρίσκονται εντός του στωικισμού και του νεοπλατωνισμού (στον ελληνιστικό και ρωμαϊκό κόσμο), όπως επίσης στην πλατωνική ιδεοκρατία και στον Αριστοτέλη (στην κλασική αρχαιότητα), ενώ ab initio υποβόσκει μια εχθρότητα προς άλλα φιλοσοφικά ρεύματα που πρεσβεύονται περισσότερο από τους ελάσσονες σωκρατικούς. Το ενδιαφέρον βρίσκεται στο πως προσπαθεί να μετασχηματίσει κάποια «ενοχλητικά» σημεία των φιλοσοφικών ρευμάτων που θεωρεί πως είναι συμβατά μαζί του. Δείτε το παράδειγμα του αριστοτελικού θεού: Πρόκειται για μια έννοια που περισσότερο προσιδιάζει σε μια κοσμολογική σταθερά, ένα φαινόμενο σαν τη βαρύτητα ας πούμε, παρά σε μια οντότητα με θεϊκή υπόσταση. Ο θεός του Αριστοτέλη δεν είναι δημιουργός ο κόσμος κινείται από έρωτα προς αυτόν, αφήνοντάς τον απρόσβλητο. Όλη του η δράση σταματά εκεί δεν είναι πανάγαθος, παντογνώστης ή μακρόθυμος. Αν, για παράδειγμα, αποφασίζαμε ότι θα σκοτώναμε τον γείτονά μας για την επιμονή του να συνεχίζει να μας βασανίζει με την ενοχλητική μουσική του, θα έπρεπε να ήμασταν βέβαιοι ότι αυτός ο τύπος θεού δεν θα μας τιμωρούσε και δεν θα το έκανε, γιατί πρωτίστως δεν θα το γνώριζε, αλλά και δευτερογενώς, γιατί δεν θα ενδιαφερόταν για τη ζωή του ανθρώπου που θα σκοτώναμε (αλλά ούτε και για τη δική μας).

  • Θα μπορούσατε, τέλος, να κάνετε κάποιο σχόλιο για τη σχέση του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού και του χριστιανισμού εν συνόλω;

Η.Κ. Η αίσθηση ότι ο χριστιανισμός επικρατεί απέναντι σε έναν απόλυτα εχθρικό κόσμο, απέναντι στην «Σκύλλα», τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό και στη «Χάρυβδη», την ιουδαϊκή θρησκεία, είναι σαφώς εσφαλμένη και πλασματική. Πρόκειται για μια μυθολογία που επιβιώνει και έχει πολλαπλές σκοπιμότητες, όπως το να παρουσιάσει την επικράτηση του χριστιανισμού ως «θαύματος» που συντελέστηκε σε εχθρικές και δυστοπικές συνθήκες (ήταν σχεδόν νομοτελειακό ότι θα επικρατούσε η θρησκεία που θα ήταν περισσότερο προσηλωμένη στην ιδέα μιας αυστηρής μονοδοξίας) ή να απομακρύνει τον χριστιανισμό από τα ελληνορωμαϊκά πολιτισμικά κεκτημένα. Σαφέστατα και ένα μέρος του ελληνιστικού και ρωμαϊκού κόσμου αντιμετώπισε τον χριστιανισμό με εχθρότητα και το στοιχείο αυτό σώζεται σε πηγές, όπως μέσα στον Οκτάβιο του Μινούκιου Φέλιξ, όπου οι χριστιανοί παρουσιάζονται από τους εθνικούς σαν «γκάνγκστερς», οι οποίοι αναγνωρίζονται μεταξύ τους με μυστικά σημάδια (π.χ. ΙΧΘΥΣ). Στην ελληνορωμαϊκή δημόσια σφαίρα υπάρχει επίσης μια παγιωμένη θέση για τις επιθετικές πραγματείες του Κέλσου και του Πορφύριου, όπως και στη χριστιανική γραμματεία αντίστοιχα υπάρχουν τα έργα του Τερτυλλιανού ή αργότερα του Αμβρόσιου Μεδιολάνων που απαντούν στις επιθέσεις αυτές.Υπάρχει όντως στην αρχαία χριστιανική γραμματεία μια «θέση περιθωριοποίησης» των ελληνορωμαϊκών κεκτημένων, όμως ταυτόχρονα αναπτύσσεται και μια ακόμη μεγαλύτερη, πολυπληθέστερη μερίδα πατέρων και απολογητών που θα μπορούσαν να ενταχθούν στη «θέση οικειοποίησης» των κεκτημένων αυτών. Θυμάμαι ήδη από τα φοιτητικά χρόνια μου τη γνωστή παρατήρηση ότι αρκετοί πατέρες αναφέρονται με αυστηρούς τόνους στην Ελλάδα (Μ. Αθανάσιος, Μ. Βασίλειος κ.ά.). Αυτό σχετίζεται με το γεγονός ότι «φιλοσοφικό κέντρο» του κόσμου παρέμεινε για πάντα η Ελλάδα (η Ρώμη δεν κατέκτησε ποτέ αυτή τη θέση – πέρα από την περίοδο του αυτοκρατορικού στωικισμού) και δεν δηλώνει επ’ ουδενί κάποια διάθεση προβολής ενός ιδιόμορφου σωβινισμού. Συγκροτησιακό στοιχείο του χριστιανισμού ήταν πάντοτε ένα μέρος του ελληνορωμαϊκού κόσμου.

 

Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα ("Υπερρεαλιστική σύνθεση") είναι έργο του Γιώργου Δέρπαπα.

7 Σχόλια

  1. Πέρα από το εντυπωσιακό φιλοσοφικό πάντρεμα Χριστιανισμού και Ελληνισμού που επεχείρησε η θεολογία του 60 με έναν κάποιο ενθουσιασμό, τα ερωτήματα αυτά παραδόξως φαίνεται να επιμένουν και επανέρχονται να φωτίσουν μία μάλλον σκοτεινή (ιστορικά) εποχή μεγάλων ανακατατάξεων.
    Κατανοητός ο προσωπικός Θεός του Χριστιανού έναντι του Αριστοτελη που μιλά για «Κινούν Ακίνητο», κατανοητή και η εισαγωγή των Θείων Ενεργειών από τους Πατέρες ως ριζική τομή, που εισάγει το πολυπόθητο μεθεκτό στην σχέση κτιστού-Άκτιστου, κόντρα στον Πλάτωνα.
    Αυτά δεικνύουν εν πολλοίς την καινοτομική σκέψη/αλήθεια του Χριστιανού, αλλά και την παρουσία κάποιων αρχαίων Ελλήνων ως «προπαίδεια».
    Πέραν τούτων, όμως, απολογητικά, η Εκκλησία αξίζει άραγε και πρέπει να στέκεται απέναντι σε απόψεις που λίγο πολύ άλλωστε αναπαράγουν την Παύλεια αληθινή διαπίστωση για την θύραθεν πρόσληψη του λόγου του Σταυρού ως «μωρία»;

  2. Ελα, όμως, που η “θύραθεν μωρία”, η Επιστήμη, έρχεται να επαληθεύσει την Σοφία του Σταυρού !
    Πρώτη απόδειξη : Ο δεύτερος νόμος της Θερμοδυναμικής λέει ότι το Σύμπαν τείνει προς το μέγιστον της εντροπίας. Δηλαδή ; δήλον δη ότι “ίνα πάντες εν ώσι, καθώς συ, πάτερ, εν εμοί καγώ εν σοι, ίνα και αυτοί εν ημίν εν ώσιν […] ίνα ώσιν εν καθώς ημείς εν εσμέν, εγώ εν αυτοίς και συ εν εμοί, ίνα ώσι τετελειωμένοι εις εν…”.
    Δεύτερη απόδειξη : (Κλήμης, Παιδαγωγός, ΙΙ 99. D-K 16, Ηράκλειτος) : “λήσεται μεν γαρ ίσως το αισθητόν φως τις, το δε νοητόν αδύνατόν εστιν, ή ως φησιν Ηράκλειτος * το μη δύνόν ποτε πώς αν τις λάθοι ;” Ανέσπερο Φως ο Χριστιανικός Θεός !
    Τρίτη & τέταρτη & πέμπτη απόδειξη τα αποσπάσματα D-K 84α, 93, 103, 63.

    Το “τι” του Θεού δεν το ξέρουμε. Το “πώς” του, όμως, μάς το αποκαλύπτει αργά αλλά σταθερά με τις άκτιστες ενέργειές του. Μια προσεκτική μελέτη της Ιστορίας του Σύμπαντος, μαζί και της ανθρώπινης, αποδεικνύει ότι αυτή, η ιστορική εξέλιξη, ακολουθεί ένα σχέδιο. Για να μπορέσει ο πεπτωκώς άνθρωπος να δεχθεί το καινό μήνυμα του Θεανθρώπου χρειάζεται προπαιδεία. Πρώτο στάδιο αυτής ο Ισραήλ που φυτεύει την Πίστη στον άνθρωπο. Δεύτερο ο Έλλην που καλλιεργεί τον Λόγο. Απαραίτητα και τα δύο για να δεχθεί το μυστήριο του Υιού του Ανθρώπου ώστε να γίνει καινός άνθρωπος ο ίδιος.
    Σε έναν κόσμο πλασμένο “λίαν καλά”, τίποτα δεν είναι “μωρία”. Όλα υπηρετούν ένα τέλος – που είναι εγγεγραμμένο στην αρχή ως λόγος του κάθε όντος. Εξ ου και τα ζεύγη αντιθέτων που ο κάθε πόλος διευκρινίζει την φύση του άλλου δομώντας το Σύμπαν. Ενόσω το Σύμπαν βαδίζει προς το μέγιστο της εντροπίας, δηλαδή το μέγιστο της αταξίας, μάς αποδεικνύει ο Illya Prigogine στο βιβλίο του “Το τέλος της Βεβαιότητας”, τα κοσμικά συστήματα ακολουθούν τον αντίθετο δρόμο. Προσπαθεί το κάθε ένα να ολοκληρώσει την ευταξία του.
    Ουκ εμού, αλλά του λόγου ακούσαντας ομολογείν σοφόν εστιν εν πάντα είναι, ο Ηράκλειτος φησι. (Iππόλυτος, Έλεγχος ΙΧ 9. D-K 50).

  3. Μιλώντας για τον λόγο του Σταυρού (ειδικά) δεν ξέρω εάν αφορά στην εντροπία ή στην συμπαντική αρμονία η στην κβαντομηχανική. Αφορά αντιθέτως κάτι συγκεκριμένο που οι Έλληνες το είπαν μωρία και οι Ιουδαίοι σκάνδαλο: Έναν Θεό, που (στα μάτια τους) εξευτελίζεται για την πλάσμα του. Ο Ντοστογιέφσκι «το έπιασε» φυσικά και ασκεί -ως Ιεροεξεταστής- την μοναδική κριτική που του πρέπει: Η οικειοθελής κένωση, είναι η μεγαλύτερη και μοναδική πράξη ελευθερίας (που, εν τέλει δεν μας αξίζει αλλά είναι η μόνη που μας σέβεται): Η απόλυτη μωρία.
    Το να προσπαθούμε καλά και σώνει να ενώσουμε τα ασύνδετα σε μία «απολογητική της προπαιδείας», έρχεται σε σαφή σύγκρουση τόσο με τον λόγο «Ἡ γὰρ σοφία τοῦ κόσμου τούτου μωρία παρὰ τῷ Θεῳ ἐστι» όσο με εκείνο και το –σχεδόν … φύσει!- αντιλεγόμενο σημείο του Χριστού.

    Δεν είναι κακό, κάποτε να παραδεχθούμε πως ο Παύλος, κατέβηκε από την Αθήνα στην Κόρινθο με μία πικρία που ήταν απολύτως ρεαλιστική: Δεν τον «παρεξήγησαν» οι Αθηναίοι, έστω και εάν έδωσαν μετά στην Εκκλησία την φιλοσοφική γλώσσα που της έπρεπε για να «πεί» την αποκάλυψη της. Μία χαρά τον κατάλαβαν.

  4. Και κάτι ακόμη:
    «….Σε έναν κόσμο πλασμένο “λίαν καλά”, τίποτα δεν είναι “μωρία”….»
    Φυσικά και υπάρχει «κάτι» που ΕΙΝΑΙ μωρία: Η οικειοθελής κίνηση του ανθρώπου από την περιοχή του Όντος στην περιοχή του μη-όντος. Για αυτήν του είδους την μωρία, μάλιστα, δεν υπάρχει και… από μηχανής θεός: Ανήκει, βλέπετε, στην ευαίσθητη περιοχή της ελευθερίας. Η, όντως, Τραγωδία.

  5. Κύριε Χαράλαμπε, καταλαβαίνω απολύτως την αντίδρασή σου. Κι εγώ συντηρητικός είμαι. Δηλαδή δεν δέχομαι τι το καινούριο πριν το εξετάσω. Όταν το εξετάσω, όμως, και το βρω θετικό, τότε το αποδέχομαι και το υποστηρίζω. Μόνον όταν το βρω αρνητικό το απορρίπτω.
    Αναρωτιέμαι, λοιπόν, όταν λεν οι Πατέρες ότι ο Θεός μάς αποκαλύπτει το “πώς” του μέσω των άκτιστων ενεργειών του, τι εννοούν ; δεν εννοούν πώς λειτουργεί η Κτίσις του ; Έτσι δεν καταλαβαίνουμε σιγά-σιγά τι θέλει ο Θεός, τι περιμένει από εμάς ; Καταλαβαίνοντας το “πώς” του θα αρχίσουμε να καταλαβαίνουμε και το “τι” Του. Κι όταν μάς λεν ότι ο λόγος των όντων είναι το τέλος τους, δεν εννοούν ότι πρέπει να ακολουθήσουμε την εξέλιξη-ανάπτυξη της Δημιουργίας του ; Αυτήν την εξέλιξη δεν παρακολουθεί η Επιστήμη ; Η σύγχρονη Επιστήμη της Φυσικής δεν διαπιστώνει ότι η ζωή είναι σχεσιακή ; Το ίδιο δεν μάς μαθαίνει και ο Ιησούς παραδειγματικά ; Μα, το ίδιο δεν λέει και ο Ηράκλειτος όταν δηλώνει ότι αληθεύουμε κοινωνώντας ενώ ψευδόμεθα όταν ιδιωτεύουμε ;
    Οι Αθηναίοι δεν αποδέχθηκαν τον λόγο του Παύλου διότι ήταν πολύ … ιουδαϊκός. Βασιζόταν περισσότερο στην Πίστη και λιγότερο στον Λόγο. Αποδέχθηκαν, όμως, τον Χριστιανό Λόγο όταν τους Τον παρουσίασαν οι Καππαδόκες, μαθητές της Ακαδημείας του Πλάτωνα. Κι αυτοί δίδαξαν την αναζήτηση τού όντως Όντος, του απόλυτου αγαθού. Το ίδιο και οι Τραγικοί μας. Ιδίως ο Σοφοκλής. Ο “από μηχανής θεός” είναι κατασκεύασμα του ορθολογιστή πλέον – μαθητή των σοφιστών – Ευριπίδη. Γι αυτό και ο Ευριπίδης είναι ο τελευταίος των Τραγικών.
    Αν παρακολουθήσεις την ανθρώπινη σκέψη περί Δικαιοσύνης στους αρχαίους Έλληνες και Ιουδαίους θα διαπιστώσεις ότι υπάρχει παράλληλη εξέλιξη, βήμα-βήμα, σκαλί-σκαλί μέχρι ενός σημείου. Και το σημείο αυτό είναι πρώτα ο Πρωταγόρας που μιλά για προνοητική δικαιοσύνη και μετά ο Σωκράτης που δίδασκε ότι δεν πρέπει να αδικούμε κι όταν ακόμα αδικούμαστε. Το επόμενο σημείο, βέβαια, είναι ο ίδιος ο Χριστός που δίδαξε με την ίδια την ζωή του να ΑΓΑΠΑΜΕ τους αδικούντες ημάς.
    Κύριε Χαράλαμπε αν δεν υπήρχε Θεϊκό Σχέδιο για την Κτίση του, δεν θα ήταν απαραίτητος ο χρόνος κατά τον οποίον πραγματώνεται αυτό. Τα κτίσματά πραγματώνουν το σχέδιό του ώστε ο καινός Παράδεισος να είναι συνεργεία Θεού και Ανθρώπου. Όχι δοτός, όπως ήταν ο πρώτος. Αυτή είναι η πλήρης Ελευθερία. Αφού δοκιμάσαμε την κατάσταση του μη-όντος, να επιλέξουμε ΕΘΕΛΟΥΣΙΑ τον Όντα, τον Θεό. Όχι επειδή είναι ο Κτίστης μας αλλά επειδή Αυτός είναι ο Ων.
    Πώς το είπε ο Εμπεδοκλής ; Θεόθεν φυγάς και αλήτης. Αυτή είναι η ιστορία της Δημιουργίας Του.

    Και κάτι ακόμη άσε με να προσθέσω. Γράφεις ως επιχείρημα :Το να προσπαθούμε καλά και σώνει να ενώσουμε τα ασύνδετα σε μία «απολογητική της προπαιδείας», έρχεται σε σαφή σύγκρουση τόσο με τον λόγο «Ἡ γὰρ σοφία τοῦ κόσμου τούτου μωρία παρὰ τῷ Θεῳ ἐστι» όσο με εκείνο και το –σχεδόν … φύσει!- αντιλεγόμενο σημείο του Χριστού.

    Και γι αυτό, όμως, είχε προβλέψει να ανοίξει τον δρόμο, πάλι ο προ Χριστού χριστιανός Ηράκλειτος, ώστε να γίνει αποδεκτό στην ώρα του από τους Έλληνες : ανθρώπων ο σοφώτατος προς θεόν πίθηκος φανείται και σοφίαι και κάλλει και τοις άλλοις πάσιν. (Πλάτων, Ιππίας μείζων 289β).

    Καλέ μου φίλε, ακόμα κι αυτά που σε μας φαντάζουν αρνητικά μέσα στο θεϊκό σχέδιο είναι θετικά. Όταν γνωρίσεις τα άδικα, τότε θα αναζητήσεις την δικαιοσύνη. Όταν γνωρίσεις την μωρία του ανθρώπου να θέλει να γίνει ΩΣ θεός με τις δικές του πεπερασμένες δυνάμεις, τότε θα εκτιμήσεις και αναζητήσεις το “… ίνα εν εσμέν” που μάς καθιστά ισόθεους.

  6. Κύριε Νούλη, σέβομαι τις πολλές γνώσεις σας και φυσικά και δεν τις αμφισβητώ.
    Προσωπικά, αυτό που λέω, είναι πως δεν με ενδιαφέρει -πλέον- τόσο να υποστηρίζω την εκκλησία σε κατηγορίες περί έχθρας (της) εναντίον των φιλοσοφικών συστημάτων: Δεν είναι κάτι απαραίτητα κακό, ούτε κάτι εντελώς αναληθές.
    Την στάση των Καππαδοκών έναντι των αρχαίων, θα την χαρακτήριζα μάλλον διφορούμενη και σίγουρα μή-ενιαία. Αν δε πάμε στον Μ. Αθανάσιο, τα πράγματα χειροτερεύουν..
    Δεν πρέπει βέβαια να λησμονούμε πως όλοι οι αιρεσιάρχες των πρώτων αιώνων είχαν σαφέστατα φιλοσοφικές εκκινήσεις γεγονός που πιστοποιείται καταφανώς. Έτσι, η «έχθρα» έχει ένα ειδικό περιεχόμενο σωτηρίας: «Επέτυχαν» (θεολογικώς) όσοι Χριστιανοί έφεραν την βιβλική αποκάλυψη στο ελληνικό τους περιβάλλον και όχι όσοι επεχείρησαν το αντίθετο.
    Ο Παύλος, μπορεί και να μην είχε τις φιλοσοφικές προσλαμβάνουσες ενός π.χ. Γρηγορίου Νύσσης, αλλά στέκεται νομίζω στην ουσία.
    Τωρά, εάν το “… ίνα εν εσμέν”, μεταφράζεται (από εσάς) πως τα πάντα θα αποκατασταθούν, δεν το ξέρω. Νομίζω, πως η εκκλησία “παιδεύτηκε” πάντως με αυτήν θεωρία αιώνες… Τολμώ να πω, χωρίς να θέλω να φανώ… αιρετικός, πως η αρχιερατική προσευχή, είναι μία προσ(ευχή)… Είναι η Θεϊκή πρόθεση.

  7. Συμφωνώ σε όλα. Μόνη διαφωνία μου η τελευταία παράγραφός σου. Το “ίνα εν εσμέν” εγώ το ερμηνεύω όχι ως αποκατάσταση αλλά ως ταύτιση με το Άπειρο που είναι ο Θεός. Διατηρώντας κάθε ον την προσωπικότητά του αποκτά την ίδια αξία διαμορφώνοντας το Όλον. Έτσι γινόμαστε ισόθεοι, μια κοινωνία με μία οντότητα απείρων προσώπων.
    Καλό Φθινόπωρο.

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ