Ο πρωτοπρεσβύτερος Νικόλαος Λουδοβίκος, καλεσμένος της Βίκυς Φλέσσα στην εκπομπή «Στα άκρα», ανιχνεύει την αυτοσυνειδησία των Νεοελλήνων και τον προβληματισμό που επικρατεί στον δυτικό άνθρωπο με τις καρτεσιανές καταβολές.
Μεταξύ άλλων, απαντά στα εξής ερωτήματα:
Ποιoς είναι και πώς δημιουργήθηκε ο homo narcissus;
Γιατί στη Δύση χάθηκε η κοινωνία μεταξύ των ατόμων και τι ρόλο παίζουν οι θεσμοί; Διέρχονται κρίση οι εθνικές ταυτότητες και γιατί; Τι συμβαίνει στην Ανατολή της Δύσεως, την Ελλάδα;
Μεγάλη αστοχία από την πλευρά του π. Νικολάου ο τρόπος με τον οποίο κατανοεί την νεώτερη φιλοσοφία και ιδιαίτερα τον γερμανικό ιδεαλισμό. Στην ουσία περιπίπτει στην ίδια στάση με τους αντιδυτικούς στοχαστές της δεκαετίας του 60, τους οποίους αρνείται. Το έχω πει πολλάκις, αλλά το ξαναλέω, μήπως και αρχίσουμε να καταλαβαίνουμε. Η νεώτερη φιλοσοφία δεν είναι νοησιαρχία (άλλωστε τι νόημα έχει μια τέτοια λέξη;). Δεν πρόκειται για υποκειμενισμό. Το μεγάλο άλμα που έκανε η νεώτερη φιλοσοφία σε σχέση με την αρχαία φιλοσοφία, διά του οποίου καθίσταται δε ικανότερη να εκφράσει τον χριστιανισμό, είναι το ερώτημα περί της γνώσεως, το οποίο οι οι Έλληνες φιλόσοφοι, όπως λέι και ο Χέγκελ, αντιμετώπισαν με κάποια αφέλεια. Ο Καρτέσιος με το cogito κάνει το αντίθετο από αυτό που λέι ο π. Νικόλαος. Δεν καθιστά την νόηση του ανθρώπου κριτήριο του νοήματος, αλλά δείχνει ότι το νοείν έχει νόημα διότι είναι το θεϊκό στοιχείο εντός του ανθρώπου. Αυτό απαλλάσσει το νοείν από τον υποκειμενισμό. Αλλά πρέπει να καταλαβαίνει κανείς για ποιο πράγμα μιλάμε όταν λέμε “νοείν”. Δεν πρόκειται εδώ για το περιστασιακό νοείν του καθ’ ημέραν βίου, αλλά για το νοείν που νοεί τον εαυτό, πρόκειται για θεωρία.
Πρόκειται για σα-γη-νευ-τι-κή συνέντευξη που αποδεικνύει “μοναχά” πόση ακριβώς [b]συναρπαγή[/b] α π ο σ τ ε ρ ο ύ μ α σ τ ε κάθε μία φορά που απουσιάζει από το προσκήνιο του δημοσίου ([i]κοινωνιολογικής[/i] “εν τέλει” – ή ακόμα και “εξ αρχής” – [i]θεματικής[/i]) διαλόγου ένας εκ των “καθ’ ημάς”, δηλαδή των ορθοδόξων/ανατολικών, θεολόγων.
Μόλις πρόσεξα το σχόλιο του φίλου κ. Κλιματσάκη. Κατ’αρχήν ομολογώ ότι έχω μια πολύ πιο σύνθετη αντίληψη περί Δυτικής Φιλοσοφίας από αυτήν που παραδόξως μου αποδίδεται, ότι δηλαδή αυτή συντίθεται αποκλειστικά από υποκειμενισμό και νοησιαρχία. Πουθενά, ούτε φυσικά στην εκπομπή αυτή, δεν είπα ή έγραψα κάτι τέτοιο. Αντιθέτως, έχω πολλάκις υποστηρίξει ότι η Δυτική σκέψη ορίζεται ως κίνηση υπέρβασης των παραπάνω, περισσότερο ή λιγότερο επιτυχή κατά καιρούς. Είναι άλλωστε γι’αυτόν ακριβώς τον λόγο που δεν αισθάνομαι την ανάγκη κανενός αντι-δυτικισμού. Το ζήτημα είναι να δούμε την πιθανή αποφασιστική συνδρομή μας , από μέρους της Ορθόδοξης θεολογίας προς την κατεύθυνση ακριβώς αυτή.
Η διαφορά μου πιθανώς με τον κ. Κλιματσάκη είναι πως αυτός πιθανώς θεωρεί ότι η όντως επιχειρηθείσα υπό του Χέγκελ, λόγου χάρη, υπέρβαση της υποκειμενικότητας είναι πειστική και τέλεια, ενώ εγώ όχι. Αλλωστε και ένα τεράστιο σμήνος επιγόνων του Χέγκελ το αμφισβήτησε. Το ότι το νοείν είναι ‘θείο στοιχείο’ , δεν είναι του Καρτεσίου αλλά του Αυγουστίνου, και η έρευνα δεν αμφιβάλλει σήμερα ότι αυτός το πήρε από τον Πλωτίνο. Η θέση αυτή έχει πολλαπλώς επικριθεί, και από Δυτικούς θεολόγους και φιλοσόφους και την ψυχανάλυση. Τα θέματα αυτά βεβαίως δεν λύνονται δι’ολίγων, και χρειάζονται σύνθετη μελέτη.
σεβαστέ π. Νικόλαε, ευχαριστώ για τις υποδείξεις σας, αλλά επιμένω στην θέση μου ότι οι θεολόγοι μας δεν κατανοούν την φιλοσοφία των νεώτερων χρόνων, η οποία είναι φιλοσοφία ενός χριστιανικού, υπό την δυτική έννοια, κόσμου. Επειδή, όντως, δεν μπορούμε να εξαντλήσουμε τα εν λόγω θέματα σε αυτό το πλαίσιο, αλλά μόνον να δώσουμε αφορμές προβληματισμού, θα ήθελα να πω ότι η νεώτερη φιλοσοφία (την λεγόμενη “σύγχρονη” ξεχάστε την, εγώ δεν την θεωρώ καν φιλοσοφία), έχει έννοια περί του νοός διαφορετική απ’ αυτήν του Πλωτίνου και του νεοπλατωνισμού εν γένει. Σε αυτόν ο νους είναι υπόστασις υποδεέστερη του Ενός, και η σωτηρία (εάν υπάρχει) συνίσταται σε μια κάποια (εκστατική, όπως έλεγε ο Πλώτίνος) απορρόφηση στο Εν. Από τον Καρτέσιο και εντεύθεν και μέχρι τον Χέγκελ, με αφορμή το ερώτημα περί της βεβαιότητας της γνώσεως, η φιλοσοφία βαθμηδόν άγεται στην συνείδηση της ενότητας Θεού και ανθρώπου εν τη ετερότητι και παρά την ετερότητα και την διαφορά αυτών. Έχουμε, επομένως, υπέρβαση της επόψεως υπό την οποία η αρχαιότητα αντιλαμβάνεται την σχέση του Θεού ή του όντως όντος με τον κόσμο. Βεβαίως, η φιλοσοφία του Χέγκελ δεν είναι ορθοδοξία, καθό δεν περιέχει την έννοια των ακτίστων ενεργειών, κάτι που πρέπει να αξιοποιηθεί επίσης φιλοσοφικά. Τούτο κατά την άποψή μου, εναπόκειται σε μια ορθόδοξη φιλοσοφία.