Ο κυνικός διαχωρισμός των πολιτικών σε «πατριώτες» και «ανθρώπους των ξένων» βρίσκει συχνά πρόσφορο έδαφος στον εθισμένο στην ακραία συνωμοσιολογία ελληνικό νου. Πρόκειται για ενοχλητικό, και ενίοτε επικίνδυνο, φαινόμενο που λειτουργεί παραπλανητικά και δεν συνάδει με την ώριμη ελληνική δημοκρατία του 21ου αιώνα.
Πραγματικός πατριώτης είναι ο ρεαλιστής πολιτικός που δεν εθελοτυφλεί, γνωρίζει την ισχύ της χώρας του, αλλά έχει ταυτόχρονα συναίσθηση των ορίων της και καταφέρνει να συνεργάζεται αρμονικά με συμμάχους και εταίρους. Η συνεργασία, και όχι η λαϊκίστικη αντιπαράθεση με τις «ξένες δυνάμεις» για εσωτερική κατανάλωση, είναι ο καλύτερος τρόπος για την αποτελεσματική προώθηση των εθνικών συμφερόντων.
Υπό αυτό το πρίσμα αδικούν τον Γιώργο Παπανδρέου και τον Δημήτρη Δρούτσα όσοι υποστηρίζουν ότι οι εταίροι και σύμμαχοι της Ελλάδας «ίσως πιστεύουν ότι εξασφάλισαν δικό τους τον πρωθυπουργό και τον αναπληρωτή υπουργό Εξωτερικών», όπως και την Ντόρα Μπακογιάννη όταν καλούν «το αποχαυνωμένο είκοσι χρόνια τώρα, άσκεπτο και δίχως κριτικά αντανακλαστικά ποιμνιοστάσιο των οπαδών της Ν. Δ.» να μην την ψηφίσει διότι η παρουσία της «παραπέμπει σε “προοδευτικό” ραγιαδιασμό εξαργυρωμένης με υποτέλεια πλασματικής ευζωίας», ενώ στην περίπτωση επικράτησης του Αντώνη Σαμαρά «το όνομα του Ελληνα στον διεθνή στίβο θα απηχεί αξιοπρέπεια και υψηλή καλλιέργεια».
Ο καθένας έχει, φυσικά, το δικαίωμα να υποστηρίζει τον υποψήφιο της αρεσκείας του. Πρόθεση του γράφοντος δεν είναι να υπεισέλθει στην εσωκομματική διαμάχη της Ν. Δ., απλά είναι χρήσιμο να κατανοήσουμε ότι πέρασαν προ πολλού οι εποχές που «άλλες δυνάμεις» έβγαζαν κυβερνήσεις στην Ελλάδα. Το γεγονός ότι εταίροι και σύμμαχοι ενδιαφέρονται για τις πολιτικές εξελίξεις στη χώρα μας δεν σημαίνει ότι επιδίδονται σε εκφοβισμό για να επιβάλουν τον δικό τους υποψήφιο. Είναι απλά αυτονόητο ότι από τη στιγμή που η Ν. Δ. είναι αξιωματική αντιπολίτευση και ο επόμενος αρχηγός της εν δυνάμει πρωθυπουργός, η προσωπικότητά του και οι πολιτικές που πρεσβεύει προσελκύουν το ενδιαφέρον των άλλων χωρών και πολύ περισσότερο των εταίρων μας στην Ε. Ε. και των συμμάχων μας στο ΝΑΤΟ.
Είναι επίσης σαφές ότι οι χώρες αυτές προτιμούν έναν ηγέτη ο οποίος είναι αρκετά ρεαλιστής ώστε να συναινεί σε συμβιβαστικές λύσεις και να μην εγκλωβίζεται σε αδιέξοδα. Αυτό δεν αποτελεί πρωτοτυπία ούτε ισχύει αποκλειστικά για την Ελλάδα. Ανάλογη επιθυμία έχουν όλοι οι ηγέτες για τους ομολόγους τους εταίρων και συμμάχων. Προτιμούν τον μετριοπαθή λόγο από τις εθνικιστικές κορώνες.
Ο «ξένος παράγων», όπως έχουν συνηθίσει να περιγράφουν πολλοί τους ισχυρούς της Ευρώπης και την Αμερική, δεν χειρίζεται την Ελλάδα σαν προτεκτοράτο. Αυτό που ίσχυε σε άλλες εποχές είναι βέβαιο ότι δεν συμβαίνει στο λυκαυγές του 21ου αιώνα. Δεν «ανησυχούν» οι πρόεδροι της Αμερικής και της Γαλλίας ή η καγκελάριος της Γερμανίας, για το εάν την Ελλάδα κυβερνά κεντροαριστερός ή κεντροδεξιός πρωθυπουργός· ο Καραμανλής χθες, ο Παπανδρέου σήμερα, η Μπακογιάννη ή ο Σαμαράς αύριο. Εχουν, όμως, κάθε λόγο να ενδιαφέρονται για το εάν ο ηγέτης της Ελλάδας είναι αξιόπιστος, συνεργάσιμος, υλοποιεί τις δεσμεύσεις που αναλαμβάνει και ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις του.
Στην Ελλάδα της διαστρέβλωσης και της υπερβολής τα παραπάνω χαρακτηριστικά προβάλλονται από μερικούς ως ένδειξη περιορισμένου πατριωτισμού. Προσάπτουν εύκολα σε αυτούς που αναζητούν και πετυχαίνουν να εξασφαλίσουν τη συνεργασία με ισχυρές χώρες την ταμπέλα του ενδοτικού, ενίοτε και αυτή του «προδότη». Με ανάλογη ευκολία αναγάγουμε άλλους σε «πατριώτες», παρότι πολλοί εξ αυτών σε διάφορες περιόδους της σύγχρονης ιστορίας έχουν επιδιώξει με περισσό λαϊκισμό ανέφικτους μαξιμαλιστικούς στόχους, εγκλωβίζοντας τη χώρα σε περιπέτειες.
Το να είναι ένας ηγέτης αξιόπιστος σύμμαχος και συνεργάσιμος εταίρος δεν είναι μειονέκτημα, αλλά προτέρημα, διότι με τον τρόπο αυτόν εξασφαλίζει περισσότερα οφέλη για τη χώρα του. Και, τελικά, ο πολιτικός κρίνεται εκ του αποτελέσματος.
πηγή: Kαθημερινή, 02-12-09