Στέλιος Ελληνιάδης
οποία παίρνει τα τραγούδια από τους τροβαδούρους και τα πουλάει σαν ένα βιομηχανικό προϊόν. Η μέχρι τότε «ζωντανή» μετάδοση των τραγουδιών αντικαθίσταται από την κυκλοφορία τους μέσω υλικών φορέων, από τη μαζική παραγωγή των τραγουδιών σε παρτιτούρες. Οι εκδοτικές εταιρείες τυπώνουν νότες και λόγια, αλλά δημιουργούν και δίκτυα διανομής-πώλησης και διαφημίζουν τα προϊόντα τους από τα μουσικά θέατρα, τις σάλες χορού και τους περιφερόμενους τραγουδιστές. Μια μεγάλη επιτυχία τυπωμένη σε χαρτί μπορεί να πουληθεί σε εκατοντάδες χιλιάδες αντίτυπα. Το 1892-93, η παρτιτούρα του «After the Ball» ξεπερνάει σε πωλήσεις το ένα εκατομμύριο αντίτυπα!
Αλλάζει και το περιεχόμενο, αφού η μεσαία τάξη είναι θρησκευόμενη και αυστηρών ηθικών αρχών. Κι επειδή ο πελάτης δεν είναι ομοιόμορφος κοινωνικά, εθνικά και πολιτισμικά από περιοχή σε περιοχή στην αχανή χώρα, οι έμποροι προσπαθούν να κατασκευάσουν ένα είδος τραγουδιού απλοποιημένο και οικουμενικό για να αρέσει σε όλους. Ετσι γεννιέται η ποπ κουλτούρα. Και τα hits.
Ιρλανδοί, Γερμανοί δεύτερης γενιάς και γερμανικής καταγωγής εβραίοι δημιουργούν τους πρώτους μουσικούς οίκους με πνεύμα κοσμοπολίτικο, αστικό, ανοιχτό και δυναμικό. Οι Αφροαμερικανοί είναι επίσης ενεργοί, αλλά όχι ισότιμα. Θα περάσουν πολλά χρόνια μέχρι να εμφανιστεί η πρώτη μεγάλη μουσική εταιρεία που ανήκει σε μαύρους (Black Swan Records, 1919). Το ράγκταϊμ, από την αρχή σχεδόν, γίνεται το δημοφιλέστερο εμπορικό προϊόν, παρ' όλο που δέχεται κριτικές για προσβολή των ηθών με τις απελεύθερες σωματικές χορευτικές κινήσεις.
Ηδη το 1910, οι «Νιου Γιορκ Τάιμς» γράφουν ότι λειτουργούν «εργοστάσια τραγουδιών» που παράγουν και πουλάνε τραγούδια μόνο για κέρδος, όπως συμβαίνει με κάθε βιομηχανικό προϊόν. Ο μοναχικός τραγουδοποιός που τα κάνει όλα μόνος του -έμπνευση-συγγραφή-ερμηνεία-διάδοση- αντικαθίσταται από μια μονάδα δομημένη καπιταλιστικά με καταμερισμό εξειδικευμένης εργασίας. Εκδότης, συνθέτης, στιχουργός, ενορχηστρωτής, μουσικός, ερμηνευτής, διαφημιστής, δικηγόρος, πωλητής κ.ά. μοιράζονται τους ρόλους. Ολο και περισσότερα τραγούδια γράφονται κατά παραγγελία από μισθωτούς συνθέτες/στιχουργούς για λογαριασμό της εταιρείας και κυκλοφορούν ανώνυμα. Οι τραγουδοποιοί δεν θεωρούνται καλλιτέχνες αλλά εργάτες. Είναι ελάχιστοι αυτοί που μετά από μερικές επιτυχίες εξασφαλίζουν ένα μικρό ποσοστό από πωλήσεις. Η τυποποίηση και όχι η καινοτομία είναι η σπονδυλική στήλη της νέας βιομηχανίας που, από την αρχή του 20ού αιώνα, διαχειρίζεται μια πρωτοφανή έκρηξη παραγωγής τραγουδιών με κέντρο τη Νέα Υόρκη.
πηγή: Ελευθεροτυπία, 25-4-2010