του Σπύρου Τσιστσίγκου
Οι σχετικές συζητήσεις για την αναμόρφωση της ύλης των μαθημάτων τής εγκύκλιας Παιδείας «καλά κρατούν» στον τόπο μας εδώ και πολλά χρόνια τώρα. Στο μεταξύ, το μάθημα των Θρησκευτικών, για πολλούς λόγους (αντι-πνευματικές προκαταλήψεις από την εποχή τού Διαφωτισμού, συγκρητιστικές αντιλήψεις τής γενιάς «baby-boomer» επιστη-μόνων, πνεύμα εκκοσμίκευσης, σκέψεις/προτάσεις χωρισμού Κράτους και Εκκλησίας, ευρωπαϊκές Οδηγίες, ιδεολογικο-κομματικές πιέσεις κ.λπ.), τίθεται για πολλοστή φορά στο στόχαστρο, μολονότι στην ίδια μοίρα, του-λάχιστον επιστημολογικά, θα έπρεπε να βρίσκονται όλα τα θεωρητικά μαθήματα («επιστημών τού ανθρώπου»). Ειδικοί και μη, πιστοί και άπιστοι, καλοπροαίρετα ή κακόβουλα, διατυπώνουν «ευκαίρως ― ακαίρως», είτε προφορικά σε ομιλίες και συνέδρια, είτε γραπτώς τις απόψεις τους.
Στο παρόν άρθρο δεν θα αναφερθώ στα αντίστοιχα ευρωπαϊκά προγράμματα σπουδών, ούτε στις αντιλήψεις τού επιστημονικού κόσμου (εγχώριου και διεθνούς), ούτε στις απόψεις των ίδιων των (Ελλήνων και ξένων) νέων (μαθητών, σπουδαστών και φοιτητών) για τη διδασκαλία των Θρησκευτικών, αφού επ’ αυτών κυκλοφορεί πληθώρα σχετικών μελετών.
Από τις υπάρχουσες μέχρι σήμερα προτάσεις (ομολογιακό, πολιτισμικό και διομολογιακό ή θρησκειολογικό μάθημα) για τον τρόπο διδα-σκαλίας των «Θρησκευτικών» μέσα σε μία πολυπολιτισμική κοινωνία καμία δεν φαίνεται να ικανοποιεί απόλυτα, απ’ τη μία, την προσωπική (υπαρξιακή) ελευθερία και ανεκτικότητα της έκφρασης και των ιδεών, και απ’ την άλλη, την υποχρεωτικότητα του μαθήματος στα πλαίσια της στοιχειώδους και μέσης Εκπαίδευσης αλλά και του αναφαίρετου δικαιώματος της γνώσης, έτσι ώστε το μάθημα αυτό να καθίσταται «ουδέτερο», και άρα υποχρεωτικό. Για την ομολογιακότητα του μαθήματος θα μιλήσω έμμεσα πιο κάτω, αν και θα πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με ειδικές έρευνες (Baker, Han & Broughman 1996, Trinitapoli 2007, Uecker 2009), τα προτεσταντικά σχολεία (που τόσο πολύ «κόπτονται» για την ελευθερία και τα ανθρώπινα δικαιώματα) τής Ευρώπης είναι, παραδόξως, πιο «κλειστά» (φονταμενταλιστικά) όχι μόνο από τα απλώς «κοσμικά», αλλά και από τα αντίστοιχα ρωμαιοκαθολικά (Baker & Riordan 1998), τα οποία φροντίζουν για την κατηχητική/ομολογιακή θρησκευτική διδασκαλία στα ιδιωτικά τής Εκκλησίας σχολεία ή στα ενοριακά τους, κάτι που μπορεί, βέβαια, να γίνει και στη χώρα μας σε περίπτωση πλήρους χωρισμού Κράτους και Εκκλησίας, όπως άλλωστε γίνεται ήδη με Εβραίους και Μουσουλμάνους μαθητές τής Ευρώπης.
Το πολιτισμικό μοντέλο τού μαθήματος των «Θρησκευτικών» αφενός συγχέει, ταυτίζοντας (ιδίως στις ψυχές των παιδιών) τον (κοσμικό) πολιτισμό με αυτό το (άκτιστο και απόλυτα υπερβατικό) «Θείον» (βλ. Kulturprotestantism), ειδωλοποιώντας (βλ. ναρκισσιστική αυτολατρεία) ή απολυτοποιώντας μεμονωμένα και αποκλειστικά μία μόνο εθνικο-θρησκευτική Παράδοση (δηλ. κάποιων συγκεκριμένων προτερημάτων και αρετών τής φυλής), τ.έ. ένα κτιστό (κοινωνικά και πολιτιστικά) μέγεθος (βλ. κοσμική θρησκεία), και αφετέρου συνδέει, explicitly ή implicitly, τη θρησκευτικότητα/πνευματικότητα με τις (λαογραφικές) παραδόσεις (πολιτιστική κληρονομιά) ενός συγκεκριμένου έθνους (βλ. εθνοφυλετισμό), δηλ. ουσιαστικά ταυτίζει την Ιερή Παράδοση με την κοσμική (λαϊκή) Παράδοση. Πρόκειται για την «αγιοποίηση» ενός συγκεκριμένου πολιτισμού (E. Gellner 1987), ενώ ταυτόχρονα ο πολιτισμός αυτός ανεξαρτητοποιείται τόσο από τη θρησκεία, όσο και από την Εκκλησία (J. Santiago 2009). Αλλά, κάθε πρόγονός μας δεν σημαίνει ότι ήταν και Άγιος! Εν τοιαύτη περιπτώσει, γιατί το μάθημα αυτό να το διδάσκει ένας θεολόγος και όχι ένας φιλόλογος, ιστορικός, αρχαιολόγος ή κοινωνιολόγος; Πού βρίσκεται η ειδοποιός διαφορά τους; Φαίνεται ότι η Ευρώπη από το “Cujus regio, ejus religio” (βλ. αγιοποίηση του έθνους) πέρασε στην, κατά τον Émile Durkheim (1964), εκκοσμικευμένη “civil religion” (του Rousseau, της Γαλλικής Επανάστασης, του Γάλλου θεωρητικού τού Σοσιαλισμού Henri de Saint-Simon και τη «θετική θρησκεία» τού A. Comte), και από εκεί στην έννοια τής «πολιτιστικής κληρονομιάς», δηλ. τη θρησκειοποίηση (όχι πλέον τού έθνους, αλλά) του «γένους» [όχι με την τοτεμική ή θεολογική, αλλά την κοινωνιολογική σημασία τής clan (M. Schoffeleers 1978)], της συγκεκριμένης «κοινότητας» (R. N. Bellah 1970), της εθνικότητας (Santiago 2009) και, κατ’ επέκταση, τού εθνικισμού (C. Marvin & D. W. Ingle 1999) ως μιας πολιτικής θρησκείας (A. D. Smith 2000). Πρόκειται ουσιαστικά για μία θεολογία που χρησιμοποιεί εθνικο-πατριωτική γλώσσα και επιχειρηματολογία (R. Wuthnow 1994), όπου λ.χ. η σημαία επέχει θέση Totem (Marvin & Ingle 1999).
Εξάλλου, το θρησκειολογικό μάθημα των «Θρησκευτικών», αφενός παρέχει ως τελική εντύπωση στον μαθητή έναν ασπόνδυλο και υδαρή «αχταρμά» (βλ. super market θρησκειών), παντελώς ανώφελο για την πρακτική του ζωή ―για να μην πω και συσκοτιστικό ή επιβλαβή―, και αφετέρου δεν εξασφαλίζει πάλι την υποχρεωτικότητα, γιατί δεν αποστασιοποιείται από την έννοια/ιδέα τού Θείου ή/τής θρησκείας, που ένας άθεος λ.χ. γονέας αρνείται.
Αν για κάποιους ο εξοβελισμός τού ομολογιακού-κατηχητικού μαθήματος των Θρησκευτικών συνιστά πρόοδο, για την ελληνορθόδοξη Παράδοση συνιστά, ασφαλώς, πισωγύρισμα. Ως γνωστό, στα πρωτοχριστιανικά χρόνια, οι άνθρωποι που ήθελαν να γίνουν Χριστιανοί, περνούσαν από μία μακρά και συστηματική διαδικασία (ηθικής, γνωστικής και πνευματικής) προπαρασκευής.
Σήμερα, που όχι μόνο το μεγαλύτερο μέρος τού λεγόμενου χριστιανικού πληθυσμού αγνοεί τα στοιχειώδη τής χριστιανικής του Πίστεως, αλλά και συνειδητά επιθυμεί να τα αποβάλει, επιστρέφοντας σε φυσικές ή νεο-παγανιστικές και συγκρητιστικές θρησκευτικότητες ή πνευματικότητες (στην προσπάθεια εξεύρεσης απαντήσεων για τα καίρια υπαρξιακά, αξιακά και μεταφυσικά ερωτήματα της ζωής), η Ορθόδοξη Χριστιανική Κατήχηση, αντί να πιστεύεται, όπως όντως συμβαίνει (όταν, βέβαια, λειτουργεί αυθεντικά), ότι ελευθερώνει υπαρξιακά και κοινωνικά και εν τέλει ότι «σώζει» ολικά τον Άνθρωπο από τις κατά καιρούς δυνάμεις τού σκότους (με τα εκάστοτε κοινωνικά όργανά τους), φαντάζει ως μία καταναγκαστική επιβολή και στέρηση της πνευματικής ελευθερίας των πολιτών τού παγκοσμιοποιημένου μας σύγχρονου πολιτισμού.
Πολλοί επίσημοι φορείς και απλοί άνθρωποι της Εκκλησίας νομίζουν ίσως ότι ακόμα βρίσκονται και ζουν στον προ-προηγούμενο αιώνα, όπου τα παιδιά είχαν αυτή την απαραίτητη θρησκευτική προπαιδεία από τα σπίτια τους. Και, συνεπώς, στηριζόμενοι οι θεολόγοι καθηγητές σε αυτήν, θα μπορούσαν περαιτέρω να οικοδομήσουν πνευματικά. Η πραγματικότητα όμως είναι τελείως διαφορετική. Μολονότι οι περισσότεροι σήμερα δηλώνουν Ορθόδοξοι Χριστιανοί στη χώρα μας, αν και δεν εκκλησιάζονται, οι χριστιανικές τους γνώσεις και απόψεις δεν διαφέρουν πολύ από ενός μικρού παιδιού, πρωτόγονου ή φυσιολάτρη και πανθεϊστή (προλήψεις, δεισιδαιμονίες, μαγεία, μαντεία, ειδωλολατρία, Αστρολογία, UFO-θρησκείες κ.λπ.), αφού είναι και παραμένουν χριστιανικά τελείως ακατήχητοι.
Άρα, ως χριστιανοί παιδαγωγοί, απαιτείται να εφαρμόσουμε τη μεθοδολογία που θα χρησιμοποιούσαμε για την ιεραποστολή αμύητων χριστιανικά απ’ αρχής ανθρώπων. Η μεθοδολογία αυτή θα είναι προπαρασκευαστική (πρβλ. «παιδαγωγό εις Χριστόν», κατά Κλήμη τον Αλεξανδρέα) για μία περαιτέρω χριστιανική συστηματική Εκπαίδευση, όσων φυσικά ενδιαφέρονται πραγματικά. Άλλωστε, τόσο κατά την mutatis mutandis ελληνική αρχαιότητα, όσο και στο Βυζάντιο, των θεολογικών Γραμμάτων προηγείτο μία ιστορικο-φιλολογική και φιλοσοφική εκπαίδευση, αφού αλλιώς οι όροι, με τους οποίους εργάζεται η (κάθε) Θεολογία, δεν είναι δυνατόν να κατανοηθούν.
Έτσι, λ.χ. θα μπορούσαμε να ξεκινήσουμε τα σχολικά προγράμματα του μαθήματος των Θρησκευτικών (που και το όνομά του θα μπορούσε να αλλάξει) με απλά ερωτήματα για τη Φύση, τον κόσμο, τη ζωή και τον Άνθρωπο στα παιδιά τού Δημοτικού, στη συνέχεια με πιο σύνθετα μαθήματα για τη συμβολική δόμηση των κοινωνιών και τού πολιτισμού, και να καταλήγαμε με προτάσεις για τις υπαρξιακές ανάγκες τού ανθρώπου. Το όλο γνωστικό (παιδαγωγικό) υλικό αυτό θα αντλείται διαθεματικά από όλες τις Θρησκείες και τους Πολιτισμούς, όπως επίσης και από τα πορίσματα των συναφών επιστημών, όπως λ.χ. της Ιστορίας των Πολιτισμών, τής Φιλοσοφίας τής Θρησκείας, τής Κοινωνιολογίας τής Θρησκείας και της Ψυχολογίας τής Θρησκείας.
Για περαιτέρω εμβάθυνση ―είτε σε επίπεδο ΤΕΙ, είτε σε πανεπι-στημιακό επίπεδο― ας δημιουργηθούν και λειτουργούν αντίστοιχα (εξειδικευμένα) Τμήματα, όπου με τη θέλησή τους οι ενδιαφερόμενοι θα μπορούν να φοιτούν. Το σχέδιο αυτό ανταποκρίνεται στην ιστορική πραγματικότητα της πρωτοχριστιανικής Εκκλησίας, η οποία, όπως τότε έτσι και σήμερα, ζει μέσα σε ένα πολυπολιτισμικό περιβάλλον.
Λογικά, φιλοσοφικά και ψυχο-παιδαγωγικά, δεν είναι δυνατόν να διδαχθούν, κατανοηθούν και υιοθετηθούν γνώσεις πού όχι μόνο δεν προβληματίζουν αλλά και δεν ενδιαφέρουν εξ αρχής. Πρώτα, λοιπόν, απαιτείται να διεγείρουμε τον ζήλο και το ενδιαφέρον ―λ.χ. με την υπο-γράμμιση και της πραγματιστικής [λειτουργία των “plausibility structures” (Berger 1967), γνωστικό και ακαδημαϊκό ενδιαφέρον, υλοποίηση των επαγγελματικών στόχων, ηθική διαπαιδαγώγηση, διευκόλυνση της κοινωνικοποίησης, “prosocial behavior” (αγαπητικά συναισθήματα προς τον συνάνθρωπο, εμπιστοσύνη, συνεργατικότητα, εθελοντισμός, μεγαλοψυχία, γενναιοδωρία κ.λπ.), πνευματική αύξηση/ανάπτυξη και προσωπική ωρίμανση, κοινωνική συνοχή (Parsons 1937, Durkheim 1964), συν-αδελφική υποστηρικτικότητα, ψυχο-σωματική υγεία (υγιεινός και μη επικίνδυνος τρόπος ζωής, μείωση της παραβατικότητας και εγκληματικότητας, μη χρήση απαγορευμένων ουσιών, μακροβιότητα, μείωση ατυχημάτων, χαμηλά ποσοστά stress, άγχους και κατάθλιψης κ.λπ.), επιτυχέστερο έλεγχο του θυμού και της επιθετικότητας και ευχέρεια στην επίλυση ηθικο-κοινωνικών διλημμάτων και προβλημάτων, ικανοποίηση από τη ζωή και εξεύρεση νοήματος, μηχανισμοί coping κ.λπ.] αξίας τού μαθήματος― για το «Θείον» (Αγιο ή Ιερο) και την πνευματικότητα γενικά τού ανθρώπου, και ύστερα να προχωρήσουμε σε ανάλυση βαθύτερων και υψηλότερων θεολογικών εννοιών. Η «πνευματικότητα», μία έννοια που τουλάχιστον οι περισσότεροι ―ακόμα και από αυτούς τούς άθεους― δεν αμφισβητείται, σε αντίθεση με τις Αρχές μιας οργανωμένης Θρησκείας, οπωσδήποτε, συνάδει καλύτερα τόσο στους κανόνες τής επιστημολογικής ουδετερότητας, όσο και στο παγκοσμιοποιημένο και πολυπολιτισμικό κλίμα τής ανεκτικότητας.
Άλλωστε, σε έναν a priori άθεο δεν μπορείς κατ’ ευθείαν να τού παραθέτεις αγιογραφικά χωρία, και αμέσως μετά εξ αυτών να του συναγάγεις ηθικά ή λατρευτικά αντίστοιχα παραγγέλματα. Πρέπει πρώτα να του εμφυτεύσεις την πίστη, δηλ. να τον πείσεις μέσω τής δικής του «γλώσσας» (βλ. συγκατάβαση), ότι υπάρχει Θεός που τον σκέπτεται, τον φροντίζει, τον ακούει, τον βοηθά, τον στηρίζει, τον ανακουφίζει, τον θεραπεύει, τον αγιάζει και τον σώζει. Αυτό έκαναν ο Χριστός, ο απόστολος Παύλος και όλοι οι Πατέρες τής Εκκλησίας.
Στο άρθρο του κ. Τσιτσίγκου θα μπορούσε να γίνει μια χαρά κριτική και να φανούν με ορθολογικά επιχειρήματα τα τρωτά και οι ασυνέπειές του, όπως λ.χ. το ότι μετατρέπει το μάθημα των θρησκευτικών σε μάθημα … πνευματικότητας (!), την οποία αντιλαμβάνεται περίπου σαν οδηγό συμπεριφοράς (!!!).
Ωστόσο κ. “Ρωμανίδη”, εσείς και ο “Φρίντριχ” κάνατε ό,τι περνούσε από το χέρι σας για να αποθαρρυνθεί μια τέτοιου είδους λογική κριτική πολυβολώντας το χώρο των σχολίων εδώ με αλλεπάλληλα κατεβατά φλύαρων ειρωνειών και σεντόνια γυμνασιακού επιπέδου εμπαιγμών, στα οποία – το χειρότερο – δεν μπορεί κανείς να βρει κανένα σοβαρό επιχείρημα, καμια ορθολογική κριτική ανασκευή του άρθρου ή έστω μιας συγκεκριμένης παραγράφου του … ούτε καν την ελαχιστότερη ανάδειξη των αντινομιών και ασυνεπειών του.
Συγχαρητήρια! Με τον ιδιαίτερο τρόπο σας διασώσατε το άρθρο του κ. Τσιτσίγκου από την κριτική – διότι ποιος σώφρων άνθρωπος θα καθόταν να γράψει μια σοβαρή κριτική του, βλέποντας ότι αμέσως θα πνίγατε το χώρο εδώ με τα παιδιαρίσματά σας;
Επειδή είχα μέχρι σήμερα ειλημμένες υποχρεώσεις, κκ. Φρίντριχ και Father Romanides αλλά και ανώνυμε καθηγητά που όταν εσύ πήγαινες, νομίζοντας ότι εγώ έγινα πανεπιστημιακός είτε λόγω νεποτισμού είτε με κάποιο μέσο, στη Δ/μια Εκπαίδευση, εγώ ερχόμουν (καθότι την έχω υπηρετήσει 22 χρόνια, όντας μάλιστα πρόεδρος των θεολόγων τής Εύβοιας με πλούσια θεολογική δράση), θα σας παρακαλούσα τώρα που δεν έχω “εξουσία”, όπως νομίζατε ότι έχω και φοβόσασταν, αφού βγάλετε τη μάσκα τής ανωνυμίας σας, να διαλεχθούμε επιστημονικά επί ίσοις όροις, λέξη προς λέξη και πρόταση προς πρόταση στο ως άνω άρθρο μου. Σας προ(σ)καλώ!!! Σας υπόσχομαι, αν θέλετε΄ακόμα και ενόρκως, ότι είμαι ανοιχτός σε κάθιε καλοπροαίρετη και επιστημονικά τεκμηριωμένη κριτική, χωρίς πάθος και μνησικακία.