Λάκης Προγκίδης
Για τα εκατό χρόνια από τον θάνατο του Παπαδιαμάντη (Α΄μέρος)
Λίγο από πνεύμα ανταρσίας, λίγο από οικογενειακή παράδοση, βρέθηκα τον Ιούνιο του 1968, μετά από κάποιες πράξεις ανατρεπτικού, καθώς ελέχθη, χαρακτήρα, συγκρατούμενος με τον Θ.Π. στο 6ο αστυνομικό τμήμα στον Βαρδάρη. Δικτατορία. Σε λίγες μέρες πατούσα τα εικοσιένα.
Ζέστη ανυπόφορη. Ένα μπετονένιο κελί, μη αεριζόμενο, στον τελευταίο όροφο, ακριβώς κάτω από την ταράτσα. Πυρακτωμένο μέρα νύχτα. Μας βγάζαν μόνο για τις φυσικές μας ανάγκες και για να φάμε ανακούρκουδα το φαγητό που φέρναν και παραδίδαν στο φύλακα κάθε μέρα οι δικοί μας. Τελειώνοντας κι αφού καπνίζαμε το μοναδικό τσιγάρο του εικοσιτετράωρου –ώ της απολαύσεως!– κοιταζόμασταν και ψιθυρίζαμε «άντε πάλι στο καμίνι».
Οι μέρες κυλούσαν. Σε δυο τρεις βδομάδες είχαμε εξαντλήσει τις βασικές πληροφορίες γύρω από τη ζωή μας. Περάσαμε λοιπόν σε ιστορίες πιο προσωπικές. Ένα βράδυ, o Θ.Π., λογιστής το επάγγελμα, άρτι παντρεμένος, μου διηγήθηκε τις αναμνήσεις του από ένα τελευταίο του ταξίδι στη Σκιάθο όπου ανακάλυψε τον Παπαδιαμάντη. Καθώς δε το έφερε η τύχη νάχω κι εγώ γνωρίσει στα δεκατέσσερά μου και το ωραίο νησί και νάχω κιόλας διαβάσει τα άπαντα του Βαλέτα, αρχίσαμε να φέρνουμε στο μυαλό μας τα έργα του Παπαδιαμάντη, να ζωντανεύουμε τους ήρωές του και να ονειροπολούμε τις ρόδινες ακρογιαλιές, τις βασιλικές βελανιδιές και τα θεσπέσια τσιμπούσια του. Το καμίνι μας έβραζε. Ο Παπαδιαμάντης το δρόσιζε. Τόλη, αναφωνεί μια μέρα ο συγκάτοικος, ξέρεις τι λέω; Τι; Θα βγω στον Διοικητή να του ζητήσω να μας επιτρέψει να διαβάσουμε Παπαδιαμάντη. Σε βάρεσε η ζέστη, του κάνω. Ξερό κεφάλι όμως ο Θ.Π.: πέτυχε την ακρόαση για την ίδια μέρα. Επέστρεψε σε λίγο τρισευτυχισμένος. Κάθε δεκαπέντε μέρες, συμφώνησε ο Διοικητής, θα μας έφερνε η γυναίκα του Θ.Π. έναν τόμο από τα άπαντα και θα έπερνε πίσω τον διαβασμένο. Δεν πίστευα στ’ αυτιά μου. Και πώς δέχθηκε το πράγμα, ρώτησα. Α, με πολύ ενθουσιασμό, απάντησε. Δεν πρόλαβα, συνέχισε, να ολοκληρώσω το αίτημά μου και πετάχτηκε όρθιος αναφωνώντας «Μπράβο, αυτός μάλιστα, ίσως και ξεστραβωθείτε».
Δεν ευτύχησε να τελειώσουμε την ανάγνωση. Στο τέλος του τρίτου τόμου μας χωρίσαν. Μας μεταφέραν στο στρατόπεδο του Καρατάσου στα περίχωρα της Θεσσαλονίκης. Μας κλείσαν σε χωριστά δωμάτια στον πρώτο όροφο ενός διώροφου κτιρίου που στο παρελθόν το χρησιμοποιούσαν οι εφημερεύοντες μόνιμοι αξιωματικοί. Σφράγισαν τα παντζούρια, βάλαν φρουρούς, μας σίτιζαν πρωί, μεσημέρι, βράδυ και μας επιτρέψαν να διαβάζουμε ό,τι βιβλία μας φέρναν από τα σπίτια μας μια φορά την εβδομάδα –αφού περνούσαν πρώτα από την έγκρισή τους, εννοείται. Δυστυχώς εγώ δεν είχα τα άπαντα για να ολοκληρώσω την ανάγνωση, τη δεύτερη της ζωής μου. Έφηβος τα είχα δανειστεί. Θυμάμαι, εντούτοις, πάντα με νοσταλγία τον εγκλεισμό στου Καρατάσου. Ποτέ δεν ξαναβρέθηκα στη ζωή μου σε τόσο ιδανικές συνθήκες για διάβασμα και περισυλλογή. Έμενα ξυπνητός μέχρι μετά τα μεσάνυχτα. Το εγερτήριο μου το είχα εξασφαλισμένο. Στις 7:00 η ώρα ένας λόχος σταματούσε κάτω από τα παράθυρα μας και κραύγαζε αρκετές φορές τα πασίγνωστα συνθήματα της Χούντας: ΕΙΚΟΣΙΜΙΑ! ΤΕΤΑΡΤΟΥ! ΕΞΗ-ΝΤΑ ΕΦΤΑ! – ΕΛΛΑΣ! ΕΛΛΗΝΩΝ! ΧΡΙ-ΣΤΙΑ-ΝΩΝ!
Μείναμε στο στρατόπεδο από τον Σεπτέμβριο του 1968 μέχρι που έγινε η δίκη, τον Μάιο του 1969. Από τις πρώτες μέρες, με νωπό ακόμα στη μνήμη μου τον Παπαδιαμάντη, σκεφτόμουν σε τι παράξενη θέση με είχε φέρει η τύχη. Από τη μια μεριά έπαλε μέσα μου ολοζώντανη, πανέμορφη, νόστιμη και απέραντα ανεκτική απέναντι στις τρέλες, τις αποκοτιές και τα πάθη των ανθρώπων η Ελλάδα των Ελλήνων χριστιανών του αγαπημένου μου συγγραφέα. Και από την άλλη, ο έξω κόσμος με βομβάρδιζε με μια ελληνοχριστανική Ελλάδα που με γέμιζε με τόση λύσσα όση και οδύνη. Τούτη η αντίθεση, τούτη η αντιπαράθεση δυο φαινομενικά όμοιων κόσμων στάθηκε το πρώτο μου μάθημα λογοτεχνικής κριτικής.
Πέρασαν από τότε δέκα ολόκληρα χρόνια μέχρι ν’ αποφασίσω ν’ ασχοληθώ συστηματικά με την κριτική της λογοτεχνίας και ιδιαίτερα του μυθιστορήματος. Για ένα μεγάλο διάστημα ο Παπαδιαμάντης υπήρξε το μοναδικό μου σχολείο. Μα, θ’ απορήσετε, ασχολήθηκε ο Παπαδιαμάντης με την κριτική; Όχι βέβαια. Η κριτική όμως για την οποία μιλώ και η οποία έγινε η μοναδική μου σχεδόν ενασχόληση, προήλθε, ναι, προήλθε από το παπαδιαμαντικό έργο, ή, για την ακρίβεια, προήλθε από την σπίθα που πετάχτηκε μέσα μου τη στιγμή της σύγκρουσης αυτού του έργου με την καταθλιπτική και ανελεύθερη ατμόσφαιρα της χουντικής ελληνοxριστιανοσύνης.
Δεν χρειαζόταν βέβαια και καμιά φοβερή πνευματική ικανότητα για να καταλάβω το χάσμα που χώριζε την πίστη και την τέχνη του Παπαδιαμάντη από τα ιδεολογήματα των ηγετίσκων της δικτατορίας. Μου αρκούσε η αίσθησή μου. Στην περίπτωση του Παπαδόπουλου και των συνεργατών του, ένας δισχιλιετής πολιτισμός είχε στραγγίσει, είχε συρρικνωθεί, είχε καταντήσει κούφιο σύνθημα για να το βροντοφωνάζουν κατ’ εντολήν οι φαντάροι. Με τον Παπαδιαμάντη οι ίδιες λεξούλες που όριζαν τη χώρα μου, το λαό μου και την θρησκευτική του πίστη ηχούσαν μέσα μου σαν κάλεσμα ενός ακμαίου πολιτισμού, πάντα πλούσιου σε εκπλήξεις και αινίγματα. Ένα σφαλιστό παράθυρο χώριζε τους δύο κόσμους. Έξω, το καθεστώς που αντιμαχόμουν προσπαθούσε να μετατρέψει την πολιτισμική μου ταυτότητα σε τύπο, σε σχήμα αιώνια απαρασάλευτο. Μέσα, η ίδια ταυτότητα μεταμορφωνόταν σε ανεξάντλητο μυστήριο, σε ανάσα δημιουργίας, σε ελευθερία.
Ξαναθυμήθηκα φέτος, ύστερα από σαράντα τρία χρόνια, τη διαμονή στου Καρατάσου. Ίσως γιατί το καλεί η επέτειος. Ίσως γιατί προσπαθώ, διαβάζοντας τον ξανά και ξανά να δω τι έχει να μας πει ο συγγραφέας του «Φτωχού Αγίου», για την σημερινή μας κατάντια. Και ξαναθυμήθηκα φυσικά σε τι συνίστατο το πρώτο μάθημα κριτικής στο οποίο μόλις αναφέρθηκα. Συνίστατο σε δυο ανακαλύψεις. Ανακάλυψα, εκεί στην απομόνωση, πρώτον την αμφίσημη φύση της παράδοσης. Την κοίταζα από τη μεριά της χούντας, πτώμα. Την κοίταζα από τη μεριά του κυρ Αλέξανδρου, άνθιζε, ευδοκιμούσε. Κι αυτό όχι θεωρητικά και αφηρημένα αλλά στο ίδιο το πετσί μου, για να το πω έτσι. Το ίδιο μου το κορμί είχε γίνει το θέατρο αυτής της διπλής όψης της παράδοσης: στ’ αυτιά μου αντιλαλούσε το κούφιο σύνθημα των Συνταγματαρχών ενώ ταυτόχρονα τα σωθικά μου χοροπηδούσαν στο ρυθμό του παπαδιαμαντικού τραγουδιού.
Η δεύτερη ανακάλυψη ήταν λιγότερο κατανοητή. Θέλω να πω ότι ενώ η πρώτη είχε άμεση σχέση με τη σύγκριση, διανοητικού περισσότερο χαρακτήρα, του μέσα με το έξω, του παπαδιαμαντικού πλούτου που γέμιζε το είναι μου με την έκπτωτη μορφή του πού κυριαρχούσε από την άλλη πλευρά του παραθύρου, η δεύτερη ανακάλυψη ήταν πολύ δύσκολο να περιγραφτεί. Ναι, με το πρώτο άκουσμα του συνθήματος «Ελλάς, Ελλήνων, Χριστιανών» ένιωσα κάτι που είναι αδύνατον να εκφραστεί με λέξεις. Ή για την ακρίβεια κάτι που ήταν αδύνατον να εκφραστεί και το οποίο παιδεύομαι έκτοτε να πω, να φανερώσω, να κάνω να γίνει κατανοητό. Εκείνη η δεύτερη «ανακάλυψη» στάθηκε για μένα το μεγάλο αίνιγμα και το κίνητρο για να ριχτώ στην περιπέτεια της κριτικής. Εδώ, είπα μέσα μου, γίνεται κάτι το εξαιρετικό. Κάτι για το οποίο αξίζει τον κόπο να επιχειρήσω μιαν ολόκληρη στροφή σε σχέση με τον δρόμο πού είχε πάρει ήδη η ζωή μου: Πολυτεχνείο, πολιτικοποίηση, λογοτεχνικά ενδιαφέροντα. Εδώ, σε τούτο το κεφάλαιο, ίσως κάτι έχω να πω, κάτι το τελείως δικό μου, σκέφτηκα.
Ποια ήταν λοιπόν αυτή η τόσο περίεργη και άρρητη αίσθηση; Το γέλιο. Ναι, το γέλιο. Ακούγοντας τα φανταράκια να ξελαρυγγύζονται για να με κάνουν να καταλάβω τι θα πει Ελλάδα άρχισα να γελάω. Βουβά. Μέσα μου. Ένα γέλιο εύθυμο, λαγαρό, πρόσχαρο, συντροφικό. Χωρίς ίχνος έχθρας και σατιρικής διάθεσης –στο κάτω κάτω της γραφής απόλυτα δικαιολογημένης από την περίσταση. Όχι βέβαια ότι μου ήρθε να ταυτιστώ με την πρωινή εντεταλμένη χορωδία και να πάρω μέρος στη συλλογική αποβλάκωση. Γέλιο ίσον απόσταση. Υπό όποια μορφή κι αν ξεπηδήσει. Και ποια ήταν λοιπόν η μορφή εκείνου του γέλιου; Δεν ήξερα ούτε να την ονομάσω, ούτε να την περιγράψω. Το μόνο πράγμα πού καταλάβαινα διαυγέστατα είναι ότι είχα βρεθεί ξαφνικά σε μια πρωτόγνωρη κατάσταση, σε μια «γνώση» ασύλληπτη για τα φτωχά μου εκφραστικά μέσα. Ένιωθα σαν το κλειστό παράθυρο να είχε εξαφανιστεί και μαζί του και το δωμάτιο. Σαν από τον εαυτό μου ν’ αποκολλήθηκε ένας άλλος εαυτός που μ’ έβλεπε από πολύ μακριά. Που μας έβλεπε από κάποιον άλλο πλανήτη: εμένα, το στρατόπεδο και τη χώρα μου ολόκληρη. Μέσα σ’ ένα συναίσθημα απέραντης συγκατάβασης. Σαν νάμασταν όλοι ένα. Σαν να μην ήταν καθόλου εύκολο να διακρίνεις τους εχθρούς από τους φίλους. Σαν ένα μαγικό ραβδί να είχε σβήσει διαφορές, ανταγωνισμούς και αντιδικίες. Αλλά και πάλι, τίποτα δεν είχε παραμερίσει από τη θέση του και ιδιαίτερα τα καρφωμένα παντζούρια. Γελούσα. Το είναι μου είχε παραδοθεί στη χαρά του γέλιου. Το ένιωθα. Αλλά ταυτόχρονα ένιωθα ότι γελούσα χωρίς να ξέρω το γιατί. Πέρασε πολύς καιρός πριν αρχίσω να αρθρώνω κάποιες σκέψεις γύρω από το φαινόμενο. Τότε, όταν συνέβει, για το μόνο πράγμα που ήμουν σίγουρος ήταν ότι στον πυρήνα αυτής της περίεργης σκωπτικής διάθεσης φώλιαζε το έργο του Παπαδιαμάντη που μόλις είχα ξαναδιαβάσει.
Οι ιδιαίτερες συνθήκες όπου βρισκόμουν θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν κάποιες στιγμές παράκρουσης. Προτίμησα το δρόμο της εκλογίκευσης. Βέβαια αν πάρουμε το έργο του Παπαδιαμάντη καθ’ εαυτό δε θα βρούμε την παραμικρή νύξη σε σχέση με την ελληνοχριστιανοσύνη την οποία διατυμπάνιζαν οι αυτοκυρηχθέντες προστάτες του έθνους. Αποκλειόταν λοιπόν η οποιαδήποτε άμεση συσχέτιση λογοτεχνικού έργου και συγκεκριμένης κατάστασης. Έμενε ίσως η έμμεση: η φρέσκια ακόμα μέσα μου μνήμη της παπαδιαμαντικής ελληνοχριστιανοσύνης μ’ έκανε να χλευάζω, ως εξ αντιπαραβολής, το ελεεινό απολειφάδι της. Όμως ούτε κι αυτή η εξήγηση ευσταθούσε. Το είπα ήδη το γέλιο μου δεν είχε σατιρικό χαρακτήρα. Δεν κατευθυνόταν από το μέσα προς το έξω. Μάλλον το αντίθετο συνέβαινε: το έξω εισχωρούσε στο δωμάτιό μου, το έξω ενσωματωνόταν στη γενική ατμόσφαιρα της ευθυμίας που σκέπαζε τα πάντα. Αλλά αν εκείνο το γέλιο δεν λειτουργούσε ούτε απελευθερωτικά, εντός μου, ούτε υποτιμητικά για τους άλλους, για τους δεσμώτες μου, σαν τι λειτουργούσε;
Λειτουργούσε, το λέω τώρα, εκ των υστέρων, σαν αισθητική εμπειρία. Μια εμπειρία που πολύ πιθανόν είχα κιόλας αισθανθεί στο παρελθόν χάρη σε άλλα διαβάσματα αλλά ποτέ σ ́αυτή την ένταση. Ίσως γιατί ποτέ δεν είχα βρεθεί σε τόσο ακραίες καταστάσεις όπου, απ’ ότι φαίνεται, η ευαισθησία του ανθρώπου οξύνεται στο έπακρο. Όπως κι αν έχει η σύγχυση των δικών μου βιωμάτων με τα βιώματα εκείνων που πίστευα ότι ήταν στην αντίπερα όχθη, τούτη δω η γειτνίαση υπό τη σκέπη του Παπαδιαμάντη, καταστάσεων εκ προοιμίου ξένων μεταξύ τους, με διασκέδαζε. Και προπαντός με παίδευε. Με τη διπλή σημασία της λέξης: με βασάνιζε και μου μάθαινε. Ήταν αυτονόητο να κοροϊδεύω αυτούς που είχα επιλέξει για αντιπάλους. Ήταν κομμάτι περίεργο να μας βλέπω να κολυμπάμε όλους μας στην παπαδιαμαντική ειρωνία. Αναγκαστικά αναρωτιόμουν: τι τέλος πάντων το ιδιαίτερο υπήρχε στο έργο του Παπαδιαμάντη που μ ́έκανε εμένα τον αναγνώστη να γεύομαι τούτο το διφορούμενο γέλιο;
Στα δεκατέσσερα μου χρόνια ο Παπαδιαμάντης με εξοικίωσε με τις παραδόσεις του λαού μας. Με πότισε με την ομορφιά της ελληνικής φύσης. Με γέμισε με τον ερωτισμό του. Στου Καρατάσου μ’ έριξε στον κόσμο, μ ́έφερε αντιμέτωπο με το αίνιγμα που λέγεται σημερινός κόσμος. Έτσι στον πρώιμο διάλογο με το έργο ήρθε να προστεθεί, στα πρώτα χρόνια της δικτατορίας, και ο διάλογος με τον κόσμο. Την επαύριο λοιπόν της δεύτερης ανάγνωσης του Παπαδιαμάντη, μου φαινόταν σαν ο κόσμος νάταν ένα εφτασφράγιστο μυστήριο που άνοιγε μόνο με το κλειδί των καλλιτεχνικών έργων, ακόμα και των έργων τέχνης που είχαν φτιαχτεί, όπως αυτό του Παπαδιαμάντη, σε καιρούς αλλοτινούς, πριν ετούτος εδώ ο κόσμος δει το φως της μέρας. Λες και το έργο τέχνης τον είχε προαισθανθεί. Λες και τον ένιωθε να σαλεύει στα σωθικά του. Ξαφνικά ωρίμασα. Άρχισα να δοκιμάζω τα πρώτα μου εργαλεία στο χώρο της κριτικής. Δεν συνομιλούσα μόνο με τον Παπαδιαμάντη, έφερνα ταυτόχρονα τον κόσμο του κοντά στο δικό μου. Τολμώ να πω ότι σ’ αυτή την τριλογική σχέση, αν μου επιτρέπεται ο όρος –εγώ και το έργο, εγώ κι ο κόσμος, ο κόσμος και το έργο–, είδα όλη τη μελλοντική δουλειά μου. Αλλά κι αυτή ακόμα η θεώρηση της τέχνης του κριτικού, έτσι όπως μόλις την όρισα, δεν ήταν καθόλου άσχετη με την τέχνη του Παπαδιαμάντη. Αλλά ποια τέχνη;
***
Όταν μιλάμε για τέχνες και όχι για τεχνοτροπίες ή προσωπικές τεχνικές, ο αριθμός είναι αρκετά περιορισμένος. Στην παράδοσή μας τις έχουμε όλες. Εδώ, σ’ αυτόν τον τόπο, σ’ αυτήν τη γλώσσα γεννήθηκαν και θέριεψαν όλες οι τέχνες. Όλες εκτός από μία. Το μυθιστόρημα. Η Αρχαιότητα δεν την γνώρισε αυτή την τέχνη. Ξέρω τις ενστάσεις που μπορούν να εγερθούν επί του θέματος. Δεν είναι όμως εδώ ο κατάλληλος χώρος για να επεκταθώ. Λέω μόνον επιγραμματικά ότι το μυθιστόρημα σαν τέχνη ξεχωριστή και αυτόνομη, σαν τέχνη με τη δική της ιστορία, όπως ο χορός ή η μουσική, είναι τέχνη που εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην Ευρώπη των Νέων Χρόνων. Από τον 16ο, 17ο αιώνα η Ευρώπη συνυφαίνεται με το μυθιστόρημα όπως παλιότερα η Αθήνα είχε συνυφανθεί με την τραγωδία. Στο χώρο της τέχνης δεν υπάρχει ιδιοκτησία. Το ότι το μυθιστόρημα γεννήθηκε στην Ευρώπη, το ότι ρίζωσε κατά τρόπο μοναδικό σε όλες τις μεγάλες εθνικές γλώσσες της, το ότι στην Ευρώπη έδωσε στους επόμενους αιώνες τους πιο θαυμαστούς καρπούς του, δεν σημαίνει ότι της ανήκει. Σήμερα δεν υπάρχει σε όλη τη γη εθνική λογοτεχνία που να μην το έχει υιοθετήσει και που να μην το καλλιεργεί, αν παραμένει βέβαια εθνική, στα πλαίσια της δικής της λογοτεχνικής παράδοσης.
Ισχυρίζομαι λοιπόν ότι το μυθιστόρημα το έφερε στην Ελλάδα ο Παπαδιαμάντης. Εννοείται ότι για κάποιον που δεν θεωρεί το μυθιστόρημα αυτόνομη τέχνη, αλλά είδος λογοτεχνικό που ενυπάρχει από τα γεννοφάσκια της σε κάθε εθνική λογοτεχνία, καθώς επίσης και για κάποιον που έχει γαλουχηθεί με τις ακαδημαϊκές χρονολογήσεις και διακρίσεις –μα υπάρχουν στην ελληνική γλώσσα μυθιστορήματα και πριν τον Παπαδιαμάντη, μα ο Παπαδιαμάντης είναι διηγηματογράφος κλπ.– ο παραπάνω ισχυρισμός είναι παντελώς διάτρητος. Εντούτοις ας μου επιτραπεί να επιμένω γιατί στο νου μου δεν έχω τις ήδη υπάρχουσες φιλολογικές ταξινομήσεις αλλά τη γέννηση και την ιστορία μιας τέχνης παγκόσμιας. Λέω λοιπόν απλά ότι ο Παπαδιαμάντης είναι ο πρώτος Έλληνας λογοτέχνης που με τα μυθιστορήματά του και τα διηγήματά του μπόλιασε τη λογοτεχνική μας παράδοση με την τελείως ιδιαίτερη αισθητική της τέχνης του μυθιστορήματος.
Δυο λόγια για τούτη δω την αισθητική. Στο μυθιστόρημα, και μόνο στο μυθιστόρημα, ο άνθρωπος συλλαμβάνεται ως απέραντο μυστήριο. Στο έπος συλλαμβάνεται ως ήρωας, στην τραγωδία ως άνθρωπος παγιδευμένος από το πεπρωμένο και στην λυρική ποίηση ως ατομική συνείδηση που συνομιλεί με τον κόσμο. Μόνο στο μυθιστόρημα ο άνθρωπος δεν ανήκει στα δεδομένα. Εμφανίζεται και πλάθεται μαζί με την πλοκή και στις καλύτερες περιπτώσεις μας εκπλήσσει, και εμάς τους αναγνώστες και τον μυθιστοριογράφο του, με την πρωτοτυπία του, με την ελευθερία του, με το γεγονός ότι δεν χωράει σε κανένα από τα ήδη γνωστά μας ανθρώπινα καλούπια.
Δεν είναι μου φαίνεται καθόλου τυχαίο που αυτός ο άνθρωπος μυστήριο εμφανίζεται, ως καλλιτεχνικό δημιούργημα, ως αισθητική «κατάκτηση», στη Δύση των Νέων Χρόνων. Η στερεότυπη εικόνα την οποία έχουμε της Δύσης, εικόνα που δρομολογείται από εκείνη την εποχή, είναι αυτή ενός πολιτισμού που θεωρεί τον άνθρωπο «αφέντη και ιδιοκτήτη της φύσης». Τίποτα, εντελώς τίποτα, στους αιώνες που μεσολαβούν από την αυγή των Νέων Χρόνων μέχρι σήμερα δεν διαψεύδει αυτό το σύμβολο της πίστης του δυτικού ανθρώπου. Το αντίθετο μάλιστα: Οι εμπνευστές του προσπαθούν να το αναδείξουν σε καθολικό σύμβολο της πίστης και να το επιβάλουν, εν ανάγκη δια της βίας, σαν το σύμβολο της πίστης στο οποίο οφείλουν να υποκύψουν αργά ή γρήγορα, τι λέω; τάχιστα, όλοι οι άλλοι πολιτισμοί. Ειρήσθω εν παρόδω, δεδομένου ότι ο διάβολος έχει πολλά χαρτιά στο μανίκι του, φοβού πρωτίστως τον «αφέντη και ιδιοκτήτη» όταν αυτοαναγορεύεται και «προστάτης» της φύσης.
Όσο όμως είναι αλήθεια ότι τούτος ο «αφέντης και ιδιοκτήτης» επιβεβαιώνεται όλο και περισσότερο από τα γεγονότα –τα οποία ο ίδιος προκατασκευάζει και θέτει προς επαλήθευση– τόσο είναι αλήθεια ότι η ύπαρξή του στηρίζεται σ’ ένα θεμελιώδες ψέμα: δεν είναι άνθρωπος. Χρησιμοποιεί τη λέξη καταχρηστικά. Χρησιμοποιεί τη λέξη αφού προηγούμενα την έχει αδειάσει από το αληθινό της περιεχόμενο. Ιδού πως: κάθε φορά που χειρίζεται, ναι, ακριβώς, χειρίζεται, τη λέξη άνθρωπος, εννοεί πάντα τον άνθρωπο που έχει εκχωρήσει όλες του τις ιδιότητες σαν ιδιαίτερο ον στην επιστήμη, για την ακρίβεια αυτό πού ο ίδιος θεωρεί ως επιστήμη. Ο περίφημος αφέντης και ιδιοκτήτης είναι ένας ανθρωπολογικός τύπος κολοβωμένος και υποβιβασμένος: η επιστήμη την οποία έχει υιοθετήσει δεν είναι στα χέρια του ̇ αυτός είναι στα χέρια της. Η επιστήμη «του» τον φτιάχνει. Η επιστήμη τον στήνει στα πόδια του. Τα οποία, τελείως λογικά, τα χρησιμοποιεί για να την υπηρετεί.
Δεν είναι λοιπόν τυχαίο που το μυθιστόρημα γεννιέται αυτή τη χρονική στιγμή του ανθρωπολογικού ακρωτηριασμού. Γεννιέται σαν υπέρτατη οντολογική ανάγκη. Για να μην μείνει ο άνθρωπος χωρίς την αίσθηση ότι είναι άνθρωπος, ότι είναι πάντα κάτι άλλο από αυτό στο οποίο τείνει να τον μετατρέψει η Πρόοδος και η Επιστήμη του. Το μυθιστόρημα είναι το αντιστικτικό φανταστικό σύμπαν στο σύμπαν το οποίο προσπαθεί να προσεταιριστεί ο τυφλωμένος από την επιστήμη του άνθρωπος. Είναι η τέχνη που θυμίζει στον άνθρωπο την ελευθερία του, το απρόβλεπτο της ύπαρξής του, την ικανότητα του να κάνει να ξεπηδήσουν από μέσα του εκδοχές του ανθρώπου ασύλληπτες για τα μέσα προγραμματισμού, χειραγώγησης και πειθαναγκασμού που έχει πάντα στη διάθεσή του και που δεν έχει σταματήσει να τελειοποιεί χάρη ακριβώς στην επιστήμη του. Όλα τα Νόμπελ, τα παρελθόντα και τα μελλούμενα, να συμπράξουν δε θα φτιάξουν ποτέ έναν Δον Κιχώτη, ένα Ρασκόλνικωφ, μια Έμμα Μποβαρύ και μια Φραγκογιαννού. Το μυθιστόρημα είναι η αμίμητη γελοιοποίηση του «αφέντη και ιδιοκτήτη της φύσης». Το μυθιστόρημα είναι το γέλιο που βγαίνει όχι κοιτώντας κάποιο υποτιθέμενο φαιδρό πρόσωπο που είναι έξω και μακριά από μας. Όταν μιλάμε για καθολική επικυριαρχία του δυτικού πολιτισμού, οι αφέντες και ιδιοκτήτες της φύσης είμαστε εμείς οι ίδιοι. Όλοι εμείς σε όποιο μήκος και πλάτος της γης κι αν βρισκόμαστε. Το μυθιστόρημα γελάει με μας. Το μυθιστόρημα είναι ο αυτοσαρκασμός της Δύσης.
Το μυθιστόρημα σαν διακωμώδηση και σαν διαρκής και επίμονη άρνηση της μονόδρομης και μονοδιάστατης εξέλιξης του δυτικού ανθρώπου και της κοινωνίας του επιβεβαιώνεται και από τον τρόπο με τον οποίο εκδυτικοποιείται συν τω χρόνω όλος ο υπόλοιπος κόσμος. Όπου εισβάλει τελεσίδικα η Δύση εμφανίζεται κατά πόδας και το «τοπικό» μυθιστόρημα. Επαναλαμβάνοντας τις συνθήκες του «λόγου»και του «αντίλογου» έτσι όπως τις βίωσε η ίδια η Δύση των Νέων Χρόνων στο αρχικό της στάδιο. Ήτοι όποια χώρα και όποιος πολιτισμός υποκύπτει θέλοντας μη θέλοντας στα επιστημονοειδή θέλγητρα της Δύσης «εισάγει» μαζί και το αντίδοτο: το μυθιστόρημα. Και όπως συμβαίνει με όλες τις πολιτισμικές κατακτήσεις και επεκτάσεις, η νέα τέχνη αναμειγνύεται με τις κατά τόπους παραδόσεις. Τώρα, αν το αποτέλεσμα είναι τερατούργημα –όταν η ξένη μορφή αγνοεί ή και αντιμάχεται την τοπική παράδοση–, ή αριστούργημα – όταν η τοπική παράδοση αγκαλιάζει και γονιμοποιεί το νέο αισθητικό μήνυμα–, εξαρτάται από το σε τι έδαφος πέφτει κάθε φορά ο σπόρος του μυθιστορήματος. Σε μας, και πρέπει γι’ αυτό να ευγνωμονούμε τη θεά Τύχη, ο σπόρος έπεσε στη φαντασία του πιο παραδοσιακού μας και του πιο παραδοσιολάτρη μας συγγραφέα.
Εκτιμώ βαθύτατα τους πνευματικούς μας ανθρώπους και τους φιλόλογους που θέλουν να βλέπουν τη δημιουργία του Παπαδιαμάντη αμόλυντη από το αισθητικό «φαρμάκι» της Δύσης. Καταλαβαίνω τα κίνητρά τους. Ας πάρουμε για παράδειγμα τον Ζήσιμο Λορεντζάτο. Είναι ίσως ο μόνος μας δοκιμιογράφος, ποιητής και κριτικός συνάμα, που είδε σε όλο του το βάθος τον ηθικό και πνευματικό ζόφο στον οποίο βούλιαζε όποιος τόπος πιανόταν στα δόκανα της δυτικής αισθητικής των ημερών του. Χαιρέτισε λοιπόν με περίσσια θέρμη το έργο του Παπαδιαμάντη. Γιατί το είδε σαν λύση, ακόμα και σαν λύτρωση. Σαν περίτρανη απόδειξη ότι το χαμένο, όπως το αποκάλεσε, κέντρο της παράδοσής μας μπορεί και να μην είναι και τελείως χαμένο. Όταν αισθανθείς με τόση ενάργεια όση ο Λορεντζάτος το αδιέξοδο στο οποίο οδηγούσαν με μαθηματική ακρίβεια οι καλλιτεχνικές πρωτοπορίες του εικοστού αιώνα, τότε ο Παπαδιαμάντης μετουσιώνεται σε υπέρλαμπρο φάρο, σε φιλόξενο λιμάνι, σε ακλόνητη ελπίδα. Ίσως γιατί η ευαισθησία του Λορεντζάτου υπήρξε εξόχως ποιητική, όμοια ως προς αυτό με την παραδοσιακά κυρίαρχη ευαισθησία του λαού μας, είδε στον Παπαδιαμάντη μόνο την πλευρά της παράδοσης. Όλοι οι λάτρεις του Παπαδιαμάντη συμμερίζονται, χρωματίζοντας ο καθένας με το δικό του τρόπο, τη στάση του Λορεντζάτου. Αποτέλεσμα; Αποτέλεσμα, εμείς που υπερασπιζόμαστε την ανυπέρβλητη αξία και ομορφιά του παπαδιαμαντικού έργου δέσαμε τα χέρια μας. Ο Παπαδιαμάντης μας ξάνοιξε στο απέραντο πέλαγος του μυθιστορήματος, εμείς τον ξαναφέρνουμε στα γνώριμά μας ύδατα.
Το πράγμα δεν φαίνεται νάχει τελειωμό. Στο έργο του Παπαδιαμάντη προβάλουμε τη διαμάχη που κατατρώει τα σωθικά μας γύρω από το πόση Δύση αντέχει η πολιτισμική μας ταυτότητα. Πρόκειται για πρόβλημα ανυπέρβλητο, για συλλογικό ιστορικό βίωμα που μας ταλαιπωρεί και θα μας ταλαιπωρεί διαρκώς. Και λοιπόν; Γιατί πρέπει να πληρώσει τα σπασμένα Παπαδιαμάντης; Είναι θεμιτό, και μάλιστα απόλυτα αναγκαίο να διαβάζουμε πάντα τα λογοτεχνικά έργα που γράφονται στη γλώσσα μας με βάση τους περί ταυτότητας προβληματισμούς μας. Τα έργα μας δεν είναι απλά και μόνο ο καθρέφτης μας. Είναι ζωντανά κομμάτια της ιστορίας μας. Τα φτιάχνουμε και, ταυτόχρονα, χάρη σ’ αυτά, συγκροτούμαστε, επεξεργαζόμαστε ξανά και ξανά το συλλογικό μας είναι και φωτίζουμε τις συνιστώσες που μας συνθέτουν ως ξεχωριστό λαό. Αυτό βέβαια ισχύει αν δούμε το θέμα μόνον από τη σκοπιά των «ταυτοτικών» μας αναγκών. Και ίσως πράγματι η πλειοψηφία των έργων να εγκλωβίζεται εκ προθέσεως, εκ κατασκευής, στην υπηρεσία ή στην καταπολέμιση αυτών των αναγκών. Τα μεγάλα μας όμως έργα, όπως αυτό του Παπαδιαμάντη, απευθύνονται σ’ όλο τον κόσμο και θα τ’ αδικούσαμε τα μέγιστα αν εξαρτούσαμε την αξία τους μόνο από τη σχέση τους με την παράδοσή μας.
Δυστυχώς τίποτα δεν αλλάζει. Φέτος με την επέτειο των εκατό χρόνων, φίλοι και γνωστοί, αφοσιωμένοι στην υπεράσπιση και διάδοση του παπαδιαμαντικού έργου, εξεπλάγησαν, είπαν, με την αυθόρμητη εκδήλωση αγάπης που εκφράστηκε από το πανελλήνιο. Αλήθεια το φαινόμενο αξίζει να καταγραφεί στα παπαδιαμαντικά χρονικά σαν μέγα ορόσημο –πλάι σ’ εκείνο το άλλο, το αφιέρωμα στον Παπαδιαμάντη της Νέας Εστίας, το 1941, στην καρδιά της γερμανικής κατοχής. Καμιά πρωτοβουλία, φέτος, άνωθεν. Οι ιθύνοντες της εγχώριας πολιτιστικής βιομηχανίας την οποία πρόσφατα προσάρτησαν στην τουριστική έχουν αλλού το μυαλό τους. Στο πως να πείσουν, σε συνθήκες σκληρού παγκόσμιου ανταγωνισμού, τους καταναλωτές κουλτούρας να καταναλώσουν ακόμα λίγο από τις χιλιομασημένες και χιλιοδιαφημισμένες αξίες μας. Και ο λαός, ναι ο λαός, ο λαουτσίκος, αυτή τη φορά δεν μάσησε. Γιόρτασε και τίμησε τον Παπαδιαμάντη παντού όπως του αξίζει: σαν τον μεγαλύτερό μας σύγχρονο συγγραφέα. Δεν εξεπλάγηκα καθόλου από το φαινόμενο. Το περίμενα. Το προαισθανόμουν. Όπου κι αν βρέθηκα εδώ και σαράντα χρόνια, σε όποιον κι αν πρότεινα Παπαδιαμάντη, συμπατριώτη ή ξένο, στο πρωτότυπο ή μεταφρασμένο, συνάντησα πάντα την ίδια ευχάριστη έκπληξη, τον ίδιο θαυμασμό. Και λοιπόν, δεδομένης τούτης της πανελλήνιας αγάπης, τι κάνουμε; Εμείς υποτίθεται οι επαρκείς αναγνώστες του έργου, τι κάνουμε; Κάνουμε φιλολογική έρευνα. Πράγμα, δε λέω, καθόλα αξιέπαινο και απαραίτητο. Σ’ αυτό το κεφάλαιο πάμε πολύ καλά. Στο κεφάλαιο της αισθητικής χωλαίνουμε.
Ζούμε κρίσιμες στιγμές. Παίζεται στις διεθνείς χρηματαγορές η εθνική μας κυριαρχία. Όλοι το νιώθουμε. Όλοι το ξέρουμε. Τα εκατό χρόνια από το θάνατο του Παπαδιαμάντη συμπέσαν με το αποκορύφωμα της κρίσης που μαστίζει τη χώρα μας και που έχει την πηγή της –κι αυτό όλοι το νιώθουμε κι όλοι το ξέρουμε– στα έργα και τις ημέρες του συγκαιρινού μας αφέντη και ιδιοκτήτη της φύσης που, όπως είπα ήδη, είναι παντού και μέσα μας. Δεδομένης λοιπόν αυτής της χρονικής σύμπτωσης και δεδομένης επιπλέον της αδιαμφισβήτητης εκτίμησης που χαίρει ο Παπαδιαμάντης ανάμεσα στους Έλληνες, η ερμηνεία και προώθηση του έργου του ως έργο λογοτεχνικό απαλλαγμένο από δυτικές προσμείξεις κέρδισε αρκετό έδαφος. Το «χαμένο κέντρο» του Λορεντζάτου επανήλθε στην επιφάνεια. Γνωστό συλλογικό σύνδρομο, απόλυτα δικαιολογήσιμο. Βαράτε Διεθνή Νομισματικά Ταμεία. Λιανίστε μας Ευρωπαίοι εταίροι. Πουλήστε μας ηγέτες μας. Έχουμε το καταφύγιό μας. Έχουμε τη σανίδα σωτηρίας μας. Έχουμε το ακλόνητο, το αθάνατο κέντρο της ελληνοχριστιανικής μας παράδοσης. Καταιγίδα είναι, θα περάσει. Σημασία έχει ότι η καρδιά μας πάλλεται στο άκουσμα και μόνο της λέξης Παπαδιαμάντης. Αχ αυτή η ταυτότητα! Ηχεί και συγκινεί τόσο περισσότερο όσο περισσότερο είναι κούφια.
Μπορώ να κατανοήσω τη στάση του Λορεντζάτου για τα χρόνια του ’50 και του ’60. Κάποια ψήγματα της ζωντανής παράδοσης κοσμούσαν ακόμα τότε την καθημερινότητά μας. Το «χαμένο κέντρο» του Λορεντζάτου δεν συνιστούσε παραλυτική ουτοπία. Δεν αποπροσανατόλιζε το Έθνος. Το αντίθετο. Ήταν κάλεσμα. Ήταν προειδοποίηση μπροστά στη λαίλαπα του γενικού εξανδραποδισμού που απειλούσε ήδη τη χώρα μας. Όμως σήμερα οι συνθήκες έχουν αλλάξει συθέμελα. Κάθε προσπάθεια αναζωπύρωσης του πνεύματος του Λορεντζάτου είναι μάταια. Κάθε επίκληση της παράδοσης και μάλιστα στο όνομα του Παπαδιαμάντη είναι εθελοτυφλία αν όχι υποκρισία. Είμαστε ψυχικά, ηθικά και σωματικά καταναλωτικά κουρέλια. Τα ίδια κουρέλια με αυτά που υπάρχουν στην Ιαπωνία, την Αλβανία, την Τουρκία, τη Γερμανία, το Βόρειο Πόλο και τα βάθη της Αφρικής. Για ποια παράδοση και για ποια ταυτότητα να μιλάμε τώρα; Τότε, θ’ αναρωτηθεί εύλογα κανείς, πώς εξηγείται τούτη η αυθόρμητη εκδήλωση αγάπης προς το έργο του Παπαδιαμάντη; Ακριβώς γι’ αυτό που είναι: δίψα, απέραντη ανάγκη ν’ αδραχτούμε από κάποια σίγουρη αξία, από κάτι που θα μας βγάλει από το τέλμα όπου βυθιζόμαστε, όχι πια σαν Έλληνες αλλά σαν κομμάτι του παγκόσμιου ανθρωπαριού στο οποίο μας οδήγησε ο μεγάλος «αφέντης και ιδιοκτήτης». Με άλλα λόγια από τον Παπαδιαμάντη έχει σήμερα ανάγκη ο κόσμος ολόκληρος κι όχι μόνον εμείς. Οπότε αν κάτι έχουμε να κάνουμε είναι να βοηθήσουμε την έξοδο του από τη χώρα μας.
Ωραία και καλά ολ’ αυτά αλλά δεν είναι κάπως υπερφίαλα; Αντέχει ο «Κοσμοκαλόγερός» μας ένα τέτοιο βάρος; Μπορεί ο ταπεινός μας «Άγιος» ν’ αναμετρηθεί με τα μεγαθήρια της παγκόσμιας λογοτεχνίας; Γιατί όχι; Εξαρτάται από το πόσο βαραίνει ο σημερινός κόσμος πάνω μας. Εξαρτάται από τι άχθος θέλουμε ν’ απαλλαγούμε. Εμείς. Δικό μας είναι το πρόβλημα όχι του Παπαδιαμάντη. Σε μας εναπόκειται η ανάγνωση του έργου. Από μας εξαρτάται αν θέλουμε να το κλείσουμε στην «ταυτοτική» μας λογική ή αν θέλουμε να το δούμε να συνδιαλέγεται με τον σημερινό κόσμο κι αν σε τούτη τη «συζήτηση» έχει να μας φέρει κάτι που ποτέ κανένα άλλο έργο δεν μας το έχει φέρει.
Θέτω λοιπόν κι εγώ το ερώτημα σε όλους όσους θεωρούν ότι ο Παπαδιαμάντης είναι μεν μεγάλος συγγραφέας, πολύ μεγάλος μάλιστα, αλλά μόνο για εσωτερική κατανάλωση, αποκλειστικά στα πλαίσια της παράδοσής μας: Υπάρχει μια κάποια ελληνοχριστιανική ταυτότητα που έμεινε αλώβητη από την επεκτατική και διαβρωτική στρατηγική του αφέντη και ιδιοκτήτη της φύσης; Το ξέρουμε καλά πως όχι. Ίσως να υπάρχει κάτι στα όνειρά μας. Ίσως όταν αφηνόμαστε στα σεκλέτια μας. Αλλά πέρα τούτων ουδέν. Η ανθρωπολογική χωματερή όπως έχει αποκαλέσει ο Θεόδωρος Ζιάκας τον κόσμο μας είναι παγκόσμια. Τι, μήπως υπάρχει τάχα καμιά ελληνοχριστιανική νησίδα και δεν το έχει πάρει κανείς είδηση; Ας μη βαυκαλιζόμαστε με ανόητες παλληκαροσύνες. Μέχρι στιγμής δεν έχει καταγραφεί στα παγκόσμια χρονικά καμιά Σαλαμίνα απέναντι στην επέλαση της Δύσης. Πουθενά. Και ούτε νομίζω ότι θα υπάρξει στο μέλλον. Οπότε; Οπότε μένει, προς το παρόν, η διακωμώδηση του αήττητου γίγαντα κατά τις επιταγές της μεγάλης μυθιστορηματικής παράδοσης.
Το μυθιστόρημα έμαθε –ή μάλλον τι λέω, αυτός είναι ο λόγος ύπαρξής του– να περιγελά από πολύ νωρίς αυτόν τον ανάπηρο οντολογικά γίγαντα. Όταν ο μοντέρνος δράκος ήταν ακόμα υπό εκκόλαψη. Τώρα –που ’σαι Αη Γιώργη;– έχει καταφάει τις ψυχές μας και ετοιμαζεται να βάλει στη θέση τους το μηδέν. Εδώ είμαστε. Αυτή είναι η κατάσταση. Για όλους. Τα περιθώρια έχουν στενέψει ασφυκτικά. Η ανθρώπινη φαντασία και νόηση παραπαίουν ανάμεσα σε μια ψυχή διαβρωμένη από την τεχνοεπιστήμη και το απόλυτο μηδέν. Εδώ καλείται λοιπόν να παίξει το ρόλο του το παπαδιαμαντικό έργο. Αλλιώς θα εξαφανιστεί. Έτσι και μόνον έτσι το τοπικό στοιχείο, ο ελληνοχριστιανικόςς πολιτισμός, μπορεί να αναβιώσει. Αλλιώς από συλλογική ταυτότητα θα εκπέσει σε ετικέτα.
Έχω κατά καιρούς καταπιαστεί με κάποιες ψηφίδες του παπαδιαμαντικού μωσαικού. Στο νου μου είχα πάντα πως να φέρω σε διάλογο με τον κόσμο μας το έργο του Παπαδιαμάντη. Ή μάλλον, για ν’ ακριβολογώ, στο νου μου ξαναζωντάνευε, ανάλογα με τις περιστάσεις, το άλφα ή το βήτα κομμάτι του συνολικού έργου. Ποτέ δεν μου πέρασε η σκέψη μήπως τυχόν και ο Παπαδιαμάντης δεν άντεχε τη συνομιλία με τα αινίγματα του κόσμου μου. Ποτέ δεν αμφέβαλα για την ικανότητά του να με φωτίσει. Η εμπειρία στο στρατόπεδο του Καρατάσου υπήρξε μεν η πρώτη αλλά όχι και η μοναδική της ζωής μου. Θυμήθηκα και σχολίασα, για παράδειγμα, το μυθιστόρημα του Παπαδιαμάντη Τα Ροδιν’ ακρογιάλια στις αρχές της δεκαετίας του ’80, όταν ένιωσα ότι ο κόσμος γύρω μου, μέσα κι έξω από την Ελλάδα, λειτουργούσε, αντίθετα με τις διακηρύξεις περί απελευθέρωσης, συνθλιπτικά για το άτομο. Θυμήθηκα αργότερα και σχολίασα τη Γυφτοπούλα, όταν κατάλαβα ότι ο κόσμος μου της υπερπληροφόρησης άδειαζε τον άνθρωπο από το ιστορικό του βάθος μεταλλάσοντάς τον και αυτόν σε πληροφορία ανταλλάξιμη όπως κάθε τι άλλο. Θυμήθηκα ακόμα πρόσφατα και σχολίασα το «Μυρολόγι της φώκιας», όταν είδα ότι ο κόσμος μας, όντας όλο και πιο φτωχός συνολικά, όντας όλο και πιο καταπιεσμένος οικονομικά, δεν βιώνει πια τη φτώχια ως αξία αντίθετη στον άδικο, στον έτσι κι αλλιώς άδικο, πλούτο αλλά ως ντροπή.
Έγραψα γι’ αυτά τα έργα και για πολλά άλλα. Προσπάθησα να εξηγήσω τη σημασία τους και τον τρόπο που συνομιλούν με το παρόν μας. Στην πορεία της δουλειάς μου, με συντροφιά το καλοσυνάτο γέλιο του συγγραφέα της Φόνισσας, ανακάλυψα, προς μεγάλη μου ευχαρίστηση, ένα μορφικό πλούτο πρωτόγνωρο για την τέχνη του μυθιστορήματος. Διαπίστωσα μια ελευθερία στη σύνθεση, μια τόλμη στη θεματολογία και μια συγκαταβατικότητα μπροστά στα περίεργα της ανθρώπινης ψυχής που θύμιζε τους μεγάλους πρωτομάστορες, τον Βοκκάκιο, τον Ραμπελαί και τον Θερβάντες. Βέβαια δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά. Ο πρώτος που «εισάγει» την τέχνη του μυθιστορήματος σε μια εθνική λογοτεχνία δεν μιμείται τους συγκαιρινούς του ξένους συγγραφείς, πιάνει το πράγμα από την αρχή του. Το είπε ο Παπαδιαμάντης ότι δεν «ομοίαζε» με κανέναν από τους πασίγνωστους στα χρόνια του συναδέλφους. Γιατί να προσκολληθεί στο τάδε ή το δείνα κλαδί του μυθιστορηματικού δέντρου; Οι ρίζες, ο κορμός και το μπόλι ήταν η δουλειά του.
Έγινε πιο πάνω λόγος για «μωσαϊκό». Νομίζω ότι είναι ο όρος που ταιριάζει στην τέχνη του Παπαδιαμάντη. Μωσαϊκή σύνθεση. Μωσαϊκή τεχνοτροπία. Μωσαϊκή γλώσσα. Τ ο μωσαϊκό στοιχείο, όπως λέμε λυρικό στοιχείο, ή ρεαλιστικό κλπ. είναι σύμφυτο με την παπαδιαμαντική δημιουργία. Πολλοί εκτίμησαν ότι αυτό το στοιχείο φανερώνει, όσον αφορά το ταλέντο του συγγραφέα, αδυναμία στη σύνθεση. Έτσι μείναν πάντα στην αφάνεια, ή τέλος πάντων δεν πολυσχολιάστηκαν, τα έργα όπου το μωσαϊκό γούστο του Παπαδιαμάντη –ας μου επιτραπεί ο νεολογισμός– άγγιξε τα ακρότατα όρια. Ένα από αυτά τα έργα είναι το «Καμίνι». Διήγημα δημοσιευμένο το 1907. Το «Καμίνι» μπορεί νομίζω να θεωρηθεί σαν το πιο αντιπροσωπευτικό τεκμήριο της γόνιμης και για τις δύο πλευρές σχέσης του Παπαδιαμάντη με την τέχνη του μυθιστορήματος.
Πέντε σελίδες στην έκδοση του Δόμου. Τέσσερα περίπου ίσα στην έκταση μέρη απαρτίζουν το διήγημα. Τετράπτυχο. Δεν πιστεύω ότι μπορεί να υπάρξει αναγνώστης που στην πρώτη ανάγνωση δεν θ’ αναφωνήσει: Λίθοι, πλίνθοι και κέραμοι ατάκτως ερριμένα. Πράγματι το έργο φαίνεται να πάσχει φοβερά από ενότητα. Όχι μόνο τα τέσσερα μέρη του δεν συνδέονται γερά μεταξύ τους, εκτός κάπως το τρίτο με το τέταρτο, αλλά και το καθένα είναι φτιαγμένο από άλλη στόφα. Αν το δούμε σαν μυθιστόρημα, σαν ένα μικροσκοπικό μυθιστόρημα πέντε σελίδων, το «Καμίνι» απαρτίζεται από ένα αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα (μέρος πρώτο), ένα λυρικό ποίημα σε πεζό (μέρος δεύτερο), ένα κοινωνικο-ρεαλιστικό μυθιστόρημα (μέρος τρίτο) κι ένα μελό (τελευταίο μέρος). Τι ενότητα να βρεθεί ανάμεσα σε τόσο ετερόκλητα αισθητικά στοιχεία;
Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Καμίνι είναι το όνομα ενός απόκρυμνου βαθουλωτού βράχου στην άκρη της θάλασσας. Γι’ αυτόν τον βράχο ή για κάποιο επεισόδιο που σχετίζεται μαζί του έχει σκοπό να μας μιλήσει ο συγγραφέας. Αρχίζει όμως το διήγημά του ως εξής: «Δεν γράφω εδώ διά το καμίνι όπου λάμπει κοκκίνην λάμψιν την νύκτα επάνω στο πλάγι του βουνού...». Περίεργη αρχή. Αφού δεν θέλει να γράψει για το καμίνι που είναι στο βουνό γιατί το αναφέρει; Ίσως για να δείξει ότι η ίδια λέξη σημαίνει δυο διαφορετικά πράγματα. Δεν αρκείται όμως σ’ αυτή τη νύξη. Το καμίνι για το οποίο δηλώνει ότι δεν θα μιλήσει καταλαμβάνει όλο το πρώτο μέρος, ήτοι το ένα τέταρτο του διηγήματος! Οπότε όχι μόνο η ενότητα πάει περίπατο αλλά και η ισορροπία του όλου.
Το θαλασσινό καμίνι εμφανίζεται επιτέλους στο δεύτερο μέρος. «Εκεί», διαβάζουμε σχεδόν στην αρχή αρχή, «άμα κάμψης τον κάμβον της Πούντας [....] εκεί σχηματίζεται μέγα επιστρεφές άντρον, με πλατύ χάσμα κυκλοτερές υψηλά....». Τώρα στη σκηνή ανεβαίνει ο ποιητής. Την περιγραφή αναλαμβάνει ο μέγας αλχημιστής των λέξεων. Από τα βάθη της εκκλησιαστικής παράδοσης φτάνει στα χείλη του η θαυματουργή «κάμινος» των «τριών παίδων» καθώς και η «κάμινος» ως σύμβολο της Θεομήτορος. Ο βαθουλωτός βράχος μεταμορφώνεται, ποιητικώ τώ τρόπω, σε κόλπο της Παρθένου, σε «πρότυπον όλων των καμινίων», σε καμίνι «προωρισμένον να μην ανάπτη, να μην καίη, να μην ερεύγεται φλόγας αλλά να δροσίζη καρδίας, και οφθαλμούς και μέτωπα ανδρών».
Αλλαγή σκηνικού. Στο τρίτο μέρος έρχεται η σειρά της πεζής καθημερινότητας. Ιδού η αρχή: «Η Τσούλα, κόρη του Μανδράκια, του βοσκού, εφύλαγε τα ολίγα πρόβατα του πατρός της επάνω εις την ράχιν της Πούντας...» Πατέρας και συγγενείς έχουν βαλθεί να την παντρέψουν στα δεκαοκτώ της μ’ έναν βοσκό χήρο με δυο παιδιά. Η Τσούλα δεν λέει ούτε ναι ούτε όχι. «Δεν είχεν αισθανθεί έως τώρα τους παλμούς της καρδίας της». Μόνο να, τώρα, εδώ ψηλά, ακριβώς πάνω από το Καμίνι, φέρνει στο μυαλό της τον νεαρό ναύτη που είχε συναντήσει μια και μόνη φορά και που τον άκουγε πού και πού να τραγουδάει:
Ξύπνα, γλυκειά μ’ αγάπη, κ’ η νύχτα είναι βαθειά ̇
κ’ η βάρκα μας προσμένει στην ακροθαλασσιά.
Μέρος τέταρτο και τελευταίο. Η Τσούλα, μη ξέροντας πώς ν’ αντιδράσει στις απαιτήσεις των συγγενών της, παίρνει τους δρόμους στα χαμένα. Φθάνει «μέχρι του χείλους του θαλασσίου Καμινίου». Ανάκατες σκέψεις της θολώνουν το μυαλό. Κοιτάζει κάτω βαθειά. Η ομορφιά του γυαλού την συνεπαίρνει. Αλήθεια, σκέπτεται, τι θα γινόταν αν έδινα έναν πήδο; Το βλέμμα της σταματάει στα κοχύλια και θυμάται την ωραία κοχύλα που της χάρισε στην μοναδική τους συνάντηση ο ... διστάζει να προφέρει τ’ όνομά του... «ο Νίκος!» λέει αποφασιστικά. «Την ιδίαν στιγμήν, ώ θαύμα! Εις ναύτης με την βαρκούλαν του εισέπλευσε μέσα εις το Καμίνι» κλπ. «Ο γάμος ετελέσθη την ιδίαν εσπέραν εις το χωρίον». Τέλος.
Ο μη προσεκτικός γενικά αναγνώστης, και ειδικά ο σημερινός ο οποίος με την κάθε επόμενη εικόνα που του σερβίρει η πανταχού παρούσα τηλεόραση ξεχνάει την προηγούμενη, όποια και νάναι, θα μείνει με την εντύπωση του ειδυλλίου. Μόνο που ο Παπαδιαμάντης δεν τιτλοφορεί το διήγημά του «Τσούλα και Νίκος» αλλά «Το Καμίνι». Το κέντρο βάρους είναι λοιπόν το καμίνι. Η ιστορία αφορά το καμίνι. Οι παραλλαγές έχουν για θέμα το καμίνι. Αλλά ποιο καμίνι; Αυτό του βουνού, το τεχνολογικό ας πούμε καμίνι, αυτό της θάλασσας, το φυσικό καμίνι, ή το θείο; Ολοφάνερα, με τη μορφή που επέλεξε, ο Παπαδιαμάντης αγγαλιάζει και τα τρία. Και ο σύνδεσμος; Πώς ενώνονται αυτά τα τρία τόσο διαφορετικά καμίνια; Με τη λέξη και μόνο; Νάναι τάχα ο Παπαδιαμάντης ένας πριν την ώρα του μεταμοντέρνος συγγραφέας που μας διασκεδάζει με τα ποικίλα νοήματα που ξεπηδούν από το ίδιο λεκτικό υπόβαθρο; Η υπόθεση θα ήταν θεμιτή αν ο Παπαδιαμάντης είχε αρκεστεί στο δεύτερο μέρος, το ποιητικό, ή αν είχε γράψει όλο το διήγημα με την τεχνική του δεύτερου μέρους.
Ο κάπως πιο προσεκτικός αναγνώστης θα συμπεράνει ότι παρομοιάζοντας ο Παπαδιαμάντης την Παρθένο Μαρία με τη βαθουλωτή μορφή του βράχου θέλει να δείξει πως το θαύμα της αγάπης έλαβε χώρα στον κόλπο της. Πολύ σωστά. Με το θαύμα, τα δύο καμίνια, το θείο και το θαλασσινό, συμπλέκονται. Αξίζει νομίζω τον κόπο να σταθούμε λίγο σ’ αυτή τη μερική ενότητα. Μία από τις κύριες προσλήψεις του Παπαδιαμαντικού έργου, ίσως μάλιστα εδώ και μερικά χρόνια η κυρίαρχη, είναι αυτή σύμφωνα με την οποία σ’ αυτό το έργο παντρεύονται θαυμάσια η παγανιστική φύση η «πλήρης θεών» των Αρχαίων Ελλήνων με τα κατοπινά χριστιανικά ιδεώδη του ελληνικού λαού. Αυτή η πρόσληψη, με σημαντικότερο εκπρόσωπό της τον Άγγελο Σικελιανό, διαδίδεται ευρέως ανάμεσα σε ποιητές, καλλιτέχνες, κριτικούς και ερευνητές. Το μεγάλο της πλεονέκτημα είναι ότι κολακεύει το καλώς νοούμενο εθνικό μας εγώ. Μας προικίζει αισθητικά μ’ ένα ασύλληπτο βάθος πεδίου. Μας πάει από τον Όμηρο μέχρι το σήμερα. Και το πιο σημαντικό μας οδηγεί στο ν’ αγκαλιάσουμε, καθησυχαστικά, τους δυο πολιτισμούς μας. Σαν να μην έγινε ποτέ τίποτα. Σαν να μην υπήρξε ποτέ ανάμεσά τους θανάσιμος ανταγωνισμός. Σαν, βάλε ο ένας βάλε ο άλλος να τα βρήκαν κάποτε, να συμβιβαστήκαν και να καταλήξαν σε τούτο το υπέροχο λογοτεχνικό κράμα που λέγεται Παπαδιαμάντης. Μέχρι σήμερα, μακάρι να κάνω λάθος, δεν γνωρίζω κανέναν εκτός από τον Λάμπρο Καμπερίδη, που να εξεγέρθηκε εναντίον αυτής της πιο γλυκειάς και λαοπλάνας ερμηνείας του έργου του συγγραφέα των «Μαγισσών». Βέβαια αν απομονώσουμε το δεύτερο μέρος του «Καμινιού», αν διαχωρίσουμε το ποιητικό εμβόλιμο από τα συμφραζόμενα είναι εύκολο να δικαιώσουμε από μια πρώτη ματιά τη σικελιανή ερμηνεία. Αλλά, ακόμα κι έτσι, ξεκομμένο από τα υπόλοιπα, το δεύτερο μέρος, αν διαβαστεί με προσοχή, στρέφεται χωρίς την παραμικρή αμφιβολία κατά της παγανιστικο-χριστιανικής όσμωσης. Γιατί η Παναγία δεν είναι μέσα στο βράχο όπως ήταν για παράδειγμα η Εκάτη μέσα στη σελήνη. Αντίθετα: ο βράχος είναι μέσα στην Παναγία. Θεόκτιστον το αποκαλεί το θαλασσινό καμίνι ο Παπαδιαμάντης, υπογραμμίζοντας τη λέξη. Η φύση δεν είναι εδώ «πλήρης θεών». Ο Θεός είναι πλήρης φύσεως. Θεόκτιστο είναι το καμίνι, και τα κοχύλια τα οποία προστατεύει, και οι άνθρωποι οι οποίοι το θαυμάζουν, και τα συναισθήματά τους. Όλα είναι στον κόλπο του Θεού.
Και τώρα τι γίνεται με το πρώτο μέρος; Τι τον έπιασε τον κυρ Αλέξαντρο και πρόταξε στο διήγημά του αυτήν την εκτεταμένη αναλογικά με το υπόλοιπο κείμενο αναφορά στο βουνίσιο καμίνι; Δεν θα ήταν όλα πιο όμορφα και πιο λογικά αν μας διηγιόταν κατευθείαν το πώς το βραχώδες καμίνι θαυματούργησε και πώς γλύτωσε η χάρη του τους δυο νέους από τους συνθλιπτικούς κοινωνικούς καταναγκασμούς; Και άντε μιας και τόσο αρέσκεται στις παρεκβάσεις ας το θυμόταν το άλλο του καμίνι κάπου ενδιάμεσα, αλλά στην αρχή αρχή! Αστειεύομαι βέβαια. Για να το φτιάξει έτσι κάτι θα ήξερε ο μάστορας.
Με την υπόθεση ότι το «Καμίνι» είναι ένα μικρούτσικο μυθιστόρημα βάφτισα το εισαγωγικό κομμάτι αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα. Για την ακρίβεια πρόκειται για μυθιστόρημα μαθητείας. Σ’ αυτό το πρώτο μέρος ο Παπαδιαμάντης μας εξηγεί από πού ανακρατάει η αισθητική του παιδεία. Τα τρία μέρη που θ’ ακολουθήσουν μετά πρέπει λοιπόν να διαβαστούν σε συνάρτηση με το αισθητικό του πιστεύω. Το καμίνι στο βουνό αντίκρυ, να εκπέμπει κάθε νύχτα την κατακόκκινη λάμψη του, το θυμόταν λέει ο συγγραφέας από τα μικράτα του. Το ατένιζε για ώρα πριν τον πάρει ο ύπνος «σιμά εις την αγκάλην της μάμμης του» κάτω από την «αμυδρά γλυκειά απολαμπή των κανδηλίων, όπου [έφεγγαν] εμπρός εις τα παλαιά εικονίσματα των αμαυρών μελαγχολικών Αγίων». Ώρα μοναδική. Ώρες μοναδικές. Κάθε βράδυ. Κάθε βράδυ πριν βυθιστεί οριστικά στον ύπνο, το παιδικό του βλέμμα προσηλωνόταν στο καμίνι του μόχθου, στο θηρίο στο οποίο ολημερίς και ολονυκτίς οι άνθρωποι αφιερώναν τη ζωή τους, ενώ, παράλληλα, ενσταλάζονταν στη μνήμη του τα παραμύθια της γιαγιάς. Έξω και μέσα, ταυτόχρονα. Έξω, η πάλη του ανθρώπου με την ύλη. Μέσα, η μετάγγιση της παράδοσης. Άλλο καμίνι και τούτο, το καμίνι όπου εκκολάπτεται ο ατομικός δημιουργός. Ο Παπαδιαμάντης δεν το κατονομάζει. Το φέρνει απλά στο προσκήνιο. Είναι η πιο κρίσιμη, η πιο αποφασιστική στιγμή ολόκληρης της ζωής του.
Τέλος, όταν ενύκτωσε, το καμίνι με την αναλαμπήν της φλογός του εκοκκίνησεν εις το βουνό αντικρύ, και συ, παιδίον, εκοιμήθης εις τους κόλπους της μάμμης σου, με ονειροπολήματα αίγλης και μαρμαρυγής εις την κεφαλήν σου. Και δεν σ’ έμελε δια τα βάσανα των ανθρώπων, ούτε δια την σκληράν πάλην της ζωής. Αλλ’ από τους μαστούς τους στειρεύσαντας ως από πέτραν άγονον εζήτεις να θηλάσης γάλα, πόμα καινόν, ως άλλην πηγήν αφθαρσίας.
Και συνεχίζει, ώστε να μην μας μείνει καμιά αμφβολία για το ποιος κόσμος είχε τελεσίδικα κερδίσει την νεαρή ψυχή του.
Και δεν ανελογίσθης πως οι μυθώδεις εκείνοι δράκοι, οι Κύκλωπες, οπού ενυκτέρευον μακράν εκεί, εις το όρος, επότιζον με ιδρώτα τας πέτρας και τα ξύλα και τους κορμούς τους αδρούς, προσπαθούντες δια του πυρός εκείνου να παράγωσι χρήσιμόν τι ευτελές πράγμα, όπως λάβωσι μικρά αργύρια και θρέψωσι και αυτοί μικρούς ανθρωπίσκους, προωρισμένους να είναι ισοβίως σκλάβοι άλλων πάλιν νεαρών τυράννων. Ώ ματαιότης!
Τέλος του πρώτου μέρους. Μετά το απαραίτητο διαχωριστικό κενό διαβάζουμε: «Αλλά το Καμίνι αυτό, περί ου ο λόγος τώρα, ήτο άσπιλον, έκτακτον και μοναδικόν... 'Ητο θαλάσσιον καμίνι». Ξεκινώντας το «κυρίως» καμίνι του με τον χαρακτηρισμό του άσπιλου, είναι φανερό, για όποιον διαθέτει έστω και ελάχιστη χριστιανική παιδεία, ότι ο Παπαδιαμάντης έχει στο μυαλό του την Παναγία. Παπαδιαμάντης είναι, στις εκκλησίες σύχναζε, θρησκευτικά είναι συνήθως τα θέματά του, αργά ή γρήγορα στην Παναγία θα το γύριζε το αφήγημά του, που αλλού; σκέφτεται ο αφελής αναγνώστης. Και καλά να σταματούσε εδώ το ζήτημα. Το κακό είναι ότι τούτη η αφέλεια έχει διαπεράσει ακόμα και τα ανώτερα στρώματα της πνευματικής ζωής του Έθνους. Η αυστηρή προσκόλληση του συγγραφέα του «Καλόγερου» στη χριστιανική πίστη και στο ορθόδοξο τυπικό, σκέφτονται ουκ ολίγοι, τον εμπόδισε να ζήσει τον κόσμο του και να εκφράσει τα μεγάλα προβλήματα του καιρού του. Μιλώ για αφέλεια γιατί ένα πράγμα είναι ν’ αποστρέφεσαι και ν’ αντιμάχεσαι τη χριστιανική θρησκεία, ελεύθερος είσαι θα έλεγε ο Παπαδιαμάντης, και τελείως άλλο πράγμα να διαβάζεις θεόστραβα το έργο ενός χριστιανού συγγραφέα.
Θέλω να πω ότι τα καλλιτεχνικά έργα δεν φτιάχνονται με το θρησκευτικό πιστεύω αλλά με το αισθητικό. Μπορούμε βέβαια, εθισμένοι στον ασίγαστο πόλεμο των κλισέ, να ξεχνάμε εύκολα αυτόν τον σημαντικότατο κανόνα αλλά ας το κάνουμε τουλάχιστον αυτό όταν ο ίδιος ο συγγραφέας είναι απών και όχι όταν παίρνει πρώτος το λόγο για να μας τον υπενθυμίσει. Δράττεται λοιπόν της ευκαιρίας του «θαυματουργού βράχου» που ονομάζεται από τους ντόπιους καμίνι για να κάνει μνεία του «βιομηχανικού» καμινιού των παιδικών του χρόνων και να μας μπάσει έτσι στο προσωπικό του εσωτερικό καμίνι, εκεί όπου σφυρηλατήθηκε η καλλιτεχνική του φύση. Εκεί λοιπόν, πλάι στη γιαγιά, ήταν σαν να γεννήθηκε καλλιτεχνικά στον κόλπο του Θεού. Εκεί ρούφηξε τη θρησκεία του σαν «νάμα», σαν ομορφιά, σαν παραμύθι και νανούρισμα. Πράγμα που αποστείρωσε τον καλλιτεχνικό οργανισμό του άπαξ διά παντός και δεν του χρειαστήκαν αργότερα εκκενώσεις του θείου (όπως στην περίπτωση του Κλωντέλ) για να βρει το δρόμο του. Αλλά, όπως είδαμε, ο Παπαδιαμάντης δεν αρκείται στη δήλωση της πίστης του. Μιλάει για τη «στροφή» του όντας ακόμα νήπιο, ριγμένο, θάλεγε ο φιλόσοφος, στα σπλάχνα μιας ανθρωπότητας εξαρτημένης παντελώς από την τεχνολογία. Μιλάει για έναν αισθητικό προσανατολισμό όταν η φαντασία του ήταν ακόμα στα σπάργανα, ανόθευτη από τις επιταγές του νου και τις παρορμήσεις της καρδιάς. Ναί, αυτή η τρυφερή ψυχή αποζητάει ήδη «άλλην πηγήν αφθαρσίας». Όχι όμως σαν καταφύγιο. Όχι γιατί σκιάζεται τον κόσμο. Όχι γιατί θέλει ν’ αγνοεί τα προβλήματά του. Όχι σαν επιλογή ατομικής σωτηρίας. Αλλά σαν αντιπαράθεση. Σαν κρίση και κριτική. Σαν ξεκαθάρισμα λογαριασμών με τους αφοσιωμένους τυφλά στην Πρόοδο επικριτές του, συγκαιρινούς του και μελλούμενους.
Ο Παπαδιαμάντης, αν κρίνουμε από το έργο, δεν αμφέβαλε ποτέ για την πίστη του. Η συνείδησή του δεν ταλαιπωρήθηκε από καμία κρίση. Ίσως γιατί δεν ξέχασε ποτέ την τιτανομαχία που έλαβε χώρα μέσα του στα παιδικά του χρόνια και από την οποία γλίτωσε ως εκ θαύματος. Τιτανομαχία. Από τη μια το καντήλι, οι μελαγχολικοί Άγιοι και το μουρμουρητό της γιαγιάς. Από την άλλη οι μοντέρνοι «Κύκλωπες» που μέρα νύχτα υπηρετούν το τεχνολογικό καμίνι, το καμίνι των προκατασκευασμένων αναγκών, το καμίνι της εξέλιξης και της προόδου, το μοναδικό πλέον καμίνι του κόσμου μας, το μάταιο καμίνι όπου αφεντικά και δούλοι αλληλοδιαδέχονται οι μεν τους δε, φτιάχνοντας οι μεν τους δε εις τους αιώνας των αιώνων.
Οι θιασώτες της εξέλιξης, της προόδου, του εκσυγχρονισμού των κοινωνιών και ό,τι άλλο παρόμοιο βάλει ο νους του αφέντη και ιδιοκτήτη της φύσης, βρίσκουν ότι ο Παπαδιαμάντης αδιαφόρησε για τους αγώνες των «δούλων» της εποχής του. Αδιαφόρησε; Εκατόν τέσσερα χρόνια μετά το «Καμίνι» καλό θα ήταν οι αιώνιοι προοδευτικοί ν’ αρχίσουν να σκέφτονται τη δική τους ύπαρξη με βάση την «προαίσθηση» του Παπαδιαμάντη ότι το καμίνι που στήθηκε τάχα για ν’ ανταποκριθεί στις υποτιθέμενες ανάγκες μας θα καταντήσει κάτεργο για όλους μας και εκπαιδευτήριο από το οποίο θ’ αποφοιτούμε πότε σαν πειθήνια όργανα και πότε σαν αποτρόπαιοι τύραννοι. Συνήθως η προσήλωση στην παράδοση εκλαμβάνεται, και σωστά νομίζω, σαν άρνηση της σκληρής και ανελέητης πραγματικότητας. Στον Παπαδιαμάντη το πρόβλημα, το είδαμε μόλις, τίθεται τελείως διαφορετικά. Η παράδοση δεν είναι κρησφύγετο. Είναι το βασίλειο της ελευθερίας μπροστά στη σκλαβιά της εξέλιξης στην οποία υποκύπτουμε όλο και πιο εθελούσια έως και μετά χαράς.
Μένει, παρά όλ’ αυτά, πάντα ανοιχτό το κεφάλαιο της ενότητας του έργου. Αφού ο Παπαδιαμάντης ήθελε, σύμφωνα με την εισαγωγική του δήλωση, να μας αφηγηθεί την ιστορία της Τσούλας και του Νίκου γιατί ενέπλεξε και τον εαυτό του; Τι σχέση μπορεί να υπάρχει ανάμεσα στην πρώτη αγάπη του για την ελευθερία και το ευτυχισμένο ειδύλλιο της βοσκόπουλας με το ναυτόπουλο; Πώς να εναρμονίσουμε τόσο παράταιρες αφηγηματικές λογικές όπως θα έλεγαν σήμερα οι ειδικοί των λογοτεχνικών κανόνων; Πώς να πλεύσουμε πατώντας σε δυο διαφορετικές βάρκες όπου η κάθε μια τραβάει τον δρόμο της; Ας μη βιαστούμε. Ας μην καταλήξουμε πριν αφήσουμε το διήγημα να δουλέψει μέσα μας. Και όχι μόνο το διήγημα. Ολόκληρη την τέχνη από την οποία ανακρατάει.
Τα πολύ παλιά λοιπόν μυθιστορηματικά χρόνια, οι πρωτομάστορες της τέχνης του μυθιστορήματος συνήθιζαν να παίρνουν μέρος στα έργα τους. Σαν μυθιστορηματικά πρόσωπα κι αυτοί ανάμεσα στ’ άλλα πρόσωπα που γεννούσε η φαντασία τους. Σκέφτηκα αρκετά γύρω από αυτή την περίεργη συμπεριφορά των πρώτων μυθιστοριογράφων και τολμώ να κάνω την εξής υπόθεση. Αν πράγματι η τέχνη του μυθιστορήματος σκάει μύτη για να γελοιοποιήσει τον κόσμο που μιζάρει όλο του το είναι και όλο του το έχει στην εξέλιξη και την πρόοδο της επιστήμης του, αν σε κάθε βήμα αυτού του κόσμου προς το ιδεώδες του, προς τον απόλυτο και μη ανατρέψιμο θρίαμβο του τεχνολογικού καμινιού και τον υποβιβασμό του ανθρώπου σε αψεγάδιαστο γραναζάκι του όλου συστήματος, σε υποδειγματικό σκλάβο, αν λέω όντως ο μυθιστοριογράφος εμφανίστηκε για ν’ αντιτείνει κοροϊδευτικά χίλια άλλα δυνατά (ήτοι φανταστικά) ανθρώπινα πρόσωπα στη μονόδρομη και μονοσήμαντη εξέλιξη, δεν θα ήταν τελείως λογικό, ο νέος αυτός καλλιτέχνης, ο νέου τύπου αυτός προφήτης, ο νέος αυτός αντίρροπος στο χώρο της συλλογικής φαντασίας μοχλός, έχοντας αισθανθεί, εν μέσω ιαχών θριάμβου απ’ όλες τις μεριές, την αυτοκτονική στροφή που πήρε ο κόσμος του, δε θα ήταν λέω και πάλι τελείως λογικό να θελήσει να βρεθεί, έστω και στον λιγοστό χρόνο του έργου του, από την άλλη πλευρά της κουρτίνας, συντροφιά με τ’ αγαπημένα του πρόσωπα τα οποία, αυτά τουλάχιστον, είχαν κερδίσει την αιωνιότητα σαν όντα ελεύθερα, απείθαρχα στα κελεύσματα των καιρών τους; Τίποτα δεν πάει χαμένο στο χώρο της τέχνης. Τίποτε εδώ δεν είναι μάταιο. Όπως κι αν έχει, τούτη η συνάρθρωση, τούτη η σύζευξη ατομικού βιώματος και φαντασίας έτσι όπως την καλλιεργούν τα πρώτα μυθιστορήματα ενσταλάζει μέσα μας, σε μας τους αναγνώστες, την αίσθηση ότι ο άνθρωπος δεν είναι και δεν μπορεί ποτέ να γίνει ίσος και ταυτόσημος με το ερμηνευτικό σύστημα που υιοθετεί για να εξηγήσει και να χτίσει τον κόσμο του, ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί, ό, τι κι αν κάνει, ν’ απαλείψει από το είναι του τη διάσταση του μυστηρίου και του απρόβλεπτου.
Και επανέρχομαι στο «Καμίνι». Είχε δίκιο ο Παπαδιαμάντης όταν σημείωνε στην αρχή του διηγήματός του ότι δεν θα έγραφε για το καμίνι του βουνού. Πράγματι δεν έγραψε για τίποτ’ άλλο εκτός από την ιστορία της Τσούλας και του Νίκου. Για το θαύμα της αγάπης και μόνο μίλησε. Αποκλειστικά. Και το μυθιστόρημα μαθητείας τι το κάνουμε, το πετάμε; Όχι προς Θεού! Χωρίς αυτό το κομμάτι όλο το οικοδόμημα καταρρέει. Αλλά η ενότητα δεν δηλώνεται ανοιχτά. Για να την βρούμε και για να την αποκαταστήσουμε πρέπει ν’ αναγεννηθούμε, όπως το έκανε ο Παπαδιαμάντης, στη μεγάλη παράδοση του μυθιστορήματος. Παίζοντας και αυτός στο ίδιο του το έργο, όπως και οι άλλοι μεγάλοι δάσκαλοι, φωτίζει το μυστήριο της ανθρώπινης δημιουργίας μέσω της εμπειρίας των ηρώων του. Η Τσούλα και ο Νίκος απαλλάχτηκαν από τις ασφυκτικές κοινωνικές προδιαγραφές χάρη στο θαύμα της Παναγιάς. Αλλά μήπως και για τον ίδιο τον αφηγητή δεν έγινε κάτι παρόμοιο; Τι άλλο εκτός από θαύμα ήταν αυτό που τον έσωσε μια για πάντα από τον αδηφάγο, αδίστακτο και ίσο πάντα με τον εαυτό του δράκοντα της Προόδου; Και γιατί άραγε, το ένα θαύμα δεν μας φτάνει; Όχι βέβαια. Το θαύμα του διηγήματος είναι επινοημένο, φανταστικό. Το θαύμα της μεταμόρφωσης του Παπαδιαμάντη σε συγγραφέα είναι βιωματικό, πραγματικό. Μόνο η σύζευξή τους, μόνο η ενότητα τους –ιδού τελικά η βαθύτερη ενότητα του διηγήματος– μας κάνει να αισθανθούμε τον άνθρωπο ανοιχτό στο θαύμα, να αισθανθούμε ότι ίσως κάπου ένα θαύμα μας περιμένει κι εμάς.
Όσο προχωράει ο καιρός τόσο πιο έντονα νιώθω ότι ο κόσμος μας έχει ανάγκη από τον Παπαδιαμάντη. Θα με ρωτήσετε: Από τον χριστιανό ή από τον μυθιστοριογράφο; Απαντώ: Και από τους δύο ταυτόχρονα. Και σπεύδω να διευκρινίσω: ο κόσμος μας έχει επιτακτική ανάγκη από αυτό με το οποίο ο χριστιανισμός του Παπαδιαμάντη πλούτισε την ιστορία του μυθιστορήματος. Γιατί εάν είναι αλήθεια ότι ο Παπαδιαμάντης «έφερε το μυθιστόρημα στην Ελλάδα», άλλο τόσο είναι αλήθεια ότι ζύμωσε τούτη τη τέχνη με την υπαρξιακή εμπειρία του θαύματος.
Παρίσι, Αύγουστος 2011
πηγή: Αντίφωνο
Ένα μεγάλο μπράβο στην ομάδα του Αντιφώνου για τα εξαιρετικά κείμενα που φιλοξενεί στις σελίδες της… Το παρόν κείμενο είναι απλά από τα καλύτερα που έχουν ανέβει εδώ πέρα, συγχαρητήρια στον κύριο Προγκίδη, που μας αποκάλυψε την τόσο προσωπική και άκρως αποκαλυπτική οπτική του πάνω στον κυρ-Αλέξανδρό μας…
Ωστόσο, θα ήθελα μετά λύπης μου να επισημάνω κάποια λάθη : το κείμενο περιέχει πάρα πολλά ορθογραφικά λάθη (ενδεικτικά : πάλεται, ακροτηριασμού, επιστημονοειδοί – του Μαρτίου ;), γεγονός ανεπίτρεπτο για την ποιότητα της σελίδας και κατάφωρα αδικούν την προσπάθεια, πιστεύω, όλου του τιμ…
Ελπίζω στην διόρθωση των ως άνω σφαλμάτων και την συνέχιση της τόσο καλής εν γένει δουλειάς…
Διορθώνω με την σειρά μου (ας είμαστε συνεπείς πρώτα εμείς στα όσα λέμε) το “του Μαρτίου 😉 ” σε “του Μαρτίου ; “.