Το 1978, ο Αλέξανδρος Σολζενίτσιν δίνει μία ονομαστή ομιλία στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ. Η ομιλία αυτή είναι μια ολομέτωπη επίθεση στην «Δύση» και τον πολιτισμό της[1] Παρά την σφοδρή του επίθεση έναντι του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού, οι ακροατές χειροκροτούν μετ’ επιτάσεως και κάποιοι ξεσπούν σε δάκρυα συγκίνησης. Εκείνο που προφανώς ενδιαφέρει τους ανθρώπους στο Χάρβαρντ δεν είναι η κριτική του Σολζενίτσιν προς την Δύση. Ενδιαφέρει η συμβολική εικόνα ενός νομπελίστα Ρώσου συγγραφέα που μιλάει ελευθέρως, ακωλύτως και δύναται να κατακρίνει ακόμη και αυτούς στους οποίους βρήκε άσυλο, αυτός, ένα ικέτης, ένας εξόριστος.
Η ομιλία λαμβάνει χώρα σε ένα πανεπιστήμιο, το οποίο συνιστά το κεντρικό σύμβολο του νεωτερικού, εφηβικού πολιτισμού της Αμερικής, το «IQ»: κρανιακή κάψα κενή και ως εκ τούτου ξεκούραστη, γρηγορόστροφη, αθώα, αφοπλιστικά ευρηματική. Πρόκειται για την διάνοια, κόψη του μυαλού, κενωμένη από το πάθος και το μάθος της αρχαιοελληνικής Πόλης, την «συστηματική» πνευματικότητα της Γηραιάς Ηπείρου και το ιερό πνεύμα της σοφής και παλαιάς των ημερών Ασίας. Ο Σολζενίτσιν νοιώθει αμήχανος ενώπιον αυτού του νεάζοντος πολιτισμού[2].
Έρχεται από μία πατρίδα που, στην κυριολεξία, τον εξέμεσε στην ξενιτειά· άτοπος σε κάθε κόχη της γης. Μοναδικά του όπλα, η λογοτεχνική αυθεντία του νομπελίστα, η δοκιμασία του στα ιδιότυπα νεωτερικά μοναστήρια της σοσιαλιστικής Αρκαδίας, τραγική εμπειρία που τον αναγορεύει σε λαβωμένο εξωτικό ζώο στα ευαίσθητα και πονόψυχα σαλόνια των αμερικανών φιλελεύθερων και αριστερών ριζοσπαστών «από τζάκι»[3], αλλά το κυριότερο: η βαθύτερη πεποίθηση ότι η «Ρωσική Ιδέα», η υπέρβαση της μογγολικής, τατάρικης σκληρότητας της στέπας διά της ενσάρκωσης του σταυρικού μαρτυρίου συνιστά την ιστορική προοπτική, την αναπόδραστη μοίρα του Αμερικανού εφήβου, αυτού του ρωμαίου στρατιώτη, που κάτω από τον Σταυρό, βασανίζει τον Παράκλητο, χωρίς να γνωρίζει «τι ποιεί».
Ο Σολζενίτσιν, ο παλαιοημερολογίτης, απευθύνεται στον λαό του «Νέου Ισραήλ», ο οποίος, κατά τον Χέρμαν Μέλβιλ, στον περίφημο «Ασπροζακέτα», θα αναλάβει την ιστορική αποστολή να καταργήσει τον νόμο του μαστιγίου[4]. Τούτο, προφανώς, θα επιτελεσθεί διά της χριστιανικής, εκκοσμικευμένης, προτεσταντικής ηθικής, του φιλελεύθερου, ειρηνικού, εμπορικού πλουτισμού και της αγγλοσαξωνικής εύρεσης της δημοσιογραφίας, συμβόλου της «συζητούσας τάξης», ήγουν της αστικής. Εξυπακούεται, ότι για όσους επιμένουν στην χρήση του μαστιγίου, προβλέπεται μαστίγιο[5]. O Σολζενίτσιν, κατά την διάρκεια της ομιλίας του, επικεντρώνεται στη μέγιστη ένδειξη της παρακμής της Δύσης, την «απώλεια του κουράγιου, του θάρρους», ενός πολιτισμού που ζη εν πνεύματι απόλυτης ασφαλείας. Όπως λέει χαρακτηριστικά: «οι βιολόγοι γνωρίζουν πολύ καλά ότι η υπερβολική ασφάλεια και ευζωία δεν συμπεριλαμβάνονται στα πλεονεκτήματα ενός ζωντανού οργανισμού». Ο τόνος της ομιλίας είναι διπλωματικός, νηφάλιος, ωστόσο αυτή η ασκητική, προφητική κατατομή εξαπολύει κατάρες φοβερές. «Οι πρώην αποικίες» λέει «πρόκειται, οσονούπω, να εμφανίσουν στην Δύση τον λογαριασμό για την έργα της στον Τρίτο Κόσμο» και συνεχίζει «είναι αμφίβολο αν αυτός ο λογαριασμός θα μπορέσει να πληρωθεί, ακόμη και αν η Δύση εκποιήσει όλα τα περιουσιακά της στοιχεία». Ο τίγρης της στέπας, ο «Ντέρζου Ουζαλά», το πνεύμα της «Τρίτης Ρώμης», της ανατολικής Ρώμης που θα αναλάβει την ηγεσία και την υπεράσπιση του ιερού σώματος της Ασίας. Ο βασανιστής του Σολζενίτσιν, ο «πατερούλης» Στάλιν, είναι εκείνη η ιστορική φυσιογνωμία που θα μετατοπίσει ελαφρώς, αλλά σημαινόντως, την δυτικόφρονη Ρωσία του Μεγάλου Πέτρου, προς το όραμα του Ευρασιανισμού[6].
Η «απώλεια του κουράγιου» συνδέεται με την υποχώρηση των πνευματικών δυνάμεων του δυτικού πολιτισμού. Ο Σολζενίτσιν εννοεί ότι το «Απόλυτο Πνεύμα», η πνευματική εσχατιά της Δύσης, είναι η στειρωμένη από τον μεταφυσικό πλούτο του παρελθόντος τεχνολογική διάνοια των «Νέων Χρόνων», που προτάσσει ως κριτήριο της αλήθειας τον πραγματισμό του αποτελέσματος και την μεταρσίωση του χοϊκού ανθρώπου. Το ρωσικό πνεύμα, η ιδέα που κομίζει η Αγία Ρωσία είναι οι πληγές του Χριστού με τις οποίες εμφανίζεται ο επιζήσας του γκουλάγκ Σολζενίτσιν ενώπιον του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαστηρίου, του Χάρβαρντ. Για το αμερικανικό ακροατήριο, η χριστιανική σταύρωση, το πάθος – μάθος του αρχαιοελληνικού τραγωδιακού ήρωα συνιστά μία ανήκουστη, σχεδόν σκανδαλώδη προοπτική για την ασφάλεια του δυτικού ατόμου. Αυτή η υπαρξιακή συνθήκη αποτελεί και την πεμπτουσία, την απώτατη διδαχή της αμερικάνικης ταινίας «Θρίλερ»: το πάσχειν, δεν μπορεί παρά να είναι το εις το διηνεκές απραγματοποίητο αντικείμενο ενός κακού ονείρου, ενός εφιάλτη. Η εξύπνια πραγματικότητα, υπό τον γνώμονα του αμερικανικού πραγματισμού, εξαφανίζει την ίδια την ύπαρξη του κακού.
Λογοτεχνικός αντίπους των ανωτέρω, το Rakovyl Korpus[7], του Σολζενίτσιν, όπου περιγράφεται πολυφωνικώς η ζωή επί σταλινικού καθεστώτος, ασθενών που πάσχουν από την επάρατη νόσο, σ’ ένα απομακρυσμένο σοβιετικό, μετασταλινικό νοσοκομείο της Τασκένδης. Εδώ, η εντυπωσιακή σύλληψη του Σολζενίτσιν είναι η κατάργηση της οποιασδήποτε προοπτικής της νεωτερικής θνητότητας.
Η νεωτερική έννοια της θνητότητας, έννοια πολεμική προς την χριστιανική αντίληψη τής μετά θάνατον ζωής, εδράζεται στον φαουστικό μύθο. Βέβαιος ο θάνατος, αβέβαιος έως αδύνατος ο μεταθανάτιος εν Θεώ βίος. Ο χρόνος λοιπόν του προθανάτιου βίου πρέπει να αναχθεί στο απόλυτο, στην αιωνιότητα. Μόνο το συμβόλαιο με έναν εκπεπτωκότα κοσμικό θεό, τον «Μεγάλο Πτερνιστή», τον Εωσφόρο, μπορεί να αθανατίσει το παρόν στην απόλυτη επιθυμία του νου. Έτσι διά της θνητότητας εισάγεται τεχνηέντως η άρνηση του θανάτου διά της κατάφασης ενός αδημιούργητου αιώνιου κόσμου. Ιδού η πηγή της «υπερβατολογικής» νεωτερικότητας: η ενδοκόσμια μεταφυσική, ήγουν η Ηθική που θα «καθαρίσει» τον κόσμο από την βία του ιερού (Χρόνος, Πατέρας, Θάνατος) και θα αποκαταστήσει εσαεί την αγαθότητα της άφθαρτης μήτρας του κόσμου.
Στον Σολζενίτσιν η επάρατος νόσος καταργεί την ατελεύτητη προοπτική του θανάτου και εμφανίζει την «μνήμη θανάτου», την καθημερινή βιοτή του ορθόδοξου ασκητή που ζη αναμένοντας τον εσπερινό του θάνατο. Η «μνήμη θανάτου» είναι που σώζει εν τέλει τον Κοστογκλότοφ (και τον ίδιο τον συγγραφέα που πέρασε και αυτήν την δοκιμασία αρκετά νέος) από την ανίατη ασθένεια.
Όλο το έργο του Σολζενίτσιν είναι μία ανατομία της ειρκτής. Ο Σπυρίδων, στο βιρτουόζικο «Πρώτος Κύκλος»[8], ο Σούχωφ και ο Τούριν στο « Οι τρεις μέρες του Ιβάν Ντενίσοβιτς», η Ματριόνα στο βραχύ αλλά σημαντικό «Το σπίτι της Ματριόνα»[9], είναι οι σκιές του ανθρώπου της γης, έγκλειστες στον Άδη της Τεχνητής Φύσης που συνιστά το πανοπτικό νεωτερικό κράτος.
Η ειρκτή που περιγράφει ο Σολζενίτσιν είναι η τερατώδης αντίφαση που κληρονόμησε στην Ρωσία, ο γερμανισμός και ο νορδισμός, των δύο αποφοίτων (κατά τον θεατρολόγο Γιαν Κοτ) της Βιττεμβέργης, του Φάουστ και του Άμλετ. Ο νορδικός πειραματισμός και η εφευρετικότητα, απαραίτητα στοιχεία για να προσεγγίσει το σταλινικό σοβιετικό κράτος την προηγμένη Δύση, η λουθηρανική απουσία της οποιασδήποτε ελευθερίας της βούλησης (ο άνθρωπος: ένα γαϊδούρι με αναβάτη τον Διάβολο) και η αέναη τευτονική ελευθερία[10] έναντι του ρωμαϊκού νόμου. Καθαρή τρέλα! Ο Σολζενίτσιν με το έργο του και κυρίως με την ιστορική του ομιλία στο Χάρβαρντ, υπενθυμίζει εμφατικά στην μεταμοντέρνα Αμερική της φροϋδικής ψυχανάλυσης, ότι ο Λόγος της Ψυχής, ο κόσμος του ψυχολογικού υποκειμένου δεν μπορεί να λύσει το θεμελιώδες πρόβλημα που θέτει η Ψυχή από την εποχή της ομηρικής Νέκυιας: την απώλεια του σώματος.
Σημειώσεις
Πολύ μεστό!