Όλα τα παρακάθια που γινόντουσαν στο σπίτι της γιαγιάς μου, Δέσποινας, το γένος Μαραντίδη, μνημόνευαν και τον αδελφό της, τον αείμνηστο Πεχλιβάν Γιώργη, που ήταν αήττητος παλαιστής σε όλη την επικράτεια του Πόντου με έντονο το αίσθημα της ελευθερίας.
Η σωματική ρώμη και η βροντερή του φωνή, που όταν φώναζε από το αλώνι έφτανε έως τα φαράγγια, προστάτευε το χωριό, Μπαστσατάχ, του Ακ-Νταγ-Ματέν, σε περίοδο κινδύνου. Τα γύρω χωριά αυτόν είχαν προστάτη από τις αυθαιρεσίες των Τούρκων.
Επειδή λοιπόν ήταν εμπόδιο στο σχέδιο γενοκτονίας, το οποίο περιλάμβανε την εξόντωση των παλικαριών, των δασκάλων, των ιερέων, των προυχόντων, ακόμη και νέων παιδιών, που ασχολούνταν με τον πολιτισμό, απαγχονίστηκε στην ιστορική πόλη της Αμάσειας, μετά από δίκη παρωδία.
Η αρχαία πόλη των Μιθριδατιδών, που τη διασχίζει ο ποταμός Ίρις, κατάντησε το κολαστήριο των ποντίων παλικαριών.
Την 27η Σεπτεμβρίου 1921 ημέρα Τρίτη και ώρα 8η π.μ., με την βασική κατηγορία, ότι αγωνίζεται υπέρ της ανεξαρτησίας του Πόντου καταδικάστηκε σε θάνατο δι’ απαγχονισμού, μαζί με άλλους 68.
Ο Πεχλιβάν Γιώργης, την ώρα του απαγχονισμού του έκοψε το σχοινί από το οποίο κρέμονταν, δύο φορές, όμως οι άθλιοι δήμιοί του τον ξανακρέμασαν, παρά το διεθνές δίκαιο και αφού μοίρασαν τα ρούχα του, τον πέταξαν κι αυτόν σε λάκκο, χωρίς εξόδιο ακολουθία.
Ο Προμηθέας, δεσμώτης στον Καύκασο για την προμήθεια της φωτιάς στους ανθρώπους, ωσάν άλλος μυθικός άποικος του Πόντου, πλήρωσε ακριβά για την ευεργετική του πράξη.
Ο Πεχλιβάν Γιώργης, φυλακισμένος κι αυτός στο δύο μέτρων κελί του, πλήρωσε ακριβά με τη ζωή του, για τον αγώνα του υπέρ ανεξαρτησίας του Πόντου, ως άλλος «Λεωνίδας», τοις κείνων ρήμασι πειθόμενος.
Αιωνία η μνήμη στους Τραντέλλενους που έχασαν πρόωρα και άδικα τη ζωή τους…
Όλα τα παλικάρια λίγο πριν μαρτυρήσουν, έσφιγγαν στο στόμα τους, για τελευταία φορά τον κέρινο σταυρό της θείας μετάληψης, που έλαβαν από τον παπα-Γιώργη του Ακ-Νταγ-Ματέν, για να δείχνουν την πίστη τους στην Ορθοδοξία.
Σύμφωνα με την πεποίθησή τους, οι ψυχές των βασανισθέντων και των φονευθέντων από τους Τούρκους, βρίσκονται στον τόπο του μαρτυρίου τους και περιμένουν δικαίωση. Κανένας τους δε λύγισε. Όλοι πέθαναν φωνάζοντας δυνατά, ζήτω η Ελλάς.
Οι Έλληνες εκδιωχτήκαμε βιαίως από τις πατρογονικές μας εστίες και ήρθαμε στην Ελλάδα.
Μπορεί ο κορμός των Ελλήνων να ήλθε στην Ελλάδα, όμως οι ρίζες μας έμειναν πίσω στις πατρίδες που αφήσαμε. Οι ρίζες μας είναι στον Πόντο. Οι νεκροί περιμένουν. Το δέντρο χωρίς τις ρίζες του δεν μεγαλώνει, δεν καρποφορεί. Οι ρίζες αυτές είναι η μαγιά, είναι το προζύμι. Αυτό θα φουσκώσει όλο το ζυμάρι και θα φουντώσει και πάλι ο Ποντιακός Ελληνισμός. Αυτό είναι βέβαιο. Να είμαστε πάντα σε ετοιμότητα. Να θυμόμαστε τη γενιά μας, τη ράτσα μας, τους νεκρούς μας.
Οι υπεύθυνοι θα λογοδοτήσουν κάποτε για το έγκλημά τους. Θα αποδοθεί η δικαιοσύνη. Αρκεί να μην επαναπαυόμαστε και κυρίως , η στάχτη της λήθης να μη μας σκεπάσει. Ας μην αναφέρονται τα τραγικά γεγονότα στα μαθητικά βιβλία. Εμείς να επισκεπτόμαστε τους νεκρούς μας εκεί στα ιερά χώματα της πατρίδας. Να μην τους ξεχνάμε.
Σε εκδήλωση μνήμης, για το παλικάρι που δεν ευτύχησε να ζήσει στο χωριό μας, έγιναν παλαιστικοί αγώνες, στο Θρυλόριο Κομοτηνής, με την συμμετοχή του τοπικού Συλλόγου, του Πολιτιστικού Συλλόγου Λευκογείων, συγγενών του, σωματείων πάλης πέντε νομών, καθώς και ολυμπιονικών παλαιστών, όπως οι Αφοί Σιδηρόπουλοι και ο Μπάμπης Χολίδης (1956-2019), ο οποίος μάλιστα είχε καταταγεί στην Ελληνική Χωροφυλακή μαζί με τον γράφοντα και άλλους 120 δόκιμους χωροφύλακες τον Μάρτιο του 1978 στο ΠΣΟΧ Ρεθύμνου, αλλά αποσπάστηκε αργότερα στην Υπηρεσία Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού Αθηνών, ενώ υπηρέτησε κανονικά στην Ελληνική Αστυνομία. Μετέπειτα, και στην Νομαρχία Δράμας, ακολούθησε άλλη μία εκδήλωση μνήμης, στο όνομά του Πεχλιβάν Γιώργη, με ομιλητή τον ιστορικό, Φάνη Μαλκίδη!
«Κ’ έρθανε χρόνεα δύσκολα, καταραμένα χρόνεα, ο ουρανόν ελίβωσεν, σ’ ηήν ποτάμ’ το αίμαν…»
Νεότεροι συγγενείς, του Πεχλιβάν Γιώργη, έγραψαν στη μνήμη του κι ένα τραγούδι, που περιλαμβάνεται στο cd, «μνήμη γενοκτονία». Τραγουδάει ο Γιώργος Αμαραντίδης, γνωστός τραγουδιστής παραδοσιακών ποντιακών τραγουδιών. Συμπτωματικά, έχει το ίδιο ονοματεπώνυμο με τον ήρωά μας.
Παρακάτω αναφέρονται οι αρχικοί στίχοι του τραγουδιού:
Άμον αητός εχύμιζεν, ο Μάραντον σην πάλην
Θάμαν τη ράτσας το βλαστάρ’, Ρωμαίικον παλλικάριν…
Υπάρχει και δημοτικό τραγούδι που πήρε το όνομα του από το επώνυμο του ήρωα : Τον Μάραντο χαρτίν έρθεν να πάει ση στρατείαν (στον Μάραντο ήρθε χαρτί να πάει στην εκστρατεία…). Το ποίημα είναι προαλωτικό και υπάρχει σε πάμπολλες παραλλαγές. Μία παραλλαγή του δημοσιεύτηκε στο « Αρχείο του Πόντου». Αποκατάσταση του άσματος δημοσίευσε στην « Ποντιακή Εστία » ο Φίλων Κτενίδης. Ομώνυμο θεατρικό έργο του τελευταίου εκδόθηκε το 1954. Εκτενής αναφορά στα παραπάνω άσματα θα γίνει τον Σεπτέμβριο του 2021 με την συμπλήρωση των 100 χρόνων από τον άδικο χαμό του.
Και μια καταγραφή από την παλαιστική του δράση.
Με άλλους Έλληνες από την περιοχή του Ματέν, πήγαν στα Άδανα για δουλειά. Δούλευαν σε οικοδομές γιατί ήταν χτίστες. Φρόντιζαν έτσι και το σχολείο του χωριού και την εκκλησία, τον Άη Γιώργη. Μέρος από το βιός τους, προσφορά για την πίστη τους. Στον Τοπάρχη των Αδάνων, παρουσιάστηκε τότε ένας γεροδεμένος παλαιστής με τ’ όνομα Μαχμούτ-Πεχλιβάν, ο οποίος ζήτησε να του βρουν έναν παλαιστή, για να οργανώσουν μια πάλη. Αυτός δεν έχασε καιρό κι άρχισε να ψάχνει. Όμως δεν ήταν και τόσο εύκολο γιατί όλοι φοβόντουσαν τον δυνατό παλαιστή.
Κάποιοι τον πληροφόρησαν πως υπάρχει ένας πόντιος παλαιστής που δουλεύει ως κτίστης. Ο κόσμος συγκεντρώθηκε στην πλατεία. Έφτασαν και οι παλαιστές με τους οπαδούς τους και μπήκαν στο στίβο με τη συνοδεία δυνατών τυμπανοκρουσιών
Ο Μαχμούτ αλείφτηκε με λάδι, έδωσαν τα χέρια, έκαναν τις συνηθισμένες υποκλίσεις και άρχισαν την προθέρμανση. Ο Τούρκος τον χτύπησε ύπουλα και το ακροατήριο διαμαρτυρήθηκε. Τότε ο Μάραντος φώναξε δυνατά:
«Αφήστε τον… εδώ τώρα, ή θα μου πάρει την ψυχή,
ή θα του την πάρω εγώ»
Στην τέταρτη λαβή, ο Πεχλιβάν-Γιώργης άρχισε να τον ωθεί προς το μέρος που κάθονταν ο Έπαρχος κι όταν έφτασε κοντά του, τον σήκωσε ψηλά και αφού τον έριξε ανάσκελα, κάθισε πάνω του και τον ακινητοποίησε.
Ο Έπαρχος φοβούμενος μήπως πραγματοποιήσει την απειλή του, πετάχτηκε όρθιος και φώναξε: Γιώργη Πεχλιβάν «γκουρμπάν ολαΐμ, ολντούρμε» δηλ. Γιώργο Παλαιστή, θυσία γίνομαι για σένα, μην τον σκοτώνεις. Πήρε τις είκοσι λίρες και έφυγε από τα Άδανα.
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα (αναφορά στη Γενοκτονία των Ποντίων) είναι έργο της Μάρης Βεργουλίδου.
Ευχαρίστως καταθέτω τήν “συνεισφορά” στίς μνήμες τού άρθρου αυτού τό ποίημα “Πάρθεν” καί τό εμπερίστατο επ’ αυτού σχόλιο τού φίλου Α.Ν.
=========================
“Ε, να και η δική μου συνεισφορά στην μνήμη της γενοκτονίας των Ποντίων συμπατριωτών. Η προώθηση του Ποιήματος του “Ελληνικού” Ποιητή Καβάφη.
Πάρθεν
Αυτές τες μέρες διάβαζα δημοτικά τραγούδια,
για τ’ άθλα των κλεφτών και τους πολέμους,
πράγματα συμπαθητικά . δικά μας, Γραικικά.
Διάβαζα και τα πένθιμα για τον χαμό της Πόλης
“Πήραν την Πόλη, πήραν την . πήραν την Σαλονίκη”.
Και την Φωνή που εκεί που οι δυο έψελναν,
“ζερβά ο βασιλιάς, δεξιά ο πατριάρχης”,
ακούσθηκε κ’ είπε να πάψουν πια
“πάψτε παπάδες τα χαρτιά και κλείστε τα βαγγέλια”
πήραν την Πόλη, πήρα την . πήραν την Σαλονίκη.
Όμως απ’ τ’ άλλα πιο πολύ με άγγιξε το άσμα
το Τραπεζούντιον με την παράξενή του γλώσσα
και με την λύπη των Γραικών των μακρινών εκείνων
που ίσως όλο πίστευαν που θα σωθούμε ακόμη.
Μα αλοίμονον μοιραίον πουλί “απαί την Πόλην έρται”
με στο “φτερούλιν αθε χαρτίν περιγραμμένον
κιουδέ στην άμπελον κονεύ’ μηδέν στο περιβόλι
επήγεν και εκόνεψεν στου κυπαρίσ’ την ρίζαν”.
Οι αρχιερείς δεν δύνανται (ή δεν θέλουν) να διαβάσουν
“Χέρας υιός Γιανίκας εν” αυτός το παίρνει το χαρτί,
και το διαβάζει κι ολοφύρεται.
“Σιτ’ αναγνώθ’ σιτ’ ανακλαίγ’ σιτ’ ανακρούγ’ την κάρδιαν.
Ν’ αοιλλή εμάς να βάι εμάς η Ρωμανία πάρθεν”.
Πρόσεξες την σκόπιμη ασυνταξία, τον σολοικισμό, στους στίχους 13 και 14 ; Οι μακρινοί Γραικοί πίστευαν, τρίτο πρόσωπο πληθυντικού, αυτοί, οι άλλοι, τότε, στο παρελθόν, γυρνάει στο πρώτο πρόσωπο πληθυντικού, τώρα, στο παρόν, θα σωθούμε, εμείς ! Υπέροχο ; Έστειλε ο μέγας Έλλην ποιητής Καβάφης, πέρα από την φορτισμένη συγκίνηση, το σημείο του στους Ευρωπαϊστές ελλαδίτες – και όχι Έλληνες – κατ’ όνομα μόνον συναδέλφους του. Αυτοί οι μακρινοί Γραικοί κι εμείς οι σύγχρονοι Έλληνες, ένα και το αυτό είμαστε. Το λέει και στον τρίτο στίχο, “δικά μας, Γραικικά”. Συνεχής, λοιπόν, και αδιάκοπτος ο Ελληνικός Πολιτισμός. Κι αμέσως, κολλητά, εκείνο το “ακόμη”.
Στο παρά πέντε είμαστε να χαθούμε και τώρα. Ίδια η ιστορία μας – και της εποχής του Καβάφη και η δική μας η σημερινή . αυτή η διαχρονικότητα του Ελληνισμού – με τους μακρινούς εκείνους γιατί όλοι Γραικοί-Ρωμηοί, Έλληνες εσμέν.
Αλλά, περίμενε, τι λέει ; “Ίσως” !!! Ε, βέβαια, ίσως. Μακριά από χαζοχαρούμενες βεβαιότητες της δυτικότροπης εξουσιαστικής, προκρούστειας, μονοφυσιτικής, απλουστευτικής αποτελεσματικότητας ! “Ίσως”, καμμία σιγουριά. Μπορεί ναι, μπορεί όχι. “Πίστευαν”, να, νάτο το Θουκυδίδειο “ως εδόκουν μοι”. Καμμιά αντικειμενική, επιστημονική, δυτικότροπη βεβαιότητα. Εγώ πιστεύω, διότι έτσι θέλω να πιστεύω, έτσι θέλω να ζω, με πίστη. Δεν διατείνομαι ότι αυτή είναι η μόνη Αλήθεια. Είναι η Αλήθεια μου, όμως. “Πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος” κι “ο άνθρωπος μοναδικός κι ανεπανάληπτος”. Εσύ δικαιούσαι να έχεις την δική σου πίστη, ανόμοιε όμοιέ μου. Χωρίς το δικό σου βλέμμα, αδελφέ συνάνθρωπε, το δικό μου βλέμμα ανύπαρκτο. Ουσία μου η παρ-ουσία σου. Έτσι φυσιολογικά έρχεται εκείνο το “θα”. Στο άδηλο μέλλον. Τίποτα βέβαιο στο μέλλον που κρύβει τις άπειρες πιθανότητες. Καμμιά γνώση γι αυτό. Ούτε καν δοξασία. Μέσα σε ενάμιση στίχο έκλεισε όλη την ελληνότροπη σκέψη ο Αιγύπτιος κοσμοπολίτης Έλλην Ποιητής.”
======================
Καλό βράδυ