On ne peut pas être en même temps responsable et désespéré
Antoine de Saint-Exupéry (1900-1944)
Η μετεμφυλιακή αγωνία της αστυφιλίας, το μεταπολεμικό baby-boom (1947-1965) και οι διώξεις λόγω φρονημάτων προσέλκυσαν μεγάλο τμήμα του πληθυσμού στις πόλεις, προκαλώντας διόγκωση της οικιστικής ανάπτυξης και ένταση στην οικονομία της οικοδομής, για να ικανοποιηθεί το στεγαστικό αίτημα της οικογένειας και του επαγγέλματος. Η μυστική, ασύδοτη και άρρητη συμφωνία μεταξύ χρηστών και αρμοδίων αρχών για την καταπάτηση, το μπάζωμα, τον εμπρησμό της δασικής έκτασης και την άμεση οικοπεδοποίησή τους εδραίωσε την αυθαιρεσία επί του δημόσιου χώρου ως κοινώς αποδεκτή. Το αυθαίρετο κτίσμα με τη συνδρομή της αρμόδιας αρχής «ενομιμοποιείτο» προάγοντας αφενός την ευημερία των χρηστών των αυθαιρέτων και αφετέρου των διαχειριστών της πολιτικής εξουσίας. Το γεγονός επέδρασε καταλυτικά στο πολιτικό σύστημα και στην πολιτική κουλτούρα, που ουδέποτε απεμπόλησαν τον πελατειακό χαρακτήρα τους. Η συνεχής χωρική αναοριοθέτηση της επικράτειας του νεότερου ελληνικού κράτους (1828-1947) φαίνεται ότι συμβάλλει στην ασάφεια περί τα όρια και του δημόσιου χώρου αποδομώντας τον σεβασμό του κοινόχρηστου ή δημόσιου χώρου και αναχαιτίζοντας την ευδοκίμηση της κοινωνικής συνείδησης ως προϋπόθεσης για την καλλιέργεια της ιδιότητας του πολίτη.
Έτσι, παγιώθηκε ο μεταπολιτευτικός χαρακτήρας της ανταλλακτικής αλληλεξάρτησης των πελατών-χρηστών και των πολιτικών ως απλό, αλλά ασφαλώς φαύλο, αλισβερίσι. Κάπηλοι και καπηλίδες (Αριστοφάνους Θεσμοφοριάζουσες στ. 347), αεί πελάτες και ουδέποτε πολίτες, σε αέναη συνένοχη συναλλαγή, «μαζί τα χτίσαμε», που θα έλεγε ο άλλος, αλλά μάλλον «μαζί τα χτίσατε», λέω εγώ ο πληβείος. Υπό αυτό το βολικό φαύλο καθεστώς δεν συνέφερε στη νεοελληνική πολιτεία να καταστρωθεί κτηματολόγιο και να καλλιεργηθεί συνείδηση ιδιότητας του πολίτη (πολιτότητας, citizenship). Κατά συνέπεια, ουδέποτε οποιαδήποτε άρχουσα ιδεολογία θεμελίωσε τις αξίες της στον σεβασμό στους θεσμούς και στον δημόσιο χώρο. Αντ’ αυτής εδραιώθηκε άρχουσα νοοτροπία, που λειτουργεί ιδιοτελώς, με μόνον γνώμονα το ανταλλακτικό συμφέρον της πολιτικής παρέας των χρηστών του δημόσιου χώρου. Ουδέποτε διδαχτήκαμε πώς να είμαστε πολίτες, φορολογούμενοι με καθήκοντα και υποχρεώσεις και με ανάλογες απαιτήσεις από τους πολιτικούς. Τοιαύτη συνειδητοποίηση θα μας εξέλισσε συμπεριφορικά ως δρώντες σε πλαίσιο πολιτείας που δεν περιορίζεται απλώς σε υποσχέσεις περί την ισονομία, αλλά προάγει την μεταξύ μας ειρήνη, την καθαριότητα, την δημόσια υγιεινή, την ωραιότητα και τους καλούς τρόπους. Πόσο απαραίτητοι στην καθημερινή ζωή μας είναι οι κανόνες υγιεινής, η καθαριότητά μας και οι καλοί τρόποι που την απαλύνουν από την αθλιότητα της αγένειας και της αναίδειας!
Αναφορικά με τις κατά την ειδησεογραφία φυσικές καταστροφές στη χώρα μας, όπως οι πλημμύρες και οι πυρκαγιές, διευκρινίζουμε ότι δεν είναι απολύτως «φυσικές καταστροφές». Πριν από εικοσιέξι χρόνια έγραφα στο περ. Αντί για τις πλημμύρες στην Κόρινθο «Τα πάντα ρει, όταν χτίζει όπου βρει», παρακινημένος από την κραυγαλέα απόγνωση των πληγέντων, αλλά και την οργή τους εναντίον του «κράτους». Λησμονούμε συλλήβδην πως το κράτος έχει πρόσωπο και όνομα, όταν ζητάμε το παράνομο ρουσφέτι, αλλά, όταν η συγκεκριμένη παρανομία έχει συνέπειες εις βάρος μας, κατακραυγάζουμε εναντίον ενός κράτους απρόσωπου, από το οποίο απαιτούμε να μας συνδράμει, λες και είναι ο μεγαλόκαρδος πατέρας, που θα βάλει το χέρι στην τσέπη να τσοντάρει για τη ζημιά μας και να ξαναφέρει τη ζωή μας στην περιπόθητη κανονικότητα. Όταν επιθυμούμε να «νομιμοποιήσουμε την παρανομία» μας στον δημόσιο ή στον κοινόχρηστο χώρο, εμπλεκόμαστε κατ’ εξοχήν σε παράνομη πελατειακή σχέση συνενοχής, όχι μόνο ως αιτούντες (πελάτες), αλλά και ως εκχωρούντες (κάπηλοι) αντίστοιχα δικαιώματα. Αυτή η νοοτροπία, με τις καταπατήσεις, τα μπαζώματα, τις επεκτάσεις των χρηστών επί του αιγιαλού κτλ., αποτυπωνόταν επί δυο αιώνες ως απουσία κτηματολογίου, δασολογίου κοκ. Η νεοελληνική ιδιαιτερότητά μας σε αυτή την περίπτωση αφορά στη σφετεριστική καπατσοσύνη να καταπατούμε και να οικειοποιούμαστε ιδιοτελώς το κοινόχρηστο και το δημόσιο, είτε είναι ξεχασμένο χωράφι, είτε όμορφο δάσος ή αμμώδης αιγιαλός, πιλοτή πολυκατοικίας για στάθμευση, πεζοδρόμιο για παράταξη τραπεζοκαθισμάτων, γκαζόν, αγρός, κατάληψη κτηρίου, σχολείου, δρόμου κτλ. Εντέλει, η σύντηξη της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και του δημόσιου χώρου αποτελεί περίπλοκο και δυσδιάκριτο συνονθύλευμα· τούτο το φαινόμενο της νεοελληνικής απροσδιοριστίας του δημόσιου χώρου το βάφτισα «ιδιώδημον» [ιδιωτικόν + δημόσιον > ιδιώδημον ή priblic (< private + public)] (Χαρτογραφώντας το ιδιώδημο, 2016, Ελληνοεκδοτική).
Ας πάψουμε όμως να θεωρούμε υπό την ιδιοτελή και ασφαλώς παραμορφωτική προοπτική μας τα καίρια ζητήματα του δημόσιου αστικού χώρου και να τα αξιολογούμε σε σμίκρυνση, την οποία μας επιβάλλει ο ατομοκρατικός και μικροαστικός κομφορμισμός μας. Όσο ο άρχων μικροαστισμός ή κομφορμισμός μας επικεντρώνεται σε ζητήματα ατομικής ιδιοκτησίας και κάποτε συμμαχεί ή ξιφομαχεί παράλογα με έναν κατασκευασμένο για τις διαλεκτικές ή κομματικές ανάγκες του περιθωριακό λαϊκισμό, δεν θα μπορέσει να αντιληφθεί τον δημόσιο χώρο ως φυσικό τοπίο και χωροχρονικό συνεχές με αισθητές πτυχές. Οι προϋποθέσεις διαυγασμού του για την ελληνική περίπτωση περιλαμβάνουν: α) την καλλιέργεια συνείδησης της ιδιότητας του πολίτη, β) την άρση της μονολιθικής πελατειακής υπόστασης του πολιτικού συστήματος, γ) τη θεσμική υλοποίηση των απαραίτητων χαρτογραφήσεων και δ) την κανονιστική εφαρμογή τους σε όλους τους χρήστες (πολίτες και επιχειρηματίες, κυβερνώντες και κυβερνώμενους). Ο χώρος έχει καταλυτική πολιτική σημασία και για την αυτογνωσία μας, την οποία καλούμαστε να εμβαθύνουμε με ασκήσεις αναστοχασμού, φορώντας μάσκα και διεκδικώντας αποστάσεις για τον ζωτικό χώρο μας, στην εποχή του COVID-19.
Κοντολογίς, οι επιλογές μας έχουν συνέπειες. Αν είμαστε υπεύθυνοι άνθρωποι, δεν μας αρμόζει να είμαστε απελπισμένοι και εξοργισμένοι. Ως εθνικά και προσωπικά υπεύθυνοι «πολίτες» οφείλουμε να είμαστε και εθνικά υπεύθυνοι εκλογείς, κι ας λέει το σύνθημα του γαλλικού Μάη «Αν οι εκλογές αλλάζαν τα πράγματα, θα ήταν παράνομες». Οι φυσικές καταστροφές, είτε αφορούν σε πλημμύρες που καλύπτουν με λάσπες είτε καταπίνουν με φλόγες περιουσίες και ανθρώπους, εκπορεύονται πολιτικά από τα πολεοδομικά και λοιπά βουλευτικά, ας πούμε, γραφεία, όπου πολλά συνομολογούνται και κατοχυρώνονται χωρίς την υπογραφή της αφέντρας φύσης.
Ο Κώστας Θεολόγου είναι καθηγητής στο ΕΜΠ και στο ΕΑΠ.
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα (“Πόλη σε φλόγες”, 1993) είναι έργο της Άννας Βιλδιρίδου-Μακρή.
Αγαπητέ μου διαδικτυακέ φίλε,
Μόλις προχθές συζητούσαμε μέ “μεταξωτό” φίλο, ποιά, άραγε, νά’ ναι η σκοπιμότητα ν’ ασχολούμαστε καί νά μεμψιμοιρούμε γιά όλ’ αυτά ΑΚΡΙΒΩΣ που περιγράφονται μέ Αριστοτελική PRUDENTIAM CUM ELOQUENTIA στό άρθρο σου.
Υπάρχει περίπτωση, έστω καί η ελάχιστη, ν’ “αλλάξει” κάτι ;
Σέ παράφραση μέ τήν ρήση τού Saint-Exupery, καταλήγουμε (πάντα, σέ ανάλογες συζητήσεις) ότι ΕΠΕΙΔΗ δρούμε, σάν πολιτικο-κοινωνικο-Εκκλησιαστικό σύνολο (μάλλον, συναθροιζόμενες ατομικότητες) ως irresponsables, ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ παρά νά είμαστε – σέ βάθος τής γενιάς τών εγγόνων μας – πλήρως desesperes, αλά κ. Γιανναρά, αλλά από αιτία εντελώς αντίθετη απ’ ό,τι εκείνος πρεσβεύει (κατά τήν γνώμη μου καί μόνο)
Νά τό πούμε καθαρά : ΔΕΝ καταφέραμε, φοβάμαι, μάλιστα, ότι ούτε κάν προσπαθήσαμε, νά “προσλάβουμε” τά όποια θετικά στοιχεία τού ορθολογισμού – καί τής καλώς νοούμενης νεωτερικότητας – τής Δύσης, “μπολιάζοντάς” τα (φανατικοί αντι-εμβολιαστές κι’ εδώ) καί συνδυάζοντάς τα μέ τόν “τρόπο” καί τήν ουσία (όχι τήν ακινησία) τής Παράδοσης τής Ανατολής.
Εναντιωθήκαμε “μανικά” (πάλι κατά τόν κ. Γιανναρά), απόλυτα, αντιθετικά, υπεροπτικά, αβασάνιστα, απεριχώρητα, φοβικά, ίσως μέχρι καί δαιμονικά, σέ ό,τι καλό θά μπορούσαμε νά προσλάβουμε – μέ τόν δικό μας αξιακό “τρόπο” – καί μείναμε δέσμιοι καί απομονωμένοι στήν αυτοϊκανοποιητική μας οίηση (περί υπεροχής), μέ ακαταδεξία, απροσαρμοστικότητα καί εγωτική άρνηση.
Τό αποτέλεσμα – μιάς άχαρης διαδρομής (περιωρισμένων επιτεύξεων καί ουσιαστικών συστημικών βελτιώσεων) διακοσίων χρόνων [χαίρεται, άραγε, κανείς, μέ τούς επικαιρικούς “εορτασμούς” ; νά μή θυμηθώ πάλι τόν κ. Γιανναρά] – τό περιγράφετε (εκφράστηκα ήδη, μέ ποιόν καλό τρόπο) στό άρθρο σας.
Καί ΔΕΝ ΑΛΛΑΖΕΙ – γιατί ποτέ κανείς (εννοώ μιά επαρκής μάζα-καταλύτης, από τό “πλαίσιο” που αναφέρθηκε στήν αρχή) ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΘΕΛΗΣΕ, ΟΥΤΕ επεδίωξε, σθεναρά, αποτελεσματικά, τήν αλλαγή – μόνο κατέληξε αυτή κακοχυμένο, κολοτουμπισμένο, φτηνό, πολιτικό “μήνυμα”.
Καλά κάνανε καί φύγανε τά παιδιά μας. Εδώ δέν έχει “σωτηρία” …
Μέ τήν εκτίμησή μου
Συμφωνώ ότι καλώς έφυγαν… Όσα γράφουμε, το κάνουμε, ώστε να πάψει αυτή η πρακτική ή οι ανάλογες πρακτικές να αποτελεί/ούν τον κανόνα. Δεν θεωρούμε ότι θα πάψει/ουν, αλλά ας περιοριστεί/ούν στο επίπεδο της «εξαίρεσης». Αλλιώς, θα φύγουν όλα τα άξια παιδιά μας και εδώ θα μείνουμε όσοι/ες αντέχουμε να ζούμε σε μια πατρίδα στην …ακροθαλασσιά, δηλαδή au bord de l’eau
Κύριε Θεολόγου, μήπως – μήπως λέω, με ερωτηματικό – τα “άξια παιδιά μας” είναι αυτά που προτιμήθηκαν από τις εγκαταστημένες στην “Ψωροκώστενα” πολυεθνικές εταιρείες και παρέμειναν εδώ προοδεύοντας και όσα έφυγαν είναι αυτά που ΔΕΝ προτιμήθηκαν ως δεύτερης ποιότητας ;;; Μήπως, αν έτσι έχουν τα πράγματα, αποδεικνύεται ότι ακόμα και η ελληνική “δευτεράντζα” είναι ανώτερη της Ευρωπαϊκής πρωτιάς και γι αυτό τα δικά μας ξενιτεμένα παιδιά προοδεύουν στο εξωτερικό ;;;
Όσο για τις γνωστές θέσεις του κ. Σταμπούλη για την κατώτερη ποιότητα των Ελλήνων, τον ρωτώ. Γιατί διαφωνεί τότε με τον κ. Γιανναρά ; (Παρεμπιπτόντως, ο χαρακτηρισμός “μανικά” δεν είναι λεξιπλασία του κ. Γιανναρά. Τον χρησιμοποιούσαν οι Νηπτικοί Γέροντες της Ερήμου για να δηλώσουν την υπερβολική αγάπη τους προς τον Θεό).
Κύριε Θεολόγου, η περιγραφή σου της ελλαδικής πραγματικότητας είναι ακριβής. Φοβάμαι, όμως, ότι η αιτιολόγησή σου για την ύπαρξή της είναι φαινομενική κι επιφανειακή. Δεν αποτολμώ να γράψω την κατά την δική μου γνώμη για την αιτία που ΦΑΙΝΟΜΕΝΙΚΑ είναι όπως την περιγράφεις διότι θα έπρεπε να γράψω πολλές, πάρα πολλές, σελίδες. Μήπως πάντως, ξαναρωτώ, αυτή η χαλεπή πραγματικότητα οφείλεται στο γεγονός ότι επί πολλούς αιώνες οι Δυτικοί προσπαθούν να μάς φυτέψουν τα δικά τους λάθη ; Δηλαδή τον ατομικισμό έναντι του δικού μας κοινωνισμού ;
Πάντως, δεν είναι η αιτία που πολλοί δήθεν μελετητές τής αποδίδουν, δεν είναι ότι δεν δεχθήκαμε τον Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό. Τον γνώριζαν οι τότε Έλληνες διανοούμενοι. Λίγοι από αυτούς, με μπροστάρη τον Κοραή, προσπάθησαν να πείσουν τον Έλληνα να τον αντιγράψει, να τον μιμηθεί, να πιθηκίσει. Ευτυχώς, όμως, υπήρχαν και οι άλλοι που τον δέχθηκαν, τον Διαφωτισμό, μπολιάζοντάς τον όμως στον Έλληνα Τρόπο. Μπροστάρης σ’ αυτούς ήταν ο Ρήγας Βελεστινλής.
Δυστυχώς, υπάρχει ακόμα και σήμερα αυτός ο διαχωρισμός μεταξύ μας. Των Κοραηστών και των Φεραίων.
Ευχαριστώ.
αγαπητέ κύριε Νούλη, σας προτρέπω να γράψετε “πολλές, πάρα πολλές, σελίδες” για να εμβαθύνετε…. νομίζω θα είναι χρήσιμες και διδακτικές για όλες/ους μας
Μολονότι συμφωνώ γενικώς μαζί σας δεν μπορώ να κατανοήσω σε τι οφείλεται αυτή η σύγχυση μεταξύ επεκτάσεων του ελληνικού κράτους και ελλείψεως σεβασμού στον δημόσιο χώρο, που είναι τελείως επιφανειακή, αν όχι και “περίεργη”. Εσείς ο ίδιος αποδεικνύετε ότι ιστορικώς τα δύο δεν σχετίζονται παρά μόνον αντιθετικώς. Από την στιγμή που τελείωσε η επέκταση του ελληνικού κράτους (με έναν εμφύλιο πόλεμο), άρχισε να παρουσιάζεται το φαινόμενο της διαλύσεως του δημοσίου χώρου. Είναι και λογικό οι γενιές που έδιναν το αίμα τους για τον δημόσιο χώρο μας να διαφέρουν από τις γενιές που πίνουν το αίμα του δημοσίου χώρου. Τι μας λέτε δηλαδή, ότι επειδή οι παππούδες έδωσαν το αίμα τους για να μην έχει το ηπειρώτικο χωριό μου και η οικογένειά μου την ίδια τύχη με των Μικρασιατών, γίναμε κακοί πολίτες;
Ποτέ δεν ισχυρίστηκα: “Από την στιγμή που τελείωσε η επέκταση του ελληνικού κράτους (με έναν εμφύλιο πόλεμο), άρχισε να παρουσιάζεται το φαινόμενο της διαλύσεως του δημοσίου χώρου.” Εξηγώ, Αλέξανδρε, ότι οι αλλεπάλληλες επεκτάσεις δεν αφορούν μονάχα σε εδάφη, αλλά και σε πληθυσμούς. Μόλις δηλαδή οι Παλαιοελλαδίτες, Μωραΐτες και Ρουμελιώτες, αποκτούσαν μια formation πολίτη, έρχονταν οι εντελώς διαφορετικού Επτανήσιοι να προστεθούν (1864) στον πληθυσμό, λίγο αργότερα τα μπουλούκια των αναλφάβητων κολίγων της Θεσσαλίας (1881), το 1913, το 1922-3, το 1947 αναλογιστείτε πόσο διαφορετικές αυξομειώσεις σε ποιοτικά χαρακτηριστικά παρουσίαζαν όλες αυτές οι δημογραφικές ομάδες. Είμαστε μια πολύ νέα δημοκρατία, πολύ νέα κοινωνία, 70 ετών, ας πούμε. Δεν έχουμε ζυμωθεί από κοινού, επιτρέψτε μου, σε μακρές διαδικασίες θεσμικής ομογενοποίησης, πώς να το πω σύντομα και εύστοχα; Κοραής, Φεραίος, κατσαπλιάς, κλεφτοκοτάς, λιμοκοντόρος, οιηματίας, όλες/οι παλεύουμε να βρούμε κοινό θεσμικό-συμπεριφορικό “βηματισμό”. Ελπίζω να τον βρούμε σύντομα… Ας προσέχουμε και ποιους επιλέγουμε να διαχειριστούν τις τύχες της πατρίδας και των ανθρώπων της, οι οποίοι φροντίζουν να μην υπάρχει και η σχετική ισονομία … Όπως σχολίασα και πιο πάνω εδώ θα παραμείνουμε όσοι/ες αντέχουμε να ζούμε σε μια πατρίδα στην …ακροθαλασσιά, δηλαδή au bord de l’eau
Κύριε Θεολόγου, γράψατε: “Η συνεχής χωρική αναοριοθέτηση της επικράτειας του νεότερου ελληνικού κράτους (1828-1947) φαίνεται ότι συμβάλλει στην ασάφεια περί τα όρια και του δημόσιου χώρου αποδομώντας τον σεβασμό του κοινόχρηστου ή δημόσιου χώρου”. Από την τοποθέτησή σας προκύπτει σαφώς συσχέτιση της “χωρικής αναοριοθέτησης” με την “ασάφεια για τα όρια του δημοσίου χώρου”. Πουθενά δεν γράψατε κάτι περί πληθυσμών και ανομοιογένειάς τους. Αλλά έστω ότι δεν γράψατε αυτό που εννοούσατε. Από πού προκύπτει ότι αίτιοι των συλλογικών κακών μας είναι οι ελληνικοί πληθυσμοί που προσετίθεντο; Απέκτησαν, λέτε, formation πολίτη οι Πελοποννήσιοι και οι Στερεοελλαδίτες (που παίζανε σκοποβολή στην Ακρόπολη) και στερούνταν οι Θεσσαλοί, οι Ηπειρώτες, οι Μακεδόνες, οι νησιώτες, οι Κρήτες, οι Θράκες, οι Μικρασιάτες; Έχετε δεδομένα που να τεκμηριώνουν αυτή την άποψη ή μήπως εκφράζετε μία δική σας εντύπωση, αν όχι προκατάληψη; Σε κάθε περίπτωση, οι δασικές πυρκαγιές και οι συναφείς καταπατήσεις είναι οπωσδήποτε μεταπολεμικό φρούτο, όταν η formation πολίτη μας διαρκεί ήδη 70 χρόνια, το μεγαλύτερο διάστημα κοινής μας ζύμωσης στην Ιστορία, με το μεγαλύτερο ποσοστό πτυχιούχων πανεπιστημίων που είχαμε ποτέ. Μήπως αυτό αποδεικνύει ότι καμιά σχέση (ή έστω μόνον σχέση αιτιατού και όχι αιτίου) δεν έχουν οι αυξομειώσεις των εθνικών ορίων μας αλλά ότι άλλα, βαθύτερα αίτια είναι αυτά που μας κάνουν όχι απλώς να μην βρίσκουμε τον βηματισμό μας αλλά να χάνουμε και ό,τι έχουμε;
Φίλε κ. Θεολόγου, τις έχω γράψει. “Googlare” (!) aris noulis academia edu και θα τις βρεις. Στο ρηχό βάθος βέβαια που μού επιτρέπουν οι λιγοστές πνευματικές μου δυνάμεις.
Να θυμάσαι, όμως, ότι ο Μπρεττόν όταν ήρθε στην πατρίδα μας δήλωσε, “Εσείς οι Έλληνες είσαστε πάντα σουρ-ρεαλιστές”.
Και προσθέτει ο μακαριστός φίλος Σαράντος Καργάκος σ’ ένα του γράμμα σε μένα : “Θα έλεγα από τα γενοφάσκια μας. Μόνο που ο σουρ-ρεαλισμός πέρασε στην πολιτική και πήρε – δυστυχώς – κωμικό χαρακτήρα…”. Βλέπεις, ο καλός μου Σαράντος ήξερε που να αποδώσει την αιτία.
Χαίρε.