Έχοντας δει στο 1ο μέρος την πατερική διδασκαλία, όπως την ερμηνεύει ο πατήρ Φλορόφσκι, περί δημιουργίας του κόσμου από τον Θεό, θα περάσουμε τώρα σε ζητήματα που αφορούν το ίδιο του Είναι του Θεού, αλλά και τον τρόπο που η δημιουργία σχετίζεται αληθινά με τον Δημιουργό της.
Η πραγματικά αναλλοίωτη λοιπόν ύπαρξη του Θεού, η αιώνια φύση Του, δεν αφορά τον κόσμο, αλλά είναι η ίδια η εσωτερική ζωή της Αγίας Τριάδας. Αυτή προηγείται της θείας περί κτίσεως βουλής. Η μόνη αυτοαποκάλυψη (δηλαδή όχι η προς τα έξω, «ad extra») του Θεού είναι ακριβώς η τριαδικότητα. Προέχουν τα υποστατικά ιδιώματα, που δεν είναι βέβαια προϊόν «ελεύθερης» θέλησης (πχ ο Πατήρ δεν μπορεί παρά να είναι Πατήρ), καθώς και η λεγόμενη «κοινωνία ουσίας» που υφίσταται μεταξύ των Τριών Αγίων Πρόσωπων. Αναφερόμαστε στο γεγονός ότι ο Πατήρ μεταδίδει όλο το υπερούσιο περιεχόμενο της εσωτερική Του ζωής στον Υιό και το Άγιο Πνεύμα. (Παρεμπιπτόντως, τα υποστατικά ιδιώματα δεν κοινωνούνται, ποτέ δηλαδή δεν γίνεται ο Πατήρ Υιός και το αντίστροφο, γι’ αυτό και είναι λάθος ο όρος «κοινωνία προσώπων») [1]. Αυτό που συμβαίνει, επειδή τα Τρία Άγια Πρόσωπα έχουν κοινότητα ουσίας, είναι η λεγομένη «αλληλοπεριχώρησή» τους. Υπάρχουν επίσης και οι θείες ιδιότητες (αγάπη, παντοδυναμία, σοφία κλπ), στις οποίες επίσης αυτοαποκαλύπτεται ο Θεός, ωστόσο αυτές δεν είναι παρά ελεύθερη ενέργεια του Θεού, «πρόοδος» του εσωτερικού Του περιεχομένου – εξ ου και αυτές είναι μεθεκτές από τα κτίσματα.
Πρέπει όμως να διασαφηνιστούν ορισμένα θέματα που αφορούν την αιωνία θεία θέληση περί του κόσμου. Ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο σύμφωνα με κάποια θεία αρχέτυπα, τα οποία δεν είναι τίποτε άλλο παρά οι λεγόμενοι «λόγοι των όντων», του αγίου Διονυσίου Αρεοπαγίτη. Δεν πρόκειται για πλατωνικές ιδέες. Αναφερόμαστε στα άκτιστα θελήματα του Θεού για τα όντα (ο Θεός είναι ο μεγάλος καλλιτέχνης, που έχει ένα όραμα για τα πλάσματά Του), και μάλιστα, εξέχων «λόγος» όλης της κτίσεως είναι αυτός του ανθρώπου (στην πραγματικότητα βέβαια ο οντολογικός λόγος του ανθρώπου ταυτίζεται με τον ίδιο τον Θεάνθρωπο Χριστό). Ωστόσο, πρέπει να εννοήσουμε ότι η ιδέα, ο σκοπός του Θεού περί της κτίσεως, δεν είναι η ίδια η κτίση, η οποία διατηρεί μια δική της, εντελώς ρεαλιστική ύπαρξη. Μπορώ να έχω κάποιο όραμα για τον συνάνθρωπό μου, ωστόσο αυτό δεν ταυτίζεται φυσικά με τον ίδιο τον συνάνθρωπό μου. Το όραμα υπάρχει για τον συγκεκριμένο άνθρωπο και όχι το αντίθετο. Η πορεία λοιπόν από το θείο εννόημα για τον κόσμο στον ίδιο τον κόσμο δεν είναι πορεία εντός της θείας ιδέας [2], ένας συλλογισμός του Θεού έστω και υπερχρόνιος. Όχι βέβαια. Δεν έχουμε να κάνουμε με κάποιον ιδεαλισμό τύπου Μπέρκλεϋ. Η κτίση αποτελεί ένα καινούργιο εξωθεϊκό υπόστρωμα, κάτι δηλαδή ρεαλιστικά εξωτερικό έναντι του Θεού. Η δυτική θεολογία και φιλοσοφία θεωρεί αυτό σκάνδαλο, καθώς ούτε λίγο ούτε πολύ πιστεύει ότι η πραγματικότητα του κόσμου κατατρώγει «χώρο» από αυτόν που ανήκει στον Θεό. Η δημιουργία της κτίσεως αποτελεί για τον Θεό πράγματι μια κενωτική πράξη, καθώς, υπερβαίνει, με μια έννοια, το φιλοσοφικό αξίωμα «ο Θεός είναι τα πάντα και τίποτε δεν υφίσταται έξω από Αυτόν». Όντως, ο Θεός είναι τα πάντα, ιδού όμως που λόγω της θείας Του αγάπης δημιουργεί κάτι αληθινά έξω από Αυτόν. Η θεία αγάπη έχει κενωτικό χαρακτήρα. Και έτσι, ο διάλογος Θεού και κόσμου είναι πραγματικός.
Υπάρχουν λοιπόν τα άκτιστα θελήματα του Θεού για τα όντα, ωστόσο το θέλημα δεν ταυτίζεται ακριβώς με την θεία ενέργεια. Μπορώ να θέλω πχ σε κάποιον να συμβεί κάτι, ωστόσο το θέλημα πρέπει να ενεργηθεί για να πραγματοποιηθεί το γεγονός. Περαιτέρω, αυτό το «κάτι» που επιθυμώ να γίνει ο άλλος, θα πραγματοποιηθεί μέσα σε έναν οντολογικό υπαρξιακό ορίζοντα που τον περιβάλλει. Για να γίνει ο άλλος αγαθός, θα πρέπει να υφίσταται η αγαθότητα –και η αγαθότητα δεν είναι βέβαια για τον Θεό αφηρημένη ιδέα, καθώς ο Θεός δεν κινείται εντός μιας προϋπάρχουσας νοητής πραγματικότητας. Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει μια προϋφιστάμενη κατάσταση «αγαθότητα», την οποία συναντά εκεί-έξω ο Θεός, και βάσει αυτής αρχίζει να συλλογίζεται. Η αγαθότητα δεν είναι φυσικά τίποτε άλλο παρά άκτιστη θεία ενέργεια (άλλωστε, ακόμη και η φιλοσοφία, ως ένα βαθμό έχει καταλάβει ότι αγαθότητα δεν συλλαμβάνεται τόσο εννοιολογικά όσο ενεργείται).
Ο όρος αυτός «άκτιστες θείες ενέργειες» αφορά αποκλειστικά την ορθόδοξη θεολογία, και έλαβε σαφή χαρακτήρα με την θεολογία του αγίου Γρηγορίου Παλαμά, στην οποία και προστρέχει ο πατήρ Φλορόφσκι. Οι άκτιστες ενέργειες είναι μεθεκτές από τον κόσμο, τον άνθρωπο. Η κτίση άλλωστε μαρτυρεί, καταδεικνύει πχ την σοφία και την δύναμη του Θεού, οι οποίες αποτελούν και «πρόοδοι» της απερινόητης θείας Ουσίας. Διαβάζουμε λοιπόν στον ρώσο θεολόγο ότι «είναι εις τον κτιστόν νουν δυνατόν να σκιαγραφήσει ποιάν τινά αμυδράν εικόνα της αληθείας, που εμπερικλείεται εις το απέραντον πέλαγος της θείας ουσίας, όχι όμως εκ του τι είναι ο Θεός, αλλά ‘εκ των περί Αυτήν’ (=θείων ενεργειών) [3]». Ωστόσο, θα πρέπει να προσέξει κανείς να μην πιστέψει ότι αυτές οι θείες ιδιότητες είναι απλώς αφαιρέσεις, ψιλές επινοήσεις, ιδεατά σημεία που διαμορφώνουν την περί Θεού ανθρώπινη αντίληψη. Αντιθέτως, η ανώνυμος κρυφιότητα που λέγεται θεία ουσία προβαίνει σε πραγματικές, ουσιώδεις ενέργειες, αποκαλύψεις της ίδιας της υπερούσιας θείας ζωής. Ο Θεός δημιούργησε ρεαλιστικά μία εκτός αυτού πραγματικότητα, τον κόσμο, αλλά και η σχέση Του με αυτήν την πραγματικότητα είναι επίσης άκρως αντικειμενική. Για να το καταλάβουμε αυτό χρειάζεται να σκεφτούμε μια διπλή αλήθεια: ο Ζων Θεός είναι Πρόσωπο και ενεργεί, και από την άλλη, η Θεία Ουσία, «ης έστι τα πρόσωπα»[4], προβαίνει όντως σε Αυτοαποκάλυψη.[5] Περαιτέρω, οι θείες «πρόοδοι», «δυνάμεις», με τις οποίες ο Θεός γνωρίζεται στον κόσμο, ταυτίζονται με Αυτόν, δεν είναι δηλαδή κτίσματα, «αλλά η αιτία των και η ζωοποιούσα αυτά αρχή»[6]. Είναι, επαναλαμβάνουμε, οι «λόγοι των όντων» του αγίου Διονύσιου Αρεοπαγίτη, τα αγαθά θελήματα του Θεού για τον κόσμο, στα οποία μπορούν τα όντα να μετέχουν, που συνδέονται άρρηκτα και με τις θείες ιδιότητες (και αυτές όμως είναι «πρόοδοι» της θείας ουσίας). Αποτελούν, θα λέγαμε, έναν ελκυστικό σκοπό για τα κτίσματα, ο οποίος πάντως υπερβαίνει κάθε προσιτό όριο. Και έτσι, γεννιέται για τον άνθρωπο το όραμα, με μια έννοια και η ποίηση. Αν δεν μας υπερέβαινε το όραμα του Θεού για μας, μπορεί να σεβόμασταν πιθανόν έναν Θουκυδίδη, ποτέ όμως έναν Σοφοκλή ή έναν Όμηρο. Οι δυνάμεις του Θεού είναι τελικά το στραμμένο προς εμάς πρόσωπο του Θεού, όχι κάτι φανταστικό, αλλά το ζων βλέμμα του Παντοκράτορος.
**************
Ερχόμενα σε επαφή με αυτές τις ουσιοποιούς «προόδους» του Θεού, τα ιδιώματα και τις ενέργειές Του, κατά τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά, τα κτίσματα θεώνονται. Αγγίζουμε τώρα τον πυρήνα της σκέψης του πατρός Φλορόφσκι, που αναφανδόν υπερασπίστηκε την παλαμική θεολογία ως την πεμπτουσία της θεολογίας της Εκκλησίας. Και θεώνονται, γιατί οι ενέργειες, «προϊέμενες», εκπορευόμενες από την θεία ουσία, δεν χωρίζονται από αυτήν, δεν αποτελούν δηλαδή συμβεβηκότα της. «Εν τω Θεώ», μας λέγει ο κορυφαίος πατρολόγος, «δεν υπάρχει μόνον η ουσία, αλλά και κάτι, που δεν είναι μεν η ουσία Του, αλλά δεν είναι και ‘συμβεβηκός’, δηλαδή η θέλησις του Θεού και η ενέργειά Του». Η δραματική προσπάθεια να καταλάβουμε τον Θεό, αλλά και να διαφυλάξουμε το ακατάληπτο Αυτού, αυτό το τιτάνιο, αγωνιώδες έργο των Πατέρων της Εκκλησίας, διατηρεί τον απόηχό του στα κείμενα του νεότερου ρώσου θεολόγου. Το μείζον έργο του π. Φλορόφσκι να εννοήσει τον Θεό, και μαζί να διασώσει το ακατάληπτο Αυτού, φαίνεται και στην δραματική φράση του: «ο Θεός είναι ζωή και έχει ζωήν. Είναι σοφία και έχει σοφίαν». [7]Η πρώτη ομάδα μιλά για την αμέθεκτη ουσία Του, η δεύτερη όμως για τις ενέργειές Του. Άλλο το Είναι και άλλο το ενεργείν. Αυτό δεν είναι απλά μια περσοναλιστική προσέγγιση (ο περσοναλισμός και η φαινομενολογία ταυτίζουν σε τελική ανάλυση το φαίνεσθαι με το ίδιο το είναι, το ενεργείν με το Πρόσωπο-Υπόσταση)[8], είναι ο τρόπος που αποκαλύφθηκε ο Θεός.
*************
Εξερευνώντας περισσότερο τα του Θεού -από υπαρξιακή και μόνο δίψα- ο π. Φλορόφσκι μιλά για την διάκριση σε Αυτόν αναγκαιότητας και ελευθερίας. Στον Θεό, γράφει ο Μέγας Αθανάσιος, υπάρχει αναγκαιότητα φύσεως, όχι βίας. «Ο Θεός δεν δύναται να μη είναι Τριαδικός ως προς τα Πρόσωπα», λέγει ο πρωτοπρεσβύτερος. Η ενδοτριαδική ζωή δεν έχει καμία σχέση με οποιαδήποτε κοσμολογικά μοτίβα, είναι η ίδια η «φύση» του Θεού, αυτό που ο Θεός όντως είναι (και στο σημείο αυτό ο Μ. Αθανάσιος θεωρεί τον όρο «ελευθερία» ακατάλληλο). Αντίθετα, οι πράξεις και οι ενέργειες του Θεού είναι παντελώς ελεύθερες. [9]
Αξίζει κανείς να μελετήσει βαθύτερα αυτές τις θείες «πράξεις», «ενέργειες». Μιλήσαμε ήδη για την δημιουργία του κόσμου, που «εγένετο» από τον Υιό, δηλαδή τον Θεό-Λόγο. Ο κόσμος «εγένετο» όχι τόσο επειδή ο Υιός είναι Θεός, αλλά ακριβώς επειδή είναι «Λόγος»[10] Τι μπορεί να σημαίνει αυτό; Στο σημείο αυτό ο π. Φλορόφσκι θεωρεί ασφαλώς ότι ο κόσμος, και προπαντός ο άνθρωπος, που δεν είναι «εικόνα» Θεού («εικών» του Θεού είναι μόνο ο Υιός, Θεός και ο ίδιος) , αλλά «κατ’ εικόνα Αυτού» [11], έχει ως ιδιαίτερο χαρακτηριστικό την «λογικότητα». Είναι «λογοποιημένος», γεμάτος από ένα υπαρξιακό και οντολογικά έλλογο[12] νόημα, που δεν τον καθιστά καθόλου στατικό, ή ακόμη και απρόσωπο. Παντού στον κόσμο είναι έκδηλη η δυνατότητα για λογοποίηση, για τούτο και ο Θεός-Λόγος, ενσαρκωνόμενος, «εις τα ίδια ήλθεν». Από την άποψη αυτή, δεν θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για μια απρόσωπη «κοσμικότητα» του κόσμου, όπως ο Χάιντεγκερ. Ο κόσμος φέρει την σφραγίδα μιας συγκεκριμένης Υποστάσεως, σε αυτήν παραπέμπει, πάντα «κατ’ εικόνα», και όχι ως «εικόνα». Η σφραγίδα της Τριαδικότητας διαπερνά την δημιουργία, και όχι βέβαια το αντίθετο.
*************
Η κτίση από την κατάσταση ανυπαρξίας ανυψώνεται στο Είναι κατά τη δημιουργία. Όντας όμως αληθινά εξωτερική ως προς τον Θεό πραγματικότητα, άρα ελεύθερη, οφείλει με την ελεύθερη πορεία της να φθάσει στο μέτρο του προαιωνίου σχεδίου του Θεού γι’ αυτήν, να συμμορφωθεί με το άκτιστο θείο όραμα. Δυστυχώς, ο κόσμος απειθεί στον Θεό, αλλά αυτό δεν ακυρώνει καθόλου την θεία βουλή, που είναι ταυτόχρονα και «δύναμις»[13], ένας όρος τελείως αντίθετος στον τρόπο που ο δυτικός περσοναλισμός-υπαρξισμός βλέπουν τα πράγματα. Η «δύναμις» ταυτίζεται με μια ισχυρή συνεκτική ενέργεια του κόσμου. Η θεία βουλή φτάνει μάλιστα να φαίνεται στους αποστάτες ως πυρ καταναλίσκον. Είναι ο ίδιος ο Θεός, ως εσωτερικότητα, ως υπερβατική υποκειμενικότητα, που γίνεται πυρ καταναλίσκον για τους αρνητές Του, καθώς από Αυτόν εκπορεύονται, ως άκτιστες ενέργειες, η βουλή και η συνεκτικότητα του κόσμου, η «δύναμις». Συναφές με αυτό, η ιδιοτυπία του καθενός πλάσματος ξεχωριστά δεν αναιρείται, η προσωπική ιδιαιτερότητα θα μείνει μια πραγματικότητα ακόμη και στα Έσχατα.
**************
Το θείο φως φωτίζει την κτίση, τόσο σαν κλήση, σαν ένας μεγαλειώδης, ανυπέρβλητος ορίζοντας, όσο και ταυτόχρονα όμως ως «κανών», ως μια ηθική σταθερότητα, που συνοδεύεται όχι ακριβώς από ό,τι θα λέγαμε αυστηρότητα, αλλά άκρα σοβαρότητα. Ο Θεός καλεί δηλαδή σε υπεύθυνη, ώριμη ανταπόκριση, και με αυτήν την έννοια είναι «δύσκολος». Η διπροσωπία, η υποκρισία, η προσπάθεια να ξεγελάσουμε τον Θεό, καταγγέλθηκε ήδη από το προφητικό κήρυγμα. Πρέπει να πάρουμε την ηθική στα σοβαρά. Ο Θεός δεν είναι εύκολος, με την έννοια ότι πράγματι απαιτεί. Νομίζω άλλωστε πως είναι ίδιον της αγάπης να απαιτεί, να καλεί σε ωριμότητα, πράγμα που φαίνεται και στις ανθρώπινες σχέσεις. Ο άνθρωπος πρέπει να ωριμάσει αληθινά έναντι του Θεού, υπάρχει ωστόσο ένα και μοναδικό πράγμα, που συνιστά την άκρα ωριμότητα[14], αυτό που στ’ αλήθεια κάμπτει τον Θεό: η ταπείνωση. Αυτή είναι η κατεξοχήν υπερφυής αρετή.
*****************
Το ζήτημα της ελεύθερης μεθέξεως και κοινωνίας του ανθρώπου με τον Θεό, είναι υπεράνω των δυνάμεων της κτιστής φύσης. Ακριβώς γι’ αυτό, εκτός από την κτίση, μέσα στον άνθρωπο υπάρχει τόπος και για την καινή κτίση, με την έννοια ακριβώς της φανερώσεως του «καινού». Όπως ο Θεός κενώθηκε δημιουργώντας κάτι εκτός Αυτού, έτσι και ο άνθρωπος, φέρει εντός του ως φυσικό ιδίωμα την δυνατότητα να υποδέχεται την χάρη. Αν ο Θεός, το απόλυτο Είναι, κενώθηκε από ελεύθερο μόνο θέλημα και ενέργεια, ο άνθρωπος, ως κτίσμα, έχει εντός του, ως μέρος τρόπον τινά του ορισμού του, αυτό που λέγεται «χάρη». Ο άνθρωπος είναι δηλαδή φύσει κενωτικός, μπορεί να δεξιώνεται τον άλλον, και γίνεται εαυτός μόνο όταν το δεξιώνεται. Ο άνθρωπος άλλωστε δεν είναι «αφ’ εαυτού», δεν αποτελεί δηλαδή αυτοθεμελίωση, και έτσι, αν δεν κενωθεί, απλώς αυτοαναιρείται. Και δεν είναι βέβαια το φυσικό, εμπειρικό «εγώ», αυτό που συνεχώς τελειοποιείται, αλλά ο καρδιακός, «βαθύς εαυτός[15]. Ο άνθρωπος πρέπει να πραγματοποιήσει ένα δραματικό άλμα από την περιοχή της φύσης στην χάρη. Σκοπός της δημιουργίας δεν είναι, άλλωστε, η αριστοτελική εντελέχεια, δηλαδή η ολοκληρωτική ανάπτυξη αυτού που ήδη υπήρχε σπερματικά στον αρχικό πυρήνα. Η τελειοποίηση του ανθρώπου είναι μια συνάντηση, με όλη την σημασία που έχει αυτός ο όρος, με κάποιον ριζικά άλλο (ασφαλώς τον Ενσαρκωθέντα Χριστό). Το να έρθεις σε επαφή με κάποιον όμως ετερούσιο- ιδού το φιλοσοφικό σκάνδαλο. Απαιτείται από εμάς ένα ισχυρό ξέσπασμα, γράφει ο ρώσος θεολόγος, ξέσπασμα να υπερνικηθεί ο εαυτός μας (καθώς μάλιστα το εμπειρικό εγώ είναι ανέκαθεν λακανικά αλλοτριωμένο), μια κίνηση «υπέρ φύσιν».
****************
Η νεοπατερική σύνθεση του πατρός Φλορόφσκι, που εδώ παρουσιάσαμε ακροθιγώς και ημιτελώς (πχ δεν είπαμε τίποτε για την Χριστολογία), πάντα πιστή στην παράδοση, ερμήνευσε δημιουργικά την πατερική διδασκαλία για τον κόσμο. Το σημαντικό είναι ότι ο μεγάλος θεολόγος δεν προσάρμοσε την διδαχή του σε κανένα φιλοσοφικό δόγμα, ούτε καν και στα πλέον ελκυστικά, εκείνης της εποχής, τα οποία με την μια ή την άλλη μορφή έχουν συνέχεια και σήμερα. Αυτό οφείλονταν στην βαθιά γνώση των Πατέρων της Εκκλησίας, καθώς ήταν άλλωστε και ο κορυφαίος Πατρολόγος του προηγούμενου αιώνα. Και όμως, το θεολογικό του όραμα, συναντώμενο με την ευρωπαϊκή σκέψη, συνιστά, με την γενικότερη έννοια, μια φιλοσοφική πρόταση, που κατά την γνώμη μου δεν έχει τίποτε να ζηλέψει, λχ, από έναν Χάιντεγκερ.
[1] Τα υποστατικά ιδιώματα δεν κοινωνούνται, κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας. Δες π. Ι. Ρωμανίδη, Εμπειρική Δογματική, σελ. 85.
[2]«Ει και τα δημιουργήματα εξ αϊδίου δεν υπήρξαν, ει μη εν τω Θεώ, όμως δι’ αυτό τούτο ότι εξ αϊδίου υπήρξαν εν τω Θεώ, εξ αϊδίου έγνω ο Θεός τα όντα κατά τας ιδίας αυτών φύσεις και κατά τον αυτόν λόγον ηγάπησεν αυτά», γράφει ο Θωμάς Ακινάτης στην Summa Theologica (παρατίθεται από τον π. Ι. Ρωμανίδη, Το Προπατορικόν Αμάρτημα, …, σελ. 32).
[3]Γι’ αυτό ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης λέγει ότι η θεία Ουσία γιγνώσκεται μόνο διά των ενεργειών Αυτής ( π. Γεωργίου Φλορόφσκι, Ανατομία Προβλημάτων Πίστεως, Εκδ. Ρηγοπούλου, Θες/κη 1977, σελ. 33).
[4]Η φράση από το έργο του αγ. Γρηγορίου Νύσσης «Πως Τρία Πρόσωπα Λέγοντες…»
[5]Ακολουθώντας εδώ και πάλι τον π. Ρωμανίδη, θεωρώ ότι Υποστάσεις και Ουσία είναι στον Θεό αλληλένδετες, και δεν μπορούμε να εκλογικεύουμε το μυστήριο με περσοναλιστές προβολές στους Πατέρες. Κάτι τέτοιο δεν ανήκει καθόλου στο πνεύμα του π. Φλορόφσκι, ο οποίος, όταν έγραφε, θα γνώριζε αν μη τι άλλο τις απόψεις του υπαρξισμού, που είχε ήδη άκρως σημαντική (πχ Κίργκεγκωρ) προϊστορία. Και αξίζει να σημειωθεί ότι το «η Κτίσις και το Κτιστό» γράφεται σχεδόν ταυτόχρονα με το «Είναι και Χρόνος» του Χάιντεγκερ.
[6] Ανατομία Προβλημάτων…, σ. 36
[7] Ό.π., σ. 39
[8]Σχετικά με την διαφορά περσοναλισμού και ορθόδοξης θεολογίας δες, Μητρ. Ιεροθέου Βλάχου, Το «Πρόσωπο στην Ορθόδοξη Παράδοση» (ΙΜ Γενεθλίου Θεοτόκου, Λεβάδεια 1994).
[9] Ό.π. σελ. 41
[10] π. Δημητρίου Στανιλοάε, Φιλοσοφικά κα ι Θεολογικά ερωτήματα του αγίου Μαξίμου Ομολογητή (εισαγωγή), Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1978, σελ 32. Το ίδιο θέμα αναλύεται στο σχετικά άγνωστο, δυστυχώς, αλλά αριστουργηματικό βιβλίο του π. Χρυσοστόμου Διονυσιάτου, «Θεός Λόγος και Ανθρώπινος Λόγος», ΙΜ Αγίου Διονυσίου, Άγιον Όρος 1988, σελ. 87 κ.ε.
[11] Εμπειρική Δογματική, σελ. 60 κ.ε.
[12] Εκτός από τα πολύ γνωστά έργα του π. Στανιλοάε για τα έργα του αγίου Μαξίμου, σημαντικά είναι και όσα λέγει ο π. Χρυσόστομος Διονυσιάτης στο προμνημονευθέν έργο του, σελ. 210 κε.
[13] Ανατομία Προβλημάτων…, 44
[14] Αυτό καταδεικνύεται με τον πλέον εντυπωσιακό τρόπο στα γραπτά του προ ολίγου αποθανόντος, διασήμου πνευματικού ανδρός και σύγχρονου φιλοκαλικού Πατέρα Συμεών Κραγιοπούλου (πχ «Το σύγχρονο χάρισμα» και «Μέσα στην έρημο του κόσμου»).
[15] Γι’ αυτό εξάλλου και τόσος λόγος γίνεται στην φιλοσοφία, για το λεγόμενο, προβληματικό όμως στη φύση του, «υπερβατολογικό εγώ».
Διαβάστε εδώ το 1ο μέρος
πηγή: Aντίφωνο
Πολύ ενδιαφέρον κείμενο και ειδικά η διάκριση αλλά και συσχετισμός λόγων και ενεργειών!