Παιδεία και παράδοση στον Χρ. Μαλεβίτση

0
1661

Διάλεξα αυτό το θέμα γιατί βρίσκω ότι αποτελεί κεντρικό άξονα στο σύνολο έργο του Μαλεβίτση. Μιλώντας γι’ αυτό συμπληρώνω τα όσα έγραψα σχετικά στο βιβλίο Κριτική σπουδή στο έργο του Χρήστου Μαλεβίτση.
Αρχίζοντας θα πω ότι ο διανοητής μας έχει έναν δικό του ξεχωριστό τρόπο να θεωρεί τέτοια ζητήματα συνδυάζοντάς τα μάλιστα με την αρχαιοελληνική παιδεία- όχι μόνο τους φιλοσόφους αλλά και τους ποιητές- ενώ κάθε τόσο αντλεί από την χριστιανική παράδοση και προπαντός τα Ευαγγέλια αναφέροντας κορυφαία σημεία του ευαγγελικού Λόγου.
Όταν μελετάμε τέτοιους διανοητές είναι απαραίτητο να μην μένουμε προσηλωμένοι σε πεπατημένη πορεία και εφαρμογή παιδευτικών προτύπων, αλλά να μπορούμε να κινηθούμε ελεύθερα μέσα στην πρότασή τους. Γιατί στο έργο του ο Χ.Μ. προτείνει τρόπους αφενός επίγνωσης της σημερινής πραγματικότητας, αφετέρου σκέψεις και πράξεις με τις οποίες αφήνει κανείς πίσω του τον ψεύτικο εαυτό του ή έναν εαυτό παραζαλισμένο και σκοτισμένο από τις ανάγκες του βίου και την περιρρέουσα χαώδη κατάσταση ζωής, κοινωνίας και παιδείας και αγγίζει βαθύτερες αλήθειες που τον αφορούν προσωπικά, ανεξαρτήτως της κατανόησης που είχε μέχρι τούδε γι’ αυτό.
Και κάτι ακόμη: ο Μ. όταν αναφέρεται στην παιδεία δεν την εννοεί στο επίπεδο της σχολικής ή άλλης εκπαίδευσης, η οποία, εξάλλου, στις μέρες μας έχει γίνει άκρως τυποποιημένη-προγραμματισμένη-γνωσιοκεντρική και σκοπεύει σε πανεπιστημιακή κυρίως σπουδή και σε εξειδικεύσεις με επαγγελματικό προορισμό, αλλά μέλημά του είναι η βαθύτερη καλλιέργεια του ανθρώπου ώστε να γίνει άνθρωπος, να καταλάβει δηλαδή και να βιώσει τις διαστάσεις εκείνες που τον κάνουν να διαφέρει από τα ζώα, να γνωρίσει τι σημαίνει μνήμη, ομιλία, ιστορία, τι σημαίνει πνευματική συνέχεια, πως υψώνεται ο άνθρωπος σε άλλο επίπεδο ζωής, πως κοινωνεί με τη θεία περιοχή. Οπότε μπαίνουμε στο θέμα μας.
Όταν ο Μ. μιλά για ιστορία υπονοεί μέσαθέ της τη θρησκεία, την ποίηση, τη φιλοσοφία, την επιστήμη, καθώς και τα τέσσερα αυτά σφραγίζουν την πορεία του ανθρώπου σχεδόν από τότε που υπάρχει. Αλλά το κύριο ζήτημα της παιδείας που βεβαίως δεν υπάρχει χωρίς την ιστορία, ούτε η ιστορία υπάρχει χωρίς παιδεία, προϋποθέτει την παιδαγωγία του ανθρώπου αλλά και την αυτοπαιδαγώγηση και ακόμη την παιδαγώγηση από τον ίδιο άλλων ανθρώπινων πλασμάτων. Ο άνθρωπος δεν είναι μονάχα όργανο της ιστορίας ούτε υποχείριό της, γιατί στην περίπτωση αυτή στερείται ελεύθερης βούλησης και εγκλωβίζεται στον βιολογισμό. Ούτε είναι ένα πλάσμα εγκλωβισμένο μέσα στον κόσμο και στους ορίζοντες του χωρίς δυνατότητα υπέρβασης και χωρίς επίγνωση ότι δεν είναι μονάχα φύση, ούτε μονάχα λογική, επομένως ούτε μένει εντεύθεν του φυσικού και δεν μπορεί να κινηθεί εκείθεν (αυτό σε άλλες εποχές το πραγματοποιούσε η μύηση ή, στη χριστιανική Παράδοση, το Βάπτισμα), ούτε κλείνεται σε μια λογικοκρατία που σαν άλλη φυλακή απεργάζεται δεσμά για ολόκληρη τη ζωή του.
Ο Μ. προβαίνει σ’ ένα διαχωρισμό. Βάζει από την μία μεριά τον Λόγο, την Παιδεία, τον Πολιτισμό και από την άλλη τη γλώσσα, την εκπαίδευση το σχολείο. Κάνοντάς το, διακρίνει αφενός την παιδεία της ψυχής και αφετέρου την εκπαίδευση της διάνοιας. Ήδη με τη διάκριση αυτή χωρίζει ή σχηματίζει δυο τεράστιες περιοχές ανθρώπινης ενεργητικότητας και πορείας. Στην πρώτη έχουμε επιπλέον συνάντηση με τη θεία περιοχή, ενώ στη δεύτερη αυτό απουσιάζει, καθώς μας ενδιαφέρει κυρίως η οριζόντια πρόοδος και εξέλιξη, παρόλο που η λεγόμενη γραμμική εξέλιξη δεν νοείται χωρίς την χριστιανική πίστη και αποκάλυψη. Ίσως χρειάζεται ιδιαίτερα να τονιστεί η διαφοροποίηση που προτείνει ανάμεσα στον λόγο και στη γλώσσα, γιατί όταν λέμε ‘λόγος’ έχουμε άμεση σχεδόν αναφορά στο υπέρλογο ή στον Λόγο που ενανθρώπησε, ενώ όταν λέμε γλώσσα, εννοούμε κυρίως την επικοινωνία, πράγμα που ωστόσο είναι περιοριστικό ακόμη για την γλώσσα περιοριστικό, αν όχι και στρεβλό.
Ο Μ. προβαίνει σε αυτή τη διάκριση γιατί γνωρίζει ότι από μια στιγμή και ύστερα η διάνοια, με έμφαση στην λογική, κατακτά όλα σχεδόν τα πεδία στον σύγχρονο πολιτισμό, με σημαντικότερη την προώθηση στο κέντρο της ζωής ενός γνωσιοκεντρισμού που αντικαθιστά την ψυχοσωματική σχέση με τη θεία περιοχή, μηδενίζει την κάθε υπερβατικότητα και παραδίδει το μυθικό και άλογο στοιχείο και βεβαίως το υπέρλογο στην τέχνη και σε ότι έχει απομείνει από θρησκευτική, περιορισμένη στον εαυτό της, δραστηριότητα.
Θέλω στο σημείο αυτό να ξεκαθαρίσω κάτι. Πολλοί θα σκέφτονται ότι όσον αφορά το ζήτημα της παιδείας και την επιμονή του σε αυτό ο συγγραφέας μας αντλεί από την αρχαιοελληνική παράδοση και την αρχαιογνωσία του, τη στιγμή μάλιστα που ο Σωκράτης-Πλάτωνας ασχολείται με αυτό που θα έλεγα άνθρωπος-ψυχή και όχι άνθρωπος γενικά, ή άνθρωπος ως ψυχοσωματική ενότητα. Όμως, και η άλλη παράδοση, η χριστιανική, υπογραμμίζει αυτή τη διάσταση της παιδείας παρ’ όλο που ο περισσότερος χριστιανικός κόσμος δεν φαίνεται να το έχει αντιληφτεί. Θα πείτε: πόθεν προκύπτει αυτό; Προκύπτει από το γεγονός πρώτα -πρώτα ότι ο Χριστός είναι διδάσκαλος, δεύτερον ότι ακόμη και την ίδια του την Ύπαρξη, Παρουσία και Σημασία την φανερώνει μέσα από την Ανάγνωση των ιερών Γραφών, μέσα από ιερά κείμενα που κάποιος ή κάποιο, έστω το ιερατείο, ιουδαϊκό ή χριστιανικό, πρέπει να γνωρίζει. Μα υπάρχει και η περίφημη ρήση στο Ευαγγέλιο που λέει «γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώση υμάς», όπου σε μια μονάχα φράση περιέχεται και η γνώση και η αλήθεια και η ελευθερία, αυτή μάλιστα η τελευταία νοείται ως ριζική υπαρξιακή και προσωπική απελευθέρωση από τα πάθη και τη θνητή ανθρώπινη μοίρα, αφού υποσημαίνει την Ανάσταση και τη νίκη κατά του θανάτου-πνευματικού βέβαια πρώτα και ύστερα φυσικού.
Ο Μ. λοιπόν διασταυρώνει δύο τουλάχιστον Παραδόσεις που μέσαθέ τους κατοικεί η παιδευτική διάσταση, όχι ως εκπαίδευση σε εργαλεία και επαγγελματικές δραστηριότητες-αυτό είναι μια συνέπεια των τελευταίων αιώνων της λεγόμενης Νεωτερικότητας- αλλά ως αυτογνωσία, ως συνομιλία και συνάντηση με τον ‘ξυνόν λόγο’ του Ηράκλειτου και ακόμη πιο συγκεκριμένα με τον Λόγο που ενανθρώπησε. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια βρίσκεται και κινείται η σχέση Παιδείας και Παράδοσης στον Χρ. Μ. χωρίς να αφήσουμε απέξω τις πιο σύγχρονες αναζητήσεις και θεωρήσεις, που απορρέουν ή διδάσκονται από τις δύο αυτές παραδόσεις περίπτωση Κίρκεγκωρ, περίπτωση Νίτσε, Γιάσπερς, Μπερντιάεφ, Χάιντεγκερ, Τίλλιχ κ. α.
Ωστόσο, ο Μ. δεν έμεινε μονάχα σε αυτές τις δύο, αλλά ο νους του τον ώθησε να κοιτάξει και κατά τη μεριά των Ινδιών και να ασχοληθεί με ότι πνευματικότερο υπήρχε εκεί, στην ινδουϊστική και βουδιστική παράδοση.
Αυτά που βρίσκει, δεν είναι αμελητέα, ακόμη κι αν μας φαίνονται ξένα, τουλάχιστον σε πρώτη ματιά ή προσέγγιση. Προπαντός όταν θέλουμε να αποσπαστούμε από την μονομέρεια της δυτικής σκέψης και του δυτικού πολιτισμού που τείνει να καταβροχθίζει τα πάντα και ζητούμε, στα πέρατα του χρόνου και του καιρού, να γνωρίσουμε τον κόσμο της Ανατολής, μακριά από την όψη που του προσδίνουν οι μυθιστορίες, οι φανατισμοί και οι βιαιότητες παλαιότερων και νεώτερων ομάδων και γεγονότων.
Κάνοντάς το, εξάλλου, μας δίνεται η δυνατότητα να παραλληλίσουμε με την προχριστιανική αρχαιοελληνική παράδοση και να σκεφτούμε συγγένειες ή στοιχεία που η ίδια η χριστιανική Παράδοση αφομοίωσε και προσέλαβε αναχωνεύοντάς τα μέσα στην κραταιά της και θεανθρώπινη σύνθεση και πρόταση για την ανακαίνιση των πάντων. Γιατί θα πρέπει να λάβουμε υπ’ όψη μας την τεράστια διαδικασία πρόσληψης του κόσμου που συνέβη τα πρώτα χρόνια της χριστιανικής Εκκλησίας και του ‘ευαγγελισμού’ τόσων και τόσων λαών, που ο καθένας είχε τις δικές του ιδιομορφίες, τις δικές του καταβολές και προελεύσεις που χάνονταν στο χρόνο και που δεν γινόταν να εξαφανιστούν και την ίδια στιγμή να κηρυχτεί σε αυτούς το χαρμόσυνο μήνυμα του Ευαγγελίου και να ανοίξει η καρδιά για να δεχτεί μέσα της την Αλήθεια. Όχι όμως, τώρα πια την Αλήθεια ως θεωρητική ή αφηρημένη ή ουτοπική ή ο, τιδήποτε άλλο διάσταση, αλλά την Αλήθεια ως θεανθρώπινο Πρόσωπο, γεγονός που, εξάλλου, την διαφοροποιεί από κάθε άλλου είδους Αλήθεια. Ένα στοιχείο που μπορεί να εκληφθεί ως κοινό ανάμεσα στις διάφορες παραδόσεις είναι το στοιχείο του αναχωρητισμού και της άσκησης. Δεν υπάρχει πνευματική παράδοση προχριστιανική που να μην υπογραμμίζει αυτή τη διάσταση της αναχώρησης ή άσκησης και που ταυτόχρονα σημαίνει την διαφοροποίηση του συγκεκριμένου ανθρώπου από τον κόσμο, και σχεδόν κάτι σαν έξοδο από αυτόν για να περάσει στην άλλη κατάσταση την αληθινότερη και πνευματικότερη.

Όλα τα παραπάνω δηλώνουν και κάτι άλλο σχετικά με τη περίπτωση του Μ. και τον τρόπο που βλέπει Παιδεία και Παράδοση. Πως λαμβάνει σαν δεδομένο απαρασάλευτο τη δημιουργία του κόσμου ως θεία ενέργεια, και μάλιστα την ‘δημιουργία εκ του μηδενός’ και πάνω εκεί στερεώνει την συναναστροφή του με πρόσωπα, πράγματα και έργα, έτσι ώστε να υπογραμμίζει τη σημασία της παιδείας πρώτα και κύρια ως παίδευση ψυχής και σύνδεσή της με τις αλήθειες των πνευματικών παραδόσεων.
Χωρίς τροφοδότηση της ψυχής του ανθρώπου με τα κοιτάσματα της Ιερότητας, της Αλήθειας και της Ωραιότητας η ψυχή μαραζώνει, ο άνθρωπος συρρικνώνεται και, όταν αναζητεί ένα είδος γιγαντισμού και υπερανθρωπισμού, το ζητάει όχι μέσα από την εσωτερική, καρδιακή, προσωπική, ελεύθερη και πνευματική εγρήγορση και ανακαίνιση, αλλά μέσα από εντυπωσιακά επιτεύγματα, επιστημονικά και τεχνολογικά που ποσώς ενδιαφέρονται για την βαθύτερη υπαρξιακή διάσταση του ανθρώπου και του κόσμου και αντιλαμβάνονται τα πράγματα με τον τρόπο που διατυπώνει ένας από τους γνωστότερους επιστήμονες ο Ζακ Μονό μιλώντας στο εναρκτήριο μάθημά του το 1967 στη Γαλλία:
«Ας το ομολογήσουμε. Μοναδικός σκοπός, υπέρτατη αξία και υπέρτατο αγαθό του επιστημονικού ήθους δεν είναι η ευτυχία της ανθρωπότητας, και, ακόμη λιγότερο, η κοσμική επικράτηση του ανθρώπου ή οι ανέσεις. Δεν είναι ούτε το σωκρατικό γνώθι σαυτόν. Είναι η ίδια η αντικειμενική γνώση». Τί γίνεται όμως όταν η ‘αντικειμενική’, όπως λέει, ‘γνώση’ δεν μείνει στη σφαίρα την θεωρητική, αλλά ζητήσει να εφαρμοστεί σε όλα τα επίπεδα; Γίνεται αυτό που λέει στο παρακάτω απόσπασμα ο Χ.Μ.:
«…η ευρωπαϊκή ψυχή αναζήτησε με ασίγαστο πάθος την έσχατη αλήθεια. Μ’ αυτή όμως τη μανία επι-δίωξης της αλήθειας, εν τέλει δεν περισώζεται παρά μόνο ένα είδος αλήθειας: η επιστημονική. Οι άλλες αλήθειες δεν επιδιώκονται, αλλά αναφαίνονται, αποκαλύπτονται. Η επιστημονική αλήθεια ωδήγησε στην κατακρεούργηση της φύσεως και της συνειδήσεως διότι της εστέρησε τη βαθύτερη αλήθεια της. Χωρίς τη βαθύτερη ανεπιστημονική αλήθειά της, η συνείδηση δεν μπορεί να οικήση τον κόσμο. Και η γη από οικουμένη έγινε απέραντο ξενοδοχείο. Η γη άρχισε να οικείται από ξένους, από απάτριδες, από νομάδες.» Χρήστου Μαλεβίτση, Άπαντα, Αρμός, τόμος 3ος , σ.229-230.
Και, όπως καταλαβαίνετε, κάπου εδώ βρισκόμαστε σήμερα. Η αποξένωση, η μοναξιά, η κατάθλιψη και η απώλεια νοήματος έχει προχωρήσει πολύ. Τα περί ‘παγκόσμιου χωριού’ που ακούγονται ακόμη και από ιεράρχες, μονάχα επιφανειακή διάσταση έχουν, μόλις θελήσει κανείς να ψάξει πιο μέσα τα πράγματα. Ο κόσμος ως θέαμα και ακρόαμα είναι εντελώς άλλο πράγμα από τον κόσμο ως βία, σύγκρουση, ανταγωνισμό, ματαιοδοξία, ισχύ, κυριαρχία και κατάκτηση. Ο Μ. επέμεινε σε όλα του σχεδόν τα έργα στην υπογράμμιση όχι της διάστασης του Λόγου ως ρασιοναλιστικής ή ορθολογιστικής ή λογικοκεντρικής πραγματικότητας, αλλά πρώτιστα ως υπέρλογης που ενοικεί στον άνθρωπο καθ’ όσον αυτός είναι θείο δημιούργημα και ισχύει αυτό που ακούμε στο αρχίνισμα του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου.: «Εν αρχή ήν ο Λόγος και ο Λόγος ήν προς τον Θεόν και Θεός ην ο Λόγος. Ούτος ην εν αρχή προς τον Θεόν, πάντα δι’ αυτού εγένετο, και χωρίς αυτού εγένετο ουδέ εν ο γέγονεν» (Ιω. 1,1-2). Γύρω από αυτόν τον Λόγο έχει νόημα να θεολογούμε, να φιλοσοφούμε, να εκφραζόμαστε ποιητικά ή καλλιτεχνικά, εν τέλει, να ζούμε. Ο Μ. είναι από τους λίγους διανοητές και φιλοσόφους που ρίχνει το βάρος πρώτα στην εμπειρία της ζωής και ύστερα στη σκέψη και τη διανόηση. Είναι από τους λίγους που κρίνουν ότι το βαθύ υπαρξιακό αίσθημα είναι ανώτερο της σκέψης και πως μέσα από εκείνο, όχι μονάχα ψαύουμε τα θαλάμια της ψυχής, ‘ψυχής πείρατα-που λέει ο Ηράκλειτος- αλλά είναι ο μοναδικός τρόπος να ανοίξουμε μια κλειστή, μια κρυμμένη ψυχή που για διάφορους λόγους δεν θέλει ούτε να εκδηλωθεί, ούτε να ξεδιπλωθεί. Ο Μ. δεν πιστεύει ότι η δουλειά αυτή γίνεται με τις ψυχαναλύσεις, αλλά ακολουθώντας τον Μπερντιάεφ-που όμως κατ’ ουσίαν ακολουθεί τον ευαγγελικό νόμο και τρόπο-συμφωνεί ότι o τρόπος ανήκει στην τάξη της Αγάπης με την έννοια της μέθεξης και όχι της επικοινωνίας. Η επικοινωνία δεν μας βγάζει από την ατομικότητά μας, μένει σε διαστάσεις σύμβασης. Ο Μπ. ρίχνει το βάρος στην μέθεξη των προσώπων, όχι στην επικοινωνία. Η επικοινωνία είναι συμβατική, ή μέθεξη ανταποκρίνεται στην έξοδο από την ατομικότητα, προϋποθέτει την αμοιβαιότητα, καθιερώνει τη σχέση εγώ-εσύ σε επίπεδο υπαρξιακό, αυτό δηλαδή που συνδέεται άμεσα με το ψυχικό πεδίο και αντλεί από βαθύρριζα θεμέλια. Ο συνδυασμός αγάπης-μέθεξης ανταποκρίνεται στο βαθύτερο ψυχικό αίτημα του ανθρώπου, όταν ο άνθρωπος αυτός ακολουθεί μια Παιδεία και μια Παράδοση που καλλιεργεί την αυτογνωσία, την υπέρβαση του εαυτού, την οικείωση με το υπέρλογο στοιχείο της ζωής που μάλιστα, στην χριστιανική ορθόδοξη Παράδοση, είναι σαρκωμένο σε ανθρώπινο Πρόσωπο.
Επειδή ο Μ. είναι φιλόσοφος, είτε μελετώντας τους κύριους φιλοσόφους αρχαίους είτε τους σύγχρονους και επειδή μεγάλο μέρος του συγγραφικού του έργου σχετίζεται με τους Προσωκρατικούς, θα κλείσω την ομιλία με μια πολύ ουσιαστική τοποθέτησή του που εκτείνεται και ως στην χριστιανική περιοχή. Γράφει:
«Ο λόγος όμως των προσωκρατικών οφείλει τη συνταρακτική δυναμική του στη θρησκευτική του καταγωγή. Ο Ηράκλειτος, ο Παρμενίδης, ο Εμπεδοκλής εκκόπτουν τα αγκωνάρια του λόγου τους από το γλωσσικό λατομείο των θρησκευτικών ύμνων, των χρησμών, των επωδών και των καθαρμών. Διότι αυτός ο λόγος είναι εκ γενετής οριακός. Και αγγέλλει την ανοικτότητα της υπάρξεως. Στις ημέρες μας σχεδόν ο μόνος λόγος που εξακολουθεί να λειτουργεί οριακά και διανοικτικά είναι ο εκκλησιαστικός. Μόνο εκεί διασώζεται η μεγάλη ανάμνηση. Είναι ο μόνος λόγος που συναισθάνεται το αίνιγμα της υπάρξεως, τη θνητότητα του ανθρώπου και την αιωνιότητα της ψυχής του. Είναι ο μόνος ποιητικός λόγος, καθώς μας φέρει στις παρυφές της αβύσσου του Θεού. Και στο βαθμό που η ποίηση και η φιλοσοφία ενδίδουν στη λησμονιά και εγκαταλείπουν την οριακότητα του λόγου τους» (Χρ. Μαλεβίτση, Η παιδεία του ανθρώπου, Πιτσιλός 1995, σ.90).

β 2017

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ