Ένα κατά τι διασκευασμένο άρθρο του δημοσιογράφου Πάσχου Μανδραβέλη επέλεξε φέτος το Υπουργείο Παιδείας για τις πανελλήνιες εξετάσεις στο μάθημα της νεοελληνικής γλώσσας.[1] Όντας επιτηρητής στις εξετάσεις, έμεινα εμβρόντητος μόλις το είδα. Όχι τόσο για αυτή καθαυτή την επιλογή του κειμένου, όσο για την άδηλη χρήση του υπό τύπον αυθεντίας – και για τη γλώσσα και για το νόημά του.
Θέλανε προφανώς να καινοτομήσουν. Κι αντί να επιλέξουν – σε τέτοιους καιρούς που ζούμε – έναν Σολωμό ή έναν Παπαδιαμάντη, προτίμησαν ένα απλό, σύνηθες κείμενο από την τρέχουσα δημοσιογραφική καθημερινότητα. Ok! ... Ας καταπιούμε τις αντιρρήσεις μας γι’ αυτήν την αφελή πνευματικώς και παιδαγωγικώς φιλολογική «ευελιξία» και «ανοιχτοσύνη» του Υπουργείου στην κοινωνία, κι ας πούμε ότι είμαστε κατ’ αρχήν σύμφωνοι. Τίθεται όμως ένα επόμενο ζήτημα. Η επιλογή του κειμένου επί του οποίου θα χτιστεί όλη η εξέταση υποβάλλει έμμεσα, αν όχι άμεσα, ένα γλωσσικό πρότυπο. Αν δηλαδή η εξέταση δεν καθοδηγεί επί τούτου τον μαθητή (με τις ερωτήσεις κλπ) να «δει» και να κρίνει τις ενδεχόμενες αδυναμίες του κειμένου, ή αν, ακόμα χειρότερα, σταθεί μόνο στα θετικά του στοιχεία, τότε είναι προφανές πως το κείμενο θα λειτουργήσει εκ των πραγμάτων ως μέτρο γλωσσικής αρτιότητας στο σύνολό του. Αντέχει το συγκεκριμένο κείμενο σ’ έναν τέτοιο ρόλο; Ούτε κατά διάνοια! Δεν αναφέρομαι στο ρηχό χαρακτήρα των ιδεών και των συλλογισμών του. Αυτό θα μπορούσε να είναι και ηθελημένο (εφ’ όσον θα έδινε την ευκαιρία για κριτική ανάγνωσή του). Αναφέρομαι στη γλώσσα του. Ή, για να είμαι πιο ακριβής, στο γλωσσικό του ήθος.
Ας δούμε ένα παράδειγμα ξεκινώντας απ’ την πρώτη κι όλας αράδα: «Είναι δεδομένο – διαβάζουμε – ότι το διαδίκτυο έφερε μια πιο ισότιμη πρόσβαση στη γνώση». Προσπερνώ, αν και δεν θα έπρεπε, την αδόκιμη χρήση του αριθμητικού «μια» ως αόριστου άρθρου. (Τί θα πει «μια» πρόσβαση στη γνώση; ... Αλλά ας πούμε ότι αυτό είναι συγγνωστό αμάρτημα, που το διαπράττουμε κατ’ εξακολούθηση όλοι). Αυτό όμως που δεν μπορεί με τίποτα να προσπεραστεί είναι αυτή η φοβερή έκφραση: «πιο ισότιμη πρόσβαση στη γνώση». Τί θα πει «πιο ισότιμη»; Υπάρχει «περισσότερο» και «λιγότερο» ισότιμος. Ο Μανδραβέλης είναι βέβαια οικονομολόγος[2], και εθισμένος ίσως στα νομίσματα συγχωρείται να αντιλαμβάνεται την ισοτιμία ως κάτι σχετικό. Για τους Έλληνες όμως – θέλω να πω για την ελληνική γλώσσα – η ισοτιμία είναι κάτι απόλυτο. Αυτό μπορεί εύκολα να το καταλάβει κανείς αν επιχειρήσει να σχηματίσει τον συγκριτικό βαθμό του ισότιμος μονολεκτικά: «Ισοτιμότερος»... Αστείο δεν ακούγεται; Κι όχι γιατί δεν στέκει από γραμματικής απόψεως (όπως άλλες ίσως περιπτώσεις), αλλά διότι αντιβαίνει προς το βαθύτερο γλωσσικό μας αισθητήριο, που έχει να κάνει με το νόημα: εκεί που θεμελιώνεται η συνάφεια του νοήματος με τη γλωσσική έκφραση σ’ ένα βαθύτερο, σχεδόν υποσυνείδητο επίπεδο. Με το «καλημέρα» λοιπόν το κείμενο καταφέρει ένα αναπάντεχο χτύπημα στο κληρονομημένο γλωσσικό αίσθημα του ανυποψίαστου και ανυπεράσπιστου παιδιού. Θα πείτε, τέτοια χτυπήματα δεχόμαστε όλοι – παιδιά και μεγάλοι – από τα μέσα ενημέρωσης καθημερινά. Πράγματι. Ας δεχθούμε λοιπόν κι άλλο ένα, έτσι, για να μην πει κανείς πως το σχολείο μας δεν είναι «ανοιχτό» στην κοινωνία ...
Δεύτερο παράδειγμα. Στον κυβερνοχώρο – λέει παρακάτω – λειτουργεί καθένας σύμφωνα με τις ανάγκες και τις δυνατότητές του. Αυτό όμως – συνεχίζει το κείμενο – «δημιουργεί έναν κατακερματισμό της εμπειρίας» ... Ξαναπροσπερνώ το αριθμητικό «ένας» που χρησιμοποιείται για άλλη μια φορά αδόκιμα και καταχρηστικά υπό τύπον αορίστου άρθρου. Και φτάνουμε σ’ αυτή την ασύλληπτη εκφραστική σύνθεση: «δημιουργία κατακερματισμού». Δεν γνωρίζει προφανώς ο Μανδραβέλης, ούτε οι αγαπητοί συνάδελφοι του Υπουργείου Παιδείας, ότι ο κατακερματισμός δεν «δημιουργείται». Κανονικά κανένα κακό δεν «δημιουργείται».[3] Αυτά που περιγράφει το κείμενο μπορεί να «προκαλούν» ή ακόμα καλύτερα να «προξενούν» κατακερματισμό, ή, έστω, να «οδηγούν σε κατακερματισμό». Σε καμιά περίπτωση όμως δεν τον «δημιουργούν». Η λέξη «δημιουργία» και το ρήμα «δημιουργώ» έχει εγγενώς θετικό περιεχόμενο. Δεν νοείται «δημιουργία» κακού πράγματος, παρά και ενάντια στη διαρκή και ακάματη προσπάθεια των δημοσιογράφων να μας πείσουν για το αντίθετο. Να μην επικαλεστώ – ως θεολόγος – ότι η δημιουργική ικανότητα του ανθρώπου είναι χάρισμα του κατ’ εξοχήν δημιουργού, που είναι ο Θεός (υποθέτω πως ούτε του Μανδραβέλη ούτε των προοδευτικών φιλολόγων που ορίζουν τα θέματα ιδρώνει το ορθολογιστικό αυτί με κάτι τέτοια «μεταφυσικά»). Ούτε να παραπέμψω στην ετυμολογία της λέξης (δήμος και έργον, ήτοι έργον για τον δήμο κοκ), διότι κι αυτό μπορεί να θεωρηθεί «αναχρονιστικό». Να θυμίσω μόνο ποιους και πότε αποκαλούμε δημιουργούς στην καθημερινή χρήση της γλώσσας. Και εν πάση περιπώσει, ακόμα και αν όλα αυτά τα αγνοήσουμε, και δούμε τη «δημιουργία» ως απλή «κατασκευή» (οπότε θα μπορούσε καταχρηστικά να νοείται κακή «δημιουργία» υπό την έννοια της κακής «κατασκευής»[4]), ακόμα και τότε δεν μπορεί να μη συναισθανθεί ένας γλωσσικά επαρκής γραφιάς πως άλλο «κατασκευή» κι άλλο «καταστροφή». Όπως δηλαδή δεν «δομείται» η αποδόμηση, έτσι δεν μπορεί να «κατασκευαστεί», πολύ περισσότερο να «δημιουργηθεί» κατακερματισμός.
Αυτά και άλλα παρόμοια βρίσκονται διάσπαρτα στο κείμενο που δόθηκε στα παιδιά. Κι αν στάθηκα κυρίως στη γλώσσα του, δεν σημαίνει πως δεν εγείρονται και σοβαρά ζητήματα ιδεολογίας. Και δεν μιλώ για την ιδεολογική με τη στενή έννοια άποψη του συντάκτη του (για την οποία τόσα και τόσα τού σούρνουν στο διαδίκτυο[5]). Αυτή ας είναι τιμή του και καμάρι του, και ας την κρίνουν οι προϊστάμενοί του και οι αναγνώστες του. Μιλώ εδώ για το άδηλο ιδεολογικό φορτίο που βρίσκεται όχι στις καθαρά διατυπωμένες απόψεις (που μπορούν τα παιδιά να τις κρίνουν), αλλά σε ορισμένες εκφράσεις που είναι ηθελημένα (εκ του πονηρού) επιλεγμένες για να ξεγλιστρήσουν από την κριτική και να υποβάλουν έμμεσα τις ιδέες, ή ακόμα χειρότερα, τη νοοτροπία του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η λέξη «γκρίνιες» που χρησιμοποιεί για να χαρακτηρίσει την κριτική που ασκείται από διαφόρους προς το διαδίκτυο.[6] Δεν λέω. Μπορεί να έχει και δίκιο· και οι περιπτώσεις που αναφέρει να είναι όντως περιπτώσεις γκρίνιας. Δεν είναι αυτό όμως κάτι που θα έπρεπε τα παιδιά να κληθούν να το προσέξουν – και από την άποψη του γλωσσικού-ρητορικού (=προπαγανδιστικού) χειρισμού του συντάκτη, αλλά και από άποψη ουσίας; Δεν θα έπρεπε δηλαδή να ερωτηθούν τα παιδιά αν τα παραδείγματα που αναφέρει το κείμενο είναι όντως περιπτώσεις γκρίνιας; Ή να ερωτηθούν αν υπάρχει άλλη ουσιαστική κριτική στο διαδίκτυο που να μην είναι γκρίνια; Όχι. Ούτε το ίδιο το κείμενο, ούτε οι ερωτήσεις που το συνοδεύουν αφήνουν ανοιχτό τέτοιο ενδεχόμενο.
Ας μη γίνει παρανόηση. Το θέμα δεν είναι βέβαια ούτε το άρθρο του Μανδραβέλη, ούτε οι απόψεις του ή οι ικανότητές του ως γραφιά. Το ζήτημα είναι η επιλογή τού κειμένου του ως βάσεως για τις εξετάσεις της νεοελληνικής γλώσσας, σε συνδυασμό μάλιστα με την πλήρη απουσία κριτικής προσέγγισής του. Να είναι αυτό άραγε ένα δείγμα του τί εννοεί το Υπουργείο όταν επαγγέλλεται το «νέο σχολείο» όπου θα πρυτανεύει η κριτική μάθηση;
Πολιτικό επίμετρο
Ρίχνοντας μια ματιά στο διαδίκτυο είδα πως αρκετοί αντέδρασαν δίνοντας έμφαση στο τί είναι ο συντάκτης του κειμένου και τί απόψεις εκφράζει.[7] Άλλοι στάθηκαν ουδέτερα ή και επαινετικά[8], ενώ κάποιος άλλος είπε: «Πολύ κακό για το τίποτε. Ένα κείμενο καλούτσικο, όχι κάτι εξαιρετικό, όχι κάτι άθλιο».[9] Μήπως έχει δίκιο; Δεν είναι αυτός, πάνω κάτω, ο τρόπος που όλοι, πλην λιγοστών εξαιρέσεων, μιλούμε και γράφουμε; Δεν είναι αυτή η κοινή γλώσσα που σιγά-σιγά διαμορφώσαμε και υιοθετήσαμε – όχι τα τελευταία μόνο χρόνια, αλλά από τη μεταπολίτευση και μετά; Πράγματι, έτσι είναι. Αλλά αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα. Διότι, όπως είναι γνωστό, η γλώσσα δεν είναι ένα απλό «μέσο επικοινωνίας». Είναι μια καίρια διάσταση της ψυχικής μας δομής ως ανθρώπων· της δυνατότητάς μας να σχετιζόμαστε (δημιουργικά ή καταστροφικά) μεταξύ μας και με τον κόσμο.
Όταν, για παράδειγμα, ο Όργουελ έκλεινε το μάτι στους αναγνώστες του, γράφοντας την περίφημη φράση του πως κάποια απ’ τα ζώα της φάρμας ήταν «πιο ίσα» από τα άλλα, δεν έκανε ένα γλωσσικό απλώς παιχνίδι.[10] Αποκάλυπτε με δύο μόνο λέξεις όλη την υποκρισία της σοβιετικής ιδεολογίας. Το έκανε όμως αυτό αξιοποιώντας το κοινό γλωσσικό (επομένως και νοηματικό) αίσθημα ότι η ισότητα είναι μέγεθος απόλυτο. Επομένως η φράση του ήταν ένα «λάθος» με νόημα. Όταν, στον αντίποδα αυτού, ο δημοσιογράφος συντάκτης και οι φιλόλογοι διασκευαστές του κειμένου των εξετάσεων θεωρούν εύλογο να μιλήσουν για μια «πιο ισότιμη» πρόσβαση στη γνώση χωρίς να συναισθάνονται το λάθος τους, ομολογούν ότι ζουν σε άλλον πλανήτη απ’ αυτόν του Όργουελ και του αναγνωστικού του κοινού. Είτε είναι αριστεροί (προοδευτικοί), είτε αντιαριστεροί (συντηρητικοί ή προοδευτικοί), έχουν χωνέψει την ιδέα πως η ισοτιμία ως κοινωνική και πολιτική αξία είναι κάτι σχετικό.
Για να σκεφτούμε λίγο. Τι θα πει αυτό; Θα πει πως έχουμε καταπιεί τη (σοβιετική, όπως και κάθε άλλη ιδεολογική) υποκρισία ως έναν ιδιαίτερο τρόπο για να στεκόμαστε απέναντι στη δική μας προσωπική αδυναμία ή στη γενικότερη ιστορική αδυναμία πραγματώσεως των ουτοπικών ιδεωδών (όπως της ισότητας, της ισοτιμίας κλπ) που δίνουν μορφή στο βαθύτερο αίτημα αυθεντικότητας, χωρίς κατά τ’ άλλα να τολμούμε να τα θέσουμε υπό κρίση. Μένουμε πνευματικώς άφωνοι, αμήχανοι και στατικοί, χωρίς να μπορούμε να αναπροσδιορίσουμε με τρόπο ειλικρινή και ουσιώδη τη θέση μας μεταξύ πραγματικού και μη. «Λύνουμε» έτσι το πρόβλημα ενσωματώνοντάς το στην ίδια τη γλώσσα (δηλαδή στην ψυχική μας συγκρότηση) αρνούμενοι να διακρίνουμε τη διαφορά μεταξύ φαντασιακής ουτοπίας και ρεαλιστικής πραγματικότητας· ή ακόμα χειρότερα, πασαλείβοντας φαντασιακά την πραγματικότητα με ολίγη ουτοπία, σχετικοποιώντας τη δεύτερη. Αυτός θα μπορούσε, νομίζω, να είναι ο ορισμός του «πολιτικώς ορθού» (του πολίτικαλ κορέκτ), του οποίου είναι θιασώτης όχι μόνο ο Μανδραβέλης, αλλά όλη η πολιτική μας νομενκλατούρα, ολόκληρου του πολιτικού φάσματος.
Αυτό δεν αφορά μόνο την πολιτική, αλλά όλες τις πλευρές της ζωής. Γιατί όπως πολύ ορθά το επισημαίνουν κάθε καλοκαίρι οι διαφημίσεις των παγωτών, δεν τρώμε πλέον παγωτό σοκολάτα, αλλά παγωτό «γεύση σοκολάτα». Το «είναι», όχι μόνο του παγωτού αλλά όλου του σύμπαντος που μας περιβάλλει, λιώνει αφήνοντάς μας μόνο την κενή από ουσία «γεύση» του. Εμείς όμως παραμένουμε ευδαίμονες, διατηρώντας την ψευδαίσθηση της ικανοποίησης. Τί άλλο να κάνουμε όμως; Πώς να επιβιώσουμε σ’ αυτόν τον αλλοτριωτικό κόσμο αν δεν θυσιάσουμε κάτι; Αν δεν ωθήσουμε τα ιδεώδη, τις επιθυμίες, τις ανάγκες μας σ’ ένα σκοτεινό βάθος, απ’ όπου να μην μας ζητούν τίποτα περισσότερο από την εντύπωση της ικανοποίησής τους. Να γιατί η γλωσσική σύγχυση είναι όρος επιβίωσης αυτού του ημιπαραιτημένου (αλλά όχι εντελώς) ανθρώπου που φοβάται κατά βάθος πως τα αυθεντικά δημιουργικά του ένστικτα μόνο καταστροφή μπορεί να σημαίνουν. Γι’ αυτό και δεν είναι τυχαίο που στην επικρατούσα αυτή γλώσσα δεν διακρίνεται η δημιουργία από την πρόκληση κακού. Είναι μια ασυνείδητη άμυνα έναντι του «κινδύνου» να σταθούμε χωρίς τις μάσκες αντιμέτωποι προς τις μύχιες δημιουργικές μας δυνάμεις. Δεν είναι αυτή η εικόνα της σημερινής πολιτικής μας κατάστασης;
Πράγματι λοιπόν. Το θέμα δεν είναι η ημιμάθεια του συντάκτη του κειμένου, ούτε αν το πασοκικό υπουργείο επιβράβευσε έναν καθεστωτικό δημοσιογράφο (όπως λένε πολλοί). Μακάρι να ήταν μόνο αυτό. Φοβάμαι ότι η πραγματικότητα είναι πολύ χειρότερη. Ότι η επιλογή αυτού του κειμένου δείχνει τη συνειδητή ή ασυνείδητη προσπάθεια του πνευματικού κατεστημένου που διοικεί τη χώρα να μην την αφήσει ήσυχη ακόμα κι αν καταρρεύσει πολιτικά. Αυτή η ιστορία μού φέρνει στο νου μια ταινία μεταφυσικού τρόμου που είχα δει μικρός. Λίγο πριν το τέλος ο «καλός» πρωταγωνιστής είχε καταφέρει το καίριο πλήγμα στον «κακό» μέσω του οποίου ενεργούσε ένα δαιμονικό πνεύμα. Κι ενώ όλα οδηγούσαν προς το χάπυ εντ, η οθόνη ζουμάρει ξαφνικά γκρο πλαν στα εφιαλτικά μάτια του «κακού» που ξεψυχούσε, πριν προλάβουμε, κι εμείς οι θεατές κι ο «καλός» πρωταγωνιστής, να αποστρέψουμε το βλέμμα. Φευ! Ο «κακός» πέθανε, αλλά το κακό είχε νικήσει. Δια του βλέμματος είχε διεισδύσει στους ίδιους τους εχθρούς του. Αυτός είναι ο κίνδυνος που διατρέχουμε τώρα ως χώρα. Να καταρρεύσει πολιτικά το καθεστώς και να επιβιώσει η ψυχική του δομή· τουτέστιν η γλώσσα του.
Γι’ αυτό κι εγώ δεν έχω άλλο τί να πω, παρά να επαναλάβω σαν ξόρκι τα λόγια του Ελύτη στο Άξιον Εστί:
Όπου και να σας βρίσκει το κακό, αδελφοί,
όπου και να θολώνει ο νους σας,
μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό
και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη.
Η λαλιά που δεν ξέρει από ψέμα
θα αναπαύσει το πρόσωπο του μαρτυρίου...
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Βλ. το θέμα των εξετάσεων (εδώ και σε pdf), το πρωτότυπο άρθρο του Π.Μ. στην Καθημερινή 27 Σεπτεμβρίου 2009 (εδώ), και συγκριτική αντιπαραβολή των δύο (εδώ). Βλ επίσης παλαιότερη εισήγησή του Π.Μ. με το ίδιο θέμα σε συνέδριο του ΙΣΤΑΜΕ (εδώ).
[2] Βλ. βιογραφικό του Π.Μ. στην προσωπική ιστοσελίδα του.
[3] Βλ. π.χ. Λεξικό «Μπαμπινιώτη», σελ. 477.
[4] Ό.π.
[5] Βλ. πολιτική κριτική εδώ και εδώ. Και εδώ μια άποψη για το ποιες είναι οι «πηγές» του Π.Μ. και ο τρόπος που τις χρησιμοποιεί στα όρια της λογοκλοπής.
[6] Για το πώς ο Π.Μ. ταυτίζει την κριτική προς το διαδίκτυο με «γκρίνια» βλ. Μανώλη Ανδριωτάκη εδώ,
[7] Βλ. για παράδειγμα εδώ, εδώ, εδώ, εδώ, εδώ και εδώ, ενώ στα ίδια πάνω-κάτω επιχειρήματα με το δικό μου κείμενο γράφει ο Θ. Αθανασιάδης εδώ.
[8] Ουδέτερη ήταν η αναφορά της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων: «Το θέμα αναφέρεται στο διαδίκτυο και θέτει έναν επίκαιρο προβληματισμό. Το ύφος είναι δημοσιογραφικό, σε ορισμένα σημεία αρκετά απλό και σε άλλα πιο σύνθετο.» (βλ. περισσότερα εδώ). Βλ. θετικά σχόλια εδώ, εδώ και εδώ, ενώ πιο "μαχητική" ήταν η υπεράσπιση της επιλογής του κειμένου του Π.Μ. από τον φιλόλογο και συγγραφέα Δημήτρη Φύσσα εδώ και εδώ.
[9] Βλ. εδώ.
[10] Χαρακτηριστική φράση του Τζωρτζ Όργουελ από το βιβλίο του Η Φάρμα των Ζώων (1945).
Πηγή: Αντίφωνο
Πολύ εύστοχο το σχόλιό σου, Βασίλη.
Νομίζω πως αυτό το γραμμένο στο πόδι άρθρο του Πάσχο[υ](ντος) αντανακλά την προχειρότητα της προετοιμασίας των πανελλαδικών εξετάσεων και την ανευθυνότητα των ιθυνόντων του Υπουργείου της δια βίου μάθησης.
Εύχομαι να μην είναι σύμπτωμα του “Πεθαίνω σαν χώρα”.
Το κείμενό σας είναι εξαιρετικό. Αφαιρεί πέπλα που καθημερινά αποκρύβουν από τις συνειδήσεις μας την αλήθεια προσπαθώντας να την ναρκώσουν, να την ευνουχίσουν, ή να την κατευθύνουν όπου οι “ιθύνοντες” επιθυμούν. Κατά τη γνώμη μου και μόνο η επιλογή ενός δημοσιογραφικού κειμένου για τις παενλλαδικές εξετάσεις, οποιουδήποτε αρθρογράφου κι αν ήταν, αποτελεί ήδη ένα σαφές μήνυμα με ποικίλλα σημαινόμενα, όλα λιγότερο ή περισσότερο ανησυχητικά. Το πού στρέφουμε το βλέμμα των παιδιών σήμερα θα καθορίσει το αύριο της χώρας μας. Και αν επιλέγουμε να το στρέφουμε σ’ ένα επίκαιρο κείμενο ενός ζώντος δημοσιογράφου μιας εφημερίδας μεγάλων πωλήσεων, για το οποίο μόνον εντυπώσεις μπορούμε να έχουμε, όποιες κι αν είναι αυτές, -όπως και για οτιδήποτε επίκαιρο-, το λιγότερο που υποψιάζομαι είναι πως εστιάζουμε στην προσωρινή στάση ζωής, στον αμοιβόμενο -ως επαγγελματικό- λόγο, στη θεσμοθέτηση της δημοσιογραφικής αυθεντίας και πιθανόν σε πολλά άλλα. Όπως και να ‘χει, οπωσδήποτε δεν εστιάζουμε σε κάτι που άντεξε στο χρόνο, δοκιμάστηκε και “μίλησε” στους ανθρώπους και έχει καίριο νόημα να το ξαναμελετούμε και να μας απασχολεί. Κάτι σαν διαφήμιση προϊόντος δηλαδή, που όμως στερείται της εντιμότητας να πλασαριστεί τουλάχιστον ως τέτοια με την σχετική έστω ειλικρίνεια που προϋποθέτει τουλάχιστον η αγορά…
Γιαννη, σε ευχαριστώ για την ενδιαφέρουσα παραπομπη τη σχετική με το θέμα της έκθεσης στις Πενελλαδικές εξετάσεις. Διαβάζω σχεδόν κάθε μέρα τον Π. Μανδραβέλη στην Καθημερινή. Είναι, συνήθως, εύστοχος στις παρατηρήσεις του και φαίνεται, επίσης, ανοιχτόμυαλος. Όμως, οι παρατηρήσεις του Β Ξυδιά είναι σωστές. Σε μια ιστορική περίοδο, όπως αυτή που διανύομε, όπου η κρίση είναι πολύπλευρη, είναι δυνατόν να μην επηρεάζεται και η γλώσσα, ακόμα και ικανών δημοσιογράφων; Όμως, ας είμαστε λιγάκι επιεικείς. Ο Π Μανδραβέλης είναι οικονομολογος δεν είναι φιλόλογος η λογοτέχνης ή αν θέλεις ποιητής του αναστήματος ενός Ο Ελύτη. Επειδή είναι έξυπνος άνθρωπος νομίζω ότι θα λάβει υπόψη του τις παρατηρήσεις του Β Ξυδιά. Την ευθύνη, όμως, φερουν πολύ περισσότερο από τον Π Μανδραβέλη, αυτοί που επέλεξαν το συγκεκριμένο θέμα όχι ως νόημα, ακριβώς, αλλά έτσι διατυπωμένο. Αυτό, όμως, καθευτό, συνιστά ένα θέμα που απαιτεί μεγάλη συζήτηση και εγώ δυστυχώς δεν διαθέτω αυτή τη στιγμη τον ανάλογο χρόνο.
Γιαννης Πνευματικός
Τελικά αυτό που εγώ καταλαβαίνω, είναι ότι ποσώς ενδιαφέρει η ποιότητα και η λογοτεχνία που ανοίγει ορίζοντες και θεμελιώνει αξίες και ιδανικά. Άλλος είναι ο στόχος, να΄είσαι ένας αριθμός, ένα τυχαίο δείγμα, στεγνός να μην ξέρεις καν πως να ορίσεις και να ονειρευτείς ένα καλύτερο αύριο. Και συμπεραίνω, μήπως πρέπει συνωμοτικά να φτιάξουμε σχολειά;
Και ο κλήρος πέφτει στους ….γονείς; στους φωτισμένους εκπαιδευτικούς;
στους συγγραφείς; στα παραμύθια του παππού και της γιαγιάς;
Αλήθεια οι σύχρονοι παππούδες και γιαγιάδες γνωρίζουν παραμύθια;
Ο επίλογός σας πραγματικό ξόρκι!!! Υποκλίνομαι βαθιά!
Μου άρεσε πολύ το άρθρο σου, Βασίλη, κι ας μην παρακολουθώ την επικαιρότητα. Χάρηκα και τις διακειμενικές αναφορές σου, ρητές ή υπόρρητες.
Συμφωνώ πλήρως με τις απόψεις σου για τη γλώσσα: δεν είναι ούτε μόνον ούτε κυρίως μέσον επικοινωνίας, αλλά φανέρωση, ελλιπής ή πληρέστερη, του όντος. Το μέλημά μας ως εκπαιδευτικών και συγγραφέων πρέπει να βρίσκεται εκεί.
Αλλά μήπως η γλώσσα και, κατά συνέπεια, η σκέψη δεν οφείλουν να απαξιωθούν εντελώς ώστε τα υποκείμενα -εσκεμμένη η χρήση του όρου- να είναι χειραγώγιμα ή καλύτερα χρημαγώγιμα φερέφωνα της εξουσίας; Το προς σχολιασμόν κείμενο του Πάσχοντος γέμει των χαρακτηριστικών του δημοσιογραφικού λόγου. Αυτός είναι και ο μόνος λόγος που ξέρουν ως επί το πλείστον τα παιδιά μας, εκτός από τον στεγνά πληροφοριακό και συχνά μονολεκτικό λόγο των ηλεκτρονικών μηνυμάτων και των sms. Τα άλλα είναι, υποτίθεται, στολίσματα και ακκισμοί. Ποιος συντονίζεται σήμερα με μια σκέψη πολύπλοκη και πολυεπίπεδη που αναζητά στη γλώσσα το εκφραστικό αντίστοιχό της;
Χαρά σ’ το κουράγιο σου,
Σ.Ι.Ρ.
ἐκπληκτικὸ κείμενο
προφανῶς, τοῦ Ξυδιᾶ, ὄχι τοῦ Μανδραβέλη!
Πάσχω, πάσχεις …. πάσχουμε κύριε Ξυδιά! Σας το λέω με πόνο και θλίψη! Είμαι βαθμολογήτρια γραπτών έκθεσης στις φετινές εξετάσεις και δείτε ειρωνεία! Βαθμολογούμε τα γραπτά και αναρωτιέμαι ποιων τα λάθη διορθώνουμε. Των υποψηφίων ; Δεν είναι αστείο; Πάσχουμε βαθιά, στην ουσία μας. Ξεπεράσαμε το σκόπελος του φαίνεσθαι και παρακμάζει πια το είναι μας ολόκληρο!
Οι απόψεις της θολοκολτούρας είναι μεταφράσεις κυρίως αγγλικών κειμένων.
Το πρόβλημα νομίζω είναι πολύ παλιό. Με την εφαρμογή της καθαρεύουσας προσπάθησαν να φτιάξουν την ελλάδα που είχαν στον νου τους οι δυτικοί. Με την δημοτική και το μονοτονικό προσπάθησαν να διευκολύνουν τους γερμανούς-αυστριακούς κυβερνήτες της ελλάδας.
Διαβάζοντας διάφορες παλιές γραμματικές είδα ότι οι έννοιες οριστικό-αόριστο άρθρο εμφανίστηκαν μόλις πριν ένα αιώνα, προφανώς το αντέγραψαν από τα αγγλικά.
Ενδιαφέρων θα είχε η μελέτη των ιδεών και λόγων, που μας προβάλονται ως ελληνικά αλλά είναι καθαρά μεταφράσεις αγγλικών, π.χ. a knowledge => μια γνώση, δυο γνώσεις, τρεις γνώσεις…. :0
Οι έλληνες δεν χρησιμοποιούσαν τους χρόνους του ΘΑ. Δεν πίστευαν ότι είχαν αύριο. Για αυτό δεν είχαν τράπεζες και μέχρι πριν 30 χρόνια, έπαιρναν το πολύ στεγαστικό δάνειο.
Επίσης δεν χρησιμοποιούσαν το βοηθητικό ρήμα ΕΧΩ αλλά μόνο το ΕΙΜΑΙ.
Το «έχω» το πρόσθεσαν στην γραμματική πριν ένα αιώνα για να κάνουν πιο εύκολες τις μεταφράσεις από τα αγγλικά-γερμανικά. Το «έχω» το εισήγαγαν οι φεουδάρχες για να τονίζουν την ιδιοκτησία τους. Αυτό είναι υπεύθυνο για την θολοκουλτούρα.
Έτσι μπορούν να εξηγηθούν πολλά πράγματα στην σημερινή ελλάδα, όπως γιατί όλοι γκρινιάζουν και δεν κάνουν τίποτα.
Ο νεοέλληνας ΕΧΕΙ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ, τα οποία το υπηρετικό προσωπικό και οι σκλάβοι πρέπει να τα υλοποιήσουν.
Αν δεν υπήρχε το βοηθητικό ΕΧΩ, ο νεοέλληνας θα έπρεπε να ΑΣΚΗΣΕΙ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ, να κάνει ο ίδιος κάτι.
Έτσι πάει και το ΕΧΩ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ, που μεταφράζεται στα ελληνικά ΕΙΜΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΙΔΕΟΛΟΓΟΣ => ΕΙΜΑΙ ΟΝΕΙΡΟΠΑΡΜΕΝΟΣ => ΖΩ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΜΟΥ.
Η ελληνική γραμματική είναι γεμάτη αυθαιρεσίες από «αυθεντίες» τελείως άσχετους με την ελλάδα. Έτσι προκύπτει το ερώτημα: γιατί να έχουμε για βοηθητικά ρήματα ΕΙΜΑΙ και ΕΧΩ, αλλά τα ΚΑΝΩ(Ιαπωνικά) και ΠΡΕΠΕΙ.
ΕΛΕΟΣ! ΕΛΕΟΣ! ΕΛΕΟΣ!
ΦΤΑΝΟΥΝ ΤΑ ΥΠΟΚΡΙΤΙΚΑ ΔΑΚΡΥΑ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΘΕΝ ΚΑΤΑΝΤΙΑ ΜΑΣ!
Είμαι 60 χρονών και από τότε που με θυμάμαι, οι παλιότερες γενιές δήλωναν απελπισμένες με τα χάλια των νέων!
Ιστορίες (και τυπωμένα φυλλάδια) με τα “μαργαριτάρια” των μαθητών κυκλοφορούσαν ευρύτατα από το 1960, πάντοτε διανθισμένες από ειρωνικά σχόλια για την “κατάντια των μαθητών” και πάντοτε συνοδευόμενες με εκδηλώσεις “βαθιάς θλίψης” για τον “ευτελισμό της γλώσσας μας”.
ΣΑΧΛΑΜΑΡΕΣ!
Τα ίδια και τα ίδια μια ζωή: Οι παλιοί δεν αντέχουν τα γηρατειά τους και υποτιμούν τους νέους – άλλοτε ανοιχτά κι άλλοιτε πλαγίως, πάντοτε όμως … “για το καλό τους”.
Ποιοί είναι τελοσπάντων οι τιμητές του παρόντος; Αυτοί που άφησαν να γίνει στον τόπο ένας εμφύλιος; Αυτοί που προσκύνησαν το μεταπολεμικό δολάριο; Αυτοί που κρύφτηκαν όταν περνούσαν τα τανκς της Χούντας; Αυτοί που άφησαν τη χώρα στο έλεος του λαϊκισμού;
Ας κοιτάξουν οι γεροντότεροι πρώτα ΤΑ ΔΙΚΑ ΤΟΥΣ ΧΑΛΙΑ κι ας αφήσουν τα δάκρυα για τη νεολαία μας!
… Μανδραβέλη δεν είχα ποτέ την τύχη να διαβάσω. Συνάντησα το (αόριστα οικείο) όνομά του για πρώτη φορά πριν κανα-δυο μήνες, όταν διάβαζα στη “Ελευθεροτυπία” μια συνέντευξή του για ένα πόνημά του πάνω στην Αντίσταση και τον Εμφύλιο, απ’ ό,τι κατάλαβα της μεταμοντέρνας, νεο-δεξιάς “σχολής” των Βερέμη, Σβολόπουλου κ.ά., που έχουν βάλει στόχο τους να αποκαθηλώσουν τους ήρωες και να τους εξισώσουν με τα σκατά (βλ. ταγματασφαλίτες) στο όνομα της “αντικειμενικότητας” και της “ψυχραιμίας” – μια παράδοση που είχαν ξεκινήσει οι αριστεροί πανεπιστημιακοί με τους κλέφτες πριν 20 χρόνια, με άλλα όμως κίνητρα. Η Μ. ωστόσο, που παρακολουθεί περισσότερο από μένα την καθημερινή αρθρογραφία, μου είπε μόλις τη ρώτησα πως πρόκειται για γνωστό τενεκέ της “Καθημερινής” … που έχει αναδειχθεί (ως παπαγαλάκι) σε περιώνυμο αναλυτή. Και δεν αμφιβάλλω πως έτσι θα είναι.
Σε ό,τι αφορά το θέμα των πανελλαδικών, δεν πρόκειται βέβαια για αγλάισμα του δημοσιογραφικού λόγου (ο οποίος, παρεμπιπτόντως, καλά κάνει και εισχωρεί στο σχολείο, φτάνει βέβαια να είναι μιας κάποιας ποιότητας), ωστόσο δεν είναι και η επιτομή της γλωσσικής ή άλλης αθλιότητας, ιδιαίτερα αν το δει κανείς στην αρχική του μορφή. Ένα κειμενάκι του ποδιού, εύληπτο νοηματικά και αδιάφορο γλωσσικά, που όμως πληροί τις προϋποθέσεις (όπως έχουν άτυπα συνομολογηθεί τα τελευταία χρόνια) για γλωσσική εξέταση παιδιών Γ Λυκείου: πολιτική αχρωμία, νοηματική απλοϊκότητα, δομική καθαρότητα, γλωσσική σαφήνεια.
… εστιάζεις ιδιαίτερα στη γλώσσα, όμως νομίζω πως το παρακάνεις. Αν εξαιρέσεις αυτά τα δύο ολισθήματα που σημειώνεις (τα οποία θα μπορούσαν να συγχωρεθούν στον καθένα, έτι μάλλον σε έναν άνθρωπο που αναγκάζεται καθημερινά να γράφει κατεβατά κάτω από πίεση), καθώς και την επιλογή της αταίριαστης όσο και υποτιμητικής λέξης “γκρίνιες” όταν αναφέρεται στους σκεπτικιστές του διαδικτύου, εγώ δε βλέπω κάποια τερατώδη κακοποίησή της. Ασφαλώς, όπως προείπα, δε διεκδικεί δάφνες πρωτοτυπίας και ευρηματικότητας, δε χαρακτηρίζεται από ποιητική πνοή ή εικονοπλαστική δύναμη, όμως σε καμία περίπτωση δε μπορεί να χαρακτηριστεί άθλια. Και τα όποια λάθη ή αδυναμίες της δε νομίζω πως μπορούν να αναχθούν στις ιδεολογικές και ψυχολογικές ορίζουσες που αναλύεις. Πρόκειται απλά για τα εκφραστικά όρια του συγγραφέα και τίποτα παραπάνω.
Άλλωστε, στην πνευματική ιστορία αυτού του τόπου υπήρξαν και υπάρχουν και άλλοι πολλοί διανοούμενοι, κατά πολύ εμβριθέστεροι του Μανδραβέλη, οι οποίοι όμως δεν ήταν (ή δεν είναι) προικισμένοι με συγγραφικό τάλαντο: ο Καστοριάδης, ο Φίλιας, … και ο πλέον χιλιοτριμμένος Παπανούτσος είναι μερικά παραδείγματα. Ακόμα και παλιότερα, στην προ-μεταπολιτευτική εποχή των “καθαρών” αξιών και νοημάτων, όπως ίσως τη νομίζεις, υπήρχαν αρκετοί αρθρογράφοι που, προσπαθώντας να γράψουν στη νεκρή αρχαϊζουσα, διέπρατταν του κόσμου τους σολοικισμούς και τα γραμματικά λάθη, ενίοτε και κωμικά. Ακόμα και ο Παπαδιαμάντης, άκουσα κάποτε έναν εξαίρετο συνάδελφο από την Εύβοια να λέει, ήταν κακογράφος και τα κείμενά του τα διαβάζουμε διορθωμένα.
Βέβαια, είναι αλήθεια πως σε κανέναν από τους συγγραφείς και αρθρογράφους που έχω συναντήσει δεν έχω διαβάσει πως “δημιουργείται διάσπαση της εμπειρίας”. Πιθανώς όμως να κάνουν κι εκείνοι τέτοια λάθη και απλά να μη φτάνουν σε μας χάρη στη διόρθωση (που στην περίπτωση της “Καθημερινής”… δε λειτούργησε). Ίσως πάλι και να μην κάνουν. Προσωπικά πάντως έχω συναντήσει κατά καιρούς διάφορα προβλήματα παραγραφοποίησης, σύνταξης ή ύφους σε επώνυμα κείμενα, τα οποία έχω κληθεί να διορθώσω προκειμένου να τα παρουσιάσω στην τάξη.
Και το ερώτημα εδώ είναι γιατί δεν το έπραξαν και οι φιλόλογοι όταν επεξεργάζονταν το κείμενο του Μανδραβέλη; Δεν είδαν τα λάθη ή είναι εξοικειωμένοι κι αυτοί με τα καθημερινά γλωσσικά μας ατοπήματα, σε βαθμό που να ξεχνούν τον κανόνα; Πιστεύω πως τα συγκεκριμένα απλά τους διέφυγαν. Ιδιαίτερα το πρώτο που θίγεις, κάπως σχολαστικά πιστεύω (αν και σου δίνει το έναυσμα έπειτα για πολύ ενδιαφέρουσες σκέψεις γύρω από την προσαρμογή των ονείρων και ιδανικών μας στα μεγέθη της πραγματικότητας, έτσι που οι όροι που τα εκφράζουν να μένουν γράμματα κενά, κατά συνθήκη ψεύδη), ίσως να το παρέβλεπα κι εγώ, καθώς θα μπορούσε, ενταγμένο ίσως σε εισαγωγικά, να εκληφθεί ως νόμιμο, θέλοντας να πει πως η πρόσβαση στη γνώση, αν και δεν έχει καταστεί ακόμα απόλυτα ισότιμη, είναι όμως πιο εύκολη και ανοιχτή για όλους. Η οικονομία των λέξεων θα επέτρεπε στο Μαδραβέλη ένα τέτοιο γλωσσικό “ατόπημα”.
Αυτό όμως που εγώ δε μπορώ να συγχωρήσω στην επιτροπή εξετάσεων είναι το ότι επέλεξε έναν τέτοιο ανούσιο, άνευρο και ακαλαίσθητο κείμενο ως βάση εξέτασης. Το οποίο κείμενο μάλιστα απλοποίησε ακόμα περισσότερο απαλείφοντας οποιονδήποτε όρο ή έννοια που εκφεύγει του άμεσου, βιωματικού ορίζοντα ενός 16χρονου (π.χ. αφαιρώντας από την πρώτη πργφ. την επεξήγηση “γεωγραφικό ή ταξικό” ή την αναφορά στην απαξίωση των μεσαίων εταιρικών στελεχών εκεί που μιλάει για ανατροπή των παραδοσιακών ιεραρχιών). Γενικά την επιμονή τους τα τελευταία χρόνια για ολοένα και μεγαλύτερη απλοποίηση, ώστε να ‘ρθουν όλα στα μέτρα των πλέον αδύναμων (γλωσσικά και στοχαστικά) μαθητών. Την απομάκρυνση από την ριζοσπαστική κοινωνική κριτική και τον πολιτικό προβληματισμό που παραδοσιακά συνόδευε την “έκθεση ιδεών”, τουλάχιστον τη δεκαετία του ‘80, και την επάνοδο σε θέματα ανώδυνα και αποστειρωμένα, ούτε καν ηθικοπλαστικά, που το μόνο πολιτικό παράθυρο που ανοίγουν είναι προς την πλευρά του υπουργείου (όπως π.χ. πέρυσι).
Αυτά είναι τα προβλήματα που θα είχα εγώ με το κείμενο και όχι στενά η γλώσσα. Όχι πως δε με απασχολεί το αισθητικό του πράγματος, κάθε άλλο. Όμως θα με ενοχλούσε εξίσου αν διάβαζα καλλιεπείς πομφόλυγες. Στη συνείδησή μου προηγείται το περιεχόμενο.
Υ.Γ.: μου άρεσε πάααρα πολύ το πολιτικό σου επίμετρο και οι ιδεο-ψυχολογικές (ίσως και ηθικές) προεκτάσεις που δίνεις στο ζήτημα της γλωσσικής σύγχυσης. Ωστόσο, νομίζω πως παρερμηνεύεις το πρόβλημα. Η γλωσσική σύγχυση που επικαλείσαι και η ένδεια, στο βαθμό που υπάρχουν, δεν οφείλονται στην έκπτωση των ονείρων μας ούτε στην ενδιάθετη ανηθικότητα της εξουσίας αλλά στον ευρύτερο τηλεόπληκτο και τεχνολάγνο χαρακτήρα της σημερινής νεολαιίστικης κουλτούρας, που υποβιβάζει τη γλώσσα σε ένα στοιχειώδες εργαλειακό επίπεδο καθημερινής συνεννόησης γύρω από τα τρέχοντα, και στην υπερπληθώρα των – αναγκαστικά πλέον ημιμαθών, καθόσον η ποσότητα από ένα σημείο και μετά υποβαθμίζει την ποιότητα – γραφιάδων, που έχουν κατακλύσει τους χώρους αναπαραγωγής και διάδοσης της γνώσης.
Σου ασπάζομαι την αριστεράν,
Μιχαήλ
[i]Σημ. Το παραπάνω κείμενο είναι απόσπασμα από την προσωπική αλληλογραφία μου (email) με τον φιλόλογο εκπαιδευτικό και καλό φίλο Μιχάλη Λεγάκη, με τον οποίο συχνά καυγαδίζαμε πέρυσι (θέλω να πω, ανταλλάσσαμε απόψεις) στο σχολείο που συνυπηρετούσαμε. Θεωρώ πως το σχόλιό του εμπλουτίζει τον προβληματισμό για το ζήτημα, ενώ παράλληλα αποδίδει – ίσως – δικαιοσύνη σε σχέση με τη δική μου εν θερμώ κριτική. Το δημοσιεύω λοιπόν εδώ, με την άδειά του, προς χάριν του διαλόγου.
ΒΞ[/i]
Αυτο που το ειδατε κ.Ξυδια?Που το διαβασατε?-Οι βουβοι δηλαδη πρεπει να μειονεκτουν ΠΟΛΥ στην αναπτυξη της ψυχικης τους δομης και οι φιλολογοι πρεπει να ειναι τα υποδειγματα ψυχικης αρτιοτητας….
-ετσι ειναι αν ετσι νομιζετε-δυστυχως ομως για σας δεν το νομιζουν πολλοι
Ο Οργουελ οταν λεει για ζωα….ειναι Οργουελ-ο Μανδραβελης οταν λεει σ’ενα δημοσιογραφικο κειμενο …στα Ταρταρα
-ε,εδω παραδιδομαι,τι να πω…-οσοι δεν πιστευουν σ’αυτη την αφελη αποψη προφανως εχουν εξασφαλισει ρετιρε στη κολαση
Καλο θα ειναι να γνωριζετε κ.Ξυδια οτι η μεγαλη πλειψηφια του κοσμου που εχει μια αγωνια για την ποιοτητα της Παιδειας μας ασχοληθηκε με το περιεχομενο του κειμενου(ξανατονιζω δημοσιογραφικου)κι οχι για…-…και αν ειχε αναγκη απο μια φιλολογικη εκτιμηση του κειμενου θα προσεφευγε σ’εναν αρμοδιο(φιλολογο) κι οχι σ’ενα….θεολογο
“Είναι μια καίρια διάσταση της ψυχικής μας δομής ως ανθρώπων”Αυτο που το ειδατε κ.Ξυδια?Που το διαβασατε?-Οι βουβοι δηλαδη πρεπει να μειονεκτουν ΠΟΛΥ στην αναπτυξη της ψυχικης τους δομης και οι φιλολογοι πρεπει να ειναι τα υποδειγματα ψυχικης αρτιοτητας
“Η λέξη δημιουργία και το ρήμα δημιουργω έχει εγγενώς θετικό περιεχόμενο”-ετσι ειναι αν ετσι νομιζετε-δυστυχως ομως για σας δεν το νομιζουν πολλοι
Ο Οργουελ οταν λεει για ζωα “πιο ισα”….ειναι Οργουελ-ο Μανδραβελης οταν λεει σ’ενα δημοσιογραφικο κειμενο”πιο ισοτιμα”, να παει στα Ταρταρα
“ότι η δημιουργική ικανότητα του ανθρώπου είναι χάρισμα του κατ’ εξοχήν δημιουργού, που είναι ο Θεός”-ε,εδω παραδιδομαι,τι να πω…-οσοι δεν πιστευουν σ’αυτη την αφελη αποψη προφανως εχουν εξασφαλισει ρετιρε στη κολαση
Καλο θα ειναι να γνωριζετε κ.Ξυδια οτι η μεγαλη πλειψηφια του κοσμου που εχει μια αγωνια για την ποιοτητα της Παιδειας μας ασχοληθηκε με το περιεχομενο του κειμενου(ξανατονιζω δημοσιογραφικου)κι οχι για..”το φυλο των αγγελων”.-…και αν ειχε αναγκη απο μια φιλολογικη εκτιμηση του κειμενου θα προσεφευγε σ’εναν αρμοδιο(φιλολογο) κι οχι σ’ενα….θεολογο
Ας πούμε, λοιπόν, ότι η «μεγάλη πλειοψηφία» των ανθρώπων τής εγκρίσεώς σας δεν ενδιαφέρεται για την άποψη ενός θεολόγου επί κάποιου φιλολογικού θέματος.
Οι επισκέπτες ετούτου του site, ωστόσο, συμβαίνει να ενδιαφερόμαστε.