Απ’ ό,τι φαίνεται, τα κουρέλια τραγουδάνε ακόμα. Υπάρχει όμως μια φράση του Χρήστου, με αφορμή αυτή την κατά τα άλλα ωραία κι αγαπημένη ταινία του Νικολαΐδη, που αξίζει ίσως να τη θυμόμαστε σε μια τέτοια συνάντηση. Είναι ένα σύνθημα που συνοψίζει, με τη γνωστή ειρωνεία του, μια κριτική της ρετρό νοσταλγίας: «Γενιές + ευαισθησίες = χαμένες δεκαετίες».
Υπάρχει πράγματι μια νοσταλγία, φυσική κι ανθρώπινη θα ’λεγε κανείς, αφού έχει να κάνει με τη μνήμη, με τη συνείδηση και με το ασυνείδητο των ανθρώπων – μια νοσταλγία για τα χρόνια που πέρασαν, για τη νιότη που έφυγε, για τα πράγματα που ζήσαμε και γι’ άλλα που δεν ζήσαμε, για τους ανθρώπους που χάσαμε, κι ανάμεσά τους γι’ αυτόν το φίλο που μας άφησε πρόωρα κάποια στιγμή και μας έχει λείψει πολλές φορές από τότε. Η κοινωνία και η παράδοση έχουν προβλέψει γι’ αυτή τη νοσταλγία: έχουμε γενέθλια, γιορτές, επετείους, κηδείες και μνημόσυνα, συναντήσεις παλιών συμμαθητών, όπου την αφήνουμε να πάρει για λίγο το πάνω χέρι. Από κει και πέρα η νοσταλγία είναι προσωπική υπόθεση. Την ανάμνηση ενός αγαπημένου προσώπου την τρέφει κανείς μόνος του κάποιες ιδιαίτερες στιγμές, και τη μοιράζεται σπάνια με ελάχιστους άλλους.
Προσωπικά τη νοσταλγία για τον Χρήστο την έχω μοιραστεί, από τη μια, όπως ήταν φυσικό, με τη μητέρα του που πέθανε πρόσφατα, στις πολύ αραιές συναντήσεις μας, κι από την άλλη, με ένα-δυο φίλους: με τον Θάνο Λαμπρόπουλο, όταν ζούσα κι εγώ στο κέντρο του κόσμου, όπως έλεγε ο Χρήστος, την Κυψέλη` και με τον Τάκη Κουτσογιαννόπουλο, με τον οποίο συνήθως δεν χρειάζεται καν να πούμε πολλά – η κοινή αυτή αναφορά μας μπορεί να είναι και σιωπηλή.
Από κει και πέρα η νοσταλγία εξαντλείται και υποχωρεί ευτυχώς μπροστά στη ζωή, κι ούτε έχει, νομίζω, πολλά-πολλά με τη δημοσιότητα. Γι’ αυτό και προτιμώ να μιλάω ή να γράφω όχι τόσο για τον Χρήστο όσο για τον Βακαλόπουλο. Αυτό που έχω προσπαθήσει να δω δουλεύοντας πάνω στα κείμενά του είναι αν και γιατί ο Βακαλόπουλος μπορεί να ενδιαφέρει όχι μόνο τους παλιούς φίλους του όλων των εποχών, αλλά κι ένα ευρύτερο κοινό, ανθρώπους που δεν τον γνώρισαν ποτέ και στους οποίους το έργο του φτάνει πριν απ’ αυτόν. Υπάρχουν βέβαια και τα πρώτα πορτρέτα του Βακαλόπουλου που συνοδεύουν επάξια αυτό το έργο και μεταδίδουν κάτι από την προσωπικότητα και τη στάση ζωής του σε όσους δεν τον ήξεραν: το βιβλίο του Κωστή Παπαγιώργη, Γεια σου Ασημάκη, και η ταινία του Σταύρου Καπλανίδη, Play It Again Christo – κι ακόμη, σύντομα ελπίζουμε, η ταινία μυθοπλασίας που ετοιμάζει ο Μάριος Παπαγεωργίου, πρωτεργάτης αυτής εδώ της συνάντησης.
Νομίζω λοιπόν ότι η ευρύτερη σημασία του Βακαλόπουλου γίνεται φανερή αν προσέξουμε κάποια κεντρικά μοτίβα που διατρέχουν το κριτικό-δοκιμιακό αλλά και το καλλιτεχνικό του έργο. Έχω εντοπίσει αλλού πέντε τέτοια («Ο Χρήστος Βακαλόπουλος και οι χαμένοι δρόμοι της μεταπολίτευσης», Νέα Εστία, Ιούνιος 1013), που θα τα αναφέρω απλώς εδώ συνοπτικά: Πρώτον, μια γραμμή ρήξης, που μοιράζεται με πολλούς ανθρώπους στην αρχή της μεταπολίτευσης, και που εναντιώνεται σ’ όλα τα μέτωπα στην κυρίαρχη τάξη πραγμάτων. Δεύτερον, μια επιθυμία παρέκκλισης, που εκδηλώνεται κι αυτή πολύ γρήγορα και τον οδηγεί μαζί με λίγους άλλους σε μοναχικές διαδρομές έξω από τα ασφυκτικά πλαίσια της οργανωμένης πολιτικής δράσης. Τρίτον, ένα αίτημα ζωής, που προκύπτει ήδη στις αρχές της δεκαετίας του ’80 από την ανάγκη να παραμερίσει κανείς τα ιδεολογικά ή επικοινωνιακά παραπετάσματα για να ξαναβρεί –και να ονειρευτεί– τη ζωή και την πραγματικότητα. Τέταρτον, μια αξίωση ταυτότητας, υπαρξιακής και πολιτισμικής, που συνδέεται στη δεύτερη αυτή φάση με μια πορεία αυτογνωσίας σε αναζήτηση ενός χαμένου πια ή αόρατου κέντρου. Πέμπτον, ένα αίσθημα νοσταλγίας, που τον ακολουθεί σ’ όλα τα χρόνια του, μιας παράξενης νοσταλγίας, όχι ρετρό, για περασμένες στιγμές που επανέρχονται απρόσμενα και δυναμικά στο παρόν για να ξανακερδίσουν τον χαμένο χρόνο.
Αυτά τα μοτίβα, που δεν είναι βέβαια έτσι αφηρημένα, αλλά ζωντανεύουν μέσα από τα πλούσια κι ετερόκλητα υλικά με τα οποία δούλευε ο Βακαλόπουλος, φέρουν κάτι από το «πνεύμα της εποχής», κάτι που βρίσκεται πολύ κοντά στον πυρήνα της κι ωστόσο πηγαίνει κόντρα στις κυρίαρχες τάσεις. Δείχνουν δηλαδή ορισμένες κατευθύνσεις που θα μπορούσαν να είχαν πάρει τα πράγματα, αλλά δεν τις πήραν παρά μόνο για λίγο` κάποιους δρόμους που ξεκίνησαν να βαδίσουν οι άνθρωποι, αλλού πολλοί κι αλλού λιγότεροι, αλλά δεν έφτασαν μέχρι την άκρη, είτε γιατί δεν βρήκαν τη δύναμη μέσα τους είτε γιατί ορθώθηκαν μπροστά τους υπέρμετρα εμπόδια. Αυτοί είναι οι πέντε χαμένοι δρόμοι της μεταπολίτευσης, που ο Βακαλόπουλος δεν τους ανακάλυψε ούτε τους περπάτησε μόνος του, μπόρεσε όμως να τους χαράξει καλύτερα απ’ ό,τι άλλοι, δείχνοντας κάθε φορά από πού έφευγαν και πού τραβούσαν, αλλά και πού χάθηκε το νήμα.
Όλα αυτά μας ξαναφέρνουν μ’ έναν τρόπο στο πρόβλημα απ’ το οποίο ξεκίνησα: τα όρια της νοσταλγίας και τη διαφορά προσωπικών και δημόσιων πραγμάτων. Αυτή η διαφορά πάντα προκαλεί εντάσεις, κάποτε μάλιστα ολόκληρες τραγωδίες, όπως έγινε στην Ελλάδα μετά τον εμφύλιο. Η δική μας γενιά τη βίωσε όχι μεν τραγικά, αλλά με μια ασυνήθιστη οξύτητα. Περάσαμε, πολλοί από μας, μέσα σε πέντε, το πολύ δέκα χρόνια, από μια ακραία πολιτικοποίηση σε μια σεμνή ιδιώτευση: από τη συλλογική υπερένταση που προκάλεσαν η πτώση της χούντας και η αποκατάσταση της δημοκρατίας, οι μαζικές κινητοποιήσεις και τα κάθε είδους οράματα και σχέδια της αριστεράς, στην απόσυρση από το δημόσιο χώρο και την προσφυγή σε ατομικές λύσεις, σε προσωπικές έγνοιες, απολαβές και απολαύσεις – το φαινόμενο που ονομάστηκε «πήγαμε σπίτι μας» και που αποτυπώθηκε χαρακτηριστικά τότε, 1979 ακόμη, στο εξώφυλλο της Ρεζέρβας του Σαββόπουλου με τη μπάρα του Decadence).
Το χάσμα ήταν μεγάλο και το πέρασμα απότομο, τόσο που κάποιοι έμειναν ή πέρασαν ολότελα στη μία ή την άλλη πλευρά: οι μεν παρέμειναν κολλημένοι και οχυρωμένοι σε κάποια πολιτικά στρατόπεδα με αμφίβολη ζωή, νιώθοντας όλο και πιο ξένοι απέναντι στον κόσμο που ερχόταν` οι δε ρίχτηκαν με τα μπούνια σ’ αυτό τον νέο κόσμο, τρέχοντας πίσω από τις διαφημίσεις του, κυνηγώντας λεφτά και καριέρα και διαγράφοντας μεμιάς τον προηγούμενο εαυτό τους. Κάποιοι άλλοι τέλος προσπάθησαν να γεφυρώσουν το χάσμα και να κρατήσουν επαφή και με τις δύο όχθες. Εκ των υστέρων μπορούμε να πούμε ότι εδώ ο Βακαλόπουλος στάθηκε πολύτιμος οδηγός. Ήταν από τους πρώτους που ένιωσαν το διχασμό, και πάσχισε να τα βγάλει πέρα με μια αυτοσχέδια στρατηγική. Με μια κουβέντα, η στρατηγική αυτή ήταν απλή: μέσα σ’ όλα, χωρίς φόβο και προκατάληψη για τίποτα` αλλά και πέρα απ’ όλα, χωρίς απόλυτες δεσμεύσεις, με όση απόσταση χρειάζεται για να ελέγχει κανείς τους κανόνες του παιχνιδιού και να μπορεί να φύγει όταν πρέπει.
Όπως φαίνεται από τα πέντε μοτίβα που έλεγα πριν, ο Βακαλόπουλος καταπιάστηκε με χίλια πράγματα, αγαπώντας το καθένα χωριστά, γι’ αυτό που ήταν: με ταινίες ελληνικές και ξένες, με τραγούδια ροκ και λαϊκά, με περιοδικά και κριτικές από τον Σύγχρονο Κινηματογράφο μέχρι το Αντί, με δικά του έργα από την Υπόθεση μπεστ-σέλερ μέχρι τη Γραμμή του Ορίζοντος κι από την Όλγα Ρόμπαρτς μέχρι το Παρακαλώ, γυναίκες, μην κλαίτε. Ταυτόχρονα όμως δεν έπαψε να ενδιαφέρεται για το πώς και πού συνυπάρχουν όλα αυτά, για τις υπόγειες διαδρομές που συνδέουν και αντιπαραθέτουν την πολιτική με τον πολιτισμό, τον κοσμοπολιτισμό με την πατρίδα, το μαρξισμό, τη σημειολογία και την ψυχανάλυση με τον ελληνισμό και την Ορθοδοξία, τον εκσυγχρονισμό με την παράδοση, το ιερό με το βέβηλο. Έδειξε έτσι έναν τρόπο να περνάει κανείς από το προσωπικό στο συλλογικό, από τη μοναχικότητα στην κοινότητα και πίσω, κι ακόμη από την αντίδραση στη δημιουργία ή από το χάος στο χαρτί` έναν τρόπο να χαίρεται κανείς τα πράγματα του κόσμου με την αγαλλίαση ενός σωστού εικονολάτρη την ίδια στιγμή που ασκούσε την πιο εικονοκλαστική κριτική στις εξουσίες που τα ορίζουν` κι έναν τρόπο τέλος να έχει κανείς πάντα στραμμένες τις κεραίες του, πέρα από τα τετριμμένα και τα αυτονόητα, στην ονειρική υφή της πραγματικότητας.
Έναν τέτοιο στοίχημα, με τέτοια εφόδια, ο Βακαλόπουλος δεν ήταν ο μόνος που τα πρόσφερε, ήταν όμως από τους καλύτερους. Όλα αυτά στάθηκαν πολύτιμα τότε, στη μεταπολίτευση, που το χάσμα ανάμεσα στα προσωπικά και τα κοινά άνοιγε κάτω απ’ τα πόδια μας και η αμηχανία για τη ζωή που είχαμε μπροστά μας χτυπούσε κόκκινο. Και είναι πολύτιμα σήμερα, που η μεταπολίτευση τέλειωσε, αλλά το κενό μεγαλώνει και η αμηχανία για το νόημα της ζωής μας υπόσχεται να μας συνοδεύσει μέχρι τον τάφο. Αλλά, όπως έλεγα στην αρχή, αυτή η προσφορά, που είναι ίσως η πιο σημαντική του, δεν κάνει διακρίσεις: απευθύνεται το ίδιο σε κείνους που έπεσαν κάποτε πάνω του στην πορεία της ζωής (και νοσταλγούν ακόμη εκείνο το συναπάντημα) και σε κείνους που δεν θα πάψουν να πέφτουν πάνω σ’ ένα βιβλίο, μια ταινία ή μια εκπομπή του, και να γοητεύονται, στα άδηλα χρόνια που θα ’ρθουν.
Από την συνάντηση φίλων του Χρήστου Βακαλόπουλου με αφορμή τα 25 χρόνια από τον θάνατό του, Φίλιον, 29/1/2018.
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα είναι έργο του Γιώργου Κόρδη.
Πηγή κειμένου: Aντίφωνο