Ο πατήρ Δημήτριος Στανιλοάε ήταν ένας από τους πιο δημιουργικούς και πρωτότυπους θεολόγους του αιώνα που πέρασε. Στο παρόν άρθρο θα παρουσιάσουμε τις απόψεις του για τον χρόνο και τον χώρο, σε συνάρτηση με το βασικό ιδίωμα του Θεού, την θεία αγάπη.
Ο Θεός είναι αιώνιος και ξεπερνά κατά πολύ την χρονική διάσταση. Ωστόσο η αιωνιότητα του Θεού «δεν μπορεί να ’ναι το κατηγόρημα μιας αναλλοίωτης ουσίας (ακόμη κι αν αντιλαμβάνεται κανείς τούτο το αναλλοίωτο σαν αιώνια δόμηση και ανανέωση), ούτε σαν ένας αναλλοίωτος νόμος, που υπάρχει καθεαυτός, γιατί από μια τέτοια ουσία-αντικείμενο απουσιάζει η διάσταση εκείνη που είναι κατ’ ουσία ανεξάντλητη: η εσωτερικότητα (π. Δ. Στανιλοάε, Ο Θεός είναι Αγάπη, Εκδ. Πουρναρά, Θεσ/κη 1983, σελ. 45). Αυτό που θέλει να πει ο π. Δημήτριος είναι ότι ο Θεός δεν υπάρχει σε μια νεκρικού τύπου αθανασία και ακινησία, όπως την εννοούσαν οι σχολαστικοί θεολόγοι. Προέχει η εσωτερικότητα του Θεού, το ότι δηλαδή ο Θεός είναι μια Τριάδα Αγίων Υποστάσεων, που ζει πέρα από κάθε μονοτονία. «Η τέλεια ή αληθινή αιωνιότητα πρέπει να ’ναι μια αλήθεια ελεύθερη από κάθε ανακατασκευή και μονοτονία. Είναι το κατηγόρημα μιας τέλειας υποκειμενικότητας» (ό.π. σ. 45). Ο Θεός στην σκέψη του π. Στανιλοάε είναι το τέλειο υποκείμενο, γιατί είναι Τριάς προσώπων που αγαπιούνται και αλληλοεισδύουν και αλληλοπεριχωρούνται στον τέλειο βαθμό. Εικόνα του θείου Υποκειμένου είναι και το ανθρώπινο υποκείμενο. Η αιωνιότητα είναι λοιπόν η τέλεια υποκειμενικότητα, γιατί προϋποθέτει την εσωτερικότητα του Θεού και την απολύτως ελεύθερη βούλησή Του. Εξυπονοεί την πληρότητα της θείας ζωής, που είναι γεμάτη μακαριότητα και ευτυχία. «Η αιωνιότητα είναι ζωή, αλλά η Δύση δεν ξέρει τίποτα άλλο παρά την ψεύτικη αιωνιότητα μιας αναλλοίωτης ουσίας ή αυτής –επίσης ψεύτικης- ενός συνεχούς γίγνεσθαι. Για μεγάλο χρονικό διάστημα, διάλεξε για τη μια περίπτωση τον Παρμενίδη και τον Θωμά Ακινάτη και σήμερα παίρνει τον Ηράκλειτο και τον Έγελο. Αλλά η αληθινή αιωνιότητα βρίσκεται πάνω από τούτο το δίλημμα: είναι η αιωνιότητα της Αγίας Τριάδας» (ό.π. σ. 45-6). Για τον ρουμάνο θεολόγο η ζωή υπάρχει εκεί όπου υπάρχει κοινωνία υποκειμένων. Και μεταξύ των Τριών Αγίων Προσώπων της Θεότητας υπάρχει αμοιβαία εσωτερική υποκειμενικότητα. Δεν πρέπει να σκεπτόμαστε την θεία αιωνιότητα σαν παρμενίδεια ακινησία, αλλά να θεωρούμε ότι εντός της υποκρύπτεται άφατος δυναμισμός και πληρότητα ζωής. Η θεολογία του π. Δημητρίου είναι υπαρξιακή. «Η ζωή της αιώνιας θείας υποκειμενικότητας πρέπει από κάθε άποψη να ’ναι μια αναλλοίωτη πληρότητα. Πρέπει επίσης από τη φύση της ν’ αγαπήσει μια υποκειμενικότητα της ίδιας πληρότητας, ώστε να ’ναι ζωντανή κι ανεξάντλητη. Βρίσκεται σε άπειρη σχέση με τη δική της υποκειμενικότητα, έχοντας τη θεωρία ενός άλλου ‘εγώ’, έτσι ώστε να ’ναι αληθινή αγάπη, αιωνία και αστείρευτη» (ό.π. σ. 47).
Ο κορυφαίος θεολόγος πιστεύει ότι αιωνιότητα και χρόνος δεν βρίσκονται σε αντίθεση μεταξύ τους. «Η αιωνιότητα, με το αληθινό της νόημα, κάνει δυνατή την κατανόηση του χρόνου και την σχέση του με την αιωνιότητα. Δεν είναι πια ανάγκη να θεωρούμε αυτά τα δύο σε ασυμφιλίωτη σχέση. Ο χρόνος με άλλα λόγια δεν είναι κάτι το αντίθετο προς την αιωνιότητα, η έκπτωσή της. Η θεία αιωνιότητα, ζωή μέσα στην πληρότητα, διάλογος της τέλειας αγάπης με τα ‘εγώ’ που είναι στην ίδια τέλεια εσωτερικότητα, φέρνει η ίδια την δυνατότητα του χρόνου» (ό.π. σ. 47). Παρομοίως, και ο χρόνος φέρνει μαζί του τη δυνατότητα της αιωνιότητας, η οποία μπορεί να ενεργοποιηθεί με την κοινωνία προς το Θεό διάμεσου της χάριτος.
Ο π. Στανιλοάε στη συνέχεια δίνει μια υπαρξιακή ερμηνεία του χρόνου. «Η αγάπη είναι προσφορά ενός εγώ σ’ ένα άλλο και η αναμονή της ανταπόκρισης: η ολοκληρωτική προσφορά του άλλου. Γι’ αυτό μόνο στην άμεση και πλήρη ανταπόκριση ο αγαπημένος ενώνεται με αυτόν που τον αγαπά και η αγάπη γίνεται ολοκληρωμένη. Ο χρόνος είναι η διάρκεια της αναμονής τούτης. Πράγματι, εκφράζει την πνευματική απόσταση μεταξύ των προσώπων, ενώ η αιωνιότητα είναι πάνω από αυτή την απόσταση» (ό.π. σ. 48). Ο χρόνος είναι το δώρο του Θεού προς τον άνθρωπο, καθότι αυτός, όντας κτιστό ον, πρέπει να ακούσει το θείο κάλεσμα και να ανταποκριθεί σε αυτό. Η δυνατότητα αυτή για τον ενωτισμό της θείας κλήσης και της συνακόλουθης ανταπόκρισης σε αυτή συνιστά τον χρόνο. Δεν πρέπει να βλέπουμε τον χρόνο ως ένα εχθρό, που περνά αφήνοντας πίσω του φθαρτότητα, αλλά να τον σκεφτόμαστε σαν μια θεία δωρεά, που σέβεται την ανθρώπινη ελευθερία και που δίνει στο κτίσμα την δυνατότητα ν’ ανταποκριθεί στην θεία κλήση. Ο χρόνος θα λέγαμε έτσι είναι κατά κάποιο τρόπο μια δωρεά της θείας αιωνιότητας, εκεί έχει την πηγή του και προς τα εκεί προσανατολίζεται. Γι΄ αυτό και στην κοινωνία με τον Θεό διά της χάριτος αποκτούμε την ίδια αιωνιότητα. Εισερχόμαστε, σύμφωνα άλλωστε και με την παλαμική θεολογία, πάνω από το ιδίωμα του χρόνου και γινόμαστε «θείας φύσεως κοινωνοί». Οι άνθρωποι είναι σύντροφοι της αγάπης του Θεού και εκουσίως μέτοχοι της θείας υποκειμενικότητας, άπειρης από όλες τις απόψεις. «Στη σχέση με τους ανθρώπους, μετόχους της υποκειμενικότητάς του, ο Θεός έκανε ευεργετικά συγκεκριμένες τις ενέργειές του∙ δεν βρίσκεται εδώ σε επικοινωνία με τα όντα εξολοκλήρου. Γιατί οι άνθρωποι αργούν ν’ απαντήσουν ή ν’ απαντήσουν τέλεια και άμεσα στο Θεό και στους συνανθρώπους τους. Αυτή η αύξηση μέσα στην ικανότητα προσφοράς και ανταπόκρισης, αυτή η αργοπορία και η αναμονή είναι πράγματα ισοδύναμα με το χρόνο» (ό.π. σ.49). Ο χρόνος, όπως άλλωστε και στον φιλόσοφο Χάιντεγκερ δεν είναι ένα αφηρημένο μέγεθος, που μετράται μονότροπα με τους νόμους της φυσικής. Είναι ένα θείο δώρο, που αποτελεί συγκατάβαση στην ανθρώπινη ατέλεια και σμικρότητα, δώρο το οποίο όμως δίνει στον άνθρωπο τη δυνατότητα να αυξηθεί εν Πνεύματι και να γίνει μέτοχος της θείας ζωής. «Αλλά οι σύντροφοι έχουν τη δυνατότητα να δεχθούν από τον Θεό βοήθεια στην πορεία τους προς την αιωνιότητα, προς την ταυτότητα και την τελειότητα της προσφοράς και της τελειότητας. Μια και ο Θεός είναι αιώνιος, και εμείς μπορούμε να οδηγηθούμε με ολοκλήρωση των χαρισμάτων μας προς την αιωνιότητα» (ό.π. σ. 49).
Είναι σημαντικό να πούμε ότι σύμφωνα με τον ρουμάνο θεολόγο ο Θεός, ενσαρκωθείς, βαδίζει μαζί μας προς την αιωνιότητα και ζει ο ίδιος την ανταπόκριση και το χρόνο, τον περιορισμό εξαιτίας της εξέλιξης της προσφοράς που κάνει η αγάπη του. «Ζει λοιπόν την αιωνιότητά του στις ενδοτριαδικές σχέσεις και συνάμα στη χρονική σχέση με τα πνευματικά δημιουργήματα» (ό.π. σ. 49). Ο Θεός ζει τον χρόνο κενωνόμενος στη σχέση του με τη δημιουργία. Ο Θεός, μπορεί να είναι μακάριος στις ενδοτριαδικές σχέσεις, ωστόσο θλίβεται που δεν απαντούμε στο κάλεσμά του και αναμένει την μετάνοια του πλάσματός του. Περαιτέρω, «ο χρόνος για το Θεό σημαίνει τη διάρκεια της αναμονής του μπροστά στην πόρτα, έως ότου αυτή ανοίξει διάπλατα. Ο Θεός δεν μπαίνει βίαια στην καρδιά του ανθρώπου. Η ένωση με τον Θεό δεν πρέπει να πραγματωθεί δίχως την ελεύθερη ανταπόκριση των πιστών στην προσφορά της αγάπης του. Γι’ αυτό ακριβώς χορηγεί το χρόνο. Αλλά ο χρόνος αυτός βιώνεται εξίσου και από τον ίδιο τον Θεό. Θα μπορούσε μάλιστα να πει κανείς ότι ο Θεός βιώνει περισσότερο τούτο το χρόνο από μας, γιατί αυτός ξέρει πάντοτε πως περιμένει έξω από την πόρτα μας, ενώ εμείς, απασχολημένοι με βιοτικές μέριμνες, δεν τον περιμένουμε, δεν ξέρουμε καν πως περιμένει στην πόρτα μας» (ό.π.σ. 50). Όσο δεν κατορθώνουμε την πλήρη ένωση μαζί του, τόσο και ο Θεός εξαρτά την δράση του για το καλό μας από το σημείο προόδου ή καθυστέρησης, όπου βρισκόμαστε σε τούτο το μεσοδιάστημα, το οποίο μας χωρίζει από την τέλεια ένωση. Υπό το παραπάνω πρίσμα, μπορούμε να μιλήσουμε για μια ιστορικότητα, για ένα «γίγνεσθαι» του Θεού στη δράση του για μας. Όχι μόνο προχωρούμε στην τέλεια ένωση με τον Θεό, αλλά συνάμα πηγαίνουμε στην αγαπητικήί ατμόσφαιρα του προσώπου του∙ έτσι ο χρόνος μας γεμίζει σιγά σιγά με μια αιωνιότητα πάντοτε αισθητή.
Περαιτέρω, ο π. Δημήτριος λέγει ότι «το νόημα του χρόνου, όπως το έχουμε ορίσει, μπορεί επίσης να νοηθεί ως η έκφραση του γεγονότος ότι είμαστε πάντοτε τοποθετημένοι έξω από τους εαυτούς μας, δεν βρισκόμαστε πράγματι σ’ αυτό που είμαστε από τη φύση μας, δεν έχουμε φτάσει αυτό που θέλουμε και αυτό που το είναι μας απαιτεί να γίνουμε. Βρισκόμαστε πάντοτε σε πορεία, ταξιδιώτες» (ό.π. σ.52). Ο ζωντανός χρόνος αντανακλά τη συνεχή τούτη ορμή πάνω από το μη ον προς τη μελλοντική πληρότητα του όντος, προς αυτό που είναι η πηγή. Η στασιμότητα στο παρόν και η αδράνεια, η αδιαφορία να τελειοποιηθούμε στην αγάπη σημαίνει θάνατο. «Αυτός που δεν θέλει να πεθάνει αληθινά, δεν θα αναστηθεί. Αυτός που δεν αρνείται τον εαυτό του δεν θα γίνει δεκτός από τη ζωή» (ό.π. σ.54). Σύμφωνα με τον Μέγα Βασίλειο, ο υλικός χρόνος ή αυτός που υπόκειται στη μόνη διαδοχή των υλικών πραγμάτων, δεν έχει σχέση με το χρόνο της ανθρώπινης εσωτερικότητας. Αυτός ο υλικός χρόνος οδηγεί στο θάνατο. Δεν είναι η πορεία του όντος προς τη ζωή. «Ο χρόνος γίνεται πραγματικότητα , όταν μεταβάλλεται σε συνεχή κίνηση του ανθρώπου, ο οποίος θέλει να ξεπεράσει την απόσταση ανάμεσα στους ανθρώπους και ανάμεσα στον άνθρωπο και στο Θεό. Είναι πραγματικός με το νόημα ότι ο Θεός βρίσκεται σ’ αυτόν ως ελκτική δύναμη. Ο χρόνος υπάρχει εκεί που βιώνεται, διαμέσου του Θεού, ως μια διάρκεια που τείνει σ’ ένα ξεπέρασμα και όχι σαν μια αιωνία πραγματικότητα, έσχατη καθεαυτή. Καθώς βγαίνουμε έξω από μας προς το υπέρτατο υποκείμενο, βυθιζόμαστε στη σφαίρα της θείας έλξης και ζούμε πραγματικά∙ προχωρούμε προς την πλήρη και αιωνία ζωή. Έτσι ξεπερνούμε τον χρόνο» (ό.π. σ.56). Και η αναζήτηση του Υπερτάτου Όντος, του Θεού, γίνεται διαμέσου του πλησίον μας. Γι’ αυτό είναι ανάγκη να προσφέρουμε τους εαυτούς μας δώρο στους συνανθρώπους μας. Όπως ήδη είπαμε, όταν αρνούμαστε να ξανοιχθούμε στον Θεό και τον συνάνθρωπο, «ο Θεός υποφέρει, γιατί εμείς υποφέρουμε βυθισμένοι στην άρνησή μας, γιατί , αρνούμενοι την αγάπη του ή αργοπορώντας να του ανοίξουμε την πόρτα, δεν μπορεί να μας χορηγήσει τις ευεργεσίες του» (ό.π. σ. 59). Ωστόσο , πρέπει να τονίσουμε ξανά πως «η ευτυχία στην ενδοτριαδική ζωή του Θεού δεν εξαρτάται από την απάντηση του ευγνώμονα πιστού προς τις θείες ευεργεσίες. Έτσι η οδύνη δεν είναι μια ακούσια θεία κατάσταση, που θα έθιγε τη θεία ουσία. Κατά την ανατολική (ορθόδοξη) διδασκαλία, ο Θεός υποφέρει εξαιτίας της δικής μας άρνησης, αλλά δεν ζει τούτη την άρνηση σαν έλλειψη αγάπης στην ενδοτριαδική ζωή. Έτσι η ευτυχία αυτής της αγάπης δεν μειώνεται παραμένοντας τέλεια». Ωστόσο, το γεγονός αυτό δεν μειώνει καθόλου τη σημασία της οδύνης του Θεού, που θλίβεται από την αρνητικότητα του πλάσματός του. Αυτός όμως που αρνείται τη θεία αγάπη, εμμένοντας στην κατάσταση του εγωισμού, δεν συναντά ποτέ κάτι το νέο, οπότε είναι σαν να μην υπάρχει χρόνος, αλλά μια αρνητική όψη της αιωνιότητας. «Εδώ ο χρόνος χάνει κάθε του σημασία, γίνεται άχρηστος ύστερα από το ολοκληρωτικό του άδειασμα, από την έλλειψη κάθε κίνησης, κάθε διεύθυνσης» (ό.π. σ.63). Κάπου αλλού γράφει ο π. Δημήτριος: «Η δυνατότητα για το Θεό να έρχεται ευεργετικά σε σχέση με την ανθρώπινη χρονικότητα, και η εκούσια οδύνη του, οφειλόμενη στην ανθρώπινη άρνηση ν’ ανταποκριθεί στην αγάπη του, εξηγούν την πραγματική ένωση της θεότητας και της ανθρωπότητας στο μοναδικό πρόσωπο του Χριστού, το δεσμό ανάμεσα στη θεία απάθεια και την ανθρώπινη οδύνη, δίχως, εντούτοις, τούτη η οδύνη να θίγει την ίδια τη θεία ουσία» (ό.π.σ. 64).
« Ο Υιός του Θεού σαρκώθηκε όχι μόνο για να μετάσχει στην ανθρώπινη οδύνη, όχι μόνο για να κοινωνήσει με τη χρονικότητά μας, αλλά και εμείς για να κοινωνήσουμε με τη θεία αιωνιότητα» (ό.π. σ.67). Διά της χάριτος του Θεού το ανθρώπινο πρόσωπο πνευματικοποιείται και μέσω των ακτίστων θείων ενεργειών ο άνθρωπος πράγματι ζει την θεία αιωνιότητα- κοινωνούμε βέβαια των ακτίστων θείων ενεργειών και όχι της άκτιστης θείας ουσίας. Ο χρόνος για τον π. Δημήτριο είναι «μια σκάλα που ρίχνεται από το Θεό , για να μπορέσουν τα δημιουργήματά του ν’ ανεβούν προς αυτόν» (ό.π.σ. 68). Και είναι ακριβώς στον Χριστό, όπου «κορυφώνεται η τελείωση της πραγματικής σάρκωσης του Θεού και η πραγματική ανάβαση του ανθρώπου. Ο σαρκωμένος Θεός- ο Χριστός- έζησε τη χρονικότητα και έγινε μέτοχος της ανθρώπινης οδύνης. Ο άνθρωπος έζησε τη θεία αιωνιότητα.
*****************
Παράλληλα με τον χρόνο, ο Θεός έθεσε και την μεταξύ των όντων χωρική απόσταση, για να προσπαθούν αυτά να την ξεπεράσουν διά μέσου της αγάπης. Η απόσταση δεν πρέπει να είναι πηγή πνευματικής αποξένωσης – τα ένσαρκα όντα δεν εμποδίζονται από την εκκίνηση ενός καταρχήν διαλόγου της αγάπης.
«Οι αποστάσεις έχουν την ορατή μορφή της ετερότητας των περιορισμένων όντων, τα οποία έχοντας τη σάρκα δεν εμποδίζονται ν’ αποτελούν το σημείο ενός καταρχήν ατελούς διαλόγου της αγάπης, τον οποίο προωθούν σε μια τελειότητα. Για να γεφυρώσουν τούτη την απόσταση έχουν ανάγκη από το χρόνο. Το γεωγραφικό διάστημα τους επιβάλλει ένα άλλο, το χρονικό, και αυτό το τελευταίο εξαναγκάζει σε μια απόσταση χωρική-οριακή και επισημαίνει μια απόσταση πνευματική» (ό.π. σ. 71).
«Το διάστημα είναι μια μορφή σχέσης μεταξύ των σαρκωμένων και περιορισμένων πνευματικά όντων, που δεν μπορούσαν να ζήσουν έναν τέλειο δεσμό με το Θεό και μεταξύ τους∙ έχει το έσχατο θεμέλιό του στη διαπροσωπική σχέση της Τριάδας, και – μπορεί να προσθέσει κανείς- στην αιώνια σκέψη του Θεού, πηγή του ανθρώπινου λόγου και των δημιουργημάτων του. Αλλά αυτή η ίδια η σκέψη έχει την πρωταρχική της βάση στις τριαδικές σχέσεις. Η ετερότητα των ανθρώπινων όντων στη θεία σκέψη (λόγοι) και σιωπηρά, το διάστημα ως μορφή σχέσης των δημιουργημάτων, θεμελιώνονται στην ετερότητα των θείων προσώπων. Εξάλλου, ο δεσμός ανάμεσα στα όντα και η ανάγκη τους να συναντιούνται στο διάστημα αυτό θεμελιώνονται επίσης στην τριαδική κοινωνία» (ό.π. σ. 72). Παράλληλα, ο Θεός αγκαλιάζει κάθε πράγμα, ως πανταχού παρών και ως το ον που βρίσκεται πάνω από κάθε διάστημα. Επίσης, ο Θεός κάνει αισθητή την παρουσία του διά της χάριτος περισσότερο σε ορισμένους πνευματικά προοδευμένους ανθρώπους, «κενώνεται», κατεβαίνει προς αυτούς, και ο σκοπός του είναι να βοηθήσει τον άνθρωπο να επικοινωνήσει μαζί του. Με το διάλογο της αγάπης εξαλείφεται το δημιουργημένο κενό της χωροχρονικής οριακής απόστασης που χωρίζει τα όντα μεταξύ τους και με τον Θεό. Οι Άγιοι μάλιστα «μετέχουν στην πανταχού παρουσία του Θεού, ο όποιος μυστικά είναι παρών στον καθένα με την αγάπη του. Ζουν τούτη την παρουσία με την πνευματική τους ευαισθησία και μετέχουν σ’ αυτή με τον τρόπο τους. Αυτοί οι άνθρωποι μπορούν να βλέπουν στον πανταχού παρόντα Θεό κάτι από τούτη τη μακρινή πραγματικότητα. Έτσι, αφού για μερικούς ο Θεός είναι η κατοικία του απροσίτου φωτός (Α Τιμ. 6, 16), γίνεται πνευματικά αισθητός σ’ αυτούς που έχουν προσεγγίσει τον Χριστό με την αγάπη» (ό.π.σ. 75).
Ο Θεός δεν υπόκειται στον χώρο, αλλά βρίσκεται σε σχέση μαζί του- ο χώρος βασίζεται στην τριαδικότητα του Θεού. Σ’ έναν απρόσωπο Θεό δεν θα υπήρχε κανένα θεμέλιο επαρκές για τη δημιουργία του χώρου. Γιατί ο χώρος είναι αξεδιάλυτα συνδεδεμένος με την διαπροσωπική κοινωνία. Στις στιγμές της ολοκληρωτικής κοινωνίας, της αγαπητικής και απορροφητικής θέας του απείρου και ανεξάντλητου μυστήριου του είναι, ως προσώπου του άλλου, ο χώρος γεφυρώνεται, αφανίζεται. Ο χώρος μπορεί να γεμίσει με το εσωτερικό φως του προσώπου και να γίνει μια αγαθοποιός πραγματικότητα, αν χρησιμοποιηθεί για να φανερωθεί η κοινωνία του ανθρώπου με τον Θεό και τους συνανθρώπους του. Ο χώρος δόθηκε, όπως και ο χρόνος, ως μεσοδιάστημα της μεταξύ Θεού και ανθρώπου τελείας κοινωνίας. «Σε μας λοιπόν βρίσκεται όλη η πρωτοβουλία, να διατηρήσουμε ή να μειώσουμε ή να γεφυρώσουμε το χώρο, όπως κάνουμε για το μεσοδιάστημα του χρόνου. Ο χώρος λοιπόν δόθηκε για να ξεπεραστεί με την κοινωνία. Μ’ αυτόν μας συνδέει η φύση μας» (ό.π. σ.77). «Στην επιθυμία , που δένει τα όντα μεταξύ τους, καθώς τείνουν σε μια πλήρη κοινωνία, ο Τριαδικός Θεός επενεργεί το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, με την κατάβασή του στο επίπεδο των ανθρώπων, στη δική τους θεία και ανθρώπινη κοινωνία. Με την ταπείνωσή του στις περιοχές, όπου βρίσκονται οι άνθρωποι βαδίζοντας το δρόμο προς την κοινωνία, ο Θεός θέλει να τους καθοδηγεί στην πλήρη αγάπη και στο ξεπέρασμα του χώρου και του χρόνου» (ό.π. σ.80).
Και είναι διαμέσου του Χριστού που «ο Θεός δέχτηκε να ταπεινωθεί επίσης μέσα στο χώρο∙ πλησίασε στο πιο μεγάλο μέτρο τους ανθρώπους, μολονότι η θεία ουσία του δεν έπαυσε να ’ναι παρούσα παντού» (ό.π. σ. 81). «Ωστόσο πρέπει να προσέξουμε ακόμη ένα σημείο: ο Υιός του Θεού, παίρνοντας ακέραιη και τέλεια την ανθρώπινη φύση στη θεία του υπόσταση, μπόρεσε μ’ αυτή τη φύση ν’ ανοιχτεί περισσότερο από κάθε άνθρωπο προς την ανθρωπότητα ολόκληρη. Ο Jean Meyendorff γράφει: ‘ο Λεόντιος Ιεροσολύμων θέλει να πει, όταν κάνει λόγο για την ‘κοινή’ υπόσταση του Χριστού, το εξής: μια υπόσταση η οποία , αντί να είναι μια άλλη απομονωμένη και ατομική υπόσταση στους κόλπους των υποστάσεων συγκροτώντας την ανθρώπινη ‘φύση’, απεναντίας είναι το υποστατικό αρχέτυπο όλης της ανθρωπότητας όπου αυτή, η ίδια, και όχι μόνο ένα άτομο, ανακεφαλαιώνεται και βρίσκει την ενότητα με τον Θεό. Τούτο κατορθώνεται μόνο αν η ανθρωπότητα του Χριστού δεν είναι ένας απλός (ψιλός, γυμνός) άνθρωπος, αλλά ανήκει στη μια υπόσταση ανεξάρτητη από κτιστά όρια.» Ο Χριστός ως υπόσταση-εστία όλης της ανθρωπότητας είναι, με τον καθένα μας, από το ένα μέρος το σύνολο-υποκείμενο των ενεργειών της χάριτός του, και από το άλλο το σύνολο-υποκείμενο των οδυνών μας και των σωστών προσπαθειών μας» (ό.π. σ. 81). Με τον Χριστό κάθε απόσταση, που χωρίζει τον άνθρωπο από τον Θεό, ξεπερνιέται. Στην ταπείνωση του ίδιου του Θεού ανταποκρίνεται η ύψωση του ανθρώπου» (ό.π. σ. 82). Εξαιτίας του Χριστού και χάρη σ’ αυτόν γεφυρώθηκε το χάσμα ανάμεσα στην ανθρωπότητα και στο Θεό πραγματικά και δυνάμει. Το μέγα μυστήριο της ανθρώπινης σωτηρίας είναι αυτό της Ενσάρκωσης.
****************
Η θεολογία του π. Δημητρίου Στανιλοάε για τον χρόνο και τον χώρο θα μπορούσε να θεωρηθεί ως υπαρξιακή. Ο μεγάλος θεολόγος ατενίζει αυτές τις πραγματικότητες μέσα στο μεγάλο μυστήριο της αγάπης του Θεού, που, χωρίς να βιάζει κανένα, κενώνεται μέχρι θανάτου, «θανάτου δε σταυρού», για να σώσει το ανθρώπινο πλάσμα του.
Τοιχογραφία: Ο Χριστός ως Μεγάλης Βουλής Άγγελος (και συνοδευτικές παραστάσεις). Μονή Αγίας Παρασκευής Φλαμουριάς Βοΐου. 17ος αι.
Ο χρόνος στην θεωρία της σχετικότητας μετρά τις αποστάσεις που συνδέουν μεταξύ τους τα γεγονότα και κατ επέκταση παρέχει το κριτήριο για το αν υπάρχει δυνατότητα να συνδεθούν με τρόπο που επιτρέπει να επηρεάζει το ένα το άλλο. Δυο γεγονότα δεν έχουν δυνατότητα σύνδεσης αν μεσολαβεί άπειρος χρόνος για να φθάσει πληροφορία από το ένα στο άλλο. Χαρακτηριστικό επίσης για την μέτρηση των αποστάσεων του χώρο-χρόνου είναι ότι η πληροφορία που μπορεί να μεταφερθεί έχει όριο στον χρόνο, που προσδιορίζεται από το όριο της ταχύτητας του φωτός. Δεν μπορεί να ταξιδέψει πληροφορία με ταχύτητα μεγαλύτερη από αυτήν του φωτός.
Αν περνώντας από την φυσική στην πατερική θεολογία δεχθούμε ότι όπως υπάρχει κτιστό υπάρχει και άκτιστο φως που μεταφέρει την αντίστοιχη πληροφορία που ενώνει την συνείδηση του ανθρώπου με τον Θεό, κατ επέκταση τα γεγονότα που συνδέονται με τον χρόνο συνακόλουθα με την θεολογία του πατέρα Στανιλοάε μπορούν να ερμηνευθούν ως εσωτερικά γεγονότα που λαμβάνουν χώρα στην συνείδηση του ανθρώπου και που είναι ουσιώδη στον βαθμό που μετρούν την απόσταση που τον χωρίζει από την αντίληψη της αγάπης του Θεού, ή την θέωση.
Τα γεγονότα που μας φέρνουν πιο κοντά ή πιο μακριά από τον Θεό, έχουν καθοριστική σημασία κάτω από ένα τέτοιο πλαίσιο αναφοράς για αυτό που γινόμαστε στην ζωή μας, και ο χρόνος που μεσολαβεί πηγαίνοντας από το ένα στο άλλο, είναι ο ο χρόνος που μας δίνεται για να βιώσουμε αυτό που πραγματικά γινόμαστε βρίσκοντας ή χάνοντας καθ οδόν την αγάπη του Θεού.
Ιδιαίτερα διαφωτιστικά τα όσα το αντίφωνο δίνει την ευκαιρία να μεταφερθούν ή να ερμηνευθούν κάπως παραπέρα συνδέοντας τις απόψεις του π. Στανιλοάε με τις πολύ ενδιαφέρουσες απόψεις του κου Ιωάννου.