Ζήνων Τσικρικάς
Τόσο ο έλλογος εγωισμός και κανονιστικός ατομικισμός (Hobbes, Locke, Kant, Rawls, Höffe) όσο και ο κανονιστικός κοινωνισμός (κολλεκτιβισμός) (Marx) θεσμίζονται με ένα κοινωνικό και πολιτικό συμβόλαιο. Όταν όμως αυτό υπόκειται σε μια εγελιανή και μεταεγελιανή κριτική (Hegel, Stirner, Nietzsche, Adorno, Habermas) χάνει την ισχυρή λογική κανονιστική θεμελίωσή του. Αυτή είναι απλώς ενσυνείδητα ψευδής, αποτελεί ένα αναγκαίο ζωτικό ψεύδος, μια πραγματιστική, αισθητική και βολονταριστική εμφάνεια χωρίς μεταφυσική ή οντολογική υπόσταση. Οι κοινωνίες και πολιτείες ενός τέτοιου συμβολαίου έχουν ως αρχή τους την αυτόματη, αυτονόητη και φορμαλιστική αναγνώριση των υποκειμένων τους, τα αφηρημένα και φορμαλιστικά ανθρώπινα δικαιώματα, το φορμαλιστικό υποκείμενο και όχι κάποιο αξιολογικό, εθνικό, θρησκευτικό ή ηθικό περιεχόμενο αυτού. Καμία σύγχρονη κοινωνία και πολιτεία, πλην των θεοκρατικών ισλαμιστικών, δεν θέτει ως βάση της ένα αξιολογικό περιεχόμενο εθνικής, θρησκευτικής ή ηθικής υφής. Η αρεταϊκή ηθική ως ενδεχόμενο θεμέλιο έχει υποστεί και αυτή την ίδια αποδομητική κριτική που επιδιώκει να φανερώσει την απουσία ενός μεταφυσικού ή οντολογικού ερείσματος και τον χρησιμοθηρικό εγωιστικό της χαρακτήρα.
Ο ίδιος ο πυρήνας της σκέψης και κάθε θεμελίωσης, ο ανθρώπινος λόγος στην αυτοκριτική ωρίμανσή του οδηγείται στην αυτοσυνείδηση της πραγματικότητας της ριζικής αυτοθέσμισής του, που μπορεί να θεμελιώνει αλλά και οφείλει να αναιρεί ό,τι θεσμίζει, καθώς δεν υπόκειται στις εν τέλει στάσιμες και δογματικές θεσμίσεις και υποστασιοποιήσεις που ο ίδιος δημιουργεί. Η έννοια της αλήθειας, του υποκειμένου και της ελευθερίας του έχει έτσι κυρίως μια αρνητική και φορμαλιστική χροιά. Αυτό το γεγονός αποτελεί ουσιώδες χαρακτηριστικό της μετανεωτερικής κοινωνίας και παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, η οποία βασίζεται εν πολλοίς σε μια κατ’ αρχήν φορμαλιστική αναγνώριση πάντων και στην πολιτιστική και οικονομική επικοινωνία αυτών.
Μπορούμε να πούμε, ότι η ελληνική πραγματικότητα διακατέχεται από αυτό τον φορμαλισμό ή μηδενισμό του λόγου και των δομών. Η αποδόμηση του περιεχομένου του προσώπου και των θεσμών και δομών είναι ελληνικό ιστορικό χαρακτηριστικό ήδη από τους ύστερους βυζαντινούς χρόνους, οπότε το «βυζαντινό» κράτος απισχάνθηκε έσωθεν. Ενδεχομένως μπορεί να πει κανείς, ότι αυτός ο φορμαλισμός και μηδενισμός του λόγου χαρακτηρίζει τον Ελληνισμό από την αρχαιότητα. Δηλαδή ο ελληνικός λόγος είναι αναστοχαστικός και αυτοκριτικός ή τραγικός, δημιουργεί τον κόσμο του αλλά και τον εξετάζει, τον αναλύει και τον αποκαθαίρει από στάσιμα, μυθολογικά ή δογματικά στοιχεία από τη βάση ενός πάντα διαφωτιστικά θαθύτερου κριτηρίου. Η φάση της δημιουργίας μπορεί να υποκατασταθεί από τη φάση μιας βαθύτερης τραγικής αναδιάταξης του λόγου και του κόσμου του που έτσι μετεωρίζεται στο κενό. Η υποταγή του Σωκράτη στους νόμους είναι η άποψη της αυτοθέσμισης του έλλογου υποκειμένου ενώ η ανυπακοή της Αντιγόνης η στιγμή της διαφωτιστικής αναίρεσής τους από ένα βαθύτερο λόγο που και αυτός τραγικά θα αναιρεθεί. Οι πλατωνικοί διάλογοι συχνά καταλήγουν σε ένα απορητικό τέλος. Κριτικό μέτρο του χριστιανικού λόγου είναι ο Θεός, προς τον οποίο αυτός τείνει εκστατικά. Η εκστατικότητα έχει τον χαρακτήρα της αυτοκριτικής, του μηδενισμού και του φορμαλισμού καθώς εξ αιτίας της αφαιρείται κάθε αμφίβολο περιεχόμενο που θα προϋπέθετε μια αμφιταλάντευση, διαπραγμάτευση, απόφαση από ένα μικτό από αλήθεια και αναλήθεια υπόστρωμα και η πράξη υπέρβασης και αυθυπέρβασης με κατεύθυνση τον δεδομένο Θεό εκτελείται αυτόματα από ένα κενό αναληθούς περιεχομένου αληθές κριτήριο. Ο φορμαλισμός και μηδενισμός του λόγου και των δομών της ελληνικής πραγματικότητας ήδη από τους ύστερους βυζαντινούς χρόνους προηγείται ως πραγματικότητα και καθημερινότητα του μηδενισμού και φορμαλισμού της Δύσης χωρίς να έχει τα αυτοσυνειδησιακά και στοχαστικά χαρακτηριστικά του τελευταίου. Αποτελεί αποτέλεσμα πρωτογενών ιδεοϊστορικών γεγονότων που δεν έχουν τον δευτερογενή διαγνωστικό αλλά και ως τέτοιο ενσυνείδητα ιστορικά γενεσιουργό διαλεκτικό αναστοχασμό της Δύσης.
Σηματοδοτεί έτσι το φορμαλιστικό πέρας της αλήθειας και της ελευθερίας ένα αδιέξοδο όριο ή μήπως αντίθετα αφικνείται στο ερώτημα μιας ανασύνθεσης του λόγου; Όταν η θεμελιώδης αρχή της αλήθειας και της ελευθερίας είναι φορμαλιστική και πλήρως αυτοκριτική-αρνητική ως αίσθηση και γεγονός αισθητικής και βολονταριστικής αυθυπέρβασης, με ποιά περιεχομενική ηθική και πολιτική αξιοθέτηση του ανθρώπινου ατομικού ή συλλογικού υποκειμένου μπορεί π.χ. να δεχτεί ο πολίτης να υποτάξει εαυτόν σε πολιτικές, κομματικές, οικονομικές, φορολογικές κ. α. δομές ή πώς μπορεί να καταπολεμηθεί η εκτεταμένη διαφθορά και ο κυνικός μηδενισμός και αμοραλισμός στην πολιτική και στην οικονομία; Ένα τέτοιο ηθικό αίτημα και αξίωμα στα πλαίσια του έλλογου ατομισμού αλλά και του κολλεκτιβισμού, συμπεριλαμβανομένης της κοινωνίας εκστατικών προσώπων, είναι ένα ενσυνείδητο και εργαλειακό ψεύδος που υπηρετεί απλώς τον φορμαλισμό και την εκστατικότητα της ελευθερίας των πολιτών. Πώς μπορεί επίσης να αποφανθεί στο πεδίο της ζωής και της ηθικής για τον γάμο μεταξύ ομοφυλοφίλων και για την υιοθεσία παιδιών από τέτοια ζευγάρια, για τα βλαστοκύτταρα και την κλωνοποίηση; Μόνο επί τη βάσει μιας εκστατικής, φορμαλιστικής και αρνητικής βολονταριστικής και αισθητικής ιδέας για την αλήθεια και το υποκείμενο; Μπορούμε να έχουμε στην οικονομία και στην ηθική μια βασική κανονιστική αρχή που θα είναι περιεχομενική και δεν θα ερείδεται σε μια εκστατική, αρνητική και φορμαλιστική ιδέα της αλήθειας και της ελευθερίας του υποκειμένου, η οποία απλώς μεταχειρίζεται βολονταριστικά και αισθητικά κάθε περιεχομενική θέσμιση;
Για την απάντηση σε αυτή την ερώτηση μπορούμε να σταθούμε σε ένα σχετικό οριακό σημείο κάποιου παραδείγματος, π.χ. του Χέγκελ.
Στη Λογική της Έννοιας του Χέγκελ η «απόλυτη Ιδέα» δεν μπορεί να αποτελέσει μια κανονιστική ατομικότητα ή συλλογικότητα που θεσμίζει μέσω ενός κανονιστικού συμβολαίου το αντικειμενικό ή εξαντικειμενικευμένο υποκειμενικό καθεαυτό της, αλλά μια καθολική ατομικότητα που είναι πλήρως αυτοκριτική, δεν έχει αντικειμενικό ή υποκειμενικό καθεαυτό, το οποίο έχει ήδη αναιρέσει. Θεσμίζεται αντίθετα εκ βάθρων υπερβαίνοντας κάθε αντίφαση μεταξύ υποκειμένων που θα αφορούσε ένα εριζόμενο καθεαυτό αυτών. Οι αντιφάσεις της Φαινομενολογίας και των δύο πρώτων μερών της Λογικής έχουν αναιρεθεί και διαμεσολαβηθεί εντός εκάστης πλήρως αυτοκριτικής καθολικής ατομικότητας. Η ίδια η απόλυτη Ιδέα, η εννοιακή, επιστημονική, τεχνολογική και αισθητική ωρίμανση του λόγου μπορεί πλέον να αυτοθεσμίζεται εκ βάθρων ώστε να μην καθορίζεται από την αναίρεση, ιδιοποίηση, διαμεσολάβηση και εκ νέου εγκαθίδρυση ως ισχύουσας μιας αντικειμενικής περι-ουσίας ή από την αποδοχή ενός σταθερού εγώ ως επίσης εξαντικειμενικευμένου μέτρου
μιας ηθικής και πολιτικής σύμβασης. Η ουσία της αλήθειας και της ελευθερίας του υποκειμένου έχει μια πλήρως αυτοκριτική, φορμαλιστική αλλά και κοσμογονική σημασία· δεν συντελείται πιά ως αναίρεση και διαμεσολάβηση ενός αντικειμενικού ή υποκειμενικού καθεαυτό υπάρχοντος περιεχομένου και ως εκ νέου εγκαθίδρυσή του, το οποίο έχει πλέον αναιρεθεί πλήρως, αλλά ως βολονταριστική και αισθητική κοσμογονική δημιουργία της καθολικής ατομικότητας.
Έχουμε πλέον μια κοινωνία πλήρως αυτοκριτικής αυτοθέσμισης, αυτάρκους εσωτερικότητας. Η αυτοκριτική εσωτερικότητα έχει διαμεσολαβήσει την αντίφαση με την ετερότητα, δεν είναι όμως σολιψιστική αλλά εκδιπλώνεται σε ένα χώρο ελευθερίας και αμοιβαίας αναγνώρισης, στον οποίο δεν προβάλλεται και δεν διεκδικείται πλέον κανένα εριζόμενο εξαντικειμενικευμένο καθεαυτό παρά αυτοθεσμίζεται και παρέχεται κοσμογονικά και πλουραλιστικά η κάθε αυτοκριτική και καθολική ατομικότητα. «Το όλον είναι το αληθές». Υπάρχει πλέον η πολλότητα των καθολικών υποκειμένων που αυτοθεσμίζονται κοσμογονικά πέρα από ένα εριζόμενο εξωτερικό καθεαυτό. Η διαφορετικότητα, άρνηση, η εν δυνάμει αντίφαση υπάρχει, αλλά διαμεσολαβείται άμεσα από της έναντι ενός εριζομένου και αντιφάσεις προκαλούντος καθεαυτό προτρέχουσας αυτοκριτικής εσωτερικότητας των υποκειμένων και πλέον της κοσμογονικής και δωρηματικής αυτοθέσμισής της πέρα από ένα αντιφατικά εριζόμενο καθεαυτό. Δεν έχουμε υποκείμενα μιας εριζόμενης καθεαυτής ουσίας τους πια αλλά μετα-υποκείμενα, μετα-ανθρώπους που αυτοθεσμίζονται κοσμογονικά και πλουραλιστικά πέρα από ένα αντιφάσεις προκαλούν καθεαυτό.
Η διαφορά, η άρνηση δεν πρόσημο ή όριο που οδηγεί σε αντίφαση, αλλά είναι χώρος της κοσμογονικής εκδίπλωσης και παράστασης της αυτοκριτικής δύναμης των υποκειμένων. Στον Στίρνερ και στον Νιτσε έχουμε την «κοινότητα των εγωιστών». Τόσο η φάση μιας φυσικής κατάστασης πολέμου μεταξύ των ατόμων αλλά και της ηθικής και πολιτικής του κανονιστικού ατομισμού και κοινωνισμού που βασίζεται σε ένα καθεαυτό ισχύον συμβόλαιο και στην εκχώρηση της εξουσίας σε ένα δημοκρατικό, σοσιαλιστικό, μοναρχικό ή χαοτικό αναρχικό τύραννο εκ μέρους συμβαλλομένων υποκειμένων έχει υπερβαθεί. Κοινωνίες, κράτη και πολιτεύματα που βασίζονται σε ένα συμβόλαιο εκχώρησης της εξουσίας με βάση τον κανονιστικό ατομισμό ή κοινωνισμό και στις οποίες ο λόγος έχει φτάσει στο επίπεδο του αυτοκριτικού φορμαλισμού θα έχουν άλυτο πρόβλημα λειτουργίας των δομών και της οικονομίας τους.
Η κοινωνία και πολιτεία από καθολικές ατομικότητες υπερβαίνει το κοινωνικό και πολιτικό συμβόλαιο ως σμικρυντική και συμβιβαστική διαμεσολάβηση υποκειμένων του καθεαυτό τους. Η καθολική ατομικότητα είναι θεσμιζόμενη εμφάνεια χωρίς καθεαυτό πρωτότυπο που πηγάζει από την αυτοκριτική, φορμαλιστική, αισθητική και βολονταριστική ουσία του ανθρώπου και παρέχεται κοσμογονικά και δωρηματικά ως καθολική αυτάρκης ατομικότητα ενώπιον και χάριν όλων και όχι ως δεσμευτικό αντικειμενικό καθεαυτό ενός κοινωνικού και πολιτικού συμβολαίου. Η ουσία του ανθρώπου και του κόσμου του δεν είναι αντικειμενικότητα ή υποκειμενικότητα που θα διαμεσολαβηθεί μεταξύ τέτοιων υποκειμένων και θα σμικρυνθεί, παρά αποτελεί ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί και να θεσμιστεί μετα-υποκειμενικά, κοσμογονικά και δωρηματικά εκ του μηδενός. Η καθολική ατομικότητα του Χέγκελ, ο Υπεράνθρωπος του Νίτσε και ο Μοναδικός του Στίρνερ ουσιαστικά θέτουν τον λόγο ενώπιον ενός άλματος, ενώπιον του ερωτήματος της κοσμογονικής, αυτάρκους και δωρηματικής δημιουργίας της ίδιας της μετα-υποκειμενικής και μετα-ανθρώπινης ουσίας του ανθρώπου και του κόσμου, του καλού και του ωραίου και του αληθούς και όχι απλά το θέμα της κανονιστικής σύμβασης του ατομισμού και κοινωνισμού μεταξύ δεδομένων υποκειμένων του περιουσιακού τους καθεαυτό – ατομικού και κοινωνικού -.
Είναι δυνατή στην παρούσα ιστορική φάση μια ελληνική ή άλλη κοινωνία από τέτοιες καθολικές ατομικότητες που έχουν αποστολή την κοσμογονική δημιουργία ζωής; Μπορεί να τίθεται κατ’ αρχήν το ερώτημα και νόημα της κοσμογονικής δημιουργίας που θα θεωρείται βασικότερο τόσο από την αναίρεση ενός αντικειμενικού ή υποκειμενικού περιεχομένου εκ μέρους ενός φορμαλιστικού και κενού εγώ όσο κυρίως και από την θεμελίωση του είναι και του νοείν ενός εγώ;
Εν πολλοίς μια τέτοια λογική υπόσταση, η καθολική ατομικότητα, υπάρχει και σε επίπεδο συνείδησης αλλά και είναι ιστορικά ενεργή και πρωτοπόρα. Η παγκοσμιοποίηση δεν είναι απλό αποτέλεσμα μιας παγκόσμιας αυτοκρατορίας που επιβάλλει ένα δεδομένο συμβόλαιο στους υπηκόους της, παρά είναι δυνατή επι τη βάσει ενός τέτοιου ώριμου και καθολικού λόγου που οδηγεί σε αναγνώριση, επικοινωνία και αυτάρκη και μη εξαρτημένη σχέση των μελών της, τα οποία έχουν αφιχθεί στα όρια της αξίωσης μιας κοσμογονικής δημιουργίας ξεπερνώντας την σημασία της αναίρεσης και διαμεσολάβησης μιας ξένης, εξαντικειμενικευμένης και δεδομένης περιουσίας. Η παγκοσμιοποίηση μπορεί να συντελείται τόσο ως ομογενοποίηση όλου του κόσμου όσο όμως αντίθετα και ως αυτονόμηση των ομογενοποιημένων, ώριμων και αυτάρκων περιοχών του. Ο αποδομημένος και φορμαλιστικός λόγος αποκλείει ένα imperium. Ο στόχος και το νόημα μιας επανάστασης ως αναίρεσης μιας εξωτερικής ουσίας έχει πια χαθεί, αφου αυτή δεν αποτελεί το περιεχόμενο του υποκειμένου. Αυτό δεν καθορίζει την ουσία του με την αναίρεση ενός ενδεχόμενου αλλοτριωμένου καθεαυτό, παρά την δημιουργεί χωρίς προϋπάρχουσα ύλη και την (αυθ)υπερβαίνει. Δεν προτείνεται κάτι δεδομένο ως αληθινότερο, παρά κάθε θεσμισμένο και πραγματικό είναι αληθινό επειδή θεσμίζεται εκ βάθρων ως μετα-υποκειμενική και μετα-ανθρώπινη επίφαση χωρίς καθεαυτό, δωρηματικά και κοσμογονικά στην χορευτική κίνηση της ιστορίας (Χεγκελ, Φιλοσοφία του Δικαίου, ο.α.). Τα πάντα στην ιστορική διαδρομή μπορούν να συνυπάρχουν σε μια πολλότητα ατομικών καθολικοτήτων, οι έννοιες του κλασικού και του μοντέρνου έχουν χάσει την σημασία τους και την πρότερη αντιθετική σχέση τους.
Η ανθρώπινη ιστορία έχει χάσει τον στόχο ενός ακόμη μη κατακτημένου καθεαυτό. Η πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού ήταν έτσι γεγονός με γενικότερες ιστορικές συνέπειες από ότι η γαλλική ή οκτωβριανή επανάσταση, αλλά δεν ήταν καν επανάσταση που έφερε μια νέα διακήρυξη, ένα νέο καθεστώς ή μια νέα εποχή στο χώρο των ανθρωπιστικών και πολιτικών αξιών. Οι επαναστάσεις στις ισλαμικές χώρες δεν προτείνουν ένα αυθεντικότερο Ισλάμ, ούτε θεωρούν κάτι τέτοιο ως παγκόσμια αξία, ούτε φέρνουν ένα νέο πολιτικό όραμα. Είναι επαναστάσεις του παγκοσμιοτικού φέισμπουκ. Οι επαναστάτες δεν πρεσβεύουν ένα νέο σωτήριο πολίτευμα και παράδειγμα, παρά αποτελούν έκφραση του ώριμου και παγκοσμιοποιημένου, φορμαλιστικού και πλήρως αυτοκριτικού λόγου που δεν εξαρτάται από την αναίρεση και απαλλοτρίωση και νέα εγκαθίδρυση μιας αντικειμενικής ή υποκειμενικής υπόστασης. Ο λόγος της απολιτικής γενιάς των 20άρηδων και 30άρηδων έχει απεξαρτηθεί από ένα πολιτικά και ηθικά δεσμευτικό αντικειμενικό αλλά και υποκειμενικό καθεαυτό. Ο κόσμος αυτής της γενιάς δημιουργείται με την πληροφορική, το διαδίκτυο, την οικολογία, τις νέες ενέργειες, νέες τεχνολογίες. Είναι ένας βολονταριστικός και αισθητικό-τεχνολογικός κόσμος επικοινωνίας, αναγνώρισης και όχι κόσμος μιας δια μέσου ενός δεσμευτικού καθεαυτό εξαρτημένης σχέσης των πολιτών. Σε αυτές τις συνθήκες η απολιθωμένη εμμονή για τη δημιουργία ενός κουμμουνιστικού εθνικού ή διεθνικού κράτους αποτελεί τραγική και κωμική ανάμνηση του παρελθόντος.
Αυτό που απομένει ως αίτημα και ερώτημα είναι η τεράστια ευθύνη της κοσμογονικής, αυτάρκους και δωρηματικής θέσμισης ενός νέου μεταανθρώπινου κόσμου. Αυτή δεν γίνεται πλέον ως έφοδος και ιδιοποίηση ενός δήθεν αντικειμενικού πλούτου και της εγκαθίδρυσης ενός νέου καθεστώτος και συμβολαίου, όπως η απολιθωμένη αριστερά στην Ελλάδα πιστεύει, αλλά μέσω μιας ενδογενούς περιφερειακής και πλουραλιστικής ανάπτυξης, στην οποία η υποκειμενική ατομικότητα και περιφέρεια παρακάμπτει την αντικειμενική γενικότητα (πετρέλαια, βιομηχανίες όπλων, βιομηχανίες φαρμάκων, αυτοκινήτων, ενέργειας). Η συγκέντρωση του χρηματικού και άλλου πλούτου δεν θα καταργηθεί με μια επανάσταση που θα ιδιοποιηθεί και θα εγκαθιδρύσει εκ νέου αυτο το αλλοτριωμένο κάθεαυτό, αλλά θα ακυρωθεί, αφού οι καθολικές ατομικότητες-περιφέρειες οφείλουν να είναι εξ ολοκλήρου και εκ βάθρων υπεύθυνες και επαρκείς σε κάθε τομέα του λόγου, της επιστήμης, της κατοχής ενέργειας και λοιπής παραγωγής, καθόσον έχουν αναλάβει την αισθητικής και βολονταριστικής υφής θέσμιση ενός μεταανθρώπινου κόσμου, ενός κόσμου πέρα από το καθεαυτό.
Η αυτή εκ βάθρων θεσμίζουσα ευθύνη ισχύει και στην ηθική. Το ερώτημα και αίτημα π.χ. για τον γάμο και την οικογένεια ομοφυλοφίλων, για τα βλαστοκύτταρα και την κλωνοποίηση δεν είναι πλέον το ερώτημα της κατάκτησης ενός δικαιώματος, της ιδιοποίησης της περιουσίας ενός υποκειμένου ή του διακανονισμού μεταξύ πολλών υποκειμένων που κατέχουν την ουσία τους ή σκοπεύουν να την ιδιοποιηθούν, αλλά το ερώτημα που θέτει ο ίδιος ο ώριμος και αυτοκριτικός λόγος για το τί είναι κοσμογονικά η ίδια η ζωή, η τεκνογονία, η παιδική ηλικία, για το αν και πώς δημιουργείται κοσμογονικά ζωή, ωραίο, αληθές. Είναι η φορμαλιστική και εκστατική αυθυπέρβαση, η κριτική κατοχή της αλήθειας και της ελευθερίας η ουσία της ύπαρξης και της αλήθειας ή ως βαθύτερο αίτημα και ερώτημα τίθεται η κοσμογονική δημιουργία ζωής και νοήματος πριν την θεμελίωση του εγώ, πριν την κριτική κατοχή του είναι και κυρίως της αλήθειας; Ο υπεράνθρωπος του Νιτσε και ο μοναχικός του Στιρνερ οφείλουν να θέτουν όχι απλώς το ερώτημα της αποδεικτικής θεμελίωσης του λόγου και του εγώ που κριτικά-ορθά εξωθείται στην αυθυπέρβαση ως πλήρως αυτοκριτική, μηδενιστική, φορμαλιστική αλήθεια και ελευθερία ούτε περαιτέρω το ερώτημα της σύμβασης ή του δικαιώματος εντός μιας κανονιστικής και συμβασιακής ηθικής μεταξύ φορμαλιστικών κατόχων του είναι και της αλήθειας, αλλά το ερώτημα του ανθρώπου μετά τον άνθρωπο, δηλαδή το ερώτημα της ίδιας της ζωής, της δημιουργίας και δωρεάς ζωής που εγγίζει τα όρια της κοσμογονίας και του θαύματος. Αυτό το τελολογικό ερώτημα υπάρχει στην βάση των ηθικών και πολιτικών ερωτημάτων σήμερα.
Θέτει πλέον όχι το αίτημα του δικαιώματος, το αίτημα της ιδιοποίησης και κατοχής, αλλά το αίτημα της δημιουργίας και δωρεάς, το άλμα σε μια κοσμογονική δημιουργία και δωρεά. Το ερώτημα του γάμου των ομοφυλοφίλων και της υιοθεσίας παιδιών δεν είναι πια το ερώτημα της ιδιοποίησης ενός αγαθού, της κατοχής ενός παιδιού ή του γάμου ως περιουσίας και δικαιώματος ενός υποκειμένου, αλλά το ερώτημα της κοσμογονικής δημιουργίας και δωρεάς ζωής, κατ’ αρχήν δε βιολογικά! Ο επιστημονικός, ηθικός και αισθητικός λόγος που θέτει το ερώτημα της κοσμογονικής δημιουργίας μπορεί μάλιστα να υποσκελίσει τον πολιτικό και ηθικό λόγο που αναλίσκεται μόνο στην μελέτη και εγκατάσταση ενός καθεστώτος που διακανονίζει δεδομένα συμβαλλόμενα υποκείμενα της περιουσίας τους, αλλά και τον συνεπόμενο διαλεκτικό και κριτικό φορμαλιστικό και εκστατικό λόγο αυτής της σύμβασης.
Είναι ανώφελο επίσης να θέλουμε να προσδώσουμε και να αποδεχτούμε δεσμευτικό περιεχόμενο σε πρόσωπα, δομές και οικονομικές δυνάμεις της Ελλάδας αποσκοπώντας στο να λειτουργήσει η κοινωνία και η οικονομία της. Η άλλη όχθη του ίδιου ρεύματος είναι να εμμείνουμε στη διαμαρτυρία και κριτική ενός συμβαδίζοντος φορμαλιστικού και εκστατικού λόγου. Πρόσωπα, θεσμοί, ομάδες, ιδρύματα, σύλλογοι, κοινότητες, συγκεκριμένες πόλεις και περιοχές, παραγωγικοί μη κρατικοί συνεταιρισμοί, σημαντικοί έλληνες επιχειρηματίες και έλληνες ευεργέτες της αλλοδαπής πρέπει να βγούν μπροστά και να ξεκινήσουν μια ανεξάρτητη δωρηματική δημιουργία με συγκεκριμένες, άμεσες και μεσο- μακροπρόθεσμες, μικρές και σύνθετες δράσεις που θα αφήνουν πίσω τους τις απολιθωμένες και κούφιες κρατικές, πολιτικές και οικονομικές δομές.
Σημειώσεις
* Πρόκειται για τροποποιημένη εισήγηση που παρουσιάστηκε στο 23ο συνέδριο της Δ.Ε.Ε.Φ..
1 O. Höffe, Ethik ohne und mit Metaphysik, στο: Zeitschrift für philosophische Forschung, 61/4, Frankfurt a. M. 2007, 405-422.
2 Ήδη στο Χέγκελ η γενική ηθικότητα και το προσωπικό ήθος ως κέντρο της κοινωνικής ζωής της πόλης αποτελούν μόνο μορφές του παγκόσμιου Πνεύματος, οι οποίες υπερβαίνονται καθώς αναζητούν οι ίδιες αυτοκριτικά και τραγικά μια βαθύτερη θεμελίωση. Στα νεανικά του έργα εκφράζει μια συνεχή απαρέσκεια προς κάθε θετικιστική πολιτική, κοινωνική και θρησκευτική θεσμοθέτηση. Επιθυμεί τη δημιουργία ενός νέου πολιτεύματος και μιας νέας θρησκείας. Στη χρονικά ύστερη Φιλοσοφία της Ιστορίας το κράτος δεν είναι μια θέσμιση με αιώνια και ιδεατή ισχύ, αλλά η ιστορικά και αυτοκριτικά ισχυρότερη θέσμιση, δηλαδή δεν παραπέμπει σε μια εξωτερική και υπεριστορική ιδέα αλλά είναι η ίδια η πραγμάτωση της ιδέας στον τελευταίο ορίζοντα, δηλαδή στο ιστορικά κοσμογονικό ενθάδε και νυν. Όπως και στα νεανικά του έργα έτσι και εδώ δεν υπάρχει ένα ιδεαλιστικό υπεριστορικό δέον, παρά το ερώτημα και το άλμα (hic Rhodus hic saltus) της κοσμογονικής παραγωγής της ζωής. Πρώτα ο Στίρνερ και κατόπιν ο Νίτσε θέτουν το ερώτημα της δημιουργίας του ανθρώπου πέρα από τα όρια ενός απλώς χειραφετημένου υποκειμένου που κατέχει την περιουσία του. Ο Αντόρνο μάχεται την υποστασιοποίηση των εκάστοτε θεσμίσεων και την εργαλειοποίηση του λόγου.
3 Π.χ. στο παράδειγμα της καντιανής κατηγορικής προσταγής. J. Alves, Vollkommene Tugendpflichten: Zur Systematik der Pflichten in Kants Metaphysik der Sitten, στο: Zeitschrift für philosophische Forschung, 64/4, Frankfurt a. M. 2010, 520-545.
4 »– der unendliche Inhalt, alle Wesenheit und Wahrheit, und ihr selbst ihr Stoff, den sie ihrer Tätigkeit zu verarbeiten gibt, denn sie bedarf nicht, wie endliches Tun, der Bedingungen eines äusserlichen Materials, gegebener Mittlel, aus denen sie Nahrung und Gegenstände ihrer Tätigkeit empfinge; sie zehrt aus sich und ist sich selbst das Material, das sie verarbeitet;« G.W.F. Hegel, Vorlesungen über die Philosophie der Geschichte, Werke 12, Frankfurt a. M. 1986, 21. »(…), so ist sie selbst dessen Betätigung und Hervorbringung (sc. des Zwecks) aus dem Inneren in die Erscheinung nicht nur des natürlichen Universums, sondern auch des geistigen – in der Weltgeschichte.« Αυτόθι.
5 M. Theunissen, Sein und Schein, Frankfurt a.M. 1994 (2. εκδ.).
6 Δεν έχουμε πια διαμεσολάβηση (Vermittlung) ή εννοιακή σύλληψη (Begreifen) ενός καθεαυτό αλλά άμεση και πρωτογενή έλλογη παραγωγή που οδηγεί στην ατομική καθολικότητα (Ur-teil).
7 Κ. Παπαιωάννου, Ο άνθρωπος και ο ίσκιος του, Αθήνα 1995.
πηγή: Αντίφωνο
Εξαιρετική η ανακεφαλαίωση του φιλοσοφικού λόγου της Νεωτερικότητας.
Θέτει με σαφήνεια το καταληκτικό του αίτημα: [b]την εκκαθολικευμένη ατομικότητα[/b]. Και μας οδηγεί αβίαστα στο ερώτημα, αν μπορεί να το απαντήσει η φιλοσοφία, ή περιμένει την απάντηση από κάπου αλλού – έξω απ’ αυτήν.
Μας μεταφέρει το άρθρο στο σημείο ακριβώς που μας είχε αφήσει και ο φιλοσοφικός λόγος της ελληνικής ατομικότητας, με άλλες βέβαια διατυπώσεις εκείνος.
Η πραγματικότητα διαδραματίζεται έξω από το επίπεδο της φιλοσοφικής επεξεργασίας. Τι συμβαίνει εκεί με την ατομικότητα στην μεταμοντέρνα εποχή μας -μετά τον Χέγκελ, τον Μαρξ, τον Στίρνερ και τον Νίτσε; Έχει μείνει τίποτα απ’ αυτήν;
Την απάντηση θα μας την δώσει η ανθρωπολογία και η ψυχολογία. Και είναι μάλλον αρνητική.
Αν το ζητούμενο είναι “[b]η εκ βάθρων θεσμίζουσα ευθύνη[/b]”, από πού αυτή μπορεί να αναδυθεί, σε ένα ανθρωπολογικό περιβάλλον αυτο-εκμηδενισμού της ατομικότητας;
Ο αυτοεκμηδενισμός της ατομικότητας είναι μάλλον η έσχατη πράξη αυτοκατίσχυσης του υποκειμένου. Με αυτή τίθεται σαφώς ο στόχος και το ερώτημα της υπέρβασης. Προς τα πού όμως; Προς το τίποτε; Προς το Θεό; Προς τον άλλο; Και γιατί η υπέρβαση, η άρνηση του δεδομένου; Τελικά η υπέρβαση είναι σαν κίνητρο, ουσία και πλήρωμα, κενό αίσθημα αυθυπέρβασης, αρνητική ελευθερία, κενή άρνηση. Μπορούμε να δούμε την υπέρβαση χωρίς άρνηση; Μόνο αν μπούμε “μέσα” στην άρνηση. Δηλαδή αν παύσουμε να αρνούμαστε αλλά “σταματήσουμε” μέσα στην άρνηση. Η αρνητικότητα, η αρνητική δύναμη της άρνησης, αυτό που αρνείται, δεν αρνείται κάτι που υπάρχει ήδη και το ξεπερνά, το εξαφανίζει και λαμβάνει το αίσθημα απελευθέρωσης, αυτοκατίσχυσης, ελευθερίας από το δεδομένο υπαρκτό που εξαφανίζει. Η άρνηση, η αρνητικότητα, δεν είναι άρνηση τινός, δεν οφείλεται στο ότι αρνείται κάτι δεδομένο, παρά “κρύβει” κάτι που ελλείπει όντως, δεν είναι υπαρκτό, δεν είναι αυτό που εξαφανίζεται με την άρνηση. Στο μηδέν και στο θάνατο δεν λείπει το δεδομένο υπαρκτό που αν προστεθεί θα το εξαφανίσει. Τί μπορεί να εξαφανίσει το μηδέν; Ο Θεός; Το ήδη υπαρκτό; Μάλλον όχι, αφού και τα δύο υπάρχουν και το μηδέν δεν εξαφανίζεται και μας αναγκάζει στην φενάκη της (αυθ)υπέρβασης, στο κυνήγι της πληρότητας με τα ίδια του τα όπλα, οδηγώντας μας σε ένα φαύλο κύκλο. Κυνηγάμε το πλήρωμα της ύπαρξης αρνούμενοι το δεδομένο. Στο μηδέν λείπει κάτι όντως ελλείπον, που δεν υπάρχει ήδη. Αυτό μπορεί να εκπηγάσει μόνο από αυτή την έλλειψη, την στάση μέσα στην αρνηση, που δεν αρνείται πλέον αλλά αναστοχάζεται, βιώνει την έλλειψη ενός ήδη ελλείποντος. Ενδεχομένως γιαυτό να έχει μιλήσει ο Χάιντεγκερ. Και να μην έχει μιλήσει μπορούμε να ξεκινήσουμε από αυτόν προς αυτή την κατεύθυνση. Αν ο λόγος αναμείνει μέσα στην άρνηση και βιώσει την έλλειψη του όντως ελλείποντος θα θέσει όχι το ερώτημα της νιτσεϊκής αυθυπέρβασης αλλά το ερώτημα της κοσμογονικής δημιουργίας και δωρεάς του όντως ελλείποντος. Αυτό δεν είναι κάτι αυτονόητο, αλλά τουλάχιστον έτσι τίθεται το θέμα, το ερώτημα του όντως ελλείποντος. Το πώς μπορεί να βιωθεί η έλλειψή του, πώς θα εκπηγάσει και θα δωρηθεί είναι ένα άλλο μεγάλο κεφάλαιο βέβαια.
Με λίγα λόγια ”πρόκειται να έρθει το νέο είδος των ανθρώπων” (Γιώργος Χειμωνάς, ο γιατρός Ινεότης) στο δρόμο που χάραξαν οι πατατοπαραγωγοί. Μέχρι πάντως οι Έλληνες, πολιτικοί και πολίτες, να πάρουν απόφαση ότι η συναλλαγή δεν έχει μέλλον έχουμε δρόμο και η ψήφος διαμαρτυρίας έχει νόημα. Η ψήφος δήθεν ”υπευθυνότητας” στον δικομματισμό-συγκυβέρνηση που δεν έσπευσε πρώτος να ενθαρρύνει τἐτοιες απλές πρωτοβουλίες όπως των παραγωγών και των δήμων, αλλά επείγεται μέχρι την τελευταία στιγμή να νομoθετήσει ευνοιοκρατικά και να προεισπράξει την κρατική επιχορήγηση, θα λειτουργήσει ως συντήρηση των ασφαλιστικών δικλείδων που αποτρέπουν την αυτοκαταστροφή του φαύλου συστήματος. Ο αντίλογός τους βέβαια είναι ότι το φαύλο σύστημα θα το διαδεχθεί μεγαλύτερη φαυλότητα σε περίπτωση πτώχευσης.
ΥΓ. Καστοριάδη με γερμανικούς όρους μου θύμισε το παραπάνω άρθρο.