Ο υποστηρικτικός ρόλος του ιερού στη νόσο του Alzheimer

2
852

Πριν μερικά χρόνια το Ιερό όχι μόνο δεν εισερχόταν στα επιστημονικά fora, αλλά και σύ­μπασα η επιστημονική κοινότητα δεν διανοείτο ότι η θρησκεία θα μπορούσε να πει κάτι λ.χ. για τις άνοιες. Σήμερα, η δημιουργία καινούριων επιστημονι­κών ειδικοτήτων, όπως τής Βιο­θεολογίας, Νευροθεολογίας κ.λπ., δεικνύει την αλλαγή τού όλου κλίματος. Πρό­σφατες εξελί­ξεις στις νευροεπιστήμες και τη γνωσιακή επι­στήμη αμφισβητούν τον υποτιθέμενο διαχωρι­σμό σώματος και ψυχής, παρέχοντας έτσι την ευκαιρία για ανανέωση του διαλόγου μεταξύ Ψυχιατρικής και θρησκείας[1]. Μάλιστα προς την κατεύθυνση αυτή κυκλοφορούν και τα περιο­δικά <Spirituality and Health> και <Mental Health, Religion & Culture>.

Ως γνωστό, το ολιστικό μο­ντέλο βλέπει το ανθρώ­πινο πρόσωπο ταυτόχρονα ως μία βιολογική, κοινωνική, ψυ­χική και πνευματική ύπαρξη[2]. Η θρησκεία, που ανέκαθεν αντι­μετωπίζει τον άνθρωπο ως ολότητα, «έχει σήμερα εισχωρήσει στη δεσπόζουσα τάση τής ψυχιατρικής πρακτικής»[3]. Επίσης, κατά τον καθηγητή τής Συμπεριφορικής Ιατρι­κής, Richard P. Sloan, του Πανεπιστημίου Columbia, σχε­δόν τριάντα ιατρικές Σχολές στην Αμερική έχουν συμπεριλάβει στα προγράμματα σπουδών τους τη θρησκευτικότητα και την πνευματικότητα, δίδοντας βάρος στην πνευματική Συμβου­λευ­τική.

Ειδικότερα, η νόσος τού Alzheimer[4], εκτός από γενετική, θε­ωρείται σήμερα ότι διαθέτει περι­βαλλοντική και πολιτισμική συνιστώσα[5]. Έχει βρεθεί, για παράδειγμα, ότι η απώλεια του θρησκευτικού ενδιαφέροντος παρατηρείται, μεταξύ των άλλων, ως σύ­μπτωμα της νόσου τού Alzheimer[6]. Στο έργο <Dementia> του Robert M. Lawrence[7] τονίζεται ότι θα πρέπει να λαμβάνο­νται υπόψη οι ανάγκες ολόκληρου του ατόμου, που πάσχει από Alz­heimer, και να προσεχθεί ιδιαίτερα η πνευματική του προσέγ­γιση. Η αλήθεια είναι ότι ο κόσμος των ασθενών με Alz­heimer δεν εξαντλείται σε ό, τι απλώς δείχνει εξωτερικά. Παράλληλα, υπάρχει και ζει και ένας άλλος, μυστικός, κόσμος μέσα τους, που συντίθεται από διαφορετικά κομμάτια τού πα­ρελθόντος, των επιθυμιών που δεν έχουν εκφραστεί ποτέ, και των ονείρων[8]. Αν τώρα στα πιο πάνω προσθέσουμε το γεγονός ότι, σύμφωνα πάντα με έρευνες της Γεροντοψυχολογίας[9], η τρίτη ηλι­κία κλίνει περισσότερο στο να δέχεται ψυχολογική βοήθεια από Κληρικούς, αντι­λαμβανόμαστε τον υποστηρικτικό ρόλο που καλείται να παίξει η Εκκλησία στις μέρες μας.

Ο γνωστός σημειολόγος Umberto Eco στο καινούριο του μυθιστόρημα «Η μυστική φλόγα τής βασίλισσας Loana», εκλαμ­βάνοντας την εμπειρική μνήμη ως το κύριο γνώρισμα του αν­θρώπου, ση­μειώνει ότι χωρίς μνήμη δεν έχει νόημα ούτε ο Παράδεισος, ούτε η Κόλαση. Αν, όμως, ισχύει κάτι τέτοιο, αφενός τα ζώα δεν θα έπρεπε να διέθεταν μνήμη, και αφετέρου ένας ασθενής με άνοια δεν θα έπρεπε να είχε ψυχή· διότι, στην περίπτωση αυτή, τι από την όλη ψυχική ζωή του χάνεται;

Η εμπειρική πραγματικότητα, αντίθετα, δείχνει ότι οι ασθενείς με Alzheimer δεν χάνουν πλήρως τη συνείδησή τους[10]. Ενώ η ανάκληση πληροφοριών ή γεγονότων από το απώτατο πα­ρελθόν και ειδικότερα από την παιδική ηλικία[11] παραμένει σχε­δόν ανέπαφη, η ανάκληση των γεγονότων τής τελευ­ταίας δεκαετίας εμφανίζεται διαταραγμένη[12]. Μολονότι δεν θυμού­νται, ανταποκρίνονται στη μουσική, το τραγούδι, τους (θρησκευτι­κούς) ύμνους[13], την εκφωνη­τική προσευχή ή τις Βιβλικές απαγγε­λίες[14]. Οι ίδιοι ασθενείς μειδιούν υποτυπωδώς απέναντι σε πρόσωπα αγαπητά και εμπιστοσύνης, σε παλιές φωτο­γραφίες, ακόμα και σε εικόνες Αγγέλων ή Αγίων. Γι’ αυτό, η εικόνα, κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, χαρακτηρίζεται «μέγα μνήμης εμπύρευμα»[15].

Μήπως, όμως, εδώ πρόκειται για τη λειτουργία όχι τής κατηγορηματικής, αλλά τής αισθη­τηριακής και αντανακλαστι­κής μνήμης, ή τής λεγόμενης άδηλης μνήμης[16]; Τότε η απώλεια της μνήμης κατά τη νόσο τού Alzheimer, δηλ. τού εκφυλισμού των κυττάρων ―αν πιστέψουμε την ψυχαναλυτική άποψη ότι οι ξεχασμένες αναμνήσεις δεν εξαφανίζονται πραγματικά, αλλά «καλύπτονται» (βλ. screen memory)― θα οφείλεται, βέ­βαια, στην απώλεια της ικανότη­τας ανάκλησης. Όσον αφορά, ωστόσο, στη μετά την εμφάνιση της νόσου μνήμη, έρευνες του Julian Hochberg[17] έδειξαν ότι η αμνησία μπορεί να θεωρηθεί ως απώλεια της κατανεμητικής ικανότητας της αποθήκευσης των πληροφοριών. Ωστόσο, για να απαντήσουμε στο ερώτημα αν έχει βλαφτεί από τη νόσο και η αποθήκευση, θα πρέπει να αποφανθούμε για το αν η μα­κροπρόθεσμη μνήμη σχετίζεται με μία ευρύτερη περιοχή (εγκεφαλικών;) κυττάρων, ή εδράζε­ται σε συγκεκριμένη περιοχή με την ανάλογη πρωτεϊνική σύνθεση[18].

Περιστατικά κατά τη διάρκεια εγκεφαλικών χειρουργικών επεμβάσεων, καθώς και σχε­τικά συνέδρια, απο­φαίνονται σήμερα ότι η συνειδητότητα (ο νους) δεν περιορίζεται στον εγκεφαλικό φλοιό[19] (αφού, σύμφωνα με πειράματα του Πα­νεπιστημίου τού Stanford, μπορεί να ανα­γνωσθεί ακόμα και από ένα και μόνο κύτταρο[20]), άρα η μνήμη δεν εδράζεται πλήρως σε αυτόν. Πολλές διαπιστώσεις μαρτυ­ρούν ότι η μνήμη θα πρέπει να θεωρείται ως διαδικασία που διεκπεραιώνεται συγχρόνως από πολλά νευρικά κύτταρα και τις συνάψεις τους. Συνε­πώς, εκείνο που μας κάνει αυτό που είμαστε, δεν είναι ο ίδιος ο εγκέφαλος, αλλά το σχέδιο που είναι αποτυπωμένο μέσα του, και το οποίο ―υπό τη μορφή μηνύματος― δεν χάνεται[21], αφού κάθε πληροφορία είναι ενέργεια. Έτσι, η μνημονική διατήρηση φαίνε­ται να λειτουργεί με τη μορφή ενός ολογράμματος: η πληροφο­ρία αποθηκεύεται με το «στοίβαγμα» δύο ή περισσοτέ­ρων κύ­κλων πληροφόρησης[22].

Κατά τον διάσημο βιολόγο Jakob von Uexküll[23], κάθε ζω­ντανό κύτταρο δεν συμπεριφέρε­ται σε σχέση με τα εξωτερικά αντικείμενα ως αντικείμενο, αλλ’ ως υποκείμενο, δηλ. κινεί­ται, από άγνωστη αιτία, ελεύθερα, ενώ παρουσιάζει δύο αλλη­λοσυμπληρούμενες τάσεις, την αποδοχή και την ενεργητική προσφορά[24]. Εξάλλου, σύμφωνα με τη βιογενετική θεωρία τού Μνημισμού (Mnemism), που εισήγαγε ο Richard Semon και ανέπτυξε συστηματικά ο Eugen Bleuler, όλοι οι οργανισμοί είναι ικανοί να μαθαίνουν, αναλύοντας σημειωτικά[25] το περιβάλ­λον τους, και να περνούν αυτήν την πληροφορία στις επόμενες γενιές[26]. Με βάση, λοιπόν, τη Βιοσημειωτική, θα λέ­γαμε ότι ο λόγος και η νόηση ενέχουν κυτταρική καταβολή[27].

Στην Ορθόδοξη Παράδοση πιστεύουμε ότι ο άνθρωπος, εκτός των περιβαλλοντικών επιρροών και του μνημονικού συστήμα­τος τής κυτταρικής μνήμης (DNA)[28], διαθέτει τη λεγό­μενη νο­ερή ή καρδιακή μνήμη. Η νοερή μνήμη υπάρχει πάντοτε μέσα στην ψυχή του ανθρώ­που, έστω και αν δεν λειτουργεί (όπως στα βρέφη ή στους ασθενείς με Alzheimer) η λεκτική σκέψη, ακόμα και αν ο εγκέφαλος του συγκεκριμένου ανθρώπου είναι κατεστραμμένος. Και αυτό, γιατί στην Ορθοδοξία, νους και Λο­γική δεν ταυτίζονται. Η νοητική μνήμη σχετίζεται με το συλλογικό μνημικό ασυνείδητο[29], εφόσον η κτίση θεωρείται ενιαία. Η καρδία των θεουμέ­νων, κατά τη διάρκεια της νοεράς προσευχής (δηλ. της μνήμης Θεού), ενεργοποιεί τον νου[30]. Έτσι, έχοντας ο άνθρωπος μέσα στην καρδιά του το Άγιο Πνεύμα[31], ακούει τη φωνή αυτού τού Πνεύματος[32], έχοντας αίσθηση της «ενοικήσεως» του Θεού μέσα του[33]. Ο Paul Pearsall, ψυχολό­γος και συγγραφέας, υποστηρίζο­ντας την ιδέα της κυτταρικής μνήμης, σημειώνει ότι «η καρδιά έχει μια κωδικοποιημένη λεπτοφυή γνώση και μας συν­δέει με όλους και με όλα γύρω μας. Η συνολική αυτή γνώση είναι η ψυχή και το πνεύμα μας...Η καρδιά είναι ένα όργανο που σκέ­πτεται, αντιλαμβάνεται, αισθάνεται και επικοινωνεί»[34].

Εφόσον από έρευνες γνωρίζουμε ότι τόσο η Gestalt Therapy όσο και η γνωσιακή παρέμ­βαση έχουν αποτελεσματικότητα σε διαταραχές τών πρώτων σταδίων άνοιας[35], η θρησκευ­τική διή­γηση και η πνευματική γενικότερα ενασχόληση μπορούν άρι­στα να βελτιώσουν τη σημασιολογική και επεισοδιακή μνήμη[36] ασθενών με Alzheimer. Σύμφωνα με έρευνα του καθη­γητή Ια­τρικής τού Πανεπιστημίου τής Αλμπέρτα και διευθυντή τού Νέου Καναδικού Ιν­στιτούτου Υγείας, Patric Marki, τα κύτταρα, πριν και μετά από μία χειρουργική επέμβαση στην καρδιά (ή και σε ημιπληγίες κ.λπ.), παρουσιάζουν μία θετική αλλαγή, όταν ο ασθενής επιδοθεί συστηματικά στην άσκηση της προ­σευχής, την αυτοσυγκέντρωση ή τη meditation[37]. Μία άλλη πανε­πιστημιακή έρευνα σε ηλικιωμένους στο Τέξας διαπί­στωσε ότι οι εκκλησιαζό­μενοι είχαν ένα πολύ πιο αργό ποσο­στό γνωστικής και μνημονικής απώλειας από τους μη εκκλησι­αζόμενους[38]. Εξάλλου, είναι γνωστή η σχέση τής θρησκευτι­κότητας (και αντίστοιχων εμπειριών) με το δεξιό εγκεφαλικό ημισφαίριο, και συγκεκριμένα τον δεξιό κροταφικό λοβό[39] ή την αμφίπλευρη διημισφαιρική εγκεφαλική λειτουρ­γία[40], γεγονός που παραπέμπει το όλο θέμα στις έννοιες γενικό­τερα της ψυχικής υγείας[41] ή, αντίθετα, της θρησκευτικής ψυχοπαθολο­γίας[42], όπου υπάρχει για επιμέρους θέματα τερά­στια βιβλιογραφία[43], η οποία και συνεχώς διευρύνεται.

Μολονότι πολλές παρόμοιες επιμέρους έρευνες έχουν διε­ξαχθεί όσον αφορά στη σχέση θρησκευτικότητας και άνοιας, επίσημες, συστηματικές και ολοκληρωμένες έρευνες μπορούν να θεωρηθούν δύο: της Lisa Snyder στο San Diego του Πανεπι­στημίου τής California το 2003, όπου, είτε θετικά είτε αρνητικά (π.χ. εκδηλώσεις θυμού για την αποδιοργανωμένη συμπερι­φορά τους), αποδείχθηκε σημαντι­κός ο ρόλος τής θρησκευτικότητας και πνευματικότητας α) στην ανεύρεση νοήματος σε ασθενείς με άνοια, β) στο ζήτημα της θεοδικίας[44] (ως δοκιμασία ή ενδυνάμωση της εμπιστοσύνης τους στον Θεό[45]), γ) στο coping της συγκεκριμένης νόσου (παρέ­χει ελπίδα ιδίως για την άλλη ζωή, σθένος, καθοδήγηση και ανακούφιση από φό­βους και άγχη)[46], και δ) σε αντιδράσεις βίωσης κρίσεων της θρησκευτικής πίστης.

Ομοίως, το 2005 ο καθηγητής Yakir Kaufman με την ομάδα του εργάστηκε πάνω από τρία χρόνια με ασθενείς με Alzheimer ηλικίας 68-78 ετών στο Κέντρο Γηριατρικής Φρο­ντίδας Bay­crest του Τορόντο. Οι ασθενείς αυτοί ήσαν Χριστια­νοί, Ιουδαίοι και Βουδιστές. Η έρευνα επι­βεβαίωσε παλαιότερες έρευνες, όπως τής υπάρχουσας θετικής σχέσης Γεροντολογίας και θρησκευτικότητας[47], ότι όσο υψηλότερο είναι το επίπεδο πνευματικότητας, τόσο βραδύτερη είναι η εξέλιξη της νόσου[48]. Τα ευρήματα αυτά παρουσιάστη­καν στο ετήσιο meeting τής Αμερι­κανικής Ακαδημίας Νευρολο­γίας στο Miami Beach[49].

Σήμερα, η Διεθνής Εταιρεία Alzheimer συνεργάζεται επί­σημα στο Εξωτερικό με τις τοπικές Εκκλησίες ως προς την πα­ροχή ποιμαντικής φροντίδας στους ασθενείς και τους φροντι­στές υγείας. Η Εκκλησία και οι χριστιανικές υποστηρικτικές ομάδες ενισχύουν ψυχο-πνευματικά τους συζύγους ασθενών με Alzheimer, δεδομένου ότι μερικές φορές οι συγγε­νείς αισθάνονται ένοχοι[50]. Έρευνα των S. D. Wright, C. C. Pratt και V. L. Schmall[51] επί 240 φροντιστών ασθενών με Alzheimer έδειξε ότι στην Burden Scale και τις στρατηγικές coping, η πνευ­ματική υποστή­ριξη ήταν πιο αποτελεσματική από την υποστή­ριξη που παρείχαν λ.χ. η οικογένεια, οι φίλοι, οι γείτονες ή οι κοινωνικές υπηρεσίες[52]. Στην πατρίδα μας, εδώ και χρόνια, η Ιερά Μητρόπολη Δημητριάδος έχει ιδρύσει Συμβουλευτικό Σταθμό ενημέρωσης και περίθαλψης ασθενών με νόσο Alzheimer, όπου παρέχονται στους φροντιστές υγείας: αυτογνω­σία, αυτοκυριαρχία και αυτοσυγκράτηση, ψυχο-πνευματική εν­θάρρυνση, ενίσχυση και στήριξη, ηθική υπομονής, ηρεμίας, απλότητας, συμπαράστασης και αγάπης.

Είναι γεγονός ότι οι άνθρωποι που διαθέτουν μία πνευματική παρουσία στη ζωή τους, αι­σθάνονται μεγαλύτερη ειρήνη, γαλήνη και ανακούφιση. Σύμφωνα με σχετικές έρευνες, το αίσθημα επίβλεψης στη ζωή από τον Θεό συνδέεται με ευεξία[53]. Επίσης, όσοι πιστεύουν ότι διατηρούν τον έλεγχο στη ζωή τους, οι ψυχο-φυσικές τους λειτουργίες λειτουργούν καλύ­τερα[54]. Και, βέβαια, το πιο σημαντικό για τους ασθενείς αυτούς είναι το δέσιμο με τους άλ­λους αν­θρώπους γύρω τους. Έχοντας τη βοήθεια ενός οικογενειακού μέλους, ενός στενού φίλου, ενός ανάλογου συλ­λόγου ή της συλλογικής προσευχής, νιώθουν μεγαλύτερη ασφά­λεια, που, στη συνέχεια, ενισχύει την όλη θεραπευτική δια­δικασία. Το αίσθημα δε αυτό συν­δέεται με τη βελτίωση της μνή­μης και τις διανοητικές λειτουργίες, ιδίως σε άτομα τρίτης ηλι­κίας[55]. Συνεπώς, η θρησκευτικότητα ενισχύει τα συναισθήματα μέρι­μνας και ενδιαφέροντος από τη μεριά των συνανθρώπων. Τα συναισθήματα αυτά καλλιεργούνται καλύτερα μέσα στην Εκκλησία ως οικογένειας του Θεού. Ιδίως η Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία, που σύμ­φωνα με τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο καλείται «θεραπευτήριον ψυχών»[56], διαθέτει κοινο­τική δομή και μπορεί θαυμάσια να λειτουργήσει ως group-therapy, δεδομένου ότι συνιστά κα­τεξοχήν κοινότητα μνήμης. Κατά τον άγιο Νικόλαο Καβάσιλα (14ος αι.), τα πάντα στον χώρο τής Εκκλησίας συνιστούν «λήθης φάρμακον»[57]. Εξάλλου, σχετικές έρευνες δεικνύουν ότι ο εκ­κλησιασμός ή η τακτή φοίτηση στους τόπους λατρείας των διαφόρων Θρη­σκειών προλαμβά­νει πολλά ψυχικά νοσήματα[58]. Η Εκκλησία μπορεί να παρέχει νοητική και πνευμα­τική πρό­ληψη αλλά και αντίστοιχη άσκηση μέσω τής πλούσιας θρησκευτι­κής λογοτεχνίας[59]. Οι Ανατολι­κοί Πατέρες τής Εκκλησίας γνώριζαν ακόμα και τις ανωμαλίες τής μνήμης (ιδίως την αμνησία και την πα­ραμνησία)[60], αναπτύσσοντας, για παιδαγωγικούς και ποιμαντι­κούς λό­γους, κατάλληλες μνημοτεχνικές μεθόδους[61]. Πράγ­ματι, η Εκκλησία ―είτε με τη λεκτική (ευ­χές, συμπροσευχή[62] κ.λπ.), είτε με την προλεκτική επικοινωνία[63]― κάνει χρήση τής λειτουργι­κής ανάμνησης μέσω τού λεγόμενου λειτουργικού χρόνου. Ιδιαίτερα, τα Μυστήρια και τα μνημόσυνα[64] συνδυάζουν την ανάμνηση των ιστορουμένων με τα θρησκευτικά συναισθή­ματα του ιερού δέους και του Θείου έρωτα. Η διασύνδεση αυτή μνήμης και συναισθήματος, που θεωρείται πολύ ευεργετική θεραπευ­τικά, επιβεβαιώνεται σήμερα από τον Άνταμ Ander­son του Πα­νεπιστημίου τού Τορόντο τού Καναδά[65]. Όλα αυτά τα θρησκευ­τικά μνημικά τελε­τουργικά κωδικοποιούνται στη λεγόμενη ση­μασιολογική μνήμη (semantic memory)[66]. Η νοητική αυτή άσκηση[67] λειτουργεί ως προλη­πτική εφεδρεία για την εμφάνιση της νόσου, ενώ δημιουρ­γεί νέους νευρώνες[68]. Ακόμα, βοηθά στη διατήρηση της ενεργητικό­τητας και της συμμετοχής τού ατόμου σε εκκλησιαστικές, φιλανθρωπικές και λατρευτικές κ.λπ. δραστηριότητες[69].


[1] D. Bathgate, “Psychiatry, religion and cognitive science”, Australian and New Zealand Journal of Psychiatry

37/3 (2003) 277–285.

[2] F. Borrell-Carrió, A. L. Suchman & R. M. Epstein, “The Biopsychosocial Model 25 Years Later: Principles, Practice, and Scientific Inquiry”, Annals of Family Medicine 2 (2004) 576-582.

[3] A. Okasha, “The Declaration of Madrid and its implementation”, World Psychiatry 2/2 (2003) 65-67.

[4] Σε ιστολογικό επίπεδο, η νόσος χαρακτηρίζεται από τη συγκέντρωση πλακών β-αμυλοειδούς στον εγκέφαλο (οι πλάκες είναι αποτέλεσμα της συσσωμάτωσης των μορίων β-αμυλοειδούς), καθώς και από την απώλεια της λειτουργικότητας της πρωτεΐνης Tau.

[5] Γνωρίζουμε, για παράδειγμα, ότι πολιτισμικοί και πνευματικοί παράγοντες, που λει­τουργούν ως αλυσίδες τής κοινωνικής μνήμης, επενεργούν στην εμφάνιση νόσων [A. Sims,”‘Psyche’ – spirit as well as mind?”, British Journal of Psychiatry 165 (1994) 441–446]. Κάθε πολιτισμός λειτουργεί ως μία αλυσίδα, η οποία συνδέει τη μία γενιά με την άλλη· και αυτό είναι χρήσιμο, ιδίως στις μέρες μας, όπου στις δυτικές κυρίως κοι­νωνίες ζούμε την εγκατάλειψη των παραδόσεων, όντας κοινωνίες αμνησίας (βλ. D. Her­vieu-Léger, Religion as a Chain of Memory, 2000). Μέσα σε έναν καπιταλιστικό και διεθνο­ποιημένο κόσμο, το πλαίσιο συλλογικής μνήμης μέσω τού οποίου ένα άτομο ή μία κοι­νωνία αντικρίζει αρχικά τον κόσμο, κινείται προς μία ομοιογενή μνήμη (D. Hervieu-Léger, όπ. π., p. 128). Έτσι, η Grace Davie (Religion in Modern Europe: A Memory Mutates Ox­ford University Press, 2000) βλέπει την Ευρώπη σαν μία μεταλλαγμένη συλλογική μνήμη και όχι ως μία επαναδημιουργημένη, αφού η Ευρώπη ως όλο διατηρεί ακόμα τον χριστι­ανικό της πολιτισμό, αν και εκφραζόμενον διαφορετικά από ό, τι στο παρελθόν.

[6] Ευ. Μαγκίρη, «Νευροθεολογία – ο εσώτερος ναός αποκαλύπτεται», Περισκοπιο 263 (2002) 32-39.

[7] R. M. Lawrence, “Dementia. A personal legacy beyond words”, Mental Health, Religion & Culture 10/6 (2007) 553 – 562, St George's University of London, London 2007.

[8] Julie Redstone, Published: 6/4/2007

[9] Ch. G. Ellison, M. L. Vaaler, K. J. Flannelly & A. J. Weaver, “The Clergy as a Source of Mental Health Assistance: What Americans Believe”, Review of Religious Research 48/2 (2006) 190-211.

[10] P. Davies, God and the New Physics, London 1983, μτφρ. Θ. Τσουκαλαδάκης, εκδ. Κατοπτρο, Αθήνα 1983, σ. 164, J. Evans, “Neuroscience’s famed patient dies”, 8 December 2008, http://www.the-scientist.com/blog/display/55266/

[11] Mayo Foundation for Medical Education and Research, 2005, 2007.

[12] Α. Μαΐλλη, «Διαταραχές τής μνήμης», στο: Γ. Ν. Χριστοδούλου κ.ά., Ψυχιατρική, τ. Α’, Αθήνα 2000, ανατ. 2002, σ. 144.

[13] Βλ. K. Kirkland & H. Mcilveen, “Full Circle: Spiritual Therapy for the Elderly”, Bing­hampton, NY: The Haworth Press, 1999.

[14] J. W. Ellor, “Reaching Out to the Spiritual Nature of Persons With Dementia”, Annual Meeting of NCOA/ASA Washington D. C, 03/27/08, www.baylor.edu/gerontology

[15] Λόγος 2, MPG 35, 1172.

[16] Α. Μαΐλλη, «Διαταραχές τής μνήμης», όπ. π., σ. 143.

[17] J. Hochberg, “In the Mind’s Eye”, in: R. Ν. Haber (Ed.), Contemporary Theory and Re­search in Visual Perception, New York: Holt, Rinehart & Winston 1968, pp. 309-331, του ιδίου, Perception, Englewood Cliffs, NJ: Prentice-Hall 19782. Η αντίληψη, σύμφωνα με τις μελέτες αυτές, αρχίζει από τη στιγμή που ο οργανισμός οικειοποιείται ένα σύνολο διαδοχικών στιγμιαίων εμφανίσεων. Αυτές οι εμφανίσεις κατόπιν προσαρμόζονται μέσω κωδικοποί­ησης σε μία προϋπάρχουσα σχηματική δομή. Η δομή «συμπληρώνει» τα κενά ανάμεσα στις στιγμιαίες εμφανίσεις και, το σημαντικότερο, παρέχει την οργανωτική αρχή με βάση την οποία αυτές κωδικοποιούνται και αποθηκεύονται (βλ. M. H. Salmon, et al., Introduc­tion to the Philosophy of Science, σ. 498).

[18] M. H. Salmon, et al., Introduction to the Philosophy of Science, σ. 453.

[19] Βλ. H. Bergson, Matière et mémoire: Essai sur la relation du corps à l’esprit, 1896, P. Davies, God and the New Physics, σ. 157: «…ο νους είναι ολιστικός».

[20] S. Pinker, Time, Καθημερινη 29/30-4-2000.

[21] P. Davies, God and the New Physics, σ. 177.

[22] Ν. Γ. Παπαδόπουλου, Λεξικό τής Ψυχολογίας, Αθήνα 2005, σ. 537.

[23] J. von Uexküll, “Die Rolle des Subjekts in der Biologie”, Die Naturwissenschaften19/19 (1931) 385–391, του ιδίου, Bausteine zu einer biologischen Weltanschauung, München: Bruck­mann, 1913, του ιδίου, Theoretische Biologie. Berlin: Gebr. Paetel, 1920, 2. gänzl. neu bearb. Aufl.) Berlin: J. Springer, 1928, Theoretische Biologie. Frankfurt am Main: Suhrkamp, 1973, του ιδίου, “The new concept of Umwelt: A link between science and the humanities”, Semiotica 134/1-4 (2001) 111–123, του ιδίου, “Das Werden der Organismen und die Wunder der Gene”, In: Ε. Dennert (Εd.), Die Natur — das Wunder des Gottes, Berlin: M. Warneck (1938) 135–144, του ιδίου, Bedeutungslehre (BIOS: Abhandlungen zur theoretischen Biologie und ihrer Geschichte, sowie zur Philosophie der organischen Naturwissenschaften, Bd. 10.) Leip­zig: J. A. Barth, 1940.

[24] Ν. Α. Αργυρόπουλου, Νέα Ιδεολογική και Επιστημονική Επανάσταση, Αθήνα 1986, σ. 89.

[25] Για τη σημειωτική μνήμη βλ. M. Ross Quillian, “Semantic Memory”, in: Minsky (Ed.), Semantic Information Processing, p. 228.

[26] D. Hell, C. Scharfetter & A. Möller, “The psychological concept of Eugen Bleuler”, Schweiz Arch Neurol. Psychiatr., 152 (2001) 232–240. Πρβλ. Ν. Γ. Παπαδόπουλου, Λεξικό τής Ψυχολογίας, σ. 540.

[27] W. S. McCulloch, A Logical Calculus of the Ideas Immanent in Nervous Activity, 1943, του ιδίου, How We Know Universals: The Perception of Auditory and Visual Forms, 1947, Ν. Α. Νησιώτη, Η θεραπεία ως ολιστική ανθρωπιστική διακονία (ομιλία στο ετήσιο Πανελλήνιο Ιατρικό Συνέδριο της Ιατρικής Εταιρείας Αθηνών την 7η Μαΐου 1981), σ. 7.

[28] Ως κυτταρική μνήμη εννοούμε το DNA: 1) Μεταγραφή (= πολυμερισμός ριβονουκλεο­τιδίων) της DNA πληροφορίας σε RNA πληροφορία, 2) Μετάφραση (= πολυ­μερισμός αμινοακυλομάδων) της mRNA πληροφορίας σε πολυπεπτιδική αλυσίδα, 3) Γε­νετικός κώδικας· το κύτταρο διαβάζει το mRNA σαν μία μακριά πρόταση από συνεχόμε­νες τριάδες βάσεων. 3 βάσεις = 1 αμινοξύ, 4) Η πλήρης συνταγή τής βακτηριακής ζωής: Τα γονιδιόματα του E. coli, Haemophilus influenza, Mycoplasma genitalium, Mycoplasma pneumoniae, Helicobacter pylori και Synechocystis, 5) Η βακτηριακή κυτταρική μηχανή παράγο­ντας αντίγραφα του εαυτού της, μεταφέρει τη γενετική πληροφορία στο διηνε­κές, 6) Κληρονόμιση της πληροφορίας - Αναδιπλασιαμός χρωμοσωμικού και κυκλικού πλασμιδιακού DNA· πιστότητα αντιγραφής, 7) Παίζοντας το σπασμένο τηλέφωνο με τη γενετική πληροφορία - Αλλαγές στο DNA (μεταλλάξεις). Αντίθετα, κάποιοι ισχυρίζονται ότι η κυτταρική μνήμη είναι μία υποθετική άποψη, διαφοροποιώντας την από τον γενε­τικό κώδικα ή τα εγκεφαλικά κύτταρα.

[29] Βλ. R. Ruyer, Éléments de psycho-biologie, Paris, P.U.F. 1946, p. 239, L. Schäfer, E. Lazlo, C. S. Helrich & S. A. Klein, “Quantum reality and the consciousness of the universe”, Zygon: Journal of Religion and Science 41 (2006) 505-598, K. H. Reich, “Extending the Psychology of Religion: A call for exploration of psychological universals, more inclusive approaches, and comprehensive models”, Archive for the Psychology of Religion 30 (2008) 115-134.

[30] Πρβλ. Α’ Θεσσ. 5, 17. Τη μονολόγιστη ευχή διευκολύνει το κομποσκοίνι των Μονα­χών.

[31] Πρβλ. Γαλ. 4, 6, Ρωμ. 8, 26, Α’ Θεσσ. 5, 19.

[32] Α’ Κορ. 14, 11 εξ. Γαλ. 4, 6 κ.ά.

[33] Ρωμ. 8, 11.

[34] http://www.usaweekend.com/98_issues/980524/980524cells.html

[35] Ε. Τσάνταλη – Μ. Τσολάκη, «Η αποτελεσματικότητα της γνωστικής παρέμβα­σης στις μνημονικές διαταραχές στα πρώτα στάδια της άνοιας τύπου Alzheimer», Σύγ­χρονες Εξελίξεις στη Νευροψυχολογία 14/2 (2007) 152-166.

[36] Για τη σχέση σημασιολογικής και επεισοδιακής μνήμης με τη θρησκευτικότητα γενικά βλ. B. J. McCallister, “Cognitive Theory and Religious Experience”, in: R. W. Hood (Ed.), Handbook of Religious Experience, Birmingham, Alabama 1995, pp. 312-352, όπου αναφέρεται ότι οι Βαπτιστές, λειτουργώντας μέσω προσωπικών θρησκευτικών εμπειριών, φαίνεται ότι καταγράφουν καλύτερα στην επεισοδιακή μνήμη· αντίθετα, οι Ρωμαιοκαθολικοί λειτουργούν μνημικά μέσω συλλογικών (κοινοτικών) θρησκευτικών εμπειριών.

[37] Θ. Κανάκη, «Νεότερες έρευνες για την υγεία, το φυσικό περιβάλλον και την πρό­ληψη ασθενειών με φυσικά μέσα – Η δύναμη της ανθρώπινης θέλησης», http://www.patrides.com/dec04/kanakis.htm

[38] Th. Fischer, “Power of Prayer”, December 2006/January 2007, www.aarp.org

[39] L. B. Taylor, “Localization of cerebral lesions by psychological testing”, Clinical Neurosurgery 16 (1969) 269–287, S. Springer & G. Deutsch, Left brain, right brain, New York: W.H. Freeman, 19893, J. F. Iaccino, Left brain--right brain differences: Inquiries, evidence, and new approaches, L. Erlbaum Associates (Hillsdale, N.J.) 1993, Οι κρο­ταφικοί λοβοί είναι σαφώς σημαντικοί στις θρησκευτικές και πνευματικές εμπειρίες. Η αμυγδαλή και ο ιππόκαμπος έχουν αποδειχθεί ότι συμμετέχουν ιδιαίτερα στην εμπει­ρία των οραμάτων, της βαθιάς εμπειρίας, της μνήμης και της περισυλλογής. Εντούτοις, συντασσόμαστε με την άποψη ότι ο κροταφικός λοβός πρέπει να αλληλεπιδρά με πολλά άλλα μέρη τού εγκεφάλου, προκειμένου να παρέχει μία πλήρη σειρά θρησκευτικών και πνευματικών εμπειριών. Αυτό είναι καθαρά μία εμπειρία εντός τού εγκεφάλου, την οποία μπορούμε να αναγνώσουμε με φυσικά μετρήσιμους τρόπους πάνω στα εγκεφα­λικά ίχνη.

[40] J. Allen, Maintaining knowledge about temporal intervals. Communications of the ACM, 26 (1983) 832-843, J. B. Hellige, “Hemispheric asymmetry”, Annu. Rev. Psychol. 41 (1990) 55–80, D. W. Zaidel, “Memory and spatial cognition following commissurotomy”, in: F. Boiler & J. Grafman (Eds.), Handbook of Neuropsychology 4 (1990) 151-166, Amsterdam: Elsevier, M. T. Banich & A. Belger, “Interhemispheric interaction: How do the hemispheres divide and conquer a task?”, Cortex 26 (1990) 77–94, A. Belger & M. T. Banich, “Interhemispheric interaction affected by computational complexity”, Neuropsychologia 30 (1992) 923–931, D. Ludwig, R. Hilborn & C. Walters, “Uncertainty, resource exploitation and conservation: lessons from history”, Science 260 (1993) 17-20.

[41] ScienceDaily (Apr. 10, 2007), ScienceDaily (Nov. 15, 2007).

[42] W. W. Meissner, “The Phenomenology of Religious Psychopathology”, Bulletin of the Menninger Clinic. LV (1991) 281-298.

[43] W. E. Broen, “Personality correlates of certain religious attitudes”, Journal of Consulting Psychology 19 (1955) 23, P. Tournier, The Healing of Persons, New York: Harper and Row, 1965, V. D. Sanua, “Religion, memtal health, and personality: A review of empirical studies”, American Journal of Psychiatry 125 (1969) 1203-1213, C. G. Ellison, Locating Religious Subcultures: The Case of Political Tolerance (with David A. Gay and Charles W. Peek) [at the meetings of the Southern Sociological Society], Atlanta, 1991, A. Braam, T. F. A. Beekman, D. J. H. Deeg, J. H. Smit & W. van Tilburg, “Religiosity as a Protective Factor in Depressive Disorder”, American Journal of Psychiatry 156 (1999) 809, H. G. Koenig, M. E. McCullough, D. B. Larson, Handbook of Religion and Health, New York: Oxford University Press, 2001.

[44] Η απώλεια της μνήμης τού Θεού γίνεται για χάρη Του. Ο ίδιος ο Θεός λησμονεί τις αμαρτίες των ανθρώπων που μετανοούν ειλικρινώς· βλ. Ησ. 43, 25: «εγώ ειμι εγώ ειμι ο εξαλείφων τας ανομίας σου και ου μη μνησθήσομαι».

[45] L. Snyder, “Satisfactions and Challenges in Spiritual Faith and Practice for Persons with Dementia”, Dementia 2/3 (2003) 299-313.

[46] Πολλοί ασθενείς με Alzheimer βιώνουν τη σωματική τους ασθένεια όχι απλώς ως ανυπόφορη δυσφορία, αλλά και ως ανεπίτρεπτη αναξιοπρέπεια και απώλεια του φυσι­κού ελέγχου επί τού εαυτού τους (βλ. H. T. Engelhardt, The Foundation of Christian Bio­ethics, μτφρ. Π. Τσαλίκη-Κιόσογλου, εκδ. Αρμοσ, Αθήνα 2007, σ. 369).

[47] S. H. McFadden, “Points of Connection: Gerontology and the Psychology of Relig­ion”, in: R. F. Paloutzian – C. L. Park (Eds.), Handbook of the Psychology of Religion and Spiritu­ality, New York – London: The Guikford Press 2005, pp. 162-176.

[48] Πρβλ. B. Spilka, R. W. Hood, Jr., B. Hunsberger & R. Gorsuch, The Psychology of Re­ligion – An Empirical Approach, New York – London, The Guilford Press, 20033, pp. 507 εξ. Ωστόσο, έρευνα έδειξε ότι η αργή εξέλιξη της νόσου τού Alzheimer μπορεί μεν να συνδέ­εται με υψηλότερα επίπεδα πνευματικότητας και ατομικών θρησκευτικών πρακτικών, αλλά όχι και με ποιότητα ζωής [βλ. Y. Kaufman, D. Anaki, M. Binns & M. Freedman, “Cognitive decline in Alzheimer disease”, NEUROLOGY 68 (2007) 1509-1514].

[49] Yakir Kaufman, “Religion, Spirituality May Slow Alzheimer's”, 2005. Πρβλ. Science­Daily  (May 1, 2005).

[50] H. Petzsch, “Dementia”, in: A. V. Campbell (Ed.), A Dictionary of Pastoral Care, Lon­don, SPCK 1987, pp. 65-66.

[51] “Spiritual support for caregivers of dementia patients”, Journal of Religion and Health 24 (1985) 31-38.

[52] Βλ. και S. Burgener, “Caregiver religiosity and well-being in dealing with Alz­heimer’s Dementia”, Journal of Religion and Health 33 (1994) 175-189.

[53] P. C. Hill & N. J. S. Gibson, “Whither the Roots? Achieving Conceptual Depth in Psychology of Religion”, Archive for the Psychology of Religion, 30 (2008) 19-35. Πρβλ. και <God Locus of Health Control Scale> [K. A. Wallston, V. L. Malcarne, L. Flores, I. Hansdottir, C. A. Smith, M. J. Stein et al., “Does God determine your health? The God Locus of Health Control Scale”, Cognitive Therapy and Research 23 (1999) 131-142].

[54] L. Meyers, “Warding off dementia: New research by psychologists identifies ways people can protect their brains as they age”, Monitor on Psychology 39/3 (2008) 22-23.

[55] L. Meyers, “Warding off dementia”, Monitor on Psychology 39/3 (2008) 22-23.

[56] Ιωάννου Χρυσοστόμου, Εις τους περί την ενδεκάτην ώραν 30, ed. S. J. Voicu, “Augustinianum” 18 (1978) 353-356.

[57] Ερμηνεία τής Θείας Λειτουργίας, Θ, 2.

[58] Ch. Laino, American Psychiatric Association 2005 international conference, Atlanta, May 21-26, 2005. Marilyn Baetz.

[59] Βλ. Yaakov Stern, Alzheimer’s Disease and Related Disorders 20/2 (2006) 105-11.

[60] Ιω. Χρυσ., Εις Ιωάννην 72, 3, MPG 59, 330. 75, 2, MPG 59, 403, Εις Ματθαίον 1, 15, MPG 57, 14. Πρβλ. Γ. Ιμβριώτη, Η παθολογική μνήμη, Αθήνα 1931.

[61] Βλ. Α. Β. Γλάρου, Η μνημοτεχνία τού Θείου Λόγου κατά τον ιερό Χρυσόστομο, Αθήνα 2007.

[62] Έχει παρατηρηθεί ότι οι ευχές τής Εκκλησίας και η προσευχή των συγγενών, πέρα από τη θαυματουργική διάσταση, βοηθούν στη νόσο τού Alzheimer [βλ.M. E. Allen,Park Ridge Center]. «Does Prayer Slow Memory Loss?», 2007, J. M. Stolley, “Prayer and Care”, 2003, The

[63] H. Petzsch, “Dementia”, in: A. V. Campbell (Ed.), A Dictionary of Pastoral Care, London, SPCK 1987, pp. 65-66.

[64] Βλ. Α. Μ. Σταυρόπουλου, Μνήμη και Λήθη στη Θεία Λειτουργία, Αθήνα 1989.

[65] J. Marshall, «Νευροφυσιολογία: Ξεχνώ, άρα υπάρχω», Το Βημα 16/3/2008, σ. 6-7/52-53.

[66] H. Whitehouse, Arguments and Icons: Divergent Modes of Religiosity, Oxford University Press, 2000, 2004.

[67] Η άσκηση της μνήμης, όπως αντίθετα και η λήθη, ανέκαθεν, απασχολούσε τόσο τις θρησκευτικές πρακτικές και τα τελετουργικά (π.χ. ανατολική ησυχαστική παράδοση και δυτικά μοναχικά τάγματα), όσο και τα φιλοσοφικά συστήματα [Πυθαγόρειοι, Νεοπυθαγόρειοι, Νεοπλατωνικοί (Ιάμβλιχου, Περί Πυθαγορικού βίου, 166, 2, ed. U. Klein, Stuttgart 1975: «ουδέν γαρ μείζον προς επιστήμην και εμπειρίαν και φρόνησιν του δύνασθαι μνημονεύειν»)], αποτελώντας βασικό καθήκον. Όλες οι Θρησκείες χρησιμοποιούν, είτε πεζά είτε εμμελώς, την επανάληψη ως μητέρα τής μαθήσεως· επανάληψη επικλήσεων, ονομάτων, ευχών κ.λπ. Ομοίως, γνωστή είναι η αντίληψη του Πλατωνικού Σωκράτη ότι η Φιλοσοφία πρέπει να είναι μνήμη θανάτου. Αντίθετα, τη λήθη χαρακτηρίζει μία απόκρυψη της απόκρυψης, όπως γράφει ο M. Heidegger [βλ. J. K. Winfree, “On the lineage of oblivion: Heidegger, Blanchot, and the fragmentation of truth”, Research in Phenomenology 35 (2005) 249-269]. Είναι σχεδόν αδύνατο (βλ. Αποφατισμό) να μιλήσουμε για την απόλυτη λήθη, δηλ. τον Μηδενισμό τού Εγώ, αφού κάτι τέτοιο θα αποτελούσε ήδη μία ενεργή πράξη. Οι Αρχαίοι ταύτιζαν τη λήθη με τον θάνατο [βλ. Ε. Κ. Γιαννή, «Μνήμης εμπύρευμα: Από την μνημαγωγική στην παιδαγωγική τής εικόνας», Επιστημονική Παρουσία Εστίας Θεολόγων Χάλκης, εν Αθήναις 1997, τ. Δ’, σ. 223-236]. Πράγματι, η εμπειρία τής λήθης πλατωνικά και γλωσσικά μεταφράζεται ως εμπειρία θανάτου. Κατά τη φροϋδική Ψυχανάλυση, το παρελθόν, που ―στο μεγαλύτερο μέρος του― παραμένει ασυνείδητο, βαραίνει το παρόν μέσω τής «ορμής προς θάνατο». Ο ποιητής Λορέντζος Μαβίλης στο έργο του «Η λήθη» καλοτυχίζει τούς νεκρούς που λησμονάνε την πικρία τής ζωής.

[68] L. Meyers, “Warding off dementia”, Monitor on Psychology 39/3 (2008) 22-23.

[69] L. Meyers, όπ. π.

2 Σχόλια

  1. Εμφανής η αδυναμία αποτυπώσεως των εννοιών προσώπου και οντολογίας. Απουσιάζει η θεώρηση των εννοιών εκκλησία,θρησκεία της καθημάς Ανατολής. Ετεροβαρής βιβλιογραφία, ελλείπουν οι αναφορές στους κοσμολόγους και ιδιαίτερα στον Tipler. Θα πρέπει, πριν επανεξετάσετε την διατυπωθείασα προσέγγιση, να δείτε την βιβλιογραφία των (μακαριστού) Ιωάννου Ρωμανίδη, Γεωργιου Παύλου, Μάνου Δανέζη, π. Νικολάου Λουδοβίκου, Χρήστου Γιανναρά, Θεοδώρου Ζιάκα, Γιώργου Καραμπελιά, ιδίως την Θεμελιώδη παρέκκλιση, π.Γεωργίου Μετελληνού, σεβ. Ιωάννου Ζηζιούλα, Σταύρου Γιαγκάζογλου, Αθανασίου Βλέτση, (αειδ) Νίκου Ματσούκα, κά.
    Η επιμονή σε θεωρήσεις ευκλείδειας γεωμετρίας οδηγούν σε ερμηνείες ανατίστοιχες της πραγματικότητας. Καλόν είναι να δείτε τον κόσμο από μη ευκλείδειες γεωμετρίες (μη γραμμική δυναμική). Μία συνέπεια θα είναι η διάρρηξη της προβαλλομένης, αλλά μη υφισταμένης,σχέσεως της ψυχολογίας/ψυχιατρικής με την Πατερική παράδοση της Ορθοδοξίας (ακόμα και η ψυχανάλυση αποκαλύπτει το αποστεωμένο πρόσωπό της). Αν βέβαια διαβάσετε Το Προπατορικό Αμάρτημα του Ιωάννου Ρωμανίδη, Μάξιμο Ομολογητή ή Παλαμική Θεολογία, πολλά άλλα περιττεύουν.
    Με εκτίμηση
    Δημήτριος Γερούκαλης
    Ν/Ψ, Κως.

  2. Αγαπητέ κ. Δημήτρη,
    ευχαριστώ για την ανάγνωση/μελέτη τού άρθρου μου. Θα ήθελα εξ αρχής να επισημάνω ότι αντί να μού κάνετε κριτική στα καθαυτό ψυχιατρικά ζητήματα, μου ζητάτε να ομιλήσω για τη σχέση οντολογίας και προσώπου, που δεν άπτεται ad hoc του άρθρου μου. Η μελέτη προσώπου και οντολογίας αφορά στη Φιλοσοφία και τη Φιλοσοφία τής Θρησκείας, και ετοιμάζεται ως νέο βιβλίο μου (εμπειρική έρευνα) με τίτλο “Θρησκευτικότητα και Προσωπικότητα σε φοιτητές”.
    Δεν είναι δυνατόν μέσα σε ένα άρθρο να εκτεθούν και οι φιλοσοφικο-θεολογικές απόψεις περί προσώπου. Άλλωστε, εγώ συνέλαβα τη δομή αυτή τού άρθρου ανεξάρτητα από οποιονδήποτε (φιλοσοφικό ή θεολογικό) Περσοναλισμό. Απουσιάζει, επίσης, γράφετε, η θεώρηση των εννοιών Εκκλησία και Θρησκεία. Μα, σε ένα αυστηρά επιστημονικό άρθρο (όπου δεν θα πρέπει να πλατειάζουμε) περί Alzheimer δεν είναι δυνατόν να περιμένει κανείς να αναπτυχθεί Ορθόδοξη Εκκλησιολογία ή Θρησκειολογία. Επίσης, γράφετε, ελλείπουν οι αναφορές στους κοσμολόγους. Μα, προς Θεού, Κοσμολογία κάνουμε; Αν, πάντως, θέλετε τη γνώμη μου και περί Κοσμολογίας, διαβάστε το νέο μου βιβλίο που κυκλοφορεί προσεχώς “Θρησκεία και Επιστήμη”. Όλους τους συγγραφείς που αναφέρατε, τους έχω “παιδιόθεν” μελετήσει. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι είμαι και άκριτος οπαδός τους ή ότι πιστά τους αντιγράφω. Υπάρχουν για τα επί μέρους θεολογικά ζητήματα και αντίθετες απόψεις, με τις οποίες επιστημονικά θα πρέπει να διαλεγόμαστε. Για παράδειγμα, ενώ ο Ζηζιούλας θεωρεί τον Θεό ως πρόσωπο, ο Ρωμανίδης το αρνείται. Ενώ, ωστόσο, αναγνωρίζω τη μέγιστη προσφορά τού Ρωμανίδη, δεν μπορώ να συμφωνήσω ότι ο Χριστιανισμός θεωρεί κάθε θρησκεία ως δαιμονισμό ή νόσο. Μία δηλ. άποψη του Freud, που εξοστρακίζει τον Σπερματικό Λόγο, για τον οποίο όλοι οι Πατέρες ομιλούν. Ή, για το παράδειγμα της μέλισσας για τη θύραθεν Παιδεία, που χρησιμοποιεί ο Μ. Βασίλειος. Εμμένω, τέλος, υποστηρίζετε σε θεωρήσεις ευκλείδειας γεωμετρίας. Προφανώς, μιλάτε μεταφορικά, γιατί απλούστατα δεν κάνω εδώ Γεωμετρία. Έχω υπόψη μου τη μη Ευκλείδεια Γεωμετρία, αλλά η Ψυχιατρική ως Επιστήμη αναγνωρίζει εν πολλοίς την αιτιοκρατία. Πάντως, για τη μη γραμμική Γεωμετρία κάνω λόγο στο βιβλίο μου “Θρησκεία και Επιστήμη”. Η σχέση Ψυχολογίας/Ψυχιατρικής με την Πατερική Παράδοση είναι κατ’ εξοχήν το αντικείμενό μου εδώ και πολλά χρόνια (με Master και Διδακτορικό). Μόνο που ίσως εσείς άλλα περιμένατε να ακούσετε επ’ αυτών. Δεν πειράζει. Να ξέρετε ότι, πέραν των προβαλλομένων, κυκλοφορούν πολλές άλλες “σχολές” (τάσεις) μέσα στην Ορθόδοξη Θεολογία. Ας διαβάσετε και από της άλλης πλευράς κάποια σοβαρά έργα, και αν έχετε θ ε ο λ ο γ ι κ έ ς (Πατερικές) ενστάσεις, είμαι στη διάθεσή σας.

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ