[...]Υπάρχουν στιγμές της ζωής του ανθρώπου που μένουν ανεξίτηλες στο πέρασμα του χρόνου. Στιγμές που ξεπροβάλλουν έντονες μέσα στο θολό φόντο των πριν και των μετά. Στην μνήμη μου υπάρχει χαραγμένη μια τέτοια στιγμή, που τα τελευταία δέκα χρόνια την ανακάλεσα πολλές φορές επαναλαμβάνοντας μέσα μου την γνωστή παροιμία «μεγάλη βουκιά φάγε, μεγάλη κουβέντα μην λες». Τα τελευταία δύο χρόνια, το όλο περιστατικό φωτίστηκε με νέο φως, θυμίζοντάς μου μια φράση ενός φίλου που μου έγραψε «πιστεύω περισσότερο στα πρώτα σκιρτήματα της καρδιάς...». Το 1978, όντας δευτεροετής φοιτητής της Πολυτεχνικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, είχα μια συζήτηση με τον γέροντα Παΐσιο και θυμάμαι να μου λέει κάποια στιγμή: «Τουλάχιστον να ήθελες να γίνεις παπάς...».
Τα χρόνια πέρασαν, έγινα παπάς και τελικά κατέληξα να ασχολούμαι σχεδόν αποκλειστικά με την θεολογία! Άπειρες φορές θυμήθηκα αυτήν την συζήτηση και συνειδητοποίησα το πόσο λάθος έκανα τότε. Τα τελευταία όμως δύο χρόνια τα πράγματα πήραν απρόσμενη τροπή που κατά κάποιον τρόπο δικαίωσαν την πρώτη μου εκείνη αντίδραση. Και η δικαίωση αυτή έχει δύο όψεις. Πρώτα είναι η στενή και αξεδιάλυτη συσχέτιση της ιερωσύνης με την θεολογία. Αν ο ιερέας δεν έχει ενσωματώσει και αφομοιώσει μέσα στην ύπαρξή του την θεολογία της Εκκλησίας, οι πιθανότητες να καταλήξει ένας απλός δημόσιος υπάλληλος είναι τόσο μεγάλες όσο και οι πιθανότητες να καταλήξει μια διάδοχος κατάσταση του αρχαίου μάγου της φυλής. Ως εδώ καλά. Η δεύτερη και οδυνηρή δικαίωση είναι η διαπίστωση ότι η τρέχουσα θεολογία δεν επαρκεί για να με τροφοδοτήσει με απαντήσεις στα ερωτήματα που συναντώ ως κληρικός μέσα στον σημερινό κόσμο! Οι σημερινές προκλήσεις είναι εντελώς διαφορετικές από τις προκλήσεις που είχε να αντιμετωπίσει η θεολογία και η Εκκλησία στις προηγούμενες δεκαετίες. Δεν υπάρχει ιδεολογική αμφισβήτηση η απειλή. Η θεολογία της δεκαετίας του ‘60 μπόρεσε να αντιπαλέψει την πρόκληση του μαρξισμού με αρκετή επιτυχία. Τώρα όμως είναι κάτι άλλο. Είναι η ίδια η πραγματικότητα της ζωής που μας προκαλεί και μας αμφισβητεί έντονα.
Αυτή η πραγματικότητα γίνεται ολοένα και πιο σύνθετη και η πρόκληση, την οποία μας απευθύνει, γίνεται και αυτή πιο σύνθετη, πολύπλοκη αλλά και πιο ριζική. Δεν πρόκειται πια για έναν απλοϊκό υλισμό, δεν πρόκειται για μια αμφισβήτηση της ύπαρξης του Θεού. Τεχνητή γονιμοποίηση, Μεγάλη Έκρηξη, κλωνοποίηση, γενετική, βιοτεχνολογία, σκοτεινή ύλη, εξωτική ενέργεια, μακρινοί πλανήτες και εξωγήϊνη ζωή, DNA, άμεση αλληλεπίδραση εγκεφάλου και υπολογιστή θέτουν σε δεινή δοκιμασία όχι μόνο τον τρόπο ύπαρξης του ανθρώπου, έτσι όπως τον έχουμε συνηθίσει, αλλά και την ίδια την αντίληψη για τον άνθρωπο, τον κόσμο και ακόμα και για τον Θεό. Ακόμα, η κυριαρχία του σεξ, τα ανθρώπινα δικαιώματα, η ανισότητα των ανθρώπων, η απέραντη ποικιλία των πολιτισμών και των θρησκευτικών εκδοχών. Και επιπλέον η νευροβιολογική μελέτη των βιωμάτων και οι γονιδιακοί και γενετικοί προσδιορισμοί του ατόμου.
Απέναντι σε αυτόν τον καταιγισμό των προκλήσεων η υπάρχουσα θεολογία δεν έχει να αντιτάξει παρά υπεκφυγές που, αν τις κοιτάξει κανείς κριτικά, θα δυσκολευτεί να τις χαρακτηρίσει επαρκείς. Τελικά μοιάζει να είχα δίκιο να μην θέλω να γίνω παπάς, γιατί αυτήν την στιγμή αισθάνομαι ότι δεν υπάρχει η αναγκαία θεολογική υποστήριξη για μια σωστή λειτουργία της ιερωσύνης στον σύγχρονο κόσμο. Όμως είμαι παπάς και έτσι αναγκάζομαι να κάνω ο,τι και πάρα πολλοί άλλοι κληρικοί που έχουν μια ανεπτυγμένη αυτοσυνειδησία και που δεν μπορούν να ικανοποιηθούν με τις κονσερβοποιημένες απαντήσεις. Αναγκάζομαι δηλαδή να αναζητώ δικές μου λύσεις και απαντήσεις. Αυτό κάθε άλλο παρά μπορεί να με ικανοποιήσει. Αν ήμουν ιδιώτης θα εύρισκα ιδιωτικές απαντήσεις και θα αναπαυόμουν, όπως, πολύ φυσικά, κάνουν τόσοι προβληματισμένοι άνθρωποι. Όμως δεν είμαι ιδιώτης και μόνο εκκλησιαστικές απαντήσεις μπορούν να με αναπαύσουν. Έτσι, παρόλο που δεν ήθελα να γίνω παπάς, για να μην μπλέξω με την θεολογία, όχι μόνο “έμπλεξα” αλλά έχω πια άμεση και επιτακτική ανάγκη από την θεολογία της Εκκλησίας. Αυτό το βιβλίο είναι ακριβώς η έκφραση αυτής της ανάγκης. Είναι μια πρόκληση και μια πρόσκληση για θεολογία. Γι’ αυτό και πολλές φορές είναι προκλητικό, άλλωστε οι προκλήσεις στις οποίες αναφέρομαι είναι αυθαδώς προκλητικές.
Δεν αγνοώ ότι υπάρχει ένα ρεύμα μέσα στην Εκκλησία που δεν παραδέχεται την ύπαρξη τέτοιων προβλημάτων. Δεν αναγνωρίζει την ανάγκη για περαιτέρω ανάπτυξη της θεολογίας, γιατί πιστεύει ότι όλα τα ερωτήματα που είναι δυνατόν να υπάρξουν έχουν ήδη βρει την απάντησή τους κατά την πατερική εποχή. Δεν νομίζω ότι άνθρωποι που αναπαύονται σε αυτό το ρεύμα έχουν κάποιο λόγο να διαβάσουν αυτό το βιβλίο. Ίσως μάλιστα, αν το διαβάσουν, να στενοχωρηθούν και αυτό δεν θα το ήθελα. Υπάρχουν όμως και άλλοι που αισθάνονται την ίδια περίπου ανάγκη με εμένα. Σε αυτούς απευθύνομαι και αυτοί, παρακαλώ, ας δουν την προκλητικότητα θετικά και όχι ανταγωνιστικά. Ας την κουβεντιάσουν με τον εαυτό τους αλλά και με άλλους και, όσοι θέλουν και μπορούν, ας εκφράσουν δημοσίως την λίγο η πολύ διαφορετική άποψή τους, έτσι ώστε να διαμορφωθεί σταδιακά μια άποψη που θα μπορούσε να θεωρηθεί εκκλησιαστική.
Εμπνεόμενος από αυτήν την διάθεση έδωσα την πρώτη γραφή του βιβλίου σε περίπου 25 ανθρώπους που ενδιαφέρθηκαν, επωνύμους και μη, οι οποίοι μου ανταπέδωσαν τις σύντομες η εκτενείς παρατηρήσεις τους. Θέλω να τους ευχαριστήσω θερμά για την εξαιρετικά σημαντική βοήθεια που μου προσέφεραν. Θα έπρεπε να παραθέσω τα ονόματα όλων. Τελικά δεν το κάνω γιατί ίσως κάποιοι να μην ευνοούν την σύνδεση του ονόματός τους με την προκλητικότητα του βιβλίου αυτού. Κάποιος από αυτούς μου είπε «Η γενιά μας είναι καταδικασμένη να κάνει λάθη», με την έννοια ότι το μέγεθος των προβλημάτων υπερβαίνει κατά πολύ το ανάστημά μας, και κάποιος άλλος «αν δουλέψουμε σκληρά εμείς, ίσως τα παιδιά μας η τα εγγόνια μας φθάσουν στις απαντήσεις». Συμφωνώ απολύτως. Με μία προϋπόθεση. Να μην αποδεχόμαστε εκουσίως τα λάθη, δηλαδή να μην εθελοτυφλούμε κάνοντας «τα στραβά μάτια». Για να έχουμε το θάρρος να ελπίζουμε στη βοήθεια του Θεού. Θα παρακαλέσω ο αναγνώστης να μην σκανδαλισθεί από το γεγονός ότι χρησιμοποιώ το πρώτο πρόσωπο. Με αυτόν τον τρόπο θέλω να τονίσω εμφατικά την σχετικότητα αυτών που λέω. Είναι απλώς και μόνο οι σκέψεις και οι προβληματισμοί αλλά και τα συμπεράσματά μου. Δεν θεωρώ ότι εκφράζω την Εκκλησία η την Ορθοδοξία. Αναζητώ την εκκλησιαστική και την ορθόδοξη άποψη και διδασκαλία. Αν λοιπόν κάποιος βρει τα γραφόμενα ωφέλιμα, ας τα κρατήσει υπ’ όψιν του˙ αν όχι, ας τα απορρίψει, όσον αφορά εμένα, αχρεωστήτως και αβλαβώς.[...]