Ο Μάθιου τραγουδάει καινούργιο τραγούδι

0
804

Περάσαμε ένα απόγευμα με τον μόλις τρίχρονο εγγονό μας, τον Μάθιου. Σαν κανονικός μαέστρος, διηύθυνε πρώτα τη χορωδία του Παππού και της Γιαγιάς. Συνεχίσαμε στην παιδική χαρά! Πρώτα να ταΐσουμε τις πάπιες! Πηγαίνοντας, συμβούλεψε τον Παππού να προσέχει να μην πατάει στα νερά. Πόλος έλξης η τσουλήθρα. Θυμόταν από την περασμένη φορά ότι ήταν υγρή από τη βροχή, και ήθελε πρώτα να την σκουπίσουμε.

Μετά από καμιά ώρα, ήθελε να κάνει κούνια. Απολαμβάνοντας τον ρυθμό, πήρε μια έκφραση ονειροπόλησης και άρχισε να φτιάχνει ένα δικό του τραγούδι. Δεν τον είχα ξαναδεί να κάνει κάτι τέτοιο. Αυθόρμητη έκρηξη χαρούμενης δοξολογίας, τη στιγμή της ευφρόσυνης συνάντησής του με τη ζωή.

«Ο Μάθιου έφτιαξε ένα τραγούδι!», είπα∙ αυτός γέλασε και οι λέξεις συνέχισαν να ρέουν από μέσα του – κάτι έλεγε για την παιδική χαρά. Μετά κοίταξε ψηλά στον ουρανό και άρχισε να τραγουδάει με λέξεις που δεν καταλάβαινα.

Τον ρώτησα, «Κοιτάς τον ουρανό;»

«Ναι», αυτόν κοιτούσε.

Είχα εκπλαγεί με την μικρή αυτή πράξη δημιουργίας και το λυρικό θάμβος που είχε ανθίσει στο πρόσωπό του ξαφνικά, καθώς οι λέξεις κατρακυλούσαν σαν βοτσαλάκια που ακολουθούν το ρεύμα στο ρυάκι.

Τη στιγμή της συν-δημιουργικής μαρτυρίας, ο Μάθιου δεν είχε επίγνωση ότι, μετά από αιώνες έρευνας, οι επιστήμονες εντόπισαν κι άλλα αστέρια κρυμμένα στους ουρανούς και περισσότερους γαλαξίες στο σύμπαν από τους κόκκους της άμμου στην παραλία. Ωστόσο, η παρθενική έκπληξη και η αυθόρμητη χαρά για την ιδιαιτερότητα της στιγμής είναι το υλικό από το οποίο άρρητη ευγνωμοσύνη και χαρμολύπη αναδύεται στην κατοπινή ζωή.

Λέγεται ότι η Ενυπόστατος σοφία, ο Υιός και Λόγος γεννήθηκε άναρχος προ πάντων των αιώνων. «Ἤμην παρ᾿ αὐτῷ ἁρμόζουσα. Έγὼ ἤμην ᾗ προσέχαιρε, καθ᾿ ἡμέραν δὲ εὐφραινόμην ἐν προσώπῳ αὐτοῦ ἐν παντὶ καιρῷ» (Παρ. 8:30). Μπορώ να φανταστώ την Δημιουργία να απορρέει από το στόμα του Κυρίου σαν το τραγούδι του Μάθιου, ενώ το Πνεύμα Κυρίου ευφραίνεται με κάθε λέξη που εκπορεύεται από τον Λόγο. 

«Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος. […] Πάντα δι᾿ αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἓν ὃ γέγονεν» (Ιω. 1:1-3).

Με τον Λόγο του Θεού συμβαίνει πως ό,τι προφέρει αυτό υπάρχει. Δεν υπάρχει κενό μεταξύ Λόγου και Γεγονότος. Το ίδιο ισχύει και για τον ίδιο τον Υιό του Θεού, στον Οποίον η άκτιστη θεία ουσία και ο κτιστός άνθρωπος είναι ενωμένα. «Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐ δύναται ὁ υἱὸς ποιεῖν ἀφ᾿ ἑαυτοῦ οὐδέν, ἐὰν μή τι βλέπῃ τὸν πατέρα ποιοῦντα· ἃ γὰρ ἂν ἐκεῖνος ποιῇ, ταῦτα καὶ ὁ υἱὸς ὁμοίως ποιεῖ» (Ιω. 5:19).

Άρα, πολλά εξαρτώνται από το ποιος μιλά, ποιος ακούει και για ποιον σκοπό. Αν ζητάς τον Χριστό και τη Βασιλεία Του, ακόμη κι ένα παιδί μπορεί να σου τα αποκαλύψει (Ματθ. 9:36-37 και Ματθ. 18:3-5). Διαφορετικά, ακόμη και τα λόγια του Ιησού, θα φαίνονται απλώς ανόητες αξιώσεις του γιού ενός ξυλουργού με ψευδαισθήσεις μεγαλείου. 

Ο δημιουργικός λόγος πηγάζει πάντοτε από την κοινωνία με τον Δημιουργό. Ο Ιησούς είπε, «Ἐάν τις ἀγαπᾷ με, τὸν λόγον μου τηρήσει» (Ιω. 14:23). Το μόνο που υπάρχει πέρα απ’ την κοινωνία μαζί Του είναι η μονολογική σύγχυση της Βαβέλ.

Αυτό που καθιστά τον Λόγο του Θεού δημιουργικό μέσα στην καρδιά του ανθρώπου δεν είναι αυτό που ενεργοποιεί τον νου ή ερεθίζει την φαντασία ή την επιθυμία, αλλά αυτό που προσκαλεί τον άνθρωπο να βγει από τον μονόλογο και να εισέλθει σε σχέση. Και επιπλέον μιας σχέσης μονολόγων, «το ουσιαστικό εδώ είναι όχι αυτό που συμβαίνει μέσα στον νου των μετεχόντων σε μια σχέση αυτό που συμβαίνει ανάμεσά τους». Αυτό είναι η αγάπη.

Ο Αρχιμανδρίτης Σωφρόνιος αναλύει:

Η γλώσσα των ανθρωπίνων λέξεων και εννοιών δίνει πολύ περιορισμένη δυνατότητα μετάδοσης της εσωτερικής κατάστασης του ενός στον άλλον. Απαραίτητη προϋπόθεση για την αμοιβαία κατανόηση είναι η κοινότητα ή ταυτότητα της πείρας. Εφόσον δεν υπάρχει αυτό, δεν κατορθώνεται η αμοιβαία κατανόηση, διότι το περιεχόμενο των εννοιών, με τις οποίες εκφραζόμαστε όλοι, αντιστοιχεί προς την έκταση της διανοητικής ή και υπαρξιακής πείρας κάθε ανθρώπου. Μέσα σε κάθε έννοια, κάθε ένας από μας περικλείει τον όγκο της πείρας του, και γι’ αυτό αναπόφευκτα όλοι μιλούμε διαφορετικές γλώσσες. Λόγω, όμως, του ομοουσίου του ανθρωπίνου γένους, είναι δυνατόν και δια του λόγου να προκαλέσεις κάποια καινούργια εμπειρία στην ψυχή αυτού που ακούει, σαν να γεννάς σ’ αυτόν μια καινούργια ζωή. Και αν έτσι έχουν οι ανθρώπινες σχέσεις, αυτό πολύ περισσότερο συμβαίνει με την Θεία ενέργεια. Ο λόγος του Θεού, πράγματι, σε δεδομένη στιγμή, όταν δηλαδή η ανθρώπινη ψυχή τον δέχεται με την κατάλληλη εσωτερική διάθεση, εμπνέει νέα ζωή εκπορευόμενη από τον Θεό, δηλαδή την αιώνια ζωή. «Τὰ ῥήματα ἃ ἐγὼ λαλῶ ὑμῖν, πνεῦμά ἐστι καὶ ζωή ἐστιν» (Ιω. 6:63).

Έτσι, όταν ο Ιησούς λέει, «Ἐκ γὰρ τῶν λόγων σου δικαιωθήσῃ καὶ ἐκ τῶν λόγων σου καταδικασθήσῃ» (Ματθ. 12:37) επιβεβαιώνει το γεγονός ότι μόνον η αγάπη είναι ικανή να διακρίνει την Αλήθεια Εκείνου ο οποίος είναι ο «Ὤν» και ο οποίος δεν μπορεί να γνωσθεί παρά μόνον δια της κοινωνίας της αγάπης.

Παρότι δηλώνουμε στην προσευχή μας ότι το Πνεύμα της Αληθείας είναι «ὁ πανταχοῦ παρών καί τά πάντα πληρῶν», ωστόσο περνά απαρατήρητος και χωρίς να εκτιμάται η παρουσία Του, με τον ίδιο τρόπο που περνά απαρατήρητο και δεν εκτιμάται το πλήθος των αστέρων και το θαύμα της κάθε στιγμής της ζωής μας, όταν εμείς παραμένουμε κλεισμένοι στον δικό μας νου. Αν δεν υψωθούμε πάνω από την ανθρώπινη νόησή μας, τότε μόνο να θρηνούμε μπορούμε μαζί με τον Εκκλησιαστή: «Τί τὸ γεγονός; αὐτὸ τὸ γενησόμενον· καὶ τὶ τό πεποιημένον; αὐτὸ τὸ ποιηθησόμενον· καί οὐκ ἔστι πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον»: «Αυτό που υπήρξε αυτό και θα υπάρχει∙ κι αυτό που έγινε, το ίδιο θα επαναληφθεί. Τίποτε δεν είν’ καινούργιο εδώ στη γη» (Εκκλ. 1:9).

Αλλά ο λόγος του Κυρίου είναι αιώνιος και πάντοτε νέος. Λέει: «Ἰδού ἐγώ ποιῶ καινά» (Ησαΐα 43:19) και εν Αυτώ, με ευφρόσυνη έκπληξη, βλέπουμε «οὐρανὸν καινὸν καὶ γῆν καινήν· ὁ γὰρ πρῶτος οὐρανὸς καὶ ἡ πρώτη γῆ ἀπῆλθον» (Αποκ. 21:1).

Σαν τον Μάθιου, κάθε στιγμή, μπορούμε να ψάλλουμε «τῷ Κυρίῳ  ᾆσμα καινόν» (Ψαλμ. 95:1), με θάμβος ευγνωμοσύνης, επειδή ο Χριστός γεννάται μέσα μας και όλα είναι καινούργια!

Σύγχρονη εικόνα της Γεννήσεως, έργο της Άννας Σπαράκη

πηγή κειμένου: Αντίφωνο

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ