«…τὴν Ἑλλάδα πεπαίδευκεν οὗτος ὁ ποιητὴς καὶ πρὸς διοίκησίν τε καὶ παιδείαν τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων ἄξιος ἀναλαβόντι μανθάνειν τε καὶ κατὰ τοῦτον τὸν ποιητὴν πάντα τὸν αὑτοῦ βίον κατασκευασάμενον ζῆν…»
Πλάτωνος Πολιτεία 606e
Στην πατρίδα μας άρχισε από καιρό[1] και συνεχίζεται κι αυτή τη στιγμή ακόμα, μια προσπάθεια αλλοίωσης τῆς ταυτότητάς μας, με κυριότερο άξονα τη με πολλούς τρόπους συκοφάντηση και υπονόμευση τοῦ μοναδικού, επικού ένοπλου αγώνα απελευθέρωσής μας[2], τον οποίο ο σημαντικότερος σύγχρονος ποιητής μας, ο Κώστας Μόντης, θεωρεί και τον ονομάζει, «επανάσταση»!
Η αλήθεια διεκδικεί και κερδίζει την επιφάνεια, έρχεται στο φως, μέσω τοῦ λόγου. Ο λόγος είναι εκείνος που την αποκαλύπτει. Γι’ αυτό άλλωστε εν αρχή ην ο Λόγος και ο Λόγος ην προς τον Θεόν και θεός ην ο Λόγος. (Τα) πάντα δι’ αυτού εγένετο και χωρίς αυτόν τίποτε δεν θα μπορούσε να γίνει από όσα έγιναν. Το φως εν τη σκοτία φαίνει και η σκοτία αυτό ου κατέλαβεν. Το φως διαλύει το σκοτάδι. Δεν υπάρχει περίπτωση το σκοτάδι να νικήσει το φως. Ο λόγος είναι φως.
Ο λόγος είναι η κύρια ενασχόληση τοῦ Ποιητή.
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές τοῦ Ομήρου, λέει ο Οδυσσέας Ελύτης.
Δεν έχω άλλο στο νου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα, λέει ο Διονύσιος Σολωμός, ο ποιητής τοῦ εθνικού μας ύμνου, τοῦ Ύμνου προς την Ελευθερία.
Άλλων εθνών οι ύμνοι αναφέρονται στους βασιλείς τους, στους αυτοκράτορες, στούς κυβερνήτες τους, σε πολεμικές νίκες τους. Ο ελληνικός εθνικός ύμνος αναφέρεται στην Ελευθερία. Η Ελευθερία είναι η ταυτότητά μας. Κι αυτήν υμνούμε, την Ελευθερία.
Τον ποιητή, λοιπόν, και τα μάτια μας. Αυτός είναι η μνήμη μας, όταν τη χάσουμε, αν τη χάσουμε. Αυτός μας κρατά στο φως, δηλαδή στη ζωή, στην αληθινή ζωή, που είναι αληθινή αν είναι ελεύθερη.
Ο ποιητής είναι η πιο ευαίσθητή μας κεραία, είναι ο δέκτης και ο γνώστης, ο προφήτης που βλέπει ό,τι δεν βλέπουν εύκολα οι άλλοι, είναι το φως μας, που καταργεί το σκοτάδι μας.
*
Ο μικρός μας τόπος έχει υποστεί μέσα στα τελευταία 50 περίπου χρόνια, δυο πραγματικές θεομηνίες. Η μια είναι η απόπειρα διαστρέβλωσης τῆς αλήθειας του, η διαστροφή και η παραχάραξή τῆς ταυτότητάς του, και η άλλη είναι η απόπειρα καταστροφής, κλοπής τῆς ίδιας τῆς γης του και η εκδίωξη των ανθρώπων του. Η πρώτη διενεργήθηκε και διενεργείται από μέσα και η δεύτερη διενεργήθηκε και διενεργείται από έξω. Περιττό να τονίσουμε πόσο η δεύτερη εκμεταλλεύεται τις αδυναμίες που δημιουργεί η πρώτη.
Παρ’ όλη τη φθορά στις ψυχές μας και πάνω στην ίδια τη γη της πατρίδας μας – «φθορά» που μπορεί να μας οδηγήσει και σε τελικό αφανισμό – εξακολουθεί να υπάρχει έστω ξέπνοη κι αλλού παθιασμένη, αλλά και τρομοκρατημένη, αλλού εθελότυφλη και παραστρατημένη σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν μας κι αλλού σκόπιμα κρυμμένη και αποδιωγμένη, μια θέληση για Αντίσταση. Η ψυχική μας φθορά, όσο κι αν στιγμιαία δείχνει να επιδεινώνεται, με την πάροδο τοῦ χρόνου μειώνεται κι εξουδετερώνεται ακόμα, όταν ο λόγος φέρνει στην επιφάνεια την ιστορική αλήθεια.
«Ιστορική αλήθεια», βέβαια, δεν εννοούμε τη διόρθωση μιας ημερομηνίας, την αναφορά σε ένα όνομα που παραλείφθηκε ἤ ένα γεγονός που τοποθετήθηκε γεωγραφικά, κατά λάθος, αλλού. Η «ιστορική αλήθεια» εδώ έχει να κάνει με τη συμπεριφορά μας, με την πίστη μας, με τη συνέπεια και τη συνέχειά μας, με την ανθρωπιά μας, με τον πολιτισμό μας – με το ποιοι στην πραγματικότητα είμαστε, έχει δηλαδή να κάμει με την αυτογνωσία μας. Αντικρίζοντας την «ιστορική αλήθεια» αντικρίζουμε τον εαυτό μας, χωρίς τα φτιασίδια των πρόσκαιρων συμφερόντων μας, χωρίς τις αυταπάτες, χωρίς τις επιπολαιότητές μας, αντικρίζουμε τον εαυτό μας όπως μᾶς ξέρει ο Θεός κι όπως μόνο εμείς ξέρουμε τον εαυτό μας, αγνό και καθαρό, σαν πρωτόπλαστο. Τότε μπορούμε να δούμε καθαρά την εκτροπή μας, μπορούμε να παραδεχτούμε τα λάθη μας, μπορούμε να πιάσουμε ξανά τη ζωή και το όποιο μέλλον μας – αν έχουμε ακόμα – από την αρχή.
Εδώ ακριβώς είναι το σημείο που ένας λαός, αν έχει τύχη ή εύνοια Θεού ή κατάλοιπο μιας κάποιας σοφίας – πέρα από την τρέχουσα κατάπτωση, φθορά και παρακμή του – στρέφει την προσοχή του στον μέχρι στιγμής παραγνωρισμένο τεχνίτη τοῦ λόγου, τον «δεν έχω άλλο στο νου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα», τον «μονάχη έγνοια η γλώσσα μου», τον ποιητή του.
Λέει ο Κώστας Μόντης, σαν ένα προοίμιο σε όσα πρόκειται αλλού να μας προικίσει, να μας δωρίσει, ως εξοπλισμό αντίστασης, ως μέσα αυτογνωσίας και εν ελευθερία άξιας επιβίωσης:
Καλή η λευτεριά, πρώτη η λευτεριά,
μα σού ’χει κάποτε μια σκλαβιά,
σού ’χει μια σκλαβιά! (185 – 1974) [3]
Για ποια λευτεριά που είναι, όμως, σκλαβιά, μιλά ο ποιητής; Και, υπάρχει λευτεριά, που μπορεί να είναι σκλαβιά; Τη στιγμή μάλιστα, που είναι φανερό πως είναι για τη δική μας λευτεριά-σκλαβιά, που μιλά αυτός, ο δικός μας ποιητής; Κι ύστερα, επανέρχεται, ακόμα πιο σκοτεινός, αλλά και πιο ευθύς, πιο σωφρονιστικά επιθετικός και αφυπνιστικός:
Λοξά που άρχισε να μᾶς βλέπη πάλι η λευτεριά! (185)
Αποτελούμε εμείς απειλή για τη λευτεριά και μας κοιτάζει λοξά; Μα ποια επιτέλους είναι αυτή η λευτεριά, που θεωρεί εμάς ύποπτους, τι είδους λευτεριά νιώθει ανασφαλής μαζί μας και μᾶς παρακολουθεί από κοντά; Μήπως πρόκειται για μιαν άλλη, μια που δεν είναι αλλά υποδύεται τη λευτεριά, μήπως αυτή είναι μασκαρεμένη σαν «λευτεριά» και φοβάται μην την πάρουμε είδηση, μη θυμηθούμε ποια είναι η πραγματική μας λευτεριά, οπότε θα καταλάβουμε και γιατί αυτή η ψεύτικη μας λοξοκοιτάζει;
Νά κι η απόδειξη για το ποια είναι η αληθινή:
Κι η Ελλάδα τελευταίος θάμνος στο γκρεμό
να τον αρπάζει η λευτεριά να κρατιέται. (470 – 1965)
Αυτή η λευτεριά κινδυνεύει η ίδια να χαθεί κι αρπάζεται από θάμνους για να γλιτώσει, δεν μπορεί αυτή να είναι εκείνη που από θέση ισχύος κι εξουσίας μᾶς παρακολουθεί καχύποπτα. Η μασκαρεμένη που πήρε τη θέση της μᾶς υποπτεύεται μην την καταλάβουμε και την εξαποστείλουμε, και τρέξουμε ελεύθεροι να σώσουμε την αληθινή.
Αλλά γιατί δεν μιλά ξεκάθαρα ο ποιητής; Γιατί απλώς μᾶς κλείνει το μάτι, μᾶς κλωτσά κάτω από το τραπέζι, μᾶς κάνει νοήματα και δεν μιλά με φωνή στεντόρια να μας ξεκουφάνει για τους κινδύνους που διατρέχουμε, τους κινδύνους που διατρέχει η αληθινή μας λευτεριά;
Η απάντηση είναι απλή:
Δεν μπορεί γιατί είναι κι ο ίδιος ύποπτος, κατ’ ακρίβεια είναι ο πρώτος ύποπτος αυτός, κι η ψεύτικη, η τάχα «λευτεριά», που κρατά όλα τα πόστα, τον κοιτάζει συνέχεια λοξά, ούτε στιγμή δεν σταματά να τον παρακολουθεί στενά – ξέρει πως Αυτός είναι ο μόνος που δεν μπορεί να ξεγελαστεί. Έτσι, λοιπόν, και δεν προσέξει ο ποιητής, έτσι και ανοιχτά φωνάξει, δεν τό ’χει σε τίποτε να τον περάσει στην εκκαθάριση… Οπότε πάει κι η λευτεριά που κρέμεται από τον θάμνο – δεν θα υπάρχει κανένας πια να μιλήσει γι’ αυτήν.
Κι εμείς, καλά εκπαιδευμένοι, καλά κρατημένοι μακριά από την ποίηση, ως άχρηστη τάχα και περιθωριακή, ειδική δήθεν απασχόληση μερικών σεβαστών μεν αλλά όχι και τόσο απόλυτα αναγκαίων ανθρώπων, κωφεύουμε στη φωνή τοῦ ποιητή. Αλλά εκείνος επιμένει. Κάνει ακόμα μια προσπάθεια. Λέει: Μα, τέλος πάντων, ούτε αυτό δεν το προσέξατε;
Δεν προσέξατε πως άρχισαν να κυτάζουν αλλού τ’ αγάλματα;
(506)
Όχι, δεν το προσέξαμε, ποῦ να το προσέξουμε χαμένοι μες την καθημερινή τριβή, μες την καθημερινή έγνοια τῆς επιβίωσης και τῆς κατανάλωσης, να προλάβουμε ν’ αγοράσουμε όσα εντατικά και αδιάκοπα μᾶς κοπανά η τηλεόραση! Στο μεταξύ, όμως, τα αγάλματα, το παρελθόν μας, η συνέχειά μας, ο προηγούμενος εαυτός μας άρχισαν να μη σχετίζονται με τον παρόντα εαυτό μας. Κι ο παλιός μας εαυτός – μᾶς προειδοποιεί ο ποιητής – άρχισε να μην αναγνωρίζει τον εαυτό του σε μᾶς. Έχουμε αλλάξει. Και σίγουρα δεν λοξοκοιτάζει εκείνους που έχουν αλλάξει, νιώθοντας να κινδυνεύει, η μασκαρεμένη «Λευτεριά». Ύποπτα κοιτάζει μόνο εκείνους που έχουν ακόμα μνήμη, που θυμούνται ποιοι ήταν, που αναγνωρίζουν, που ξέρουν ακόμα ποια είναι η αληθινή λευτεριά. Αγανακτισμένος πια ο ποιητής βλέποντας πόσο λιγοστεύουν συνεχώς όσοι δεν άλλαξαν, δεν αντέχει άλλο και μονολογεί:
Κατοικείται αυτό το νησί; (512 – 1970)
Και αγανακτεί, και μέσα από τα δόντια του «ξεφεύγει» πια η φράση:
Εκκενώστε το νησί, ανάξιοί του, εκκενώστε το! (228 – 1975)
Αλλά, πάλι, δεν μπορεί να είναι πάντα η ποίησή του μόνο με υπονοούμενα και μισόλογα – στο κάτω-κάτω:
Δεν σκάβουν χαρακώματα οι ποιητές,
αυτοί βγαίνουν ακάλυπτοι στα τρίστρατα τοῦ κόσμου,
αυτοί βγαίνουν ακάλυπτοι στα τρίστρατα των ανέμων
κι όσους πάρει ο χάρος. (244 – 1976)
Έτσι, χωρίς περιστροφές πια, χωρίς να κρύβεται, αφήνοντας πάντως το τελικό συμπέρασμα μόνοι τους να εξαγάγουν οι αναγνώστες των στίχων του, ξεκάθαρα πια – με τίτλο «Κύπρος 1984» – δηλώνει:
Σήμερα είναι τελείως έρημο το νησί.
Οι τελευταίοι κάτοικοι το εγκατέλειψαν
πριν εικοσιπέντε τόσα χρόνια. (741 – 1984)
1984, όμως, πλην 25 τόσα χρόνια, ίσον 1959. Ο χρόνος όπου χάθηκε η αληθινή μας λευτεριά και τη θέση της πήρε η μασκαρεμένη, εκείνη που μᾶς κοίταζε με καχυποψία μην και είχαμε μείνει πιστοί, μην και είχαμε μνήμη ακόμα τῆς αληθινής, και γι’ αυτό ένιωθε να κινδυνεύει η ψεύτικη, η κυρίαρχη.
Απερίφραστα πλέον ο ποιητής, με ειρωνεία για όλους και αυτοσαρκασμό, γράφει:
Οικουρεί, είπαν, η λευτεριά,
είχε, είπαν, πολύ κεφαλόπονο χτες.
Αυτός ήταν ο μόνος λόγος, είπαν,
που δεν παρέστη στην παρέλαση τῆς 1ης Απριλίου. (512 – 1970)
*
Όλοι οι πιο πάνω στίχοι είναι τοῦ 1974, τοῦ 1965, τοῦ 1970, τοῦ 1975, τοῦ 1976 και τοῦ 1984.
Σε πρώτο επίπεδο η ποίηση τοῦ Κώστα Μόντη, όπως κι εκείνη τοῦ άλλου κορυφαίου μας ποιητή, τοῦ Παντελή Μηχανικού, ένα και μόνο, κοινό θέμα έχουν: Την εκτροπή τοῦ αγώνα μας για λευτεριά ή για να είμαστε ακόμα πιο ακριβείς: Τις επιπτώσεις από την εκτροπή τοῦ αγώνα μας για λευτεριά.
Σε ένα δεύτερο επίπεδο – κι αυτό είναι και το μεγαλείο τῆς ποίησης και των δύο – το θέμα γίνεται πανανθρώπινο κι ερμηνεύει τον γενικότερο αγώνα τοῦ ανθρώπου και την αέναη πτώση του. Εδώ, όμως, θα κρατηθούμε στα όρια τοῦ κυπριακού αγώνα, στην τοπική θεματική συνάντηση των δύο ποιητών και στη σχέση των στίχων τους με το δικό μου βιβλίο «Κουράγιο Πηνελόπη» [4], το οποίο διερευνά από άλλη γωνία την ίδια αποτυχία μας.
Από το έργο τοῦ Παντελή Μηχανικού επιλέγω, για να επισημάνω και να υποδείξω τη θεματική σύμπτωση των δύο ποιητών, να σας θυμίσω κατ’ αρχάς το ποίημά του «Αφροδίτη», πρωτοδημοσιευμένο τον Δεκέμβρη τοῦ 1974[5]. Η Αφροδίτη, βέβαια, η θεά τῆς ομορφιάς, είναι το πρώτο σύμβολο τῆς Κύπρου. Δεν μπορούμε να φανταστούμε την Κύπρο χωρίς την Αφροδίτη. Ταυτίζονται οι δύο, Κύπρος και Αφροδίτη, έχοντας κοινή μήτρα και καταγωγή τη θάλασσα. Ο Μηχανικός αρχίζει το ποίημά του με τη Θεά να ρίχνεται πίσω στη θάλασσα και να φεύγει, να μας εγκαταλείπει. Και συνεχίζει:
Δεν μπορούσες να μείνεις μαζί μας για πολύν καιρό.
Δεν είμαστε εμείς για ομορφιές
δεν είμαστε για όνειρα.
Είμαστε οι ταπεινοί άνθρωποι
με το βούρκο στη μύτη
με τη σάπια ψυχή.
– Σε ποιους γιαλούς σε ποιους βυθούς να ταξιδεύεις τώρα.
Λίγο μετά, στο «Τρίτο Γράμμα στη Μητέρα», τοῡ 1980, ο Μόντης όχι μόνο ακούει στον Πενταδάχτυλο, «τα μεσημέρια, κάτι παράξενες φωνές, κάτι ξερά τριξίματα – σα να ξεκολλούν βράχοι απ’ την κορφή τοῦ Κυπαρισσόβουνου», σαν να καταρρέει, σαν να φεύγει το βουνό, αλλά έχει ήδη μιλήσει γι’ αυτό στο «Δεύτερο Γράμμα στη Μητέρα» τοῦ 1972, σαν «τη βουνοσειρά τῆς Κερύνειας – που σήμερα την αγγίζεις με το χέρι σου… – κι αύριο είναι μίλια μακριά… – που σήμερα είναι – κι αύριο δεν είναι… – που σήμερα έχει όνομα – κι αύριο δεν ξέρουν, δεν άκουσαν – που σήμερα έχει όνομα – κι αύριο δεν έχει…». Κι όλ’ αυτά γράφονται από ένα «βύθισμα», έναν «καταποντισμό», όπως τον περιγράφει ο Μόντης, όπου εκείνοι οι ίδιοι «ταπεινοί άνθρωποι με το βούρκο στη μύτη και τη σάπια ψυχή» τοῦ Μηχανικού, στο «Δεύτερο Γράμμα» τοῦ Μόντη «στη Μητέρα», έχουν από πριν μετατραπεί σε σιωπηλά, άβουλα και υποταγμένα μυρμήγκια:
Τους είδαν, λέει, να οδοιπορούν σαν μυρμήγκια,
σκυφτοί σα μυρμήγκια,
ο ένας πίσω από τον άλλο σα μυρμήγκια,
σαν κάτι περίεργες κάμπιες τοῦ δάσους
που ξεκίνησαν αμετάκλητα,
που κατευθύνονται αμετάκλητα
στο νερό και στο θάνατο.
Δεν είχαν λύπη, λέει,
δεν είχαν χαρά, λέει,
δεν είχαν έκφραση,
δε μιλούσαν
– κι αυτό είναι πιο επικίνδυνο –
δεν κραύγαζαν
– κι αυτό είναι πιο επικίνδυνο –
δεν κρατούσαν σημαίες και συνθήματα
– κι αυτό είναι πιο επικίνδυνο –
δεν επεξηγούσαν
– κι αυτό είναι πιο επικίνδυνο.
Είχαν μονάχα την πορεία,
είχαν αντί συνθημάτων και κραυγών την πορεία,
είχαν αντί τῆς χαράς και τῆς λύπης την πορεία,
απλώς πορευόντουσαν. (896)
Αυτούς τούς ίδιους ανθρώπους, εμάς όλους δηλαδή, δεν άντεξε κατά τον Παντελή Μηχανικό, ο Ονήσιλος[6], το αρχαιότερο σύμβολο αντίστασης τῆς Κύπρου, κι αφού για δέκα συνεχή χρόνια έστελλε τις μέλισσές του,
να μας κεντρίσουν
να μας ξυπνήσουν
να μας φέρουν ένα μήνυμα…
κι όλες ψοφήσανε πάνω στο παχύ μας δέρμα
χωρίς τίποτε να νιώσουμε…
…άλλο δεν άντεξε κι άρπαξε το καύκαλό του – και το θρυμμάτισε, απάνω στα κεφάλια μας!
*
Πώς ακριβώς όλ’ αυτά, τα ποιητικά επιτεύγματα τοῦ Κώστα Μόντη και τοῦ Παντελή Μηχανικού έρχονται ή κινούνται παράλληλα με τα ευρήματα ενός βιβλίου όπως το «Κουράγιο Πηνελόπη» – το οποίο φιλοδόξησε να προσκομίσει τις έγγραφες αποδείξεις για τον εκτροχιασμό τοῦ κυπριακού αγώνα – αρκεί μόνο να το αναζητήσει κανείς για να το δει. Όλα όσα ψυχανεμίζονται οι ποιητές μας, όλα όσα με ποιητικό λόγο διαβλέπουν, προφητεύουν, καταγγέλλουν, ερμηνεύονται κι ερμηνεύουν τα καταλυτικά γεγονότα μιας μετά την Επανάσταση τουλάχιστο ανεπιθύμητης καθημερινότητας, που δεν είναι άλλο παρά το αποτέλεσμα μιας ηθελημένα και σκόπιμα παραπλανητικής, ανεδαφικής, άστοχης εθνικά «πολιτικής», μιας αποτυχίας.
Ας δούμε πρακτικά πῶς επαληθεύεται αυτός ο ισχυρισμός.
Αναφέρεται στη σελίδα 44 τοῦ «Κουράγιο Πηνελόπη» ότι ο Αμερικανός πρέσβης στο Λονδίνο Νταίηβιντ Μπρους (έγγραφο Department of State, Central Files, POL 23-8 CYP, αριθμός 1004 secret), έγραφε στις 9 Φεβρουαρίου 1964 προς τούς ανωτέρους του στο Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ ότι σε συνάντηση όπου ήταν κι ο ίδιος παρών, τοῦ Υπουργού Εξωτερικών τῆς Κύπρου Σπύρου Κυπριανού με τον Υφυπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ Τζωρτζ Μπωλ – ο Μπωλ χειριζόταν ευθέως το Κυπριακό με οδηγίες τοῦ Προέδρου Τζόνσον – ο Κυπριανού εξέφρασε την επιθυμία τῆς Κυπριακής Κυβέρνησης να παραμερισθούν από τη συζήτηση για το Κυπριακό η Ελλάδα και η Τουρκία.
Την ίδια επιθυμία τῆς Κυπριακής Κυβέρνησης είχε εκφράσει ξανά ο Σπύρος Κυπριανού στις 24 Δεκεμβρίου 1963 (έγγραφο PREM 11/4139) προς τον Άγγλο υπουργό Κοινοπολιτειακών Σχέσεων Ντάνκαν Σαντς, ζητώντας απομάκρυνση τῆς Ελλάδας και τῆς Τουρκίας και σύναψη συμμαχίας Κύπρου-Βρετανίας με στόχο την «αμοιβαία αμυντική βοήθεια»!
Στις 6 Μαρτίου 1964, πάλι ο Κυπριανού, εκτελώντας οδηγίες, ζήτησε από τον Πρόεδρο Τζόνσον (έγγραφο D.S., C.F., POL 23-8 CYP, αριθμός 621 confidential) Ελλάδα και Τουρκία «να μην έχουν καμιά σχέση με την Κύπρο»! Στις 11 Ιουνίου 1964 ο Αντιπρόσωπος των ΗΠΑ στον ΟΗΕ Αντλάι Στήβενσον αναφέρει (έγγραφο όπως προηγουμένως 4470 secret) ότι ο μόνιμος αντιπρόσωπος τῆς Κύπρου στον ΟΗΕ Ζήνων Ρωσσίδης γενικά αποφεύγει να εκφραστεί υπέρ τῆς Ενώσεως στον ΟΗΕ. Στην έκθεσή του, τον Μάρτιο τοῦ 1965, ο διορισμένος από τον Γενικό Γραμματέα μεσολαβητής για το Κυπριακό κύριος Γκάλο Πλάζα, από τον Ισημερινό, αναφέρει ότι ποτέ, κανένας από την Κυπριακή Κυβέρνηση δεν τοῦ μίλησε υπέρ τῆς Ενώσεως ως τελικής λύσης τοῦ Κυπριακού. Όλ’ αυτά τη στιγμή, που ήδη από καιρό η Ένωση ήταν ένα de facto γεγονός με την παρουσία τῆς ελληνικής μεραρχίας στην Κύπρο.
Και πέταξε η ψυχή, γράφει ο Παντελής Μηχανικός,
Σε ποιο δεντρί – σε ποιο κλαρί – να βρίσκεται τώρα η ψυχή μας – φίλοι.
Κι η ψυχή – μας αγναντεύει αθάνατη – καθισμένη σε ψηλό κλαρί.
Ψάλλει – κι ένα δάκρυ πέφτει απ’ το τραγούδι της – δικό της ήτανε το σώμα αυτό – που ήξερε κι αυτό να τραγουδεί – που ήξερε κι αυτό να ψάλλει – με ολοζώντανες αισθήσεις μέσα στο στήθος σου – εν υψίστοις βαθιά στους κόλπους – δικός της ήτανε ο κόσμος αυτός.
Και ψάλλει ε και ψάλλει ε – Και ψάλλει νω και ψάλλει ση.
Τα παραδείγματα μη στήριξης τῆς Ενώσεως μετά το 1960 είναι ατέλειωτα, συνεχή, απειράριθμα. Δεν είναι δυνατό να αναφερθούν όλα εδώ. Ο ίδιος ο Ανδρέας Παπανδρέου αναφέρει ότι άλλη ήταν η πολιτική τῆς Κύπρου στο εξωτερικό και άλλη στο εσωτερικό[8]. Το ίδιο λέει και ο Γλαύκος Κληρίδης στα «Απομνημονεύματά» του[9].
Αλλά τι ακριβώς γινόταν στο εσωτερικό; Από το 1960 ιδρύθηκε ανεπισήμως από επισήμους μια δεύτερη ΕΟΚΑ, η οργάνωση «Ακρίτας» με στόχο, λέχθηκε στον λαό, την Ένωση. Επισήμως, στα μνημόσυνα, στις επετείους και γενικά με κάθε ευκαιρία διακηρυσσόταν ως αμετάθετος στόχος η Ένωση κι ανεπισήμως υπονομευόταν τόσο ο στόχος τῆς Ένωσης όσο και ο ίδιος ο αγώνας τοῦ 55-59 ως δόλιος και προσχεδιασμένος από τους ίδιους τούς Άγγλους για να αποτραπεί, δήθεν, η Ένωση. Κι όταν, χωρίς συνεννόηση με την Ελλάδα και με τη δόλια παρότρυνση τῆς Βρετανίας, προκαλέσαμε την τουρκανταρσία τοῦ ’63, στον λόχο Καρανίκκη Αγίου Δομετίου η οργάνωση «Ακρίτας» παρέδωσε… ένα στένγκαν, όπως μαρτυρά ο ίδιος ο Καρανίκκης[10], και στους ετοιμοπόλεμους για την Ένωση αγωνιστές λέχθηκε να παν να πιάσουν στύλους τῆς Ηλεκτρικής, να τους βάψουν μαύρους και να τους γυρίσουν προς τα «τούρκικα», να νομίσουν οι Τούρκοι ότι έχουμε… κανόνια!! Εκείνοι, βέβαια, έπαιρναν στα σοβαρά και τα λόγια και τα έργα μας, γι’ αυτό και ήσαν πάνοπλοι τα Χριστούγεννα τοῦ ’63 κι εμείς άοπλοι, κοροϊδεύοντας εαυτούς και αλλήλους… με στύλους τῆς Ηλεκτρικής!
Αυτές οι ελάχιστες των ελαχίστων που αναφέρονται εδώ τραγικές γελοιότητές μας, οι επιπολαιότητες, οι ασυνέπειες, οι αφέλειες, οι ψευδαισθήσεις και οι παραισθήσεις μας, οι σκόπιμες και αδικαιολόγητες παραπλανήσεις, τα ψέματα, οι εξαπατήσεις, οι αυταπάτες, οι κοροϊδίες, δεν περνούσαν βέβαια απαρατήρητες, αφού για χάρη των προσωπικών και των κομματικών τους συμφερόντων οι περισσότεροι τις αναδιπλασίαζαν υποστηρίζοντας ταυτόχρονα πως όχι μόνον όλα πήγαιναν πρίμα, αλλά κι ότι αυτό που πραγματικά συνέβαινε δεν ήταν παρά ένας σπουδαίος κι ανεπανάληπτος…αγώνας, πανανθρώπινος κιόλας, περί ελευθερίας, παγκόσμιας ειρήνης και δικαιοσύνης των λαών, που δεύτερό του σχεδόν δεν είχε να επιδείξει η υφήλιος! Κι αν όλοι ξεγελούσαν όλους, μαζί και τους εαυτούς τους, στην ουσία κανένας δεν ξεγέλαγε κανέναν κι όλοι φάνταζαν αυτό που πραγματικά ήταν στα μάτια των άλλων και στα δικά τους: Άξιοι περιφρόνησης. Οι ποιητές, όμως, έγραφαν και κατέγραφαν, ξέροντας καλά, ίσως, πως λίγοι μπορούσαν να τους ακούσουν και να καταλάβουν τότε. Οι περισσότεροι θα το μπορούσαν μόνο στο μέλλον, όταν θα κατακάθονταν ο κουρνιαχτός και η πηχτή, αποπνιχτική σκόνη που σηκώνει το ποδοβολητό τῆς εκάστοτε προελαύνουσας Εξουσίας: Τῆς σκλαβιάς, που παρουσιάζεται ως «ελευθερία». Λέει ξανά ο Παντελής Μηχανικός, στο ποίημά του «Σκήνωμα», τοῦ 1975:
Ανθρώπινα χέρια
στις κακές τους ώρες
σᾶς έφτιαξαν αυτές τις ράγες
που σας βαδίζουν…
Αιχμάλωτες μάσκες μέσα στα τραίνα
κροτούν πιστόλες στ’ όνομα μιας ελευθερίας
βγαλμένης από κόκαλα
που τώρα τα μασάει…
Και στο ποίημα «Ευαγγελισμός»[11]
επίσης τοῦ 1975:
Την Κυριακή
στις δέκα η ώρα το πρωί
θα πετάξει το χρωματιστό μπαλόνι
απ’ τον περίβολο τῆς Καθεδράλας…
Οι έμποροι κρατούν τον οίκο τοῦ πατρός μου
Τα σπήλαια οι ληστές
Κι αν βάλουν πάλι το λαό να κάνει συλλαλητήριο
για το χρωματιστό μπαλόνι
σημαίνει πως ο λαός προετοιμάζεται.
Γυμνάζεται.
Καθοδηγείται.
Δουλεύεται.
Εκμαυλίζεται.
Για να δεχθεί
και πάλιν
ντόπιους ή ξένους
ταχύτερους τοῦ ουρανίου Αγγέλου
επιβήτορες.
Τις διαδηλώσεις τοῦ 55-59 εναντίον των Άγγλων με αίτημα την Ένωση με την Ελλάδα, τη μόνη αληθινή ελευθερία των Κυπρίων, διαδέχτηκαν σε μια δεκαετία ανθενωτικά συλλαλητήρια από όπου έλειπε η ελληνική σημαία – που σε λίγο, το 1976, θα χαρακτηριζόταν από εκπαιδευτικούς μάλιστα και ως «πηγή σοβινισμού και μισαλλοδοξίας», και – απλώς και μόνο – ένα… «πολεμικό λάβαρο»! Τώρα το αίτημα στη θέση τῆς ελευθερίας, τολμά να πει ο ποιητής, το 1975, ήταν το… «το χρωματιστό μπαλόνι»! Ποιο ήταν, όμως, αυτό το «χρωματιστό μπαλόνι» για το οποίο έπρεπε να περάσουν άλλα 30-35 χρόνια για να περιγραφεί επακριβώς στο «Κουράγιο Πηνελόπη», ενώ ο Μόντης το είχε ήδη εντοπίσει από το 1972 ως μια τεράστια εξαπάτηση και παραλογισμό μέσα στον οποίο ήταν περίπου υποχρεωμένος να αισθάνεται ένοχος – και ήταν και ύποπτος – όποιος πολίτης διέθετε την ελάχιστη κριτική σκέψη και δεν ήθελε να συμμετάσχει;
Ας δούμε τι λέει ο Μόντης, στη 10η ενότητα, τοῦ «Δεύτερου Γράμματος στη Μητέρα», το 1972:
Λοιπόν, μητέρα, καμιά φορά έχουμε την εντύπωση
πως είμαστε απεργοσπάστες,
πως όλοι οι άλλοι κρατάν πινακίδες
και μαζεύονται κι ακούν τους αρχηγούς τους
και παρελαύνουν
και κραυγάζουν συνθήματα
κι ετοιμάζουν ψηφίσματα
κι επιδίδουν
κι εμείς μονάχα εξακολουθούμε να πηγαίνουμε σκυφτοί στη δουλειά
και να υπονομεύουμε το δίκιο τους
και να υπονομεύουμε το ημερομίσθιό τους
και να υπονομεύουμε το ψωμί τους.
Έχουμε, μάλιστα, την εντύπωση
πως δεν «εξακολουθούμε»
μα πως τώρα δα αρχίσαμε δουλειά,
πως τώρα δα που έφυγαν οι άλλοι αρχίσαμε δουλειά,
πως μόλις έφυγαν οι άλλοι,
ευθύς μόλις έφυγαν.
Μπήκαμε στα γραφεία και στα εργοστάσια
έτσι σαν κάτι που αναμενόταν,
σαν κάτι που προοριζόταν,
μπήκαμε έτσι σαν αυτόματα υποκατάστατα,
χωρίς εξήγηση,
χωρίς κουβέντα,
χωρίς να δώσουμε όνομα,
χωρίς να ζητήσουμε καρτέλα
και καθίσαμε στις θέσεις τους
και πιάσαμε τις πένες τους
και πιάσαμε τα εργαλεία τους
κι η καρδιά δεν ένιωθε ένοχη,
κι η συνείδηση δεν ένιωθε ένοχη.
Και το πιο παράξενο είναι που όταν βγαίναμε
δε μας αποδοκίμασαν οι απεργοί.
Αντιθέτως υπέστειλαν τις πινακίδες τους να περάσουμε,
αντιθέτως υπέστειλαν τα συνθήματά τους να περάσουμε,
σχεδόν μας επευφήμησαν σιωπηρώς.
Κι αργότερα στις συγκεντρώσεις τους καυχήθηκαν οι αρχηγοί τους
πως θα πηγαίναμε και την επαύριο,
καυχήθηκαν πως δεν υπήρχε ο παραμικρός φόβος
πως δεν θα ξαναπηγαίναμε,
το δίχως άλλο. (888)
Η πλήρης σύγχυση, λοιπόν, ο πλήρης παραλογισμός, οι μη θεωρούμενοι απεργοσπάστες από τούς απεργούς, αλλά εξαναγκασμένοι από τη μη συμμετοχή τους σε ένα κατευθυνόμενο μαζικό κίνημα να νιώθουν απεργοσπάστες, και γι’ αυτό και ενοχές, που φυσιολογικά θα τούς τις διαλύσουν οι ίδιοι οι «απεργοί», επειδή γνωρίζουν, κατά βάθος, ότι υπάρχει ασυνέπεια και αστοχία, ως ηθική παρανομία στην «απεργία» τους, που δεν είναι παρά η εγκατάλειψη τοῦ αγώνα για χάρη, τώρα, άλλων στόχων, ενώ οι «απεργοσπάστες» είναι οι σιωπηλοί συνεχιστές τοῦ ενός, τοῦ αμετάθετου και τώρα περιθωριοποιημένου αγώνα. Για να συνεχίσει ο Μόντης στην τρίτη ενότητα…
Αλλάζουν όλα διαρκώς μορφή, μητέρα,
όλα διαρκώς μεταμφιέννυνται, μητέρα,
αναπεριβάλλονται,
κυμαίνονται,
αναστρέφονται,
ασταθούν,
περιδινούνται… (873)
Και στην όγδοη ενότητα…
Μητέρα, έχει διασαλευθεί η πειθαρχία μέσα μας,
έχει διασαλευθεί η έννομη τάξη μέσα μας…
και συμμείγνυνται πια όλα
και συνονθυλεύονται πια όλα
και μιλάν την ίδια στιγμή όλα
και μιλάν απ’ το ίδιο βήμα όλα. (885 – 886)
Όλα, βέβαια, ο Μόντης, εννοεί όλα, ακόμα και τα αντίθετα μεταξύ τους. Οπότε, μήπως θα ήταν υπερβολικό να εννοήσουμε εδώ τη διακήρυξη εμμονής και πίστης στην Ένωση από τη μια και στην ταυτόχρονη υπονόμευσή της από την άλλη; Από το ίδιο βήμα, μάλιστα;
Κατά συνέπεια:
Ο εγκέφαλος γίνεται εκτός εαυτού,
η καρδιά γίνεται εκτός εαυτής…
και προβάλλουν κάτι περίεργες αιχμές
και προβάλλουν αυτεπαγγέλτως κάτι περίεργες αιχμές,
σχεδόν ακούσιες,
σχεδόν ξένες,
σχεδόν ύποπτες. (886)
Για να καταλήξει πια ο Μόντης σε μια κορύφωση τῆς εκφραστικής του δεινότητας με την οποία ο αναγνώστης τῆς ποίησής του φέρνει στη μνήμη του ή ο νεώτερος μπορεί να συλλάβει νοερά την ιστορική στιγμή, όπου ο έντιμος και συνεπής πολίτης βρέθηκε ξαφνικά στη θέση τοῦ κατηγορουμένου, επειδή ακριβώς δεν θέλησε να χάσει ούτε τη μνήμη του ούτε μαζί της την εντιμότητα και τη συνέπειά του απέναντι στον εαυτό του:
Μητέρα, μας συνωμοτούνται διαρκώς επαναστάσεις,
μας συνωμοτούνται διαρκώς εξεγέρσεις,
μας συνωμοτούνται διαρκώς απόπειρες. (886)
Αυτή η τεχνητή χρήση ενός ενεργητικού ρήματος ως παθητικού, φορτώνει ακριβώς το θύμα μιας συνωμοσίας με την ευθύνη και την ενοχή τῆς συνωμοσίας. Το ίδιο το θύμα «εντέλλεται» να αισθάνεται ένοχο για τη συνωμοσία που διενεργείται από άλλους σε βάρος του. Ένας από τούς μετέπειτα μεγάλους και πρώτους «ήρωες» τῆς κυπριακής πολιτικής κονίστρας, ο Τάσσος Παπαδόπουλος, το είπε ξεκάθαρα, στα πρώτα-πρώτα χρόνια τῆς Κυπριακής Δημοκρατίας, όταν τυπογραφεία και δημοσιογράφοι έπεφταν θύμα παρακρατικής βίας: «Να προσέξουν καλά αυτοί που τρων το ξύλο γιατί είναι η έκφραση των απόψεών τους που προκαλεί τον ξυλοδαρμό τους»! [12]
Η απόπειρα να φορτωθεί ο μέσος πολίτης με ενοχές που ανήκαν στους δράστες, με στόχο να περάσουν οι ένοχοι ως «αδικημένοι» και ως αθώοι και ως κατήγοροι, οδηγεί τον Μόντη, στη 14η ενότητα τοῦ «Δεύτερου Γράμματος στη Μητέρα», το 1972, σε μια ξεκάθαρη πια κατηγορία παραπλάνησης:
Κάτι συμβαίνει, μητέρα,
Κάτι σοβαρό συμβαίνει, μητέρα. (893)
Κι όχι τόσο,
Γιατί μᾶς είπαν «Να τώρα ταξιδεύετε»
και δεν ταξιδεύαμε… (893)
…που ισούται απόλυτα ή παραφράζεται απλώς με ένα «Να τώρα είστε ελεύθεροι, και δεν ήμασταν ελεύθεροι», αλλά περισσότερο,
Γιατί μᾶς είπαν «Νά τώρα είσαστε αυτό, είσαστε εκείνο»
και δεν ήμαστε ούτε αυτό ούτ’ εκείνο.
Και μας γεννήθηκαν πια υποψίες
κι εξετάσαμε…
…και η αρίθμηση δεν ήταν αρίθμηση
κι η Ιστορία δεν ήταν Ιστορία
και τ’ αγάλματα άλλους παριστούσαν
και τα επιρρήματα ήταν λανθασμένα
κι οι λέξεις ήταν παρερμηνευμένες
κι ούτε εννοούσαν αυτό που εννοούσαν. (893 – 894)
Όμως τα χειρότερα έπονται, γιατί η διαστρέβλωση, η παρερμηνεία, η βίαιη κατάργηση τῆς αντιστοιχίας λέξης και νοήματος, έχει βαθύτερη εφαρμογή στα συναισθήματά μας, δεν είναι μια απλή εξωτερική, επιδερμική επέμβαση. Γιατί, ύστερα κοιτάξαμε βαθύτερα και…
Ύστερα εξετάσαμε γενικώτερα
κι είδαμε πως δεν αγαπούσαμε
όταν μας υπέβαλλαν πως ούτω πως αγαπούσαμε
όταν μας υπέβαλλαν πως ούτω πως αγαπούσαμε δήθεν «κανονικά»
και «κατά το δυνατόν»
κι «εντός των ανθρωπίνων πλαισίων». (894)
Αλλά, αν δεν ήμασταν πια ούτε αυτό ούτε εκείνο κι αν τα αγάλματά μας άλλους παριστούσαν – από αυτούς που ξέραμε – κι οι λέξεις μας άλλα εννοούσαν από αυτά που πάντα καταλαβαίναμε, και αν ήδη μᾶς υπέβαλαν και μᾶς έπεισαν πως δεν αγαπούσαμε πια «κανονικά» και «ως οφείλαμε», κι άρα έπρεπε αλλού να στρέψουμε την αγάπη μας κι υπήρχε τώρα κι ένα «κατά το δυνατόν», τι άλλο θα μπορούσε να είναι αυτό το… «κατά το δυνατόν», βάσει εκείνων που στην εξέλιξη των πολιτικών γεγονότων είχαμε ζήσει τόσο έντονα, παρά το «δυνατόν εφικτό» – σε αντίθεση με ένα άλλο «αδύνατον» ή… «ευκταίο»;[13]
Και ποιους άλλους παριστούσαν τα αγάλματά μας τώρα παρά εκείνους που έπεσαν για την Ένωση; Μήπως κάποιους που έπεσαν για κάτι άλλο, μια γενικόλογη «ελευθερία», ας πούμε, που σταδιακά έγινε «ανεξαρτησία», για ν’ αποδειχτεί στο τέλος μέσα από την επιβεβλημένη παραχάραξη άλλου είδους «σκλαβιά», που μᾶς άλλαζε τώρα τα ονόματα, τα αγάλματα, τις λέξεις, τις ταυτότητες, το περιεχόμενο τῆς αγάπης μας, που μᾶς έκανε άλλους από αυτούς που ξέραμε πως ήμαστε; Που μᾶς μείωνε σαν ανθρώπους στα ίδια τα δικά μας μάτια;
Συνεχίζει ο ποιητής:
Ύστερα εξετάσαμε γενικώτερα
κι είδαμε πως υπήρχαν πολλά κενά,
πολλά ερωτηματικά,
πολλά αμφισβητούμενα,
είδαμε, εν συνόψει, πως έπαψε ναν’ δική μας ευθύνη η ζωή,
πως κάποιος τη μετεβίβασε,
πως κάποιος την αφήρπασε,
πως κάποιος την υφήρπασε,
πως δεν είχαμε πια λέγειν… (894)
Ποιο «λέγειν», τι λόγο να είχαν άνθρωποι που δεν ήταν πια σίγουροι για την ταυτότητα ή την αξία τους, τι λόγο μπορούσαν να έχουν σε αυτό που «διαδραματιζόταν» και στο οποίο έπαιζαν, υποτίθεται, ουσιαστικό ρόλο; Κι
είδαμε πως τοῦ κάκου προσπαθούσαμε τόσα χρόνια…
να οργανώσουμε τον θίασό μας
γιατί οι ηθοποιοί ήταν δικοί τους,
το ρεπερτόριο ήταν δικό τους,
οι σκηνοθέτες ήταν δικοί τους,
τα σκηνικά ήταν δικά τους,
οι στολές ήταν δικές τους,
τα χειροκροτήματα ήταν δικά τους. (895)
Οι πρωταγωνιστές, ο λαός, μετατράπηκαν σε χρόνο μηδέν σε απλούς θεατές. Κι όχι απλώς θεατές που χειροκροτούσαν ένα δικό τους έργο κι ας μην πρωταγωνιστούσαν πια σε αυτό, αλλά θεατές έργου άλλου, που είχε και δικούς του θεατές να το χειροκροτούν, ενώ οι ίδιοι οι αληθινοί πρωταγωνιστές, παρακολουθούσαν από απόσταση, εξουδετερωμένοι.
Εμείς δεν είχαμε καν ούτε ένα έργο
να υποβάλουμε προς έγκριση,
εμείς δεν είχαμε ούτε καν έναν ηθοποιό
να εισηγηθούμε την πρόσληψή του,
ούτε καν ένα χειροκρότημα
να στηρίξουμε την παράσταση.
Κι απομείναμε πια να τους κοιτάμε απ’ τον δρόμο
κι απομείναμε πια να τους κοιτάμε στ’ αψηλό φωτισμένο παράθυρο
να διαπραγματεύονται εκ μέρους μας χωρίς να μας ρωτούν
κ.λπ. κ.λπ. (895)
Ούτε χρειάζεται πια να αναφέρονται συγκεκριμένα ονόματα για το ποιοι αφήρπασαν και υφήρπασαν την ευθύνη για τη ζωή, για το έργο ζωής που θέλησε ένας ολόκληρος λαός να «ανεβάσει», τα μηνύματα που θέλησε να δώσει προς τον έξω κόσμο και τον εαυτό του, ποιοι τοῦ αφήρπασαν και τοῦ υφήρπασαν το δικό του ρεπερτόριο, για να ανεβάσουν ένα δικό τους έργο και να τον αφήσουν στο περιθώριο, απλό και άβουλο θεατή να κοιτά στ’ αψηλό φωτισμένο παράθυρο – που τι άλλο τώρα θα μπορούσε να είναι αυτό από την μέσα στο σπίτι τοῦ καθενός τηλεόραση – όπου εντελώς ανυποψίαστος πια απόμεινε να κοιτά αυτούς τούς επώνυμους «άλλους» να διαπραγματεύονται εκ μέρους του χωρίς να τον ρωτούν.
Απλοί και άβουλοι, λοιπόν, στο τέλος, κι ούτε καν εν συνειδήσει θεατές,
σκυφτοί σα μυρμήγκια,
ο ένας πίσω από τον άλλο σα μυρμήγκια,
σαν κάτι περίεργες κάμπιες τοῦ δάσους
που ξεκίνησαν αμετάκλητα,
που κατευθύνονται αμετάκλητα
στο νερό και στο θάνατο. (896)
Οι ίδιοι άνθρωποι που κάποτε ήταν άλλοι, δεν ήταν καθόλου άλλοι,
ήταν οι ίδιοι οι παλιοί,
ακριβώς οι ίδιοι οι παλιοί,
με τα ονόματά τους,
με την περιγραφή τους,
μ’ όλα τους,
μονάχα που έφταναν διαρκώς ειδήσεις
πως οι παλιοί οδοιπορούσαν,
μονάχα που έφταναν διαρκώς ειδήσεις
πως οι παλιοί διέσχιζαν το νησί
και πως θεάθηκαν στη μια άκρηα,
και πως θεάθηκαν στην άλλη άκρηα,
κ’ οι καινούριοι παραδεχόντουσαν
κ’ έλεγαν «ναι, οδοιπορούμε»,
κ’ έλεγαν «ναι, διασχίζουμε,
ναι, δεν είν’ αλήθεια πως είμαστε εδώ,
παρακαλώ συνεχίστε,
παρακαλώ συνεχίστε,
μην αφήνετε την πόλη επί ποδός,
μην αφήνετε προς Θεού την πόλη επί ποδός,
αρθήτε στο ύψος των περιστάσεων,
αρθήτε στο ύψος τοῦ Υπουργείου,
πάρτε τα ηρεμιστικά σας εν ανάγκη,
αυτοσυγκρατηθήτε». (896 – 897)
Όχι μόνο πια η πλήρης σύγχυση για το ποιος είναι ποιος, αλλά και για το ποιος είναι ο καθένας απέναντι στον εαυτό του, αν αυτό που πιστεύει τώρα είναι το ίδιο με εκείνο που πίστευε πριν, που ξέρει κατά βάθος ότι δεν μπορεί να είναι, αλλά δεν μπορεί να το παραδεχτεί ούτε στον εαυτό του ούτε στους άλλους, κι αποσύρεται πια και δεν ακούει τι λένε οι άλλοι και δεν τον ακούν τι λέει οι άλλοι,
κι’ άρχισαν πια όλοι στην πόλη
κι’ άρχισαν πια όλοι περιέργως κι’ ως εκ συμφώνου
να μιλάν πίσω από τζάμια,
να μιλάν πίσω από τζάμια
που τάχαν κρυμμένα στις τσέπες τους και τα ανέσυραν,
που τάχαν κρυμμένα στις τσάντες τους και τα ανέσυραν…
άρχισαν πια όλα να εκφράζονται πίσω από τζάμια,
να θεώνται πίσω από τζάμια…
Ολημέρα τα καμιόνια κουβαλούσαν τζάμια,
ολημέρα ερχόντουσαν φορτωμένα τζάμια…
κι οι μικροπωλητές διαλαλούσαν «τζάμια, τζάμια»,
«θαμπά τζάμια»
«βαρύκοα τζάμια»
Και «τζάμια». (897-898)
Η πλήρης απομόνωση, η πλήρης ασυνεννοησία… Κι
Ύστερα ήρθαν όλα τα άλλα μητέρα (899)
Και:
Μητέρα, είν’ όλα ένας φαύλος κύκλος,
μητέρα, είμαστε όλοι ένας φαύλος κύκλος (900)
Και:
Είν’ όλα απαράδεχτα, μητέρα, (905)
Και, τελικά:
Μητέρα, δε θ’ αναγνωρίσεις το νησί. (901)
Αν, όμως, φτάσαμε στο είναι όλα απαράδεχτα και στο ούτε που αναγνωρίζουμε πια το νησί μας, ένας τουλάχιστο κύκλος, ο σημαντικότερος των μηνυμάτων τοῦ Κώστα Μόντη, έχει συμπληρωθεί. Ο αναγνώστης φτάνει πίσω, εκεί από όπου ξεκίνησε, στο
Κατοικείται αυτό το νησί; Και στο Εκκενώστε το νησί, ανάξιοί του, εκκενώστε το! Και, βέβαια, στο Σήμερα είναι τελείως έρημο το νησί.
Οι τελευταίοι κάτοικοι το εγκατέλειψαν, όχι πριν εικοσιπέντε τόσα χρόνια, αλλά πριν 54 τώρα χρόνια, μετρώντας από το 1959.
*
Πριν λίγες μέρες επαναλήφθηκε για πολλοστή φορά, ξεκάθαρα και ανυπόκριτα από ραδιοσταθμό ενός των μεγαλυτέρων κομμάτων μας, ότι ο Διγενής άρχισε τον απελευθερωτικό αγώνα τῆς Κύπρου, την «Επανάστασή» μας, κατά τον Κώστα Μόντη – τον μεγαλύτερο ποιητή και ακριβέστερο εκφραστή μας – τον άρχισε… σε συνεννόηση με τους Άγγλους, ως πράκτορας των Άγγλων!! Και μάλιστα για να διευκολύνει τη διχοτόμηση τῆς Κύπρου!!
Πώς έφτασαν τα πράγματα σε αυτή τη φθορά, πώς φτάσαμε σε αυτή τη διαστρέβλωση τῆς αλήθειας; Ή για να τεθεί πιο σωστά το ερώτημα: Ποιο είναι αυτό που δίνει το δικαίωμα στη διαστρέβλωση να εμφανίζεται ως αλήθεια, στη φθορά να παρουσιάζεται ως φως;
Η απάντηση είναι απλή: Παραγνωρίσαμε τον Κώστα Μόντη. Παρ’ όλες τις τυπικές διακηρύξεις, παρ’ όλα τα άλλοθι, «έτος Κώστα Μόντη», «βραβείο Κώστα Μόντη», προτομές Μόντη, εκδηλώσεις για τα 100 χρόνια από τη γέννηση τοῦ Μόντη – πόσοι Κύπριοι ξέρουμε σήμερα την ποίηση τοῦ Κώστα Μόντη; Γιατί αν την ξέραμε, όπως και του Παντελή Μηχανικού, θα ξέραμε και τη δύναμη τοῦ λόγου τους, δεν θα είχαμε αμφιβολίες για το ποια είναι η αλήθεια, δεν θα είχαμε τις αμφιβολίες που επιτρέπουν στο σκοτάδι να διεκδικεί τη θέση τῆς αλήθειας.
Σε ένα απόσπασμα από το πεζογραφικό έργο του Μόντη «Κλειστές πόρτες»,
περιγράφει τα αισθήματα και τις σκέψεις ενός κοινού, καθημερινού και ανώνυμου Κυπρίου τη μέρα έναρξης τοῦ απελευθερωτικού αγώνα τῆς ΕΟΚΑ, την 1η Απριλίου 1955, εκείνου τοῦ Κυπρίου που δεν υπάρχει πια, που δεν κατοικεί πια στην Κύπρο, που έχει εκκενώσει το νησί!
«Ποῦ είχαν πέσει οι βόμβες, ποῦ είχαν βάλει τούς δυναμίτες κανένας στη γειτονιά μας δεν μπορούσε να πει… ο χώρος είχε συμπτηχθεί… η Λευκωσία ολάκερη έμεινε χωρίς έκταση κι οι εκρήξεις θαρρούσες είχαν ακουστεί όλες απέξω από την πόρτα σου (Εσένα χτυπούσαν την πόρτα μέσ’ στη νύχτα, εσένα ήθελαν να βγεις να σου πουν, είχαν κάτι να σου πουν)…
Και την άλλη μέρα διαβάζαμε και το πρώτο πολυγραφημένο φυλλάδιο, που το βρήκαμε σκορπισμένο στους δρόμους. Έλεγε πως ‘Με τη βοήθεια τοῦ θεού, με πίστη στον τίμιο αγώνα…’
…Το διαβάσαμε πρώτα γρήγορα-γρήγορα (μια λέξη ήταν όλο, μια συλλαβή), ύστερα το ξαναδιαβάσαμε αργά και προσεχτικά, απομονωθήκαμε και σκύψαμε από πάνω του, ακουμπήσαμε απάνω του (εμείς κι εκείνο μονάχα και κοντά ο ένας στον άλλο, αντικριστά, μάτια με μάτια) και το ξαναδιαβάσαμε τρίτη, τέταρτη, πέμπτη φορά. Έπειτα το κυτάζαμε από τις δυο πλευρές χωρίς να το διαβάζουμε… και το φυλλάδιο άρχισε σιγά-σιγά να φουσκώνει, ν’ αναπνέει, να ζει μεσ’ στη χούφτα μας, να διεισδύει μέσα μας…
…Αργήσαμε να μπούμε στις λεπτομέρειές του. Εόκα; Ε-ό-κ-α. Προσπαθούσαμε να βρούμε ποιων λέξεων (χρυσών, τυχερών λέξεων) τ’ αρχικά έφτιαξαν αυτό το όμορφο όνομα. Εόκα. Μα ποῦ ήταν κρυμμένο τόσους αιώνες και περίμενε; Πῶς δεν υπελάνθανε στα παραμύθια τῆς γιαγιάς, πῶς δεν παρεισέδυε στούς ψιθύρους τῆς νύχτας;
Έπειτα, όταν κόπασε ο πρώτος κλονισμός (όχι ‘κλονισμός’, κάτι άλλο) άρχισαν (όχι ‘άρχισαν’, απλώς πήραν σειρά, απλώς ανέκυψαν απ’ τη δεύτερη μοίρα που είχαν σπρωχτή) τα μεγάλα μας ερωτήματα: Ποιοι αποτελούσαν αυτή την Εόκα και ποιος ήταν αυτός ο Διγενής;
…Ποιος ήταν που τολμούσε να πάρει το όνομα τοῦ μεγαλύτερου ήρωα τῆς παιδικής μας φαντασίας, που σαράντα μέρες πάλεψε στα σιδερένια αλώνια με το χάρο (‘τζαμαί πό’ πκιανεν ο Διενής τα γαίματα πιτούσαν’) και το νίκησε; Κι όχι να πεις ήρωα των παραμυθιών, μ’ αληθινού. Την είχαμε δει την ‘πέτρα’ του που πέταξε στη θάλασσα… (την καρδιά του που πέταξε στη θάλασσα ν’ ανταμώνει τα κύματα έξω απ’ τα τείχη τῆς στεριάς, ν’ αντιπαραβγαίνη γυμνή τα κύματα), ξέραμε τα μέρη που περπάτησε, κάτω από ποιο κομμάτι ουρανού συνοφρυώθηκε…
Ποῦ να ξέραμε, ποῦ να περνούσε, έστω και σαν υποψία απ’ το μυαλό μας (όσο παιδικό κι αν ήταν, όσο πρόθυμο, όσο μεθυσμένο) πως ένα τέτοιο απύθμενο όνομα δε θα χωρούσε τον καινούργιο μας ήρωα. Ποῦ να ξέραμε, ποῦ να περνούσε, έστω και σαν υποψία απ’ το μυαλό μας πως αυτή η Εόκα κι ο ‘αρχηγός Διγενής’ θα αιχμαλώτιζαν τέσσερα χρόνια όχι πια τη δική μας μονάχα παιδική φαντασία μα και τη φαντασία εκατομμυρίων ανθρώπων σε ολόκληρο τον κόσμο. Ποῦ να ξέραμε (ποιος να το πίστευε) όταν διαβάζαμε το πρώτο εκείνο φυλλάδιο πως κι ο καινούριος Διγενής θα πολεμούσε τον χάρο και θα τον νικούσε (‘Τζαμαί πό’ πκιανεν ο Διενής’)… Και δοθήκαμε με όλη μας τη ψυχή σε εκείνο το φυλλάδιο από την πρώτη στιγμή, το πιστέψαμε από την πρώτη στιγμή (πιστέψαμε τον Διγενή Διγενή, πιστέψαμε τ’ αλώνια αλώνια), το κάναμε δικό μας, τοῦ ορκιστήκαμε, το δέσαμε κόμπο στο μαντήλι μας, το καρφιτσώσαμε στην καρδιά μας. Και το τσαλακώναμε έπειτα στη χούφτα μας όταν μᾶς έκαναν τα βασανιστήρια και τῆς μπήγαμε τα νύχια από πόνο, και το κρατούσαμε απ’ το χέρι κι ορμούσαμε μαζί του να γρατσουνίσουμε τα πολυβόλα. Απ’ την πρώτη στιγμή ως το τέλος. Τίποτε ενδιάμεσο δεν μᾶς επηρέασε, τίποτε ενδιάμεσο δεν μπόρεσε να μας μετακινήσει απ’ την πεποίθησή μας.
- Με τη βοήθεια τοῦ θεοῦ».
*
Όλ’ αυτά δεν αποτελούν παρά μια εισαγωγή στο βιβλίο Κουράγιο Πηνελόπη, που γράφτηκε για να ψάξει τούς ακριβείς πολιτικούς λόγους, που όχι μόνο εκκένωσαν το νησί από τούς ανθρώπους του, που το έκαναν να μην αναγνωρίζεται πια ως αυτό που υπήρξε, αλλά που το παρέδωσαν και στούς «Πέρσες» – έτσι έλεγαν μέχρι και οι Βυζαντινοί τούς Τούρκους.
Στη συνέχεια, μερικά σύντομα αποσπάσματα από το Κουράγιο Πηνελόπη και μερικά σχόλια.
«Στην περίοδο 1964 -1968», αναφέρει ένα ρεπορτάζ τῆς εφημερίδας «Ο Φιλελεύθερος» (27.3.2011), δηλαδή την περίοδο που η Κύπρος ήταν de facto ενωμένη με την Ελλάδα, αφού ολόκληρη την Κύπρο την έλεγχε ο Ελληνικός Στρατός, «η εφημερίδα πάλευε ενάντια στις σκευωρίες κατά τῆς Κύπρου. Στην ενωτική παράταξη επικρατούσε ο εθνικιστικός λόγος, ενώ οι εφημερίδες τῆς αντίπαλης παράταξης (οι ανθενωτικές δηλαδή – και μπορεί κανείς να φαντασθεί με ποια λογική λειτουργούσαν ανθενωτικές εφημερίδες τη στιγμή που η Ένωση ήταν de facto δεδομένη) επικαλούνταν τον πατριωτισμό, την ιδέα τῆς πατρίδας, παρά τοῡ έθνους»! [15] Οι ενωτικοί, δηλαδή, θεωρούνταν «εθνικιστές» και οι ανθενωτικοί… «πατριώτες»! Ένας τεχνητός διαχωρισμός που μετέτρεπε τις ομοούσιες και ταυτόσημες έννοιες τοῦ «έθνους» και τῆς «πατρίδας» σε αντίθετες, αντιμαχόμενες και αντιφατικές, με απώτερο στόχο να ενοχοποιηθούν οι αθώοι και να ηρωοποιηθούν οι ένοχοι.
Κι εκείνοι που σφραγίζονταν με την ιδέα τῆς «πατρίδας» παρά τοῦ «έθνους», κι αναγορεύονταν «πατριώτες», ήταν όσοι δεν είχαν υποστηρίξει τον αγώνα τῆς ΕΟΚΑ και τῆς Ένωσης και υποστήριζαν τώρα την απεξαρτημένη από την Ελλάδα, Κύπρο (όπως και την εκδίωξη τοῦ Ελληνικού Στρατού, ως «νεοκύπριοι», ως «προχωρημένοι» και ως «προοδευτικοί» πολίτες, ενώ εκείνοι που ήθελαν να παραμείνουν πιστοί στη συνένωση Ελλάδας-Κύπρου, για την εν τη ενώσει ισχύ και επιβίωση τοῦ ελληνισμού – που ήταν ο σταθερός και αναλλοίωτος πολιτικός στόχος τῆς Κύπρου από την εποχή τοῦ Ονήσιλου[16]
– εξαποστέλλονταν στούς κακούς και οπισθοδρομικούς «εθνικιστές»!
Μέσα σε αυτό το πνεύμα αρχίζουν να γίνονται κατανοητοί οι κατά τα άλλα «ακαταλαβίστικοι» στίχοι τοῦ Μόντη: «Να τώρα είσαστε αυτό, είσαστε εκείνο – και δεν ήμαστε ούτε αυτό ούτ’ εκείνο», και «αλλάζουν όλα διαρκώς μορφή, μητέρα, όλα διαρκώς μεταμφιέννυνται, μητέρα», και «είν’ όλα ένας φαύλος κύκλος, μητέρα, είμαστε όλοι ένας φαύλος κύκλος», και «είν’ «όλα απαράδεχτα, μητέρα», και, τελικά, «μητέρα, δε θ’ αναγνωρίσεις το νησί».
Πράγματι, πως ν’ αναγνωρίσει κανείς το νησί, όταν η νέα κυρίαρχη κατάσταση ενισχυόταν από τις νοοτροπίες που είχαν υποχωρήσει και κρυφτεί στη διάρκεια τοῦ απελευθερωτικού αγώνα και τώρα στήριζαν και στηρίζονταν από μια αντιφατική αλλά πανίσχυρη, διττή και απόλυτη κρατική και εκκλησιαστική εξουσία; Αναδυόταν πια ένα νέο συνονθύλευμα-κοινωνικό μόρφωμα άλλων κοινών συμφερόντων, το οποίο απαρτιζόταν τόσο από μερικούς δεξιούς κεφαλαιοκράτες (των οποίων τα «πιστεύω» καθορίζονταν από τις κοντόφθαλμες κερδοσκοπικές επιδιώξεις τους), από παραδοσιακούς αγγλόφιλους, από ιδιοτελείς και προσωπολάτρες, οπορτουνιστές, όσο και από τους αυτό-αποκαλούμενους «προοδευτικούς» ή αριστερούς υπό την άμεση επήρεια τῆς σοβιετικής προπαγάνδας, που θεωρούσε εχθρικό κάθε μη κομμουνιστικό έθνος. Αυτοί οι τελευταίοι, ήταν αναμενόμενο να καταλήξουν να εχθρεύονται και το ίδιο το δικό τους έθνος/κράτος – όσο αργούσε να γίνει σοβιετικό – και να βρίσκουν, χωρίς καλά-καλά να το συνειδητοποιούν, τον εαυτό τους ενταγμένο σ’ έναν ιδιότυπο… ρωσικό εθνικισμό, ο οποίος, όμως, ήταν ένας… καλός εθνικισμός αφού συνιστούσε (στη φαντασία τους) την πρωτοπορία των μελλοντικών, παγκοσμίων, ειρηνεμένων πια πολιτών τῆς καθολικής (μονοκομματικά ολοκληρωτικής) κοινωνικής ισότητας. Αυτούς, πάλι, στην ουσία δεν τούς χώριζε τίποτε από τούς αντίστοιχους, δυτικού τύπου «κοσμοπολίτες», επίσης εχθρούς των «εθνικισμών», οι οποίοι, όμως, από τη δική τους πλευρά ένιωθαν περισσότερο Γάλλοι, Άγγλοι ή Αμερικανοί – αναλόγως σχέσεων – ώστε να βρεθούν μια μέρα και οι δυο αυτές «παρατάξεις» μαζί στο ίδιο στρατόπεδο των χωρίς πατρίδα «παγκόσμιων», δήθεν «πολιτών», πανέτοιμων να κυβερνηθούν από μια και μόνη παγκόσμια κυβέρνηση, πράγμα που βλέπουμε σήμερα σιγά-σιγά να περνά, όσον αφορά τουλάχιστο την Ευρώπη, στα χέρια ενός έθνους που δυο φορές την κατέστρεψε προκειμένου να την κυβερνήσει.
Ο Κώστα Μόντης δεν θα μπορούσε να ξέρει όταν έγραφε τούς στίχους του, σοκαρισμένος από την ανάποδη κι αναγκαστικά διχαστική φορά που είχε πάρει ο αγώνας τῆς Κύπρου, ότι αυτός ο νέος Κύπριος πολίτης, που άφηνε πίσω του τον αγώνα τῆς ελληνικής του ταυτότητας, τῆς ελληνικής ισχύος και τῆς ελληνικής επιβίωσης, είτε από δεξιά προερχόταν είτε από αριστερά, θα αποδεικνυόταν στο τέλος «έτοιμο υλικό για τις τάξεις τοῦ νεοτερικού ‘πολίτη’ τῆς Δύσης, τοῦ άβουλου και κατευθυνόμενου και ανίκανου ν’ αντιδράσει… καταναλωτή, που κατά συνέπεια οδηγήθηκε και σ’ ένα μακάβριο χορό πάνω στα κόκαλα των πεσόντων και των απαγχονισθέντων ηρώων τῆς Ελλάδας και τῆς Ένωσης, με τα παντός είδους ψεύτικα αργύρια να κουδουνίζουν στις τσέπες του. Γι’ αυτό και δεν υπήρχε κανένας να εκπλαγεί όταν η γνωστή θεολόγος Ουρανία Κοκκίνου, διευθύντρια τοῦ Γυμνασίου Θηλέων Λευκωσίας, πολύ κοντά στον τότε Πρόεδρο τῆς Δημοκρατίας Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, ζήτησε με εγκύκλιό της την κατάργηση τῆς ελληνικής σημαίας γιατί, είπε, ήταν πηγή σοβινισμού και μισαλλοδοξίας, ένα σκέτο ‘πολεμικό λάβαρο’! [17]
Αλλ’ ούτε μπορεί να παραμεριστεί ως ατυχές ή ασήμαντο το γεγονός – αντίθετα είναι εξόχως ενδεικτικό – ότι κάτω από το ανάγλυφο τοῦ Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, μέσα στον προθάλαμο τοῦ ιδίου τοῦ Παγκυπρίου Γυμνασίου, προπυργίου τῆς ελληνικής παιδείας τῆς Κύπρου, χαράχτηκαν μόνο οι τρεις από τούς πέντε στίχους, που επί τούτου γράφτηκαν:[18]
Στέκεις ψηλά παλεύοντας
για λεύτερους καιρούς,
Μακάριε πολύαθλε.
»Ένας α-εθνικός και ά-πατρις, ‘πολυπολιτισμικός’ και ‘παγκόσμιος πολίτης’ Μακάριος, αγωνιστής κενών παντός περιεχομένου ‘λεύτερων καιρών’! Οι δύο στίχοι που απαλείφθηκαν ορίζουν την ‘ξεπερασμένη’ θρησκευτική και εθνική ταυτότητα, τον ακρογωνιαίο λίθο επιβίωσης κάθε πολιτισμένης ανθρώπινης κοινωνίας. Υπήρξε συνεπέστατο στις ίδιες τις άγραφες και ανυπόγραφες ‘υποθήκες’ τοῦ ‘μεγάλου ηγέτη’ το Υπουργείο Παιδείας τῆς Κύπρου, που αφαίρεσε τούς δυο τελευταίους από τούς πέντε στίχους, την ταυτότητα τοῦ ορκισμένου αρχηγού τῆς Ένωσης ως ‘βυζαντινού’ και ως ‘Έλληνα’:
Σταυρέ βυζαντινέ
Κι ελληνική κολόνα».
Η σύγχυση ήταν πλήρης. Αυτήν διεκτραγωδούσαν οι ποιητές μας Παντελής Μηχανικός και Κώστας Μόντης με την ποίησή τους, που τόσο πιο σκοτεινή και καυστική γινόταν όσο οι ίδιοι πιο επαναστατημένοι και πικραμένοι αισθάνονταν.
Ένα από τα πιο ενδεικτικά ως προς το περιεχόμενο αλλά και ως προς τον τρόπο τοῡ Μόντη, είναι ένα ποίημα το ποίημα με τίτλο: ΕΝΑ ΕΓΚΛΩΒΙΣΜΕΝΟ ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ ΤΗΣ ΚΕΡΥΝΕΙΑΣ ΓΥΡΝΑ ΣΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ – ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΕ ΜΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΗΜΑΙΑ, του 1976.
Ο ένας και μοναδικός του στίχος είναι:
Μαμμά, η σημαία μας! (585)
Σημειώσεις
1 Από την εποχή της Φραγκοκρατίας, αλλά και (μετά την Τουρκοκρατία) στα νεότερα χρόνια επί Αγγλοκρατίας, με τη χαρακτηριστική επισήμανση εκ μέρους τοῦ Γιώργου Σεφέρη στο ποίημα Σαλαμίνα τῆς Κύπρος, του 1953: «Και τούτα τα κορμιά/ πλασμένα από ένα χώμα που δεν ξέρουν, έχουν ψυχές./ Μαζεύουν σύνεργα για να τις αλλάξουν,/ δε θα μπορέσουν· μόνο θα τις ξεκάμουν/ αν ξεγίνονται οι ψυχές». Επίσης, ο Στρατής Τσίρκας στο «Γλαύκου Αλιθέρση: Βασίλης Μιχαηλίδης, ο εθνικός ποιητής τῆς Κύπρου», εφ, Πάροικος, Κάιρο, 21/8/1957 μίλησε για το καινούργιο «φασόλι» τοῦ «κυπριακού κράτους και… έθνους»!
2 Ένας άλλος άξονας τῆς απόπειρας αλλοίωσης τῆς ταυτότητάς μας είναι η προσπάθεια που καταβάλλουν ορισμένοι γλωσσολόγοι να αποκόψουν την κυπριακή διάλεκτο από την ελληνική γλώσσα ανάγοντάς την σε χωριστή γλώσσα: βλ. τη μελέτη τοῦ Γεωργίου Ξενή «Προσπάθεια αναγωγής της κυπριακής διαλέκτου σε γλώσσα; Γλωσσολογική εργασία, ιδεολογικό υπόβαθρο, κοινωνικές συνέπειες», δημοσιευμένη στα Πρακτικά τοῦ Συνεδρίου με Θέμα «Τη γλώσσα μοῦ έδωσαν ελληνική», Λευκωσία 2013, σσ. 40-58. Το Συνέδριο οργάνωσε ο Όμιλος Πνευματικής Ανανεώσεως. Η μελέτη αυτή κυκλοφορεί και σε διάφορα σημεία στο διαδίκτυο. Συναφής προς την απόπειρα γλωσσικού αφελληνισμού είναι και η προσπάθεια ευρύτερου συνειδησιακού αφελληνισμού των νεαρών Κυπρίων μέσω τοῦ εκπαιδευτικού συστήματος, και συγκεκριμένα μέσω τῆς παιδαγωγικής τοῦ νεομαρξιστικού «κριτικού εγγραμματισμού» (critical literacy), την οποία ενέταξαν στο πρόγραμμα σπουδών τῆς νέας ελληνικής γλώσσας επί κυβερνήσεως ΑΚΕΛ η Σταυρούλα Τσιπλάκου, η Τριανταφυλλιά Κωστούλη και ο Σωφρόνης Χατζησαββίδης: βλ. Γεωργίου Ξενή «Κριτικός Εγγραμματισμός στα Δημόσια Σχολεία της Κύπρου».
3 Η αρίθμηση των στίχων παραπέμπει στις σελίδες τῆς τρίτομης έκδοση των Απάντων τοῦ ποιητή, Λευκωσία 1987.
4 Αρμός 2013
5 Οι στίχοι τοῦ Παντελή Μηχανικού εδώ και στη συνέχεια, είναι από την έκδοση «Χρυσοπολίτισσα», Λευκωσία 1982
6 Ομώνυμο ποίημα στη σ. 90 τῆς έκδοσης «Χρυσοπολίτισσα».
7 Από το ποίημα «Σκήνωμα» στη σ. 99 της έκδοσης «Χρυσοπολίτισσα».
8 «Η Δημοκρατία στο απόσπασμα», Λιβάνης, 2006, σ. 223: «Ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος… πάντα μιλούσε για ένωση – αλλά πάντα οι ενέργειές του απέβλεπαν στην ανεξαρτησία».
9 «Η Κατάθεσή μου», Αλήθεια, 1988, Τόμος Β΄ σ. 89: «Η θέση τού Γεωργίου Παπανδρέου για την εκ των προτέρων ανταλλαγή απόψεων, για την ανάγκη εναρμονισμένης πολιτικής και συντονισμένων ενεργειών των Κυβερνήσεων τής Ελλάδας και της Κύπρου, αν και ορθή, έγινε δεκτή από τον Μακάριο μόνο θεωρητικά».
10 Συνέντευξη Λουκή Καρανίκκη σε ψηφιακό βίντεο, Σεπτέμβριος 2013, Αρχείο Άντη Ροδίτη.
11 Ο.π. έκδοση «Χρυσοπολίτισσα», σ. 97.
12 Εφημερίδα «Έθνος», 24.4.1960 και εκτενέστερα στο Άντη Ροδίτη, «Δέκα χιλιάδες μέλισσες», Αρμός 2013, σ. 258
13 Μετά την αποχώρηση τῆς ελληνικής Μεραρχίας, τον Δεκέμβριο τοῦ 1967, ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, εν όψει των προεδρικών εκλογών τοῦ Φεβρουαρίου 1968, εξήγγειλε την πολιτική τοῦ «εφικτού», εγκαταλείποντας, δήθεν, την μέχρι τότε πολιτική τῆς Ενώσεως, τοῦ «ευκταίου». Τα Χριστούγεννα τοῦ 1967 οι κάτοικοι τῆς Λευκωσίας είδαν για πρώτη φορά την πρωτεύουσα να φωταγωγείται εορταστικά, πράγμα που δεν μπορούσε εντελώς να διαχωριστεί από το μεγάλο πολιτικό γεγονός τῆς ακύρωσης τῆς ντε φάκτο Ενώσεως. Βλ. και «Δέκα χιλιάδες μέλισσες», ο.π., σ. 373.
14 Κώστα Μόντη «Κλειστές πόρτες», Feather Star Publishing, Dayton, Ohio, 2008, σ. 18 – 21.
15 «Κουράγιο Πηνελόπη», ο.π. σ. 37-38
16 Βλ. Κ. Σπυριδάκι «Παρατηρήσεις επί της πολιτικής τού Ονησίλου», στο «Κυπριακαί Σπουδαί», Τόμος Ι Ε΄, Λευκωσία 1952, σ. 177-182
17 Η εγκύκλιος, με ημερομηνία 27/12/1976, έχει τίτλο «Κατάργηση τῆς Εορτής τῆς σημαίας» και μιλά για «εξαναγκασμό» τῆς μαθητικής νεολαίας τῆς Κύπρου να δίνει έναν όρκο στην ελληνική σημαία «εδώ και δεκαετηρίδες», ο οποίος «αποπνέει σωβινισμό και μισαλλοδοξία»! Η εγκύκλιος θεωρεί τη γιορτή τῆς σημαίας σαν ένα από τα τραγικά «λάθη» μας, τα οποία αποκαλύπτουν μάλιστα («συνθέτουν», είναι το ρήμα που χρησιμοποιεί) «τον πραγματικό εαυτό μας». Ότι δηλαδή, λέει, είμαστε «δειλοί, δουλοπρεπείς, άβουλοι, απρόσωποι» κ.λπ., οι οποίοι «καραδοκούμε κάθε χρόνο», δια τῆς γιορτής τῆς ελληνικής σημαίας να «εκτονώσουμε το ‘ένοχο’ υποσυνείδητό μας με τις θριαμβολογίες ενός φτηνού πανηγυρικού»! Η Ουρανία Κοκκίνου απεβίωσε στις 13 Ιουλίου 1993. Στην πλάκα τοῦ τάφου της έχει χαραχθεί αυτό το επίγραμμα: «Τῆς θεολογίας πρωτόκλητη στην Κύπρο/ των εθνικών αγώνων πρωταθλήτρια/ και τῆς παιδείας μας στρατηλάτισσα/ ουράνια Ουρανία ‘χαίρε’». Ο τάφος της, όμως, ανήκε στον υπολοχαγό Νικόλαο Παπαγεωργίου, που έπεσε για την Ένωση τῆς Κύπρου με την Ελλάδα, στη μάχη τοῦ Λωρόβουνου, στις 10 Αυγούστου 1964. Τα οστά τοῦ ήρωα τῆς Ένωσης παρέλαβε ο αδελφός του σε μια σακούλα από την αποθήκη τοῦ κοιμητηρίου Κωνσταντίνου και Ελένης στη Λευκωσία, για να τα θάψει ξανά στην Ελλάδα με τις τιμές που τους αξίζουν.
18 Από τον λογοτέχνη Κύπρο Χρυσάνθη.
πηγή: Αντίφωνο