Ο εξολοθρευτής άγγελος του Μπουνιουέλ και η καραντίνα της αστικής τάξης

2
1935

Πλέον όχι μόνο της αστικής τάξης…Ο εξόριστος Μπουνιουέλ θα γυρίσει το 1962 στο Μεξικό, καθώς δεν μπορούσε να επιστρέψει στην Ισπανία του Φράνκο, την ταινία αυτή (τίτλος πρωτοτύπου: El ángel exterminador, Luis Buñuel). Φαινομενικός σκοπός του Μπουνιουέλ είναι η αναρχική, αποδομητική κριτική της μεγαλοαστικής τάξης και της ιδεολογίας της. Σε μία ανεξήγητη κατάσταση καραντίνας μέσα σε ένα δωμάτιο, τα ζωώδη ένστικτα και οι καταπιεσμένοι πόθοι βγαίνουν από το «κουτί».

Πιο συγκεκριμένα, «Μετά το πέρας ενός λουκούλλειου δείπνου στην πολυτελή κατοικία του Εντμούντο Νόμπιλε, οι συνδαιτυμόνες συγκεντρώνονται στην αίθουσα μουσικής, όπου η Μπλάνκα παίζει μία σονάτα του Παραντίσι στο πιάνο. Στη συνέχεια, ετοιμάζονται όλοι να αποχωρήσουν, όμως προς μεγάλη τους έκπληξη, κανείς τους δεν είναι σε θέση να βγει από το δωμάτιο, παρά το ότι οι πόρτες είναι εμφανώς ανοιχτές. Περνάει καιρός κι αυτοί συνεχίζουν να βρίσκονται παγιδευμένοι στο δωμάτιο. Σταδιακά, αρχίζουν να αντιμετωπίζουν ελλείψεις σε τροφή και νερό, ενώ οι εντάσεις κι η βία μεταξύ τους κάνουν την εμφάνισή τους. Όταν πια η κατάσταση έχει φτάσει στο απροχώρητο, η Λετίσια, εντελώς απρόσμενα, βρίσκει τη λύση του αινίγματος: παρατηρεί, ότι μετά από τόσο καιρό, όλοι οι καλεσμένοι βρίσκονται και πάλι στο ίδιο ακριβώς σημείο, όπου βρίσκονταν και τη στιγμή που η Μπλάνκα ετοιμαζόταν να καθίσει στο πιάνο. Εάν με κάποιο τρόπο κατάφερναν να ανασυνθέσουν στη μνήμη τους ακριβώς ό,τι είχαν πει και κάνει εκείνο το βράδυ, θα μπορούσαν ίσως να ελευθερωθούν από την παράδοξη κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει. Πράγματι, ο καθένας τους επαναλαμβάνει ό,τι είχε πει ή κάνει με την ίδια ακριβώς σειρά και, αίφνης, όλοι τους είναι ελεύθεροι να βγουν από το δωμάτιο.
Αμέσως μετά, η κάμερα μετακινείται στο εσωτερικό ενός καθεδρικού ναού, όπου οι συγκεντρωμένοι πιστοί πλήττονται από την ίδια ανεξήγητη αδυναμία φυγής από το χώρο. Στην επόμενη σκηνή, μεταφερόμαστε έξω, στο δρόμο, όπου η αστυνομία καταστέλλει βίαια κάποια επεισόδια διαδηλωτών».
Όπως καταλαβαίνει κανείς είμαστε μπροστά σε ένα ανεξήγητο συμβάν, που όμως φαίνεται ότι δεν ενδιαφέρει και τόσο πολύ. Δεν είμαστε στα πλαίσια ενός θρίλερ ή μίας πλοκής περιπέτειας επιβίωσης, μολονότι ο Μπουνιουέλ φαίνεται ότι είχε επηρεαστεί από τη λογοτεχνία της επιβίωσης (Ροβινσών Κρούσος). Οι εμβόλιμες σκηνές των προβάτων που περιφέρονται στο μεγαλοαστικό σπίτι, μέχρι το τέλος κάποια να σφαγιαστούν για τροφή, η αρκούδα που ανεβοκατεβαίνει τα σκαλιά, το γάντι/ παλάμη που αυτονομείται και προχωρά μόνο του, είναι σουρεαλιστικά στοιχεία που είναι οικεία στην τέχνη του Μπουνιουέλ. Οπωσδήποτε, οι ψυχαναλυτικές ερμηνείες δεν μπορούν να απουσιάσουν. Αυτό που αντιμετωπίζουν οι πρωταγωνιστές της ταινίας είναι το «ανοίκειο», την αιφνίδια αίσθηση ότι δεν είναι στο σπίτι τους, δεν αισθάνονται οικεία, παρά το γεγονός ότι είναι σε σπίτι που το γνωρίζουν. Έχει ανοίξει η οντολογική καταπακτή του κενού που σημαδεύει την ύπαρξη. Για αυτό τον λόγο πουθενά στην ιστορία δεν υπάρχει φόβος, παρά μόνο άγχος και αγωνία.
Η αγωνία (anxiety) στερείται προθετικότητας, δεν κατευθύνεται προς κάποιο συγκεκριμένο αντικείμενο. Ο εχθρός είναι αόρατος, όπως μας βομβαρδίζουν και οι υγειονομικές ή άλλες κρατικές υπηρεσίες. Ο αόρατος εχθρός παράγει άγχος και αγωνία, πλήρη αποσταθεροποίηση της καθημερινής ρουτίνας. Και επειδή δεν υπάρχει φόβος, δεν υπάρχει και πάθος, παρά μόνο απάθεια. Μέσα στον εγκλωβισμό του δωματίου μερικοί υπόσχονται να αναπέμψουν ένα Te Deum μόλις απελευθερωθούν ή για να απελευθερωθούν από την κατάρα. Όταν τελικά απελευθερώνονται στο τέλος της ταινίας και παρίστανται το ίδιο απαθείς στη Θεία Λειτουργία, μαζί με τους εξίσου απαθείς ιερείς, τελικά θα εγκλωβιστούν και πάλι, όλοι μαζί, στην εκκλησία, ενώ από έξω η αστυνομία και ο στρατός διαλύει το άναρχο και εξεγερμένο πλήθος. Ούτε η εκκλησία δεν μπορεί να σώσει αυτή την κοινωνία από τον ίδιο της τον εαυτό, από την απουσία βούλησης: δεν μπορούν να βγουν από το δωμάτιο του εγκλεισμού τους, διότι η βούλησή τους έχει πλήρως αποδυναμωθεί.
Αυτή η κοινωνία- και όχι μόνο η μεγαλοαστική που έχει ως στόχο του ο Μπουνιουέλ- δεν έχει καμία βούληση, είναι άθεη με τον πιο άθλιο τρόπο, και αυτό ένας πραγματικός άθεος μπόρεσε να το καταδείξει. Δεν επιθυμεί τίποτε, ούτε και την ίδια την ύπαρξή της, γι’ αυτό και δεν μπορεί να παραδοθεί στον Θεό. Η παράδοση στον Θεό προϋποθέτει άσκηση βούλησης και προσωπικής έντασης. Τελικά, εγκλωβίζεται στην ίδια της την αλήθεια που παράγει αγωνία και άγχος. Ο εχθρός θα παραμείνει αόρατος.

Βλ. και : Μ. Ripley, “Housed Nowhere and Everywhere Shut In: Uncanny Dwelling in Luis Buñuel's El angel exterminador”, Bulletin of Spanish Studies, 93/4 (2016), 679-695

2 Σχόλια

  1. Καλημέρα.
    Είναι ξεκάθαρο ότι ο κος Βαρδής στα δύο πρόσφατα κείμενά του, εκείνο της 11ης Μαρτίου (“Ο κορωνοιός και η κοινωνία της ασφάλειας”) αλλά και το τωρινό για την ταινία του Μπουνιουέλ, θέλει να κάνει μια συνολική κριτική στο πως αντιμετωπίζουμε ως κοινωνία την απειλή της επιδημίας.Στην προσπάθειά του, όμως, αυτή, αντί για τους πραγματικούς ενόχους, βάζει στο στόχαστρο τους πάντες.
    Αποφαίνεται, λοιπόν, ο αρθρογράφος ότι “Η αγωνία (anxiety) στερείται προθετικότητας…”, αλλά και ότι πάσχουμε όλοι από “απουσία βούλησης”.Πάει να πει, αν καταλαβαίνω καλά, ότι η αγωνία μας δεν αφορά τη συγκεκριμένη απειλή αλλά είναι διάχυτη και υπαρξιακή, ότι, εν ολίγοις, ο κορωνοιός ξεσκέπασε ένα βαθιά κρυμμένο μυστικό μας: δε διαθέτουμε αξιακή “ραχοκοκκαλιά” και γι’ αυτό στην πρώτη απειλή “λυγίζουμε”.Είναι, όμως, έτσι;
    Τις φριχτές αυτές μέρες της επιδημίας διαπιστώσαμε όλοι την άφταστη αυταπάρνηση με την οποία δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι, υγειονομικοί, ντελιβεράδες, υπάλληλοι σούπερμάρκετ, υπάλληλοι φαρμακείων κλπ, έβαλαν στην άκρη την προσωπική τους “καλοπέραση” (αν είχαν ποτέ τέτοια) για να εξυπηρετήσουν την κοινωνία και τους συνανθρώπους τους.Δείχνει, άραγε, αυτό “έλλειψη βούλησης” σύμφωνα με τον κο Βαρδή;Μήπως δείχνει ότι η κοινωνία “Δεν επιθυμεί τίποτε, ούτε και την ίδια την ύπαρξή της…”;;Δε φαντάζομαι.
    Εκατομμύρια “απλοί” άνθρωποι με αυτοθυσία έτρεξαν να συνδράμουν τους γείτονές τους (βλ δίκτυα αλληλεγγύης που ξεφύτρωσαν σε όλον τον κόσμο για αρωγή στους ηλικιωμένους και ανήμπορους), να συγκεντρώσουν αγαθά για τους πρόσφυγες που λιμοκτονούν στα στρατόπεδα κλπ.Δείχνει αυτό “…ανθρώπους φοβισμένους, στα όρια της υστερίας σε κάθε στιγμή κινδύνου…”, όπως ισχυριζόταν στο άρθρο της 11ης Μαρτίου;Αναμφίβολα, υπήρξαν και περιστατικά τέτοια, τα οποία, όμως, είναι σταγόνα στον ωκεανό.
    Στο άρθρο της 11ης Μαρτίου, επίσης, ο κος Βαρδής ανέφερε ότι όσοι διαμαρτύρονταν για τη συνέχιση της Θείας Ευχαριστίας στους ναούς “…παραθεωρούν (δεν τους νοιάζουν) φαινόμενα κοινωνικής και εργασιακής αυθαιρεσίας, που τελικά είναι δυνατόν να προκαλούν πολύ μεγαλύτερο πρόβλημα…”.Οι υγειονομικοί με τις συνεχείς τους αναφορές στο Υπουργείο Υγείας, την διαμαρτυρία στις 7 Απρίλη στις πύλες των νοσοκομείων για τα ανύπαρκτα Μέσα Ατομικής Προστασίας κλπ, “παραθεωρούν φαινόμενα εργασιακής αυθαιρεσίας”;Τα δεκάδες σωματεία (πρωτοβάθμια και μη) που φωνάζουν δύο μήνες τώρα για Μέσα Προστασίας απ’ την επιδημία “δεν νοιάζονται” για τη ζωή τους και των συνανθρώπων τους;Μάλλον κάποιο λάθος έχει γίνει εδώ.
    Τέλος, στο άρθρο της 11ης Μαρτίου ο αρθρογράφος αναφέρει ότι ζούμε σε “κοινωνίες αποσαθρωμένες και ετοιμόρροπες” αλλά και ότι νιώθουμε “ενστικτώδη πανικό στην οποιαδήποτε απειλή της υλικής τους (μας) υπόστασης”. Οι κοινωνίες που ζούμε είναι όντως αποσαθρωμένες, όπως το επισημαίνει σωστά, αλλά για λόγους άλλους απο εκείνους που εντοπίζει ο ίδιος. Ο λόγος είναι η βαθιά και επιθανάτια κρίση του ανθρωποφαγικού καπιταλισμού που απειλεί να συμπαρασύρει και το ανθρώπινο γένος μαζί του και όχι ο “δικαιωματισμός” ή η “αυτονομία του ατόμου”. Ο ενστιχτώδης πανικός είναι η μόνη και φυσιολογική αντίδραση ανθρώπων που διαπιστώνουν καθημερινά γύρω τους την απόλυτη διάλυση του κοινωνικού κράτους, των δομών Πρόνοιας, της υγειονομικής φροντίδας κλπ. Τα ατομικά δικαιώματα είναι η μόνη εξασφάλιση της Δημοκρατίας (δικαίωμα του εκφράζεσθαι, του συνέρχεσθαι, του εκλέγεσθαι κλπ). Δίχως αυτά δεν θα υπήρχαν εργασιακές κατακτήσεις, δημοκρατικές διαδικασίες, κοινωνία των πολιτών, ισότητα των φύλων (όση υπάρχει) κλπ. Απειλή για την κοινωνία μας ΔΕΝ είναι τα ατομικά δικαιώματα αλλά η καπιταλιστική ισοπέδωση.

  2. κ. Γιαννόπουλε. Θεωρώ ότι οι παρατηρήσεις σας είναι εφ όλης της ύλης και όχι, μάλλον, για την ανάλυση του έργου του Μπουνιουέλ ή πιο πριν του Μπέργκμαν, που η ταπεινότητα μου επιχείρησε. Μα, ακριβώς η επιλογή των ταινιών αυτών με το φιλοσοφικό και υπαρξιακό περιεχόμενο θα έπρεπε να σας δείξει ότι επιχειρώ να δω την κρίση της καραντίνας σε ένα άλλο επίπεδο, στο επίπεδο του θανάτου και της αγωνίας για αυτόν. Τα υπόλοιπα πολλά που αναφέρετε είναι άλλης τάξεως κοινωνικά ζητήματα, που έχουν την αξία τους- εγώ για παράδειγμα δεν θα συμφωνούσα σε όλα όσα παραθέτετε, αλλά δεν είναι το θέμα μου. Σας ευχαριστώ πολύ.

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ