Γιώργης Παπανικολάου
Κατά τεκμήριο οι δηλώσεις των πολιτικών, και μάλιστα των κυβερνητικών στελεχών, τυγχάνουν της δέουσας προσοχής κι ανάλυσης, διότι δείχνουν τον τρόπο με τον οποίο αυτοί σκέπτονται ή δεν σκέπτονται για την επίλυση ή διαχείρηση των διάφορων προβλημάτων.
Μ' αυτή την έννοια, μπορούμε να πούμε πως η βαρυσήμαντη δήλωση του αντιπροέδρου της κυβέρνησης, κ. Θ. Πάγκαλου, ότι: "Μαζί τα φάγαμε", δεν έτυχε μιας περισσότερο διεξοδικής ανάλυσης, προκειμένου να διερευνηθούν οι βαθύτερες σκέψεις των κυβερνώντων, που οδήγησαν σ' αυτήν την άμεση ομολογία.
Διότι, αυτές οι τρεις λέξεις, που εκστομήθηκαν με τόσο κυνική "ψυχραιμία" από τα πλέον επίσημα κυβερνητικά χείλη, συνιστούν ταυτόχρονα υπεύθυνη ομολογία αλλά και έγκληση συνυπευθυνότητας σ' ένα διαπραχθέν έγκλημα, το οποίο συνίσταται στην ατιμωτική παράδοση της χώρας και του λαού της στους "οικονομικούς εκτελεστές".
Πρέπει λοιπόν εδώ να εξετάσουμε και να δούμε το "ποιούς και γιατί" εγκαλεί ως συνυπεύθυνους, αυτός που ομολόγησε την ηθική και φυσική αυτουργία του στη διάπραξη του εγκλήματος.
Απ' την αρχή γίνεται φανερό ότι ο κ. Πάγκαλος δεν ομιλεί μόνο εξ' ονόματος του εαυτού του, αλλά η δήλωσή του αφορά ένα είδος απολογίας του συστήματος που διακυβέρνησε τη χώρα από το 1974 μέχρι σήμερα, απέναντι στην έκφραση της λαϊκής οργής. Όμως, αυτή η παραδοχή ενοχής του εντολοδόχου προς τον εντολέα του, αποτελεί ταυτόχρονα και απαγγελία της ίδιας κατηγορίας του κρινόμενου προς τον κριτή του, με σκοπό τον συμψηφισμό της ενοχής με την αποδοχή της συνυπευθυνότητας.
Με βάση την σχεδόν χαλαρή αντίδραση που υπήρξε απέναντι σ' αυτή τη κατηγορία, δεδομένου ότι ο εν λόγω πολιτικός εξακολουθεί λαλίστατος να κυβερνά, θα κάνουμε μια προσπάθεια προσδιορισμού των συνιστωσών της όλης κατάστασης, προκειμένου να φανεί η πραγματικότητα των ευθυνών.
Αναπόφευκτα, αυτή η προσπάθεια ξεκινά από μια αναδρομή στην πολύ πρόσφατη ιστορία, και ειδικότερα στη χρονική περίοδο που αποκαλούμε "μεταπολίτευση". Αυτός ο χαρακτηρισμός αφορά κατ' αρχήν τη πτώση της δικτατορίας και τη μετάβαση με ειρηνικό τρόπο στην κοινοβουλευτική δημοκρατία. Όμως, για να φτάσουμε σε συμπεράσματα για τα αίτια της σημερινής τραγικής κατάστασης, πρέπει προηγουμένως να προσδιορίσουμε, έστω και επιγραμματικά, καποιους βασικούς παράγοντες που συνήργησαν στην πολιτικο-κοινωνική εξέλιξη της μεταπολιτευτικής περιόδου.
Έτσι, με μια γενικότερη θεώρηση, μπορούμε να πούμε ότι η πτώση της δικτατορίας σήμανε και τη πτώση του καθεστώτος που διακυβέρνησε κατ' αποκλειστικότητα τη χώρα από το τέλος του σκληρότατου εμφυλίου πολέμου μέχρι και την μεταπολίτευση. Όπως ήταν φυσικό, το καθεστώς αυτό, που εγκαθιδρύθηκε από τους νικητές του εμφυλίου στηριζόμενο κι ελεγχόμενο ενεργά από τον ξένο παράγοντα, κι έχοντας ως σημείο αναφοράς το παλάτι, παρουσιάστηκε ως βασιλευόμενη κοινοβουλευτική δημοκρατία. Η επιβολή της δικτατορίας τον Απρίλη του 1967 ανάδειξε, με τον πλέον επίσημο τρόπο, την πραγματική κατάσταση που σκέπαζε μέχρι τότε η επίφαση της δημοκρατίας. Δεν ήταν μόνο οι διώξεις, οι φυλακίσεις και οι εξορίες των κομμουνιστών, μια και το ΚΚΕ ήταν εκτός νόμου ως ο κύριος αντίπαλος του εμφυλίου, αλλά κι όποιος δεν δήλωνε "εθνικόφρονη" πολιτική πεποίθηση βρισκόταν υπό διωγμό ή αποκλεισμό από την κοινωνική ζωή, ως "συνοδοιπόρος" των κομμουνιστών. Ήταν τόσο σκληρός κι απόλυτος αυτός ο διαχωρισμός, ώστε και η ανάγνωση μιας κεντρώας εφημερίδας ήταν ικανό στοιχείο για το άνοιγμα φακέλλου και την ένταξη του αναγνώστη στο στρατόπεδο των αριστερών. Αυτή η πρακτική είχε σαν αποτέλεσμα ένα μεγάλο ποσοστό του λαού να είναι σχεδόν αποκλεισμένο από οτιδήποτε είχε να κάνει με το κράτος και το δημόσιο. Η έννοια του κράτους ήταν απόλυτα συνταυτισμένη με την έννοια του παρακράτους, το οποίο έλεγχε και ρύθμιζε τα πάντα, σύμφωνα με τις εντολές του παλατιού και των ξένων πατρώνων.
Μέσα σ' αυτό το κλίμα, όπως ήταν φυσικό, η διαχείρηση της βοήθειας σε είδος και σε χρήμα, που δόθηκε από τον ξένο παράγοντα για την αναγκαία ανοικοδόμηση της καταστραμένης χώρας, έγινε από τους πρωτοκλασσάτους υπερασπιστές του καθεστώτος με τρόπο άνισο, που ξεκινούσε από την λαφυραγώγηση κι έφτανε μέχρι και την εξαγορά συνειδήσεων. Η άρχουσα τάξη του συστήματος, ενισχυμένη με κάποιους νεόπλουτους μαυραγορίτες και δοσίλογους, είχε όλη την άνεση να σχεδιάζει και να δρα "επιχειρηματικά", εκμεταλλευόμενη τη φτώχεια και την εξαθλίωση των εργατών που διαγκωνίζονταν για ένα μεροκάματο. Έτσι, υπάρχαν ιδανικές συνθήκες για την ανάπτυξη μιας προστατευόμενης ελαφράς βιομηχανίας και του εμπορίου, με μια ταχύτατα επαναλαμβανόμενη ανακύκλωση τού με ευνοϊκούς όρους χορηγούμενου κεφαλαίου. Αυτή η ανάπτυξη, παρ' όλο που δημιούργησε τη βάση ανόδου του βιωτικού επιπέδου του μέσου έλληνα, δεν στηρίχθηκε σ' έναν κεντρικό προγραμματισμό εκμετάλευσης των επί μέρους τομέων της οικονομίας, πράγμα που έγινε με την ανάταξη της κατεστραμένης οικονομίας των άλλων χωρών της δυτικής Ευρώπης, αλλά βασίστηκε περισσότερο σε μια ευκαιριακή παραγωγή προϊόντων για εσωτερική κατανάλωση. Η κατάσταση σωζόταν τόσο από την εισροή συναλλάγματος μιας ραγδαία αναπτυσσόμενης ναυτιλίας, όσο κι από τα εμβάσματα ενός μεγάλου μέρους του κατατρεγμένου εργατικού δυναμικού, που είχε μεταναστεύσει σε χώρες με πραγματική και στέρεη οικονομική ανάπτυξη. Η δυτική Ευρώπη κι ο λεγόμενος "ελεύθερος κόσμος" δημιουργούσε μια "οικονομική Άνοιξη", και στα πλαίσια της ψυχροπολεμικής αντιπαράθεσης με το ανατολικό στρατόπεδο, ικανοποιούσε αιτήματα για πολιτικές ελευθερίες με τη νομιμοποίηση των Κ.Κ. και τις βασικές ανάγκες για συνδικαλιστικές ελευθερίες και κοινωνική μέριμνα. Αλλά, αυτή η πολιτική του καπιταλιστικού μπλοκ, που λειτουργούσε ως υπομονευτική πρακτική απέναντι στη καινοτόμα βιτρίνα του κομμουνιστικού στρατοπέδου, δεν είχε κανένα λόγο αντίστοιχης εφαρμογής και στην απόλυτα ελεγχόμενη ελληνική πολιτική πραγματικότητα. Παρ' όλα αυτά, μέσα στο γενικότερο κλίμα επίδειξης ισχύος των Δυτικών, και με την εφαρμογή των πολιτικών ελευθεριών, υπήρξε μια σχετική πρόοδος εκδημοκρατισμού του ελληνικού καθεστώτος, με την αποδοχή μιας κομματικής έκφρασης των αριστερών - εκτός ΚΚΕ - ως Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά (ΕΔΑ). Αυτή η πρόοδος είχε δυο βασικά επακόλουθα: Απ' τη μια ισχυροποιούσε και διευκόλυνε περισσότερο τους κατασταλτικούς κρατικούς και παρακρατικούς μηχανισμούς, κι απ' την άλλη συντελούσε στην ριζοσπαστικοποίηση ενός μεγάλου μέρους του λαού, που φανέρωνε όλο και περισσότερες απαιτήσεις για κοινωνική δικαιοσύνη. Έτσι, δημιουργήθηκε ένα μεγάλο πλειοψηφικό ρεύμα προς την κεντρώα αντιπολίτευση, πράγμα που είχε σαν συνέπεια την εκδήλωση και την ευκολη επικράτηση της ξενοκίνητης δικτατορίας των συνταγματαρχών, με την επίκληση του κομμουνιστικού κινδύνου. Η αντίδραση του λαού απέναντι στη χούντα ήταν σχεδόν βουβή, γιατί ήταν πολύ πρόσφατες οι τραγικές συνέπειες του εμφυλίου, με τις φυλακές και τα ξερονήσια ν' αρχίζουν να γεμίζουν και πάλι.
Όμως, στις νεότερες γενιές, και ειδικότερα στη νεολαία και στους φοιτητές, είχε επικρατήσει το πνεύμα της επαναστατικής αλλαγής που έφεραν: απ' τη μια τα ακούσματα της μουσικής επανάστασης των Μπήτλς και του νέου κύμματος στην Ελλάδα, κι απ' την άλλη τα διεκδηκητικά μηνύματα του Μάη του 68 στο Παρίσι. Έτσι σιγά - σιγά διαμορφώθηκαν οι συνθήκες που συνέβαλαν στις εξεγέρσεις της Νομικής και του Πολυτεχνείου, οι οποίες, σε συνδιασμό και με την προδοσία της Κύπρου, συνέτειναν στην οριστική πτώση της δικτατορίας και την έναρξη της μεταπολιτευτικής περιόδου.
Τα βασικά πολιτικά χαρακτηριστικά που διαμορφώθηκαν εκείνη την περίοδο, ήταν:
1.- Ο πολιτικός σχηματισμός που ανέλαβε την ομαλή μετάβαση στη δημοκρατία και τη συνέχεια της διακυβέρνησης της χώρας, κάτω από τον τίτλο "Νέα Δημοκρατία", διατείνονταν πως εκπροσωπούσε μια ευρωπαϊκή και προοδευτική κεντροδεξιά παράταξη, η οποία, θέλοντας να διαχωρίση πλήρως τη θέση της από τα εγκλήματα της χούντας - που κορυφώθηκαν με την παράδοση εθνικού εδάφους -, προέβει σε ενέργειες επαναστατικές για τα ελληνικά δεδομένα, όπως: τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ, το δημοψήφισμα που οριστικοποίησε την κατάργηση της βασιλείας, την καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας και την ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ. Όλ' αυτά, που έγιναν κάτω από το βασικό δόγμα του "ανήκουμε στη Δύση", εξυπηρετούσαν τουλάχιστον δυο στόχους: Απ' τη μια τον κατευνασμό των λαϊκών απαιτήσεων για ριζικές αλλαγές στο σύστημα διακυβέρνησης, κι απ' την άλλη την απόπειρα μιας πολιτικής αντιμετώπισης της τουρκικής απειλής, σε συνδιασμό με την εκμετάλευση της εισροής κεφαλαίων από την ευρωπαϊκή κοινότητα.
2.- Το κόμμα της αντιπολίτευσης, το "ΠΑΣΟΚ", παρουσιάστηκε ως ένα μεγάλο λαϊκό και πατριωτικό κίνημα, που με το σύνθημα "Η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες", κάλεσε όλους του πολίτες αυτής της χώρας να πυκνώσουν τις τάξεις του και να παλέψουν για μια Ελλάδα ανεξάρτητη και κοινωνικά δίκαιη. Μάλιστα, ήταν τόσο τολμηρές οι διακηρύξεις και τα συνθήματα του κινήματος, που ξεπερνούσαν σε επαναστατική διεκδικητικότητα την φρασεολογία του ΚΚΕ, το οποίο μάταια προσπαθούσε να συγκεντρώσει κοντά του όλες τις Εαμογενείς δυνάμεις.
Σ' αυτό το κάλεσμα του κινήματος ανταποκρίθηκε άμεσα ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού, που την συντριπτική του πλειοψηφία την αποτελούσαν αυτοί που είχαν πολεμήσει για κοινωνική απελευθέρωση και δικαιοσύνη, όπως: οι γενιές της εθνικής αντίστασης, του 114 και του Πολυτεχνείου. Δηλαδή, όλοι εκείνοι που, μέχρι και τη πτώση της δικτατορίας, αποτελούσαν τα αριστερά "μιάσματα" και τους κοινωνικά αποκλεισμένους.
Όπως ήταν φυσικό, όταν πολύ γρήγορα το κίνημα ανέλαβε την διακυβέρνηση της χώρας, όλοι αυτοί ζήτησαν την άμεση αποκατάσταση της κοινωνικής δικαιοσύνης, με την λήψη των ανάλογων μέτρων, για την υλοποίηση του συνθήματος "Λαός - ΠΑΣΟΚ στην εξουσία". Και πράγματι, χωρίς να μπούμε σε λεπτομέρειες, τον πρώτο καιρό φαινόταν πως ένας φρέσκος αέρας φυσούσε στην ελληνική πολιτική πραγματικότητα, που δημιουργούσε μια νέα παρουσία της χώρας τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Έτσι, η επίσημη αναγνώριση της εθνικής αντίστασης και η θεσμοθέτηση ενός οργανωμένου και διεκδικητικού συνδικαλιστικού κινήματος, συνδιάστηκε με την απαίτηση μιας νέας διαπραγμάτευσης των συνθηκών παραμονής των στρατιωτικών βάσεων και την ευφυή διεκδίκηση των ΜΟΠ (Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα) από την ευρωπαϊκή κοινότητα. Ταυτόχρονα υπήρξε μια μεγάλη χαλάρωση της σφιχτής οικονομικής πολιτικής προς όφελος των λαϊκών στρωμάτων του πληθυσμού, κι ένα μεγάλο μέρος του τακτικού προϋπολογισμού άρχισε ν' αφορά την οργάνωση ενός εθνικού συστήματος υγείας, την δημιουργία νέων πανεπιστημίων και τις δαπάνες του αμυντικού εξοπλισμού για την αντιμετώπιση της τουρκικής προκλητικότητας.
Όλ' αυτά συνέτειναν στο άνοιγμα της ψαλίδας μεταξύ του ΑΕΠ και των δαπανών του προϋπολογισμού, πράγμα που οδήγησε στην αύξηση των δανειακών αναγκών της χώρας.
Αλλά, αυτή η αύξηση του χρέους φαινόταν απόλυτα διαχειρήσιμη, εν όψει της προσδοκούμενης ανάπτυξης, λόγω της τεράστιας εισροής κοινοτικών κεφαλαίων για την παραγωγική αναδιοργάνωση της ελληνικής οικονομίας.
Όμως, επί της ουσίας, αυτή η αναδιοργάνωση δυστυχώς δεν έγινε ποτέ, διότι ποτέ δεν υπήρξε μια πραγματική προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση, που να βασιζόταν πάνω σε μια σχεδιασμένη αντίστοιχη στρατηγική.
Παρακάτω αναφέρω αμέσως μερικούς από τους βασικούς λόγους αυτής της εθνικής αποτυχίας:
Η αρχική αριστερή οικονομική πολιτική, με τις δομικές αλλαγές στον τρόπο αλληλεπίδρασης κράτους - κοινωνίας, για το πιό δίκαιο μοίρασμα της "πίτας", δεν στηρίχθηκε και δεν συνοδεύτηκε από την υλοποίηση προγραμμάτων ανάπτυξης επιλεγμένων ανταγωνιστικών τομέων της ελληνικής οικονομίας, όπως: γεωργία, κτηνοτροφία, τουρισμός, ελαφρά βιομηχανία - οικοτεχνία, αλλά τα τεράστια ποσά των κοινοτικών κονδυλίων κατασπαταλήθηκαν σε μια άκρατη αποδοχή των πρακτικών ενός σχεδόν απόλυτα κομματικοποημένου κράτους. Οι διακηρύξεις για δικαιοσύνη, ισονομία και αξιοκρατία εφαρμόστηκαν κάτω από το πρίσμα μιας μονοσήμαντης κομματικής ταυτότητας, η οποία λειτουργούσε ως καταλύτης για την υλοποίηση των κυβερνητικών αποφάσεων. Δηλαδή, ό,τι το κίνημα είχε καταγγείλει ως μεθοδεύσεις της δεξιάς για τη παραμονή της στην εξουσία, όταν το ίδιο ανέλαβε την διακυβέρνηση της χώρας, όχι μόνο τις ενστερνίστηκε, αλλά και τις "εκσυγχρόνισε" διατηρώντας την ισχύ τους στον μέγιστο βαθμό.
Το σύνθημα "πριν εσείς - τώρα εμείς" κυριάρχησε ως ιαχή νίκης του αριστερού κουρσάρου απέναντι στον δεξιό δυνάστη.
Πάνω σ' αυτή τη βάση, και παράλληλα με τις όποιες κοινωνικές κατακτήσεις, δημιουργήθηκε μια νομενκλατούρα εξουσίας που αναλωνόταν σ' ένα συνεχόμενο "δούναι και λαβείν" με τις κομματικές οργανώσεις. Το ρουσφέτι και η μίζα όχι μόνο διατηρήθηκαν, αλλά, παρ' όλες τις αντίθετες διακηρήξεις, επικυρώθηκαν και επαυξήθηκαν από τους πολιτικούς ταγούς, που τα ανήγαγαν σε εθνικά χαρακτηριστικά συγκρότησης του σοσιαλιστικού κράτους.
Τα πρώτα χρόνια ΠΑΣΟΚ, που τουλάχιστον έδωσαν μια αξιόλογη προσπάθεια υλοποίησης μιας ορθολογικής κοινωνικοποίησης των δομών της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας, παρουσίασαν ταυτόχρονα μια σχεδόν απόλυτη εφαρμογή των παλαιοκομματικών πρακτικών άλωσης του κρατικού μηχανισμού. Ο παλιός θεσμός του τοπικού κομματάρχη όχι μόνο διατηρήθηκε, αλλά παρουσιάστηκε ανανεωμένος και με επαυξημένες αρμοδιότητες, μέσω των τοπικών και κλαδικών κομματικών και συνδικαλιστικών οργανώσεων.
Η αρχική δυναμική αυτών των οργανώσεων εκπροσωπούσε την εκδοχή μιας άμεσης λαϊκής συμμετοχής στις προσπάθειες αλλαγής των δομών της οικονομικής και κοινωνικής πραγματικότητας, όπως για παράδειγμα: ο πόλεμος των καφασιών στην κεντρική λαχαναγορά για την εξάλειψη των μεσαζόντων, η συζήτηση και καταγραφή των τοπικών προβλημάτων κλπ.
Όμως, πολύ γρήγορα αυτή η δυναμική εξαντλήθηκε σε ατομικίστικες επιδιώξεις και σε διεκδικήσεις που αφορούσαν την ικανοποίηση συντεχνιακών απαιτήσεων.
Η ικανοποίηση των οικονομικών απαιτήσεων των συντεχνιών, και ειδικότερα αυτών του δημόσιου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, δεν γινόταν πάντοτε ως ανταπόδοση της συνεισφοράς στην αύξηση του ΑΕΠ, αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις αφορούσε ένα κομματικό "πάρε - δώσε" για την διατήρηση της εξουσίας. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να δημιουργηθούν μεγάλες οικονομικές ανισότητες μεταξύ των εργαζομένων, ακόμα και μεταξύ διάφορων τομέων και υπηρεσιών του δημοσίου, και να καλλιεργηθεί η νοοτροπία πως η συνδικαλιστική συναλλαγή με την πολιτική εξουσία μπορούσε να εξασφαλίσει μια ευκολία στην ανάληψη χρημάτων από τον κρατικό κορβανά, που φαινόταν να λειτουργεί ως "κέρας της Αμάλθειας".
Αλλά, και στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας, που υποτίθεται ότι γινόταν προσπάθεια για την ανάταξη και τον εκσυγχρονισμό του, φαίνεται ότι επικράτησε η τακτική της ρεμούλας και της αρπαχτής σαν το ανάλογο σύνθημα να δόθηκε από την πολιτική εξουσία. Για παράδειγμα, στον κρίσιμο τομέα της πρωτογενούς παραγωγής (γεωργία - κτηνοτροφία), παρατηρήθηκαν κάποια περίεργα φαινόμενα τα οποία είχαν να κάνουν με την είσπραξη τεράστιων ποσών κρατικών επιχορηγήσεων που προέρχονταν από κοινοτικές επιδοτήσεις - (Είναι γνωστές οι καταμετρήσεις που "απέδειξαν" ότι η Ελλάδα έχει περισσότερα αιγοπρόβατα απ' όλα τα Βαλκάνια μαζί, κι ότι η παραγωγή του βαμβακιού σε τόννους υπερβαίνει αυτή της Αιγύπτου). Όλ' αυτά όμως δεν συνιστούσαν αδικήματα, διότι φαινόταν να είναι σε γνώση τουλάχιστον σ' ένα μέρος της ιεραρχικής κλίμακας της εξουσίας.
Θα μπορούσαμε να παρομοιάσουμε την όλη κατάσταση με την εικόνα μιας ηγετικής ομάδας που, έχοντας την αποκλειστική ευθύνη για την οικονομική διαχείριση μιας πολυμετοχικής επιχείρησης, αρχίζει να μοιράζει χρήματα σε ορισμένους από τους μετόχους, αρκεί αυτοί να ψήφιζαν στη γενική συνέλευση για την παραμονή της ίδιας ομάδας στην διαχείριση της επιχείρησης.
Όταν κάποια μέρα ανακοινώθηκε ξαφνικά η πτώχευση της επιχείρησης, αποδείχτηκε ότι:
1.- Τα οικονομικά στοιχεία που παρουσίαζαν οι διαχειριστές της επιχείρησης στη γενική συνέλευση των μετόχων ήταν ψευδή και παραποιημένα.
2.- Οι παραγωγικές δομές της επιχείρησης βρισκόταν υπό διάλυση, μια και οι διαχειριστές της είχαν επιμελώς αδιαφορήσει για τον εκσυγχρονισμό τους.
3.- Ο υπερβολικός δανεισμός της επιχείρησης, που υποθήκευσε την όποια οικονομική της υπόσταση, δαπανήθηκε για την εξασφάλιση του τρόπου ιδιοποίησης τεράστιων ποσών από μίζες και υπερκοστολογήσεις, με την προμήθεια ενός σχολάζοντος εξοπλισμού για την δήθεν αντιμετώπιση του ανταγωνισμού.
Αυτές και μόνο οι διαπιστώσεις ήταν ικανές για να στοιχειοθετήσουν έγκληση προς την ηγετική ομάδα για πράξεις και παραλήψεις που συνιστούσαν εγκληματικές ενέργειες κατά των μετόχων της επιχείρησης. Ο ισχυρισμός των ενόχων για συνυπευθυνότητα των μετόχων, ήταν φανερό πως όχι μόνο δεν είχε καμία σχέση με την πραγματικότητα, αλλά κι ότι συνιστά μια ανήθικη προσπάθεια αποποίησης ευθυνών.
Δυστυχώς όμως, η σημερινή τραγική ελληνική πραγματικότητα δεν έχει να κάνει μόνο με την πτώχευση επιχειρήσεων, αλλά αφορά στην κυριολεξία την υποδούλωση μιας χώρας και του λαού της στους αδίστακτους "οικονομικούς εκτελεστές", με ό,τι μπορεί να συνεπάγεται αυτό.
Η όποια προσπάθεια των υπευθύνων αυτού του εγκλήματος, που αγγίζει τα όρια της εθνικής προδοσίας, για την μείωση ή την εξάλειψη της ενοχής τους, με την επίκληση της συνυπευθυνότητας των ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων, πέφτει στο κενό, ως στερούμενη παντελώς από την οποιαδήποτε λογική και πραγματική βάση.
Εξ' άλλου, τόσο οι κυρίως ένοχοι όσο και οι πραγματικοί συνένοχοι, φρόντισαν εκ των προτέρων να μείνουν στο απυρόβλητο από οποιαδήποτε νομική και οικονομική επίπτωση.
Το κύριο μέλημά τους πλέον είναι να αναπροσαρμόσουν τις συνθήκες επιβίωσης και διατήρησης του μεταπολιτευτικού συστήματος εξουσίας, που διαμόρφωσαν από κοινού ο δεξιός δυνάστης με τον αριστερό κουρσάρο.
Αλλά, γι' αυτούς τους λογαριασμούς υπάρχει κι ένας "ξενοδόχος" που φαίνεται πως θα "μιλήσει", αφού αρχίζει να ξυπνάει και να συνέρχεται πλέον απ' την ονειρική κατάσταση που τον είχαν οδηγήσει.
πηγή: Αντίφωνο