«…Μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου, μες στες μας κινήσεις κι ομιλίες…» προσπάθησε, μας είπε ο ποιητής (Κ. Καβάφης, 1913, Όσο μπορείς) να μην εξευτελίζεις τη ζωή σου, για να μη καταντήσει «…σα μια ξένη φορτική».
Η πολλή συνάφεια του κόσμου και οι πολλές κινήσεις ματαιώθηκαν με νόμο, αλλά οι πολλές ομιλίες -πλέον κυρίως virtual- συνεχίζουν να ταλανίζουν τη σκέψη και τις συμπεριφορές μας. Πάντως, ακόμη και σε αυτές τις αμετροεπείς ομιλίες, υπάρχει μεταξύ μας απόσταση τουλάχιστον μέτρου ή μέτρων, διότι λαμβάνοντα μέτρα, ώστε να μετρηθούμε στο τέλος και να μη βρεθούμε λειψοί σε μεγάλο βαθμό. Το προσωρινό πλαίσιο της καθημερινής ζωής διαμορφώνει έναν ζωτικό χώρο σε επίπεδο ατόμου, ένα ατομικό Lebensraum, για να μας αποδείξει τρανά πόση σημασία έχει ο χώρος για την οργάνωση και τη λειτουργία της κοινωνικής ζωής.
Ακούγονται και γράφονται διάφορες γνώμες και θεωρίες συνωμοσίας ή πραγματιστικές έστω, για τη μετάβαση στην κοινωνία χωρίς μετρητά (cashless society), στην οικονομία των mega διαστάσεων, που δεν περιλαμβάνει τις μικρές και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, για ένα τεράστιο παιχνίδι-πείραμα των συσπειρώσεων κεφαλαίου, στο οποίο συμμετέχει και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας και φιλάνθρωποι χορηγοί μας ιατρικής έρευνας και των εμβολίων και άλλα πολλά που καλλιεργούν πολύτροπα τον αόρατο φόβο σε όλους μας. Ο φόβος αποτυπώνεται οπτικά σε αριθμούς νεκρών και δραματοποιείται στα δελτία ειδήσεων, με άδειες κυκλοφορίας, άδειες πόλεις, γεμάτα φέρετρα και διαλογή (triage) ασθενών. Μα, όταν φοβούνται οι άνθρωποι πρέπει να έρθουν κοντά, να μη σκιάζονται, να πάρουν δύναμη από την αγκαλιά ο ένας του άλλου, να νιώσουν το χτυποκάρδι τους, να αγγίξουν τα χέρια και τα μάγουλά τους, τα χείλη τους και τα κορμιά τους. Ωστόσο, αυτό δεν επιτρέπεται. Ο φόβος φυλάει τα έρ’μα και τους έρημους ανθρώπους τους αφήνει στη μοναξιά και στη σιωπή της απόστασης. Από μακριά γίνονται όλα, η έγνοια, η φροντίδα, ο ανεφοδιασμός σε τρόφιμα και φάρμακα, η ελπίδα, η διδασκαλία, η συνύπαρξη, η αγάπη….Μα δεν μπορούν να γίνουν όλα εξ αποστάσεως. Εξ αποστάσεως θα καταλήξουμε στην αφασία, στην εδραίωση της συνήθειας να κρατάμε απόσταση μεταξύ μας, να μην αγγιζόμαστε ως οιονεί ρυπαροί, μολυσμένοι ο ένας απέναντι στον άλλο, ανθρωποφοβικοί, αλεξιάνθρωποι ή βαθμηδόν ανθρωπόπληκτοι; Ασφαλώς αυτό δεν πρέπει να συμβεί, θα είναι σαν κατίσχυση της διαβολής στη σχέση και στην προσέγγιση των ανθρώπων που υπάρχουν ως πρόσωπα στραμμένα το ένα απέναντι στο άλλο.
Σε ένα δυστοπικό φιλμ του 2011 σε σενάριο του Δανού συγγραφέα Kim Fupz Aakeson, ξεσπά μια πανδημία στον πλανήτη, η οποία προκαλεί απώλεια των αισθήσεων του ανθρώπου τη μία μετά την άλλη. Η επιδημιολόγος Έβα Γκριν ερωτεύεται τον σεφ Γιούαν Μακγρέγκορ. Η πανδημία, όμως, φαίνεται να καταστρέφει την καθημερινή ζωή όλων των ανθρώπων στην Γλασκόβη, όπου διαδραματίζεται το φιλμ (Perfect Sense ή Η Αίσθηση του Έρωτα). Πρώτα, λοιπόν, αρχίζουν να ξεσπούν σε ασυγκράτητα κλάματα και λίγο μετά χάνουν την όσφρησή τους (ανοσμία). Εν συνεχεία επικρατεί παράλογος πανικός και αδηφαγία που οδηγεί σε απώλεια της γεύσης μας (αγευσία). Η απώλεια της ακοής (κώφωση) τους συνοδεύεται από εκδήλωση ακραίου θυμού και οργής. Εξαιτίας όλων αυτών η γιατρίνα και ο μάγειρας αποστασιοποιούνται. Κάποια μέρα άπαντες αρχίζουν να νιώθουν μιαν ανεξήγητη ευφορία, και η επιδημιολόγος τρέχει να βρει τον σεφ. Αγκαλιάζονται και μένουν έτσι χαϊδεύοντας ο ένας τον άλλο και όλος ο κόσμος γύρω τους τυφλώνεται. Η αφή από μόνη της είναι η (τέλεια και επαρκής) αίσθηση για να αγαπηθούμε ακόμη κι όταν οι άλλες αισθήσεις χαθούν. Οι αισθήσεις χάνονται με την απόσταση, γι’ αυτό και τα μέσα (media) αποτελούν τις προεκτάσεις των αισθήσεων μας: τηλέφωνο, τηλεόραση, τηλεχειριστήριο, τηλεδιάσκεψη… Τα καινοτομικά παιχνίδια δυνητικής πραγματικότητας (VR) στοχεύουν να μας προσφέρουν τη γεύση, την όσφρηση, την αφή και την ηδονή από όλες τις σωματικές δυνατότητες των αισθήσεων -ή των ψευδαισθήσεων μας- εξ αποστάσεως. Και μόλις αυτό καταστεί εφικτό η κοινωνία δεν θα αποτελεί πλέον προϋπόθεση του πολιτισμού.
Η τεχνολογία θα μπορεί να υποκαταστήσει δικτυακώς αυτή την κοινωνία, τη συνάφεια των ανθρώπων, τις κινήσεις, τις ομιλίες και τις ομηρικές συνομιλίες μας. Ίσως αυτό που μας κρατάει ακόμη ανθρώπους να είναι η δυνατότητα να πορευόμαστε ο ένας προς τον άλλο, ως «εν σαρκί περιπολούντες θεοί», να συνυπάρχουμε και να συγχωρούμε, διατηρώντας σχέσεις φιλίας και αγάπης με αγκαλιά και σώμα, όχι μεσολαβημένες ή εξ αποστάσεως αντισηπτικές υποκαταστάσεις.
Και αυτό το ισχυρίζομαι ως επιφύλαξη, ώστε αυτή η εθελουσία επιφυλακή απέναντι στον αόρατο ιό, να μην μας εθίσει στην ευκολία να απομακρυνόμαστε από τον συνάνθρωπο και να μην προσφέρει στην εξουσία τη θεσμική δυνατότητα ή το άλλοθι για να σμίξουμε με το avatar που μπορεί να μας περιβάλλει ή με cyborg που θα μπορεί να μας ελέγχει, έχοντας την ψευδαίσθηση ότι παραμένουμε άνθρωποι.
*Ο Κώστας Θεολόγου διδάσκει στο ΕΜΠ και στο ΕΑΠ
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα είναι έργο του Κώστα Παπανικολάου.
“Νά μήν εξευτελίζουμε τή ζωή μας ΧΩΡΙΣ καθόλου συνάφεια” – σέ παράφραση καί μεταφορά “εις τά καθ’ ημάς” (μάλιστα σέ καιρούς “εγκλεισμού”) τού ποιήματος – “σά μιά άχρηστη “φορτική”*”.
Αφορμή γιά τό ανωτέρω “ευφυολόγημα” μού δίνει τό γεγονός οτι επί 275+347+256+387+307+247+481= 2.300 !!! (μέχρι τώρα που γράφεται τό σχόλιο αυτό) “αναγνώσεων” τής επτάδας τών αξιολογότατων, καλοδιαλεγμένων, επίκαιρων, καί μεγάλου “εύρους” θεματολογίας καί παρουσίασης άρθρων τών “Αναρτήσεων” τού αγαπημένου μας ιστότοπου τής τελευταίας εβδομάδας (2 έως 9 Απριλίου), ΟΥΔΕΝ (αριθμητικά : 0) “Σχόλιο” προέκυψε, εκ μέρους τέτοιου πλήθους “εγκύψεων” στά επί μέρους κείμενα.
Μού φαίνεται δυσεξήγητο, καί συγχωρέστε με γι’ αυτό.
Ποτέ δέν ήταν “πολλά” τά σχόλια στό “Αντίφωνο”, αλλά, θ’ ανέμενε κανείς, οτι σέ καιρούς που επαπειλείται η “αποδόμηση τής κοινωνίας”, κατά τόν τίτλο τού άρθρου αυτού, ο “ατομικός ζωτικός χώρος” θά επεξετείνετο – εκ τών πραγμάτων, ή εξ ανάγκης, ή καί κατ’ ανάγκην (πολύ καλύτερα, μάλιστα, εκ προαιρέσεως, εξ επιλογής, εξ αλληλοπεριχωρητικότητας, γιά νά μή φθάσω νά πώ καί “εκ λόγων (επι)κοινωνίας”, ιδία μεταξύ αδελφών, ή, έστω, φίλα σκεπτόμενων) -, η διάθεση αλληλο-“εμβάθυνσης” καί εξωτερίκευσης τών όποιων “αντανακλαστικών” μας, που “συντονίζονται” στά μήκη κύματος καί τίς αρμονικές τών “ευγενών προκλήσεων”, που, εν είδει ευλογίας, προσλαμβάνουμε.
Γιατί, λοιπόν, άραγε, “σιωπούμε” ; – καί περιοριζόμαστε στό νά “δεχόμαστε”, χωρίς κάν νά προσπαθούμε έστω ένα μικρό λιθαράκι ανταπόκρισης, αποδοχής, πρότασης, καλοπροαίρετης κριτικής, διαφοροποιημένης τοποθέτησης, “ανάλωσης” ΚΑΙ από πλευράς μας, σάν αποδεκτών, νά “προσφέρουμε”, νά καταθέσουμε, νά συμμετάσχουμε ;
Ευκαιρία, θά έλεγα, ν’ αναστοχασθούμε, Καβαφικώς ή άλλως πως, ο καθένας χωριστά, καί όλοι μαζί, (κατά προτίμησιν) σχολιαστικά.
Διαπορώντας φιλίως (άραγε, μόνον εγώ σκέφτομαι έτσι;) καί ευχόμενος σέ όλους Καλό Πάσχα (“πέρασμα” στήν Ζωή τής Ανάστασης, μετά “συναφείας”, κατά Καβάφην, καί πρός τόν πλούτο τών “σχέσεων”, κατά Γιανναράν)
* Δέν είναι υποχρέωση, “φορτίο”, τό νά σχολιάζουμε συναδελφικά, ούτε άχρηστο. Τό βλέπω, αντίθετα, σάν ένα είδος διαδικτυακής “εκκλησίας”, μέ μικρό έψιλον – όχι όμως “ψιλόν” -, βέβαια.
Το εξαιρετικό αυτό το κέντρισμά σας, πάνυ αγαπητέ μου κ. Σταμπούλη, με υποχρεώνει “εκόντα-άκοντα” να μπω στον διάλογο για τον οποίο απευθύνετε μια τόσο εγκάρδια πρόσκληση.
Γιατί άραγε δεν την συνηθίζουμε τη γραπτή κατάθεση απόψεων; απορείτε. Θα εκθέσω τη σκέψη μου, επειδή θεωρώ το ερώτημα καίριο.
Το θεωρώ καίριο, εξηγούμαι, επειδή φρονώ ότι – κατ’ ουσίαν – ανακλά το ερώτημα: γιατί δεν μας ενδιαφέρει η Ιστορία.
(Φαντάζομαι πολλούς φίλους, φυσικά, έτοιμους να “γελάσουν” με ετούτη την αναγωγή: Από τις συνομιλίες μας εξαρτάται η ιστορία; θα ειρωνευτούν. Από τις συνομιλίες μας! θ’ αντιτείνω κατηγορηματικά. Και θα βιαστώ να περάσω στην πραγμάτευση απαντήσεων λιγώτερο ευδιάκριτων.)
Η προφανέστερη απόκριση είναι ότι δεν προσερχόμαστε σε ένα δημόσιο πεδίο διαλόγου, επειδή προτιμάμε το ιδιωτικό: Επειδή συγκεκριμένα, έχουμε καταβυθιστεί στο Facebook.
Δεν εννοώ ότι η ύπαρξη του τελευταίου είναι κυρίως αρνητική. Μα εννοώ πρώτα-πρώτα ότι υπάρχουν – όχι λίγοι, μάλιστα – απολύτως γεμάτοι στον βίο τους άνθρωποι, ανάμεσά μας, οι οποίοι έχουν αποφύγει την πρόσβαση εκεί. Να τους έχουμε απολησμονήσει, λοιπόν, είναι κάτι που “απομονώνει” πολύ περισσότερο, από όσο δείχνουμε να υποπτευόμαστε, εμάς από όσο εκείνους.
Κι εννοώ, επιπλέον, ότι τα “χρονολόγια” του facebook αποτελούν εξ ορισμού ι δ ι ω τ ι κ ο ύ ς χώρους: Η καταχώρηση οπότε διαφωνίας προς μία ορισμένη ανάρτηση διακινδυνεύει, ευθύς εξ αρχής, να είναι μια πράξη αγένειας. Η εύλογη στάση, θα ήταν η αντίρρηση να διατυπώνεται μέσα στο προσωπικό χρονολόγιο του διαφωνούντος – όχι να εισβάλλει εκεί όπου πιθανότατα είναι ανεπιθύμητη.
Τούτο σημαίνει, ωστόσο, ότι το facebook δ ε ν_ υ φ ί σ τ α τ α ι, εκ των πραγμάτων, ως π ε δ ί ο_ δ ι α λ ό γ ο υ: Αυτοί που απομένουν να αντιμαχούν, εντός του, είναι μονάχοι οι αγενείς. Γι’ αυτό άλλωστε κάθε διαφωνία, εκεί, διεκπεραιώνεται συνήθως σε επίπεδο… συμπλοκής.
Επιστρέφω στα ενδότερα του αρχικού ερωτήματος: Γιατί δεν προκύπτει ανταλλαγή γόνιμων απόψεων, μεταξύ των χριστιανών, στο πεδίο του δημοσίου διαλόγου.
Διακινδυνεύω εδώ μια «εικασία εργασίας»: Δεν προκύπτει διάλογος, αρχίζω να υποθέτω, επειδή τον ενθουσιασμό για κάτι παρόμοιο μπορούν να τον έχουν, μόνο, οι φορείς εκείνης της αντίληψης η οποία δείχνει να ε π ι κ ρ α τ ε ί μέσα στην Ιστορία. Ενώ για όσους υπόλοιπους απομένουν, η απογοήτευση είναι τόση ώστε τους οδηγεί να απαρνούνται τη συμμετοχή.
Εάν τυχόν ευστοχώ στην εξήγηση αυτή, ανακύπτει βεβαίως μια βαθειά απορία καταμεσής της ίδιας ετούτης απάντησης: Ώστε λοιπόν, ισχυρό κίνητρο αποτελεί μονάχα η προσδοκία εξουσίας; – διότι περί αυτού (τότε) θα πρόκειται. Ενώ η βίωση μιας επαρκούς καθημερινότητας δεν αποτελεί άραγε επαρκές εφαλτήριο για ιστορική ενεργητικότητα, άσχετα εντελώς με τις λογικές προβλέψεις επί πεδίου τελικής (πολιτιστικής) κατισχύσεως;
Δυσκολεύομαι να το πιστέψω αυτό.
Οδηγούμαι λοιπόν στην πιθανολόγηση ότι κάτι μας διαφεύγει στον χώρο, ακριβώς, της καθημερινής μας πληρότητας.
Κι είναι – ομολογώ – κατ’ αρχήν αντινομική μία τέτοια εξήγηση, εν σχέσει προς το καταφανές “διά γυμνού οφθαλμού” δεδομένο ότι η προσωπική ζωή των χριστιανών είναι η μόνη “επικράτεια” η οποία εξακολουθεί (ισχυρίζομαι μάλιστα: θεαματικά) να ισορρoπεί, καταμεσής της αξεπέραστης ανισορροπίας απαξαπάσης ετέρας “μετανεωτερικότητας”.
Είναι ωστόσο ένα σημείο, αυτό, στο οποίο εξαντλούνται οι δυνατότητες μιας επιμέρους σχολιαστικής παρεμβάσεως.
Αγαπητέ μου κ. Σταμπούλη ευχαριστώ, και εκ των υστέρων, για την απαιτητικότητα της ερώτησης.