Δημήτρης Βλάχος
Μπροστά στο μυστήριο της ζωής στέκεται με θαυμασμό ο άνθρωπος. Με τον ίδιο θαυμασμό στέκεται και απέναντι στο θάνατο. Για τον αρχαίο Έλληνα του Άστεως ο θάνατος δεν αποτελούσε μια αυστηρά ιδιωτική υπόθεση, αλλά ήταν ένα γεγονός που συνδεόταν πολύ στενά με τη ζωή της κοινότητας. Γι’ αυτό και τα ταφικά έθιμα των Ελλήνων ,παρά τις κατά τόπους ιδιομορφίες τους, είχαν ως στόχο να ενισχύσουν τους δεσμούς τόσο μεταξύ των συγγενών του εκλιπόντος όσο και μεταξύ των μελών της κοινότητας. Αν μάλιστα αναλογιστεί κανείς τη συχνότητα των πολέμων την εποχή εκείνη, τότε εύκολα αντιλαμβάνεται την ιδιαίτερη σημασία που αποκτούσε ο δημόσιος χαρακτήρας της ταφής.
Καταρχήν, υπάρχει το γεγονός του θανάτου και ο πόνος που αυτό το γεγονός προκαλεί στους οικείους, συγγενείς και φίλους του νεκρού. Υπάρχει όμως και η αφήγηση, η εξιστόρηση αυτού του συγκλονιστικού συμβάντος .Αυτή η εξιστόρηση παίρνει τη μορφή του μύθου, του επιτάφιου θρήνου, του επιτύμβιου επιγράμματος. Ως θέμα αφήγησης το συναντούμε επίσης πάνω σε αγγεία, αλλά το βρίσκουμε και ως γλυπτό ή ανάγλυφο πάνω στο μάρμαρο. Όταν ο θάνατος γίνεται θέμα τέχνης χάνει τότε κάτι από τη σκληρότητα και τον τρομαχτικό του χαρακτήρα. “Κι αν σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα …”, μας διδάσκει κι ο ποιητής (Σεφέρης, Τελευταίος Σταθμός). Γνωρίζουν άλλωστε καλά οι αρχαίοι Έλληνες ότι ο άνθρωπος πεθαίνει όταν τον ξεχνούν οι άλλοι. Γι’ αυτό η τέχνη τους και τα ταφικά τους έθιμα αποβλέπουν στη διατήρηση ζωντανής της μνήμης εκείνων που έφυγαν από τη ζωή.
Θα πρέπει επίσης να έχουμε υπόψη μας ότι η αρχαία πόλη είναι μια πόλη εικόνων : γλυπτική, ζωγραφική, κοσμημένα χρυσά και αργυρά σκεύη, ζωγραφική σε αγγεία, γλυπτά σε ξύλο και ελεφαντοστό. Η Ακρόπολη της Αθήνας δεν είχε καμιά σχέση με το σημερινό βράχο όπου πάνω του σώζονται τα ερείπια του Παρθενώνα και άλλων ιερών κτισμάτων. Παντού όπου έστρεφες το βλέμμα σου υπήρχε κάτι να δεις. Αυτό που ίσχυε για την πόλη των ζώντων ίσχυε και για την πόλη των τεθνεώτων, το αθηναϊκό νεκροταφείο του Κεραμεικού. Επιτάφια υπερμεγέθη αγγεία με παραστάσεις, αλλά και μικρότερα αγγεία, ταπεινές επιτάφιες στήλες, αλλά και επιβλητικά ναόσχημα μνημεία με ανάγλυφα κοσμούσαν το χώρο, προσφέροντας μια οπτική πανδαισία χρωμάτων και εικόνων. Ιδιαίτερα μάλιστα κατά την περίοδο των χρόνων του Περικλή και για ενάμιση αιώνα μετά το θάνατό του η λάμψη των μνημείων είχε τη σφραγίδα της κλασικής τέχνης.
Μοιράζομαι με πολλούς την πεποίθηση ότι ένας πολιτισμός δεν αποτιμάται μόνον με κριτήριο ποσοτικά μεγέθη, τεχνολογικά και επιστημονικά επιτεύγματα. Ένας πολιτισμός αποκαλύπτει τη βαθύτερη αξία του όταν αναμετριέται με τον ίδιο το θάνατο, γιατί τότε παίρνει συνειδητά θέση και απέναντι στη ζωή. Τι έχουν όμως να πουν λοιπόν οι Έλληνες για το θάνατο από τη γεωμετρική μέχρι την κλασική εποχή (μέσα 11ου – μέσα 4ου αιώνα π.Χ).
Απάντηση στο ερώτημα αυτό δίνουν όχι μόνον τα κείμενα που σώθηκαν, αλλά και η σιωπηλή μαρτυρία των αγγείων και των επιτάφιων στηλών. Ο λόγος της εικόνας ίσως φανεί εκ πρώτης όψεως εξαιρετικά φειδωλός σε σχέση με τον πληθωρικό λόγο των κειμένων. Ωστόσο ακόμη και τα σπαράγματα των αγγείων και τα ακρωτηριασμένα γλυπτά έχουν διατηρήσει αρκετή από την αρχική τους γοητεία. Καθώς απευθύνονται πρώτιστα στις αισθήσεις καταφέρνουν να μας κάνουν να νιώσουμε μάλλον παρά να διανοηθούμε. Χωρίς συναισθηματισμούς και χωρίς ιδεολογήματα κατορθώνει ο εικονιστικός λόγος των αγγείων και των γλυπτών να μας κάνει να νιώσουμε τον πόνο για τους ανθρώπους που έφυγαν. Καθώς όμως ο θάνατος και η οδύνη γίνονται θέμα αφήγησης μετριάζεται η φρίκη που προκαλούν και μαλακώνει ο πόνος.
Θα φανεί ίσως παράδοξο σε μας πως οι Έλληνες κατά την περίοδο ακμής του Άστεως (5ος – 4ος αιώνας) αποτιμούσαν τη ζωή με κριτήριο την ποιότητα του θανάτου. Απέναντι στον αργό και βασανιστικό από την αρρώστια κακό θάνατο (δυσθανατε?ν) τοποθετούν το γρήγορο και γι’ αυτό ανώδυνο θάνατο στο πεδίο της μάχης (ε? θνήσκειν). Ο δεύτερος θάνατος -για να θυμηθούμε τον Επιτάφιο του Περικλή – υπερέχει σε σχέση με τον πρώτο όχι μόνο γιατί επέρχεται ανεπαίσθητα πάνω στο αποκορύφωμα της προσπάθειας του ανθρώπου, αλλά και γιατί είναι ο μόνος θάνατος που προσφέρει αθανασία στους εκλεκτούς. Και αθανασία για τους πολίτες του Άστεως σήμαινε να διατηρηθεί ζωντανή η μνήμη τους στους μεταγενέστερους. Ο Μακρυγιάννης 2200 χρόνια αργότερα κάνει την ίδια περίπου διάκριση όσον αφορά την ποιότητα του θανάτου, όταν σχολιάζει το θάνατο για την πατρίδα και λέει : …αυτός ο θάνατος είναι γλυκός, ότι κανένας δεν θα γένει αθάνατος. κι όταν ο Χάρος θα ‘ρθει να μας πάρει, όταν θέλει, άρρωστους και δυστυχείς, καλύτερα σήμερα να πεθάνομεν”.
Ο Σόλωνας, αναφέροντας στον Κροίσο παραδείγματα ευτυχισμένων ανθρώπων θεωρεί ως απόλυτο κριτήριο ευδαιμονίας την ποιότητα του θανάτου που βρήκαν (Ηρόδοτος Α, 30-33). Ο Τέλλος ο Αθηναίος ,αφού έζησε μια γεμάτη ζωή σε μια ευημερούσα πόλη και άφησε πίσω του άξια παιδιά και εγγόνια ,είχε λαμπρό τέλος (λαμπροτάτη τελευτή το? βίου) βρίσκοντας ωραίο θάνατο στο πεδίο της μάχης (κάλλιστα ?πέθανε). Οι Αθηναίοι τιμώντας τον με δημόσια δαπάνη και μεγάλες τιμές του πρόσφεραν αυτό που κάθε Αθηναίος πολίτης επιθυμούσε όσο ζούσε : την αθανασία που προσφέρει η υστεροφημία. Αλλά και τα δυο αδέλφια, ο Κλέοβις και ο Βίτωνας, που ζεύτηκαν το αμάξι και μετέφεραν την ιέρεια μητέρα τους στο ναό της Ήρας, βρήκαν εξίσου ωραίο θάνατο (?ρίστη τελευτή το? βίου). Η θεά Ήρα τους πρόσφερε ό,τι καλύτερο μπορούσε να τύχει σε άνθρωπο. Ύστερα από τη μεγάλη χαρά και την περηφάνια που ένιωσαν από τους επαίνους του συγκεντρωμένου στο πανηγύρι πλήθους, έφαγαν και έπεσαν να κοιμηθούν. Δεν ξύπνησαν όμως, αλλά η ζωή τους τελείωσε έτσι ανώδυνα στο αποκορύφωμα της ευτυχίας τους. Για να τους τιμήσουν μάλιστα οι Αργείοι τους έφτιαξαν αγάλματα και τα αφιέρωσαν στους Δελφούς. Έτσι τα δυο αδέλφια κέρδισαν με αυτόν τον τρόπο την προσιτή για τους ολίγους εκλεκτούς αθανασία, μένοντας για περισσότερο χρόνο ζωντανοί στη μνήμη των άλλων, ακόμη και μετά το φυσικό τους θάνατο.
Εκείνο που προκαλεί εντύπωση σε μας μέχρι σήμερα είναι ότι οι αρχαίοι Έλληνες κατόρθωσαν να μιλήσουν για το θάνατο με όμορφα παραμύθια. “Ο Ύπνος και ο Θάνατος”, μας λέει ο Ησίοδος (Θεογονία 758 -766), “οι φοβεροί θεοί (δεινοί θεοί), κατοικούν στα σκοτεινά Τάρταρα. Ποτέ ο ήλιος δεν τους βλέπει με τις αχτίνες του τις φλογερές, μήτε όταν ανεβαίνει στον ουρανό, μήτε απ’ τον ουρανό σαν κατεβαίνει. Ο Ύπνος είναι ήσυχος και γλυκός για τους ανθρώπους, τριγυρίζει τη γη και την απέραντη θάλασσα. Ο Θάνατος όμως έχει καρδιά από σίδερο και χάλκινη στα στήθια τη σκληρή ψυχή του, κι όποιον αρπάξει πια για πάντα τον κρατάει. και είναι μισητός ακόμα και στους θεούς”.
Ο πόνος των ανθρώπων μαλακώνει σαν βλέπουν πως και οι αθάνατοι θεοί πονούν, όταν χάνουν τα θνητά παιδιά τους. Ακόμη και ο Δίας παρακολουθεί με πόνο το θάνατο του γιου του Σαρπηδόνα μπροστά από τα τείχη της Τροίας, χωρίς να μπορεί να επέμβει (Ιλιάδα, Π 419 κ. εξής) . Η φτερωτή θεά Ηώς θρηνεί το γιο της, το βασιλιά των Αιθιόπων Μέμνονα και η Θέτις μοιρολογεί τον αντρειωμένο Αχιλλέα. Η αθανασία της μάνας – θεάς όχι μόνον δεν μειώνει τον πόνο για το χαμό του γιου της, αλλά μάλλον τον εντείνει, καθώς τη φέρνει στην ίδια μοίρα με τους αδύναμους θνητούς. Η εικονιστική μεταφορά των μύθων αυτών στο σώμα των ελληνικών αγγείων συνιστά και την πρώτη Πιετά στην ιστορία της ευρωπαϊκής τέχνης.
Στον Κάτω Κόσμο κανείς βέβαια δεν πήγε ζωντανός ούτε φυσικά επέστρεψε ζωντανός. Ωστόσο οι Έλληνες είχαν να διηγηθούν ιστορίες θνητών που όχι μόνο κατέβηκαν στον Άδη, αλλά κάποιοι από αυτούς νίκησαν και τον ίδιο το Θάνατο. Η κάθοδος του Οδυσσέα στον Άδη (Οδύσσεια, λ ) αποτελεί μια πρώτη περιγραφή του μελαγχολικού βασιλείου του Πλούτωνα. Προηγήθηκε βέβαια η κάθοδος του Ηρακλή στον Άδη, όπου άρπαξε το σκύλο – φύλακα του Κάτω Κόσμο, το φοβερό Κέρβερο. Αλλά και ο πανούργος βασιλιάς της Κορίνθου ο Σίσυφος ξεγέλασε δυο φορές τους θεούς του Κάτω Κόσμου, πάλεψε μάλιστα και με το Θάνατο και τον νίκησε, αλλά όταν πέθανε για δεύτερη φορά το μαρτύριό του στον Κάτω Κόσμο δεν είχε τέλος.
Στον Κάτω Κόσμο υπάρχουν βέβαια και κάποιοι επιφανείς αμαρτωλοί που τιμωρούνται για τα ανόσια έργα τους .Εκτός από το μαρτύριο του Σισύφου και ο ανόσιος Τάνταλος υποφέρει από αιώνια πείνα και δίψα, ενώ οι συζυγοκτόνες Δαναϊδες μεταφέρουν μάταια νερό με τα τρύπια πιθάρια τους. Η ζωγραφική σύνθεση του Πολυγνώτου στη Λέσχη των Κνιδίων στους Δέλφους έδινε μια εικόνα του Κάτω Κόσμου με την τιμωρία των ασεβών και τη μελαγχολική ζωή των θρυλικών μορφών του παρελθόντος. Αν και σ’ αυτές τις παραστάσεις προτυπώνεται η γνωστή από τον 12ο αιώνα και εξής εικόνα της Κόλασης, ωστόσο απουσιάζει η τόσο ανατριχιαστική λεπτομερής περιγραφή βασανιστηρίων που συναντούμε σε μεταγενέστερα έργα στη χριστιανική δυτική τέχνη (15ος αιώνας, Ιερώνυμος Μπος).
Όπως υπάρχει μια μορφή κόλασης για λίγους επώνυμους αμαρτωλούς, υπάρχει και κάποιος Παράδεισος για λίγους πάλι εκλεκτούς. Τα Ηλύσια Πεδία, τα νησιά των Μακάρων και η μυθική χώρα των Υπερβορέων έχουν όλα τα χαρακτηριστικά του Παραδείσου, περισσότερο υλικού παρά πνευματικού. Ξένοιαστη ζωή, ήπιο κλίμα, αφθονία αγαθών κοσμούν αυτούς τους Παραδείσους. Ωστόσο και η αντίληψη ενός Παραδείσου είναι αντίθετη με τη γνήσια αρχαία ελληνική πίστη (μέχρι και τα κλασικά χρόνια) πως όλοι οι θνητοί, χωρίς την παραμικρή εξαίρεση, κατεβαίνουν στο σκοτεινό Άδη.
Ο χορός στην Αντιγόνη του Σοφοκλή (στίχοι 361-362) υμνώντας την εφευρετικότητα του ανθρώπου αναγνωρίζει και τα όριά της, ομολογώντας την αδυναμία των θνητών να ξεφύγουν από τον Θάνατο. Αυτό όμως δεν εμπόδισε τους Έλληνες να επιχειρήσουν με το λόγο και την εικόνα να εξουδετερώσουν αυτόν το σκληρόκαρδο θεό. Εξιστορώντας τη νίκη των ηρώων στην πάλη τους με το Θάνατο επιχείρησαν οι Έλληνες να δαμάσουν το φόβο που γεννούσε η σκληρή πραγματικότητα του θανάτου. Σ’ αυτούς τους μύθους μπορεί βέβαια κανείς να αναγνωρίσει σε σπερματική μορφή τόσο την πάλη του Διγενή Ακρίτα με τον Χάροντα, όσο και την κάθοδο στον Άδη του Χριστού και τη νίκη του πάνω στο θάνατο με την Ανάστασή του.
(Το κείμενο αυτό ήταν μια σύντομη εισαγωγή σε παρουσίαση διαφανειών με θέμα:
Μιλώντας για το θάνατο… Ο θάνατος ως θέμα αφήγησης της αρχαίας ελληνικής γλυπτικής και αγγειογραφίας.)