Ο αναχρονιστικός Χάντκε και η μοντέρνα Γκρέτα

1
1091

Το 1999, όταν τα αεροπλάνα του ΝΑΤΟ βομβάρδιζαν το λείψανο της Γιουγκοσλαβίας, η κοινότητα της ευρωπαϊκής διανόησης συγκατάνευε και χειροκροτούσε. Στα μέσα και στα έξω τότε ήταν ο Μπερνάρ Ανρί Λεβί, με το αναιμικό πνεύμα και την πλούσια κόμη. Ο ίδιος θα κοκορευόταν μερικά χρόνια αργότερα ότι έπεισε τον Σαρκοζί να τελειώνει με τον Καντάφι. Ο Μπερνάρ Ανρί Λεβί, ως συνεπής κοσμικός, ήξερε πάντα να βρίσκεται στην ορθή πλευρά της Ιστορίας, πότε με τους μουσουλμάνους της Βοσνίας, πότε με την Αραβική Ανοιξη. Ευτυχώς έχει αλλάξει επαγγελματικό προσανατολισμό και τα τελευταία χρόνια υπηρετεί την τέχνη του stand up.

Το 1999, με είχε εντυπωσιάσει ο τρόπος της διανοούμενης Ευρώπης, ιδιαίτερα της Γαλλίας, την οποία τότε παρακολουθούσα εκ του σύνεγγυς. Κάτι σαν αγελαία νοοτροπία είχε καταλάβει τις συνειδήσεις. Δεν έφτανε να καταδικάσεις τον τύραννο Μιλόσεβιτς και τον εγκληματία Κάρατζιτς. Επρεπε να καταδικάσεις συλλήβδην τους Σέρβους και να υπερασπιστείς τα βομβαρδιστικά που εφάρμοζαν τον νόμο περί συλλογικής ευθύνης στις γέφυρες του Δούναβη. Την αγελαία νοοτροπία την είχε ζήσει ο Καμύ στο πετσί του όταν τον αναθεμάτιζε ο Σαρτρ στην εποχή του πολέμου της Αλγερίας. Την είχαν ζήσει οι εξόριστοι Σοβιετικοί που μιλούσαν για τα γκουλάγκ από τη δεκαετία του ’50, αλλά δεν τους άκουγαν για να μην αποκαρδιώσουν τους αριστερούς απεργούς της Μπιγιανκούρ. Την είχαν ζήσει και όσοι στάθηκαν απέναντι στα χαρακώματα του Μάη του ’68 και την παραληρηματική φιλοσοφία τους, όπως ο Μαλρό. Την εκμεταλλεύθηκε ο Σαρτρ, για τον οποίον έγραψε ο Λιοτάρ ότι είχε αναλάβει τον ρόλο του αριστερού διανοούμενου πέφτοντας μονίμως έξω. Στη δεκαετία του ’90, προσπάθησε να τον διαδεχθεί ο Λεβί, ο οποίος δηλώνει μαθητής του Ποπόλ (χαϊδευτικό του Σαρτρ), εκμεταλλευόμενος τη μετακόμιση της καλής συνείδησης της Αριστεράς στην καλή συνείδηση της πολιτικής ορθότητας.

Να υπενθυμίσω ότι τρεις μόνον διανοητές τόλμησαν το 1999 να σταθούν απέναντι στο ρεύμα. Ο Πίντερ, ο Ντεμπρέ και ο Χάντκε. Ο Ντεμπρέ είχε γράψει ένα ολόκληρο ρεπορτάζ στο περιοδικό Marianne, το οποίο κατέληγε με τη φράση: «Αν μη τι άλλο, δικαιούμαι να αμφιβάλλω για την ορθότητα των βομβαρδισμών». Την επομένη, η εφημερίδα Le Monde, καθεδρικός ναός της ορθής σκέψης, δημοσίευε σε ένα ολόκληρο δισέλιδο άρθρα που τον καταδίκαζαν. Ο Χάντκε δεν αμφέβαλλε καν. Εφτασε να πάει στην κηδεία του Μιλόσεβιτς, του δημόσιου κινδύνου νούμερο ένα. Παρέμεινε αιρετικός έως το τέλος, για καλό και για κακό. Δεν εννοώ ότι είχε δίκιο, ή ότι συμφωνώ με τη στάση του. Δεν μπορώ όμως να μην επισημάνω το θάρρος του. Και αναρωτιέμαι πάντα τι έχει μεγαλύτερο βάρος στη στάση του διανοητή. Η σύνταξη με το κοινώς αποδεκτό ορθό ή η υπεράσπιση της ελευθερίας της συνείδησής του ακόμη κι αν είναι μόνος.

Ηταν έκπληξη το Νομπέλ στον Πέτερ Χάντκε. Μετά την αλυσίδα των «πολιτικών» Νομπέλ Λογοτεχνίας, η Ακαδημία βραβεύει έναν λογοτέχνη ως λογοτέχνη. Ας μην ξεχνάμε τον Μπόρχες, που είχε πληρώσει τις πολιτικές του απόψεις, κυρίως δε την περίφημη φωτογραφία με τη χειραψία του στον δικτάτορα Βιντέλα. Θα μου πείτε ότι το 2005 το βραβείο απονεμήθηκε στον Πίντερ. Ομως ο Χάντκε είχε ακόμη ένα επιβαρυντικό στοιχείο εναντίον του, αφού μερικά χρόνια πριν είχε προτείνει να καταργηθεί το Νομπέλ Λογοτεχνίας. Το έργο της Πολωνής Ολγκα Τοκάρτσουκ δεν το γνωρίζω. Μπορώ όμως να πω ότι το βραβείο στον Χάντκε είναι ένα βραβείο που δικαιώνει τον τίτλο του Νομπέλ Λογοτεχνίας.

Δεν ισχυρίζομαι ότι η λογοτεχνία δεν μετέχει στο σύνολο της κοινωνικής ζωής. Εχει και πολιτικές προεκτάσεις, στον βαθμό που συνομιλεί με τη συνείδηση. Αν είναι σοβαρή λογοτεχνία, δημιουργεί έναν χώρο που επιτρέπει στη συνείδηση να κατοικήσει. Στις σελίδες της η συνείδηση συναντά τους όρους της διαμόρφωσής της, τις προϋποθέσεις για να δει τον κόσμο γύρω της και τον εαυτό της μέσα σ’ αυτόν. Γι’ αυτό και η λογοτεχνία δεν κρίνεται από τις απόψεις της. Αλίμονο αν κρινόταν ο Σελίν από την αντισημιτική του υστερία.

Το βραβείο στον Χάντκε είναι ηθική δικαίωση της σοβαρής λογοτεχνίας. Δύσκολος συγγραφέας, στα όρια του στρυφνού, απαιτεί αργή ανάγνωση και υπέρβαση της πρώτης βαρεμάρας που σου προκαλεί η αφήγησή του. Πολλές φορές, η βαρεμάρα συγκρίνεται με αυτήν που προκαλούν τα μυθιστορήματα του μεγαλοφυούς Μπέκετ. Σε καιρούς όπου το λογοτεχνικό γούστο έχει αντικαταστήσει την ανάγνωση με το ρούφηγμα των κειμένων και οι επιτυχίες κρίνονται από τις προδιαγραφές των εργαστηρίων δημιουργικής γραφής ή την πολιτική ορθότητα της κυρίας Ζέιντι Σμιθ, η λογοτεχνία του Χάντκε είναι αναχρονιστική. Αντιμοντέρνα σε έναν κόσμο που ασφυκτιά στην ανελευθερία ενός παρόντος που δεν ανέχεται τίποτε άλλο εκτός από το παρόν του.

Το Νομπέλ στον Χάντκε δείχνει ότι ο κόσμος μας διαθέτει ακόμη ενεργά πολιτισμικά αντισώματα. Ενδέχεται δε, διά καταλλήλων ενεργειών, να γλιτώσει από την Αποκάλυψη με την οποία τον απειλεί η Γκρέτα, που, αν και φαβορί, έχασε το Νομπέλ. Ε όχι, δεν τα έχουμε χάσει και τελείως, φαίνεται.

από “Η Καθημερινή” της Κυριακής 13 Οκτωβρίου 2019

1 σχόλιο

  1. (Τό σχόλιό μου αυτό “επικολλήθηκε” στό προκείμενο άρθρο τού κ. Θεοδωρόπουλου, όπως αυτό δημοσιεύθηκε στήν “Καθημερινή” τήν περασμένη Κυριακή)

    Ήταν ανάγκη (σας) νά δείξετε τήν χαρά σας, που “η κόρη που δέν θά θέλατε νά έχετε”  [Η κόρη που δεν θα ’θελα να έχω, του Τάκη Θεοδωρόπουλου | Kathimerini: https://www.kathimerini.gr/1039182/opinion/epikairothta/politikh/h-korh-poy-den-8a-8ela-na-exw – πρό διμήνου, περίπου]
    ΔΕΝ πήρε φέτος (έχασε, γράφετε χαιρεκάκως) τό Νομπέλ ;
    Χωρίς, μάλιστα, μιάν, έστω, λέξη απλής αναφοράς στήν προσωπικότητα που, δικαίως καί επαξίως, τό δικαιώθηκε;
    Φοβάμαι οτι η αντιπάθειά σας πρός τήν ανεπιθύμητη οιονεί κόρη σας θά σάς κυνηγά καί θά σάς “τήν έχει στημένη στήν γωνία” – θά σάς θυμίζει τήν ασύγγνωστη περί αυτής αρθρογραφική σας αμετροέπεια.
    Μέχρι τήν “δικαίωση” – γιά σάς, άν συμβάλετε στήν αποδυνάμωση / γελοιοποίηση τού μηνύματός της, τώρα “εν τή γενέσει” του, ή γιά εκείνην, που δέν “τελείωσε” ακόμα μέ τήν αναγνώριση, επιδραστικότητα καί τίς διακρίσεις, που η συνειδητοποίηση που κομίζει τό, θυμωμένο, έστω, αγγελτήριό της, αβίαστα θά τής φέρει.
    Βέβαια, έχει εφευρεθεί από παληά τό MEA CULPA, άν καί ακατάληπτο σέ πολλούς, στήν λατινική, λακωνική, πληρότητά του, άμα καί απροσπέλαστο (ιδίως στούς γλωσσομαθείς καί ελλογιμότατους) στά “σκληρά” καί αμετανόητα – όλοι κάνουμε λάθη καί περισσότερα οι πιό σημαντικοί – πνεύματα.
    Τό ακούω εκφερόμενο ήδη από τόν υπογράφοντα, στήν σχολιαστική του “βιασύνη”, χωρίς ν’ αναμένει (πόσο, άραγε 😉 τόν “χρόνο ωρίμανσης” τής ανάγκης συνειδητοποιήσής του από τυχόν ενδοσκοπούντες.
    Κλείνοντας, θά σάς πρότεινα νά κάνετε λίγο παρέα – συναδελφικώς – μέ τούς συναρθρογράφους σας στήν ίδια Εφημερίδα, ιδία δέ καί μέ τόν παράλληλα σήμερα σχολιάσαντα “στοχαστικό ορθολογιστή” (που, κατά βάσιν, καλύπτει καί τήν δική σας, από παληά γνωστή καί εκτιμούμενη ποιότητα γραφής καί ήθους, μαζί καί μέ τό “σύν” σας τής λογοτεχνικότητας)  [ Το μήνυμα της Γκρέτα: Ο κόσμος δεν μας ανήκει, ΧΑΡΙΔΗΜΟΣ Κ. ΤΣΟΥΚΑΣ* | Kathimerini: https://www.kathimerini.gr/1046854/opinion/epikairothta/politikh/to-mhnyma-ths-gkreta-o-kosmos-den-mas-anhkei%5D, αλλ’ όχι μόνον, μόνο προμηθευτείτε προηγουμένως καί γάντια τού μπόξ, σέ περίπτωση που οδηγηθείτε σέ έντονες αντιγνωμίες, περί τής κόρης, που, ελάτε τώρα, ο καθένας θά ήθελε νά έχει, γιά τούς δικούς του, ολοδικούς του λόγους. Cherchez la femme …
    Μέ τήν εκτίμησή μου

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ