Κώστας Παπαϊωάννου
Κυκλοφόρησε στὰ τέλη τοῦ 2007, στὴν Ἀθήνα, ἀπὸ τὶς «Ἐναλλακτικὲς Ἐκδόσεις», τὸ βιβλίο τοῦ φιλόσοφου Κώστα Παπαϊωάννου, «Βυζαντινὴ καὶ Ρώσικη Ζωγραφική», ἀποσπάσματα ἀπὸ τὴν Εἰσαγωγὴ τοῦ ὁποίου παραθέτουμε. Τὸ βιβλίο δημοσιεύτηκε στὰ γαλλικὰ γιὰ πρώτη φορὰ τὸ 1965, σὲ πολυτελῆ ἔκδοση-ἄλμπουμ καὶ γνώρισε μεγάλη ἐπιτυχία. Πρόκειται γιὰ μιὰ ἄγνωστη στὴν Ἑλλάδα, ἕως τὸ 2007, πτυχὴ τῆς συγγραφικῆς δραστηριότητας τοῦ συγγραφέα τῆς «Γένεσης τοῦ Ὁλοκληρωτισμοῦ», τῆς «Ἀποθέωσης τῆς Ἱστορίας» καὶ τοῦ «Τέχνη καὶ πολιτισμὸς στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα», ποὺ καταδεικνύει τὸ εὖρος τῶν ἐνδιαφερόντων καὶ τῶν γνώσεων τοῦ σποδαίου αὐτοῦ Ἕλληνα στοχαστῆ.
Ὁ Κώστας Παπαϊωάννου (ὁ ὁποῖος πέθανε τὸ 1981, σὲ ἡλικία 56 ἐτῶν) ἀνήκει στὴ χορεία τῶν μεγάλων Ἑλλήνων ποὺ διέπρεψαν στὴ Γαλλία, μαζὶ μὲ τὸν Κορνήλιο Καστοριάδη καὶ τὸν Κώστα Ἀξελό, εἶχε ἀσχοληθεῖ ἰδιαίτερα μὲ τὴν ἀρχαία Ἑλλάδα, ὅπως καὶ οἱ ἄλλοι δύο φίλοι του. Ὅμως, μὲ τὸ ἔργο του γιὰ τὴ βυζαντινὴ καὶ ρώσικη ζωγραφική, ποὺ ἔγραψε σὲ σχετικὰ νεαρὴ ἡλικία, ἀποδεικνύεται πὼς εἶχε μιὰ εὐρύτερη θεώρηση γιὰ τὴ συνέχεια τοῦ ἑλληνικοῦ πνεύματος καὶ τῆς ἑλληνικῆς τέχνης ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα ἕως τὸ Βυζάντιο. Ἔχει δὲ ἰδιαίτερη σημασία ὅτι τὸ βιβλίο γράφτηκε καὶ δημοσιεύτηκε σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ ἡ βυζαντινὴ πνευματικὴ καὶ καλλιτεχνικὴ παραγωγὴ παρέμενε ἄγνωστη στὸ εὐρύτερο εὐρωπαϊκὸ κοινό. Τὴ μετάφραση τοῦ βιβλίου, ποὺ περιλαμβάνει πάνω ἀπὸ ἑξήντα ἔγχρωμες ἀναπαραγωγὲς ἔργων, ἔκαναν ἀπὸ τὰ γαλλικὰ ἡ Ἑλένη Νάκου καὶ ἡ Χριστίνα Σταματοπούλου.
Γέννηση τῆς βυζαντινής τέχνης
«Ἡ Ἀνατολὴ εἶναι Ἀνατολὴ καὶ ἡ Δύση εἶναι Δύση. Ποτὲ δὲν θὰ συναντηθοῦν». Αὐτὴ ἡ περίφημη φράση ποτὲ δὲν ὑπῆρξε τόσο ἀνακριβὴς ὅσο τὴν περίοδο κατὰ τὴν ὁποία τὸ Βυζάντιο ἀναδύθηκε ὡς ἡ μητρόπολη τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου. Ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν κατακτήσεων τοῦ Ἀλεξάνδρου, ἀπὸ τὸν Γάγγη ἕως τὴν Ἀδριατική, ἀπὸ τὴν Κριμαία ἕως τὴν Αἴγυπτο, συγκροτήθηκε γιὰ πρώτη φορὰ μία διεθνὴς πολιτισμικὴ κοινότητα, ἡ ἑλληνιστικὴ «κοινή». Ἡ Ἑλλάδα, ἡ Ἐγγὺς Ἀνατολή, ὁλόκληρη ἡ Ἀσία νοτίως τοῦ δρόμου τῶν τύμβων, ποὺ χρονολογεῖται ἀπὸ τὴ Λίθινη Ἐποχὴ καὶ ποὺ ὁδηγεῖ ἀπὸ τὴν Κασπία στὸ Σινικὸ Τεῖχος, μιὰ τεράστια μάζα λαῶν, ἑτερογενῶν στὸν ὕψιστο βαθμό, μὲ ἰδιαιτερότητες θεμελιωμένες σὲ χιλιόχρονες παραδόσεις, συγκεντρώθηκε γύρω ἀπὸ πόλεις, χαραγμένες μὲ τὸ ράμμα ἀπὸ τὸν Ἀλέξανδρο καὶ τοὺς διαδόχους του. Τὸ τέλος τῆς ἑλληνικῆς κυριαρχίας δὲν ἐπηρέασε καθόλου αὐτὴ τὴν ἐκτεταμένη «κοινή». Ἀντιθέτως, ὅπως οἱ Πάρθοι λειτούργησαν ὡς μεσολαβητὲς ἀνάμεσα στὸν ἑλληνισμὸ καὶ τὴν Ἀνατολή, ἔτσι καὶ οἱ Ρωμαῖοι μετέφεραν τὸν ἑλληνισμὸ στὶς ἀκτὲς τοῦ Ἀτλαντικοῦ. Καὶ ἐὰν ἐκλατίνισαν τὴ Δύση, δὲν ἔκαναν τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὸ νὰ προσδώσουν μιὰ νέα ὁρμὴ στὸν ἑλληνισμὸ ὅπως τὸν βρῆκαν στὰ ἀνατολικά του Ἰονίου Πελάγους. Ὡς ὄψιμη συνέπεια τῆς ἐκστρατείας τοῦ Ἀλεξάνδρου, τὰ κείμενα τῆς Καινῆς Διαθήκης θὰ γραφτοῦν στὰ ἑλληνικά, ὅπως καὶ τὰ περισσότερα γραπτὰ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας… [ ]
Ἡ θρησκεία πέτυχε ἐκεῖ ὅπου ἀπέτυχε ὁ ἐθνικισμός. Τὴν ἴδια στιγμὴ ποὺ ἡ ἐπίγεια Ἱερουσαλὴμ μεταβαλλόταν σὲ στάχτες, ἡ εἰκόνα τῆς ἐπουράνιας Ἱερουσαλὴμ ἅπλωνε πάνω ἀπὸ τὴν οἰκουμένη τὸ μυστηριακὸ φῶς ποὺ ἀνέδιδαν τὰ καμωμένα ἀπὸ ἴασπι τείχη της καὶ οἱ μαργαριταρένιες πύλες της.
Στὸ ἑξῆς, ὁ κόσμος θὰ ἀρχίσει νὰ βλέπει τὸν ἑαυτό του μέσα ἀπὸ τὸ πρίσμα αὐτοῦ τοῦ φωτός. Αὐτὴ ἡ νέα θεώρηση τοῦ σύμπαντος δὲν ἀντιδιαστέλλει πλέον τὸν κόσμο μὲ τὸ χάος, τὴν τάξη μὲ τὴν ἀταξία, ὅπως στοὺς Ἕλληνες, ἀλλὰ τὸ Φῶς μὲ τὸ Σκότος. Τὸ φῶς ἀποτελεῖ τὸ κυρίαρχο θέμα τῆς ἀχανοῦς «παγανιστικῆς», ἰουδαϊκῆς, χριστιανικῆς ἢ ζωροαστρικῆς γραμματείας τῆς ἐποχῆς. Καὶ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν «παρουσία ἑνὸς ἀσώματου φωτός, ποὺ δεσπόζει πάνω στὴ σκοτεινὴ ὕλη», ὁ Πλωτίνος θὰ θεωρήσει ὡς ἔκφραση τοῦ κάλλους…
Ἡ ἵδρυση τῆς Κωνσταντινούπολης, τὸ 330, ὑπῆρξε ἡ ἐπιβεβαίωση τῆς οἰκονομικῆς, πολιτισμικῆς καὶ θρησκευτικῆς ὑπεροχῆς τῆς Ἀνατολῆς. Χωρὶς ἀμφιβολία, ὁ ὅρος «Ἀνατολὴ» προσφέρεται στὴν ἀσάφεια. Ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἀλεξάνδρου, ἡ Ἀνατολὴ καὶ ὁ ἑλληνισμὸς εἶχαν συμπήξει συμμαχία. Μέσα σ' αὐτὸ τό, λιγότερο ἢ περισσότερο, ἐξελληνισμένο περιβάλλον, θὰ γεννηθεῖ ἡ χριστιανικὴ θεολογία καὶ θὰ φιλοτεχνηθεῖ ἡ πρώτη μορφὴ τῆς ἱερῆς τέχνης: Ὅταν ὁ Ἅγιος Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεὺς τόλμησε νὰ ἀνυψώσει τὴν ἑλληνικὴ φιλοσοφία στὸ ἐπίπεδο μιᾶς «δεύτερης Παλαιᾶς Διαθήκης» δὲν ἔκανε τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὸ νὰ μεταφράσει στὴ γλώσσα τῆς θεολογίας αὐτὸ ποὺ ἡ χριστιανικὴ τέχνη ἤθελε κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο νὰ συμβολίσει μὲ τοὺς Καλοὺς Ποιμένες της, τοὺς ἔφηβους Χριστούς της καὶ τοὺς φιλοσόφους Ἀποστόλους της, οἱ ὁποῖοι θὰ συνδυάζουν γιὰ καιρὸ τὴ θεϊκὴ μορφὴ μὲ τὸ ἀνθρώπινο κάλλος. Ἀλλά, παράλληλα μὲ αὐτὴ τὴν ἑλληνιστικὴ εἰκονογραφία, μιὰ ἄλλη παράδοση ἄρχιζε νὰ συγκροτεῖται στὴν ἐνδοχώρα τῆς Αἰγύπτου καὶ τῆς Συρίας: Σὲ αὐτὴν ὀφείλομε τὴν παγίωση τῆς πλειοψηφίας τῶν ἱερῶν ἀπεικονίσεων. [ ]
Μετάλλαξη τῆς τέχνης
Παράλληλα, ἕνας ἀποφασιστικὸς μετασχηματισμὸς διενεργεῖται στὴν ἴδια τὴν εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ἀρχαία τέχνη ἀγνοοῦσε τὴν ὑποκειμενικότητα. Ἡ ἔννοια τοῦ μυστηρίου, τῆς ἐσωτερικότητας, τῆς ἀγωνίας καὶ συνακόλουθα ὁ κόσμος τῆς ἐλπίδας καὶ τῆς μεταμόρφωσης παρέμεναν γιὰ τοὺς Ἕλληνες ἕνας τομέας σχεδὸν ἀπαγορευμένος. Ἔτσι, οἱ ὡραιότερες μορφὲς τοῦ Ἑλληνισμοῦ φαντάζουν βυθισμένες μέσα σ’ ἕναν ἀπρόσωπο κόσμο: Τὰ μάτια, ταυτόχρονα ἀνοιχτὰ καὶ κλειστά, ὅπως τοῦ ζώου, τὸ ἴδιο ἀδιάφορα ἀπέναντι στὴν ἐλπίδα καὶ τὴν ἀπελπισία ὅσο καὶ ὁ σφυγμὸς ἢ ἡ τροχιὰ τῶν ἄστρων, ἀποκλείουν ἀποφασιστικὰ κάθε δυνατότητα προσωπικῆς ἔκφρασης. Εἶναι ἀλήθεια πὼς ἡ ψυχολογικὴ διάσταση ἐμφανίζεται γιὰ πρώτη φορὰ μὲ τοὺς Ρωμαίους: Τὸ ἔργο αὐτῶν τῶν πρόδρομων αἰώνων συνίσταται ἀκριβῶς στὸ νὰ φέρει τὸν «ψυχικὸ» ἄνθρωπο τῶν ἑλληνο-ρωμαϊκῶν πορτρέτων στὸ κατώφλι τῆς πνευματικῆς ἐσωτερικότητας τῶν βυζαντινῶν εἰκόνων καὶ ψηφιδωτῶν. Τὰ πρόσωπα τοῦ 3ου καὶ τοῦ 4ου αἰώνα, στὸ Φαγιοὺμ ὅπως καὶ στὴν Παλμύρα, στὴν Ἑλλάδα ὅπως καὶ στὴ Ρώμη, μᾶς θέτουν ἐνώπιον μιᾶς τέχνης ἐπικεντρωμένης ὄχι πιὰ στὴν ἐξύμνηση τοῦ σώματος ἀλλὰ στὴν ἔνταση τοῦ βλέμματος. Ἐδῶ τὸ ἀρχαῖο μάτι – «στενὸς συγγενὴς τοῦ ἥλιου», ἔλεγε ὁ Πλάτων – χάνει τὴν ἡλιακὴ ἀδιαφορία του καὶ γίνεται ἡ ἀντανάκλαση φωτεινῶν καὶ σκοτεινῶν δυνάμεων ποὺ στὸ ἑξῆς θὰ διαφεντεύουν τὸ σύμπαν.
Ἐὰν τὰ πορτρέτα τοῦ Φαγιοὺμ εἶναι οἱ ἀδιαμφισβήτητοι πρόγονοι τῶν εἰκόνων, οἱ νωπογραφίες τῆς Δούρας Εὐρωποῦ μᾶς ὁδηγοῦν στὸ κατώφλι τῆς βυζαντινῆς αἰσθητικῆς: Οἱ πλαστικὲς μορφὲς ὑποχωροῦν μπροστὰ στὴν αὐστηρότητα τῆς γραμμῆς, τὸ τρισδιάστατο ἀναιρεῖται ἀπὸ τὴν ἐπίπεδη παράσταση τῶν προσώπων: Αὐτὰ τὰ σώματα, χωρὶς καμμία στρογγυλότητα, ποὺ δὲν ἔχουν πιὰ οὔτε ὄγκο οὔτε βάρος καὶ ποὺ τίποτα δὲν τὰ ὑποβαστάζει, δὲν ἀνήκουν πλέον στὸν τοῖχο ἀλλὰ αἰωροῦνται μέσα σ’ ἕνα χῶρο πνευματικὸ ὅπου ἡ προσευχὴ καὶ ἡ λατρεία ἔχουν καταργήσει κάθε ἀπόσταση ἀνάμεσα στὸ ἀντικείμενο καὶ τὸ ὑποκείμενο τῆς ἐνατένισης.
Δημοσιεύθηκε το 2008 στην εφημερίδα «Η Καθημερινή»