(ΡΕΝΑ ΚΟΣΣΕΡΗ, Η άκανθος του ιερού ή Η απιστία του Παπαδιαμάντη, Έρασμος, Αθήνα 2019).
Μα τι θέλουν πια αυτοί οι θεολόγοι από τη ζωή μας -και την τέχνη μας; Θα μπορούσε να είναι ένας ακόμη υπότιτλος για το κομψό και διαυγές αυτό δοκίμιο, γραμμένο πριν από τριανταπέντε χρόνια, το 1985, και δημοσιευμένο στο περιοδικό Σημειώσεις, με σκοπό τον αντίλογο στον θρησκευτικό «παπαδιαμαντισμό» της γαλλοτραφούς Νεοορθοδοξίας, και την συναφή ανάγνωση του Ζήσιμου Λορεντζάτου, όπως το εκδοτικό σημείωμα μας πληροφορεί, δομημένο σε δύο μέρη, ένα περισσότερο «προγραμματικό» και θεωρητικό και ένα ειδικότερο για τον συγγραφέα του τίτλου, τη Φόνισσα του οποίου ιδιαιτέρως εξαίρει ως οιονεί εωσφορική, αναγεννησιακή φιγούρα και τον ίδιο βέβαια τον συγραφέα ως εξάπαντος αιρετικό και διχασμένο. Θα μπορούσε μάλιστα κανείς να πει πως ο Παπαδιαμάντης αποτελεί μάλλον το πρόσχημα για να διατυπώσει η συγγραφέας απόψεις περί τέχνης εν σχέσει ιδιαιτέρως της τελευταίας με την θρησκεία και τη χριστιανική ιδιαιτέρως θεολογία, τις οποίες πολύ συνοπτικά θα διατρέξουμε.
Ας ξεκινήσουμε με την περιγραφή της τέχνης μέσα σε αυτήν τη συνάφεια: Γεννημένη από το ιερό, λειτούργησε έκτοτε ως η άκανθος της ιερότητας, με την έννοια της απάρνησης κάθε οριστικής θεοκρατίας. Για να ξορκιστεί λοιπόν η... θεοκρατία επιστρατεύεται το αντίπαλον δέος που δεν είναι άλλο από την επίσης γαλλοτραφή... εκκοσμίκευση. Έτσι το κείμενο μας πληροφορεί πως θρησκευτική τέχνη δεν υπάρχει. Αλλά και πως είναι αλήθεια ότι ο Μπαχ έγραψε τα «Κατά Ματθαίον» ή τα «Κατά Ιωάννην» πάθη για να παιχτούν μέσα στο ναό. Και ακόμη, πως η τέχνη δεν χρειάζεται την ειδωλολατρικότητα των μορφών... Βρισκόμαστε ήδη στην περiρρέουσα ατόσφαιρα της διαφωτιστικής αντιπαράθεσης. Μια σειρά από προβλήματα που ανακύπτουν καθώς και λύσεις που προτείνονται άλλοτε κρούουν ανοιχτές θύρες, δεδομένων αν μη τι άλλο και των κατακτήσεων της αισθητικής θεολογίας ώς σήμερα, και άλλοτε απηχούν μια κάπως παρωχημένη ρητορική που αφορά ίσως περισσότερο τη συγκυρία στην οποία το παρόν δοκίμιο γράφτηκε από ό,τι τη σημερινή.
Ας δούμε λοιπόν τα προβλήματα που απορρέουν από την οπτική της συγγραφέως, πρώτα από όλα μέσα από την προσπάθειά της να ορίσει τις αλληλοαποκλειόμενες, κατά την άποψή της, περιοχές, τα ψευδεπίγραφα δίπολα:
Ι) Πίστη και αθεΐα ή πίστη και αμαρτία: Η συγγραφέας επικαλείται πάση δυνάμει την αθεΐα και την αμαρτία οι οποίες θα προσδώσουν ελευθεριακή αίγλη στον καλλιτέχνη τοποθετώντας τον στη μεταιχμιακή περιοχή του κιρκεγκωριανού παράλογου και εγγυώμενες τη δυνατότητά του να νομίζει εκ νέου τον κόσμο. Δεν είναι όμως η ίδια η Βίβλος η οποία διδάσκει πως μεγάλοι άγιοι υπήρξαν αμαρτωλοί και αμφισβητίες; Γιατί όχι ο καλλιτέχνης λοιπόν; (Η αγότητα μαρτυρεί συνέργια Θεού και ανθρώπου και το αντίθετό της δεν είναι η αμαρτία αλλά η αμετανοησία.). Από την άλλη είναι το έργο που δίνει, νομίζω, τα κλειδιά της ερμηνείας όχι η βιογραφία (με την οποία σήμερα η queer θεωρία λόγου χάρη επιχειρεί να αναγνώσει τον Καβάφη). Και βέβαια κάθε εποχή ξαναδιαβάζει τους κλασικούς, άρα και τον Παπαδιαμάντη, ή χρειάζεται νέα πρότυπα κ.ο.κ. Και ακόμη: η Ορθόδοξη θεολογία, δυναμική και ανανεούμενη πάντα, ενσωματώνει, ως κατεξοχήν υψηλή ποίηση, την αμφισημία αλλά και την ειρωνεία, εν είδει ποιητικών αρετών, εκφράζοντας η ίδια εν ταυτώ πίστη και... αθεΐα: και το όνομα αυτής, αποφατισμός. Ο Θεός είναι υπεράγνωστος, ακατάληπτος κ.ο.κ. Η πίστη είναι περιπέτεια και όχι σύμφωνο συμβίωσης με τη βεβαιότητα και αποτελεί κοινό τόπο μάλλον πως μαζί με τον λόγο συνερευνούν, και δεν ανταγωνίζονται για, την αλήθεια. Έτσι, λόγος και μύθος συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους.
II) Το πνεύμα και η σάρκα, με κυρίαρχο εδώ το στερεότυπο περί ανέραστων και ενοχικών Χριστιανών (με την ενοχική συνείδηση βέβαια, η οποία προκαλεί αλγεινή εντύπωση στη συγγραφέα, να αποτελεί προϊόν της Δυτικής και όχι της Ορθόδοξης θεολογίας). Τι κι αν βοούν μυστικοί ποιητές και Παπαδιαμάντης, με την ποίηση ως μείζονα φορέα της αλήθειας και όχι ως φτωχού συγγενή, περί του αντιθέτου; Τι κι αν ο θρίαμβος των εικόνων της Ορθοδοξίας συνιστά τη μείζονα κατάφαση στη μορφή, άρα και στον πολιτισμό και την τέχνη την οποία και απαλλάσσει από την πλατωνίζουσα-γνωστικιστική θεώρησή της ως σκοτεινής-δαιμονικής δύναμης, ενός κακού θεού κ.ο.κ. (θεώρηση την οποία η Αναγέννηση θα χρειαστεί να ξεπλύνει για να επαναχρησιμοποιήσει, στο πρόσωπο του Εωσφόρου με την αναγωγή του σε προμηθεϊκή-ανθρωπιστική φιγούρα;). Τι κι αν οι τεχνοτροπικές προϋποθέσεις της Ορθόδοξης εικονογραφίας, έχουν σημαντικές αναλογίες με τις εικαστικές πρωτοπορίες εν σχέσει με τη ρεαλιστική, έμπλεη δραματικότητας δυτική θρησκευτική ζωγραφική, την οποία η συγγραφέας θεωρεί προιόν καλλιτεχνικής υπερέντασης και όχι θρησκευτικής επιταγής;Τι κι αν στους κόλπους, τέλος, της Δυτικής Εκκλησίας ξαναγεννήθηκε το θέατρο, μέσα από τα μεσαιωνικά Μυστήρια (ενώ ο διαφωτιστής Ρουσσώ λόγου χάρη καταφέρεται εναντίον του θεάτρου, ως οιονεί σχολείου διαφθοράς, όπως συνάγεται από επιστολή του στον Ντ' Αλαμπέρ Περί Θεαμάτων;).
III) Παράδοση και εαυτός: Τέχνη ως έκφραση του καλλιτέχνη ή τέχνη «ανωνύμου χειρ εποίησε»; Άτομο ή κοινότητα; Φαντασία ή επανάληψη; Μεσαίωνας ή Αναγέννηση; κ.ο.κ. Kάθε εποχή προτάσσει ασφαλώς το ιστορικό δικό της παράδειγμα. Τόσοι χρόνοι χριστιανικής πατρίδας, με το έμβλημα της παράδοσης να μας κυνηγά, διαμαρτύρεται η συγγραφέας. Δελεαστική έτσι η προτίμηση του μοντερνιστικού εαυτού, μήπως όμως και η άρνηση της παράδοσης, ως επιστροφής στο ιδανικό χθες, δεν συνιστά ήδη μία νέα μορφή παράδοσης; Τα θέματα αυτά έλυσε ο Ζιράρ με τη θεωρία των τραγικών ανακυκλήσεων και την εν γένει άρνηση των εξιδανικεύσεων ανθρώπων, ιδεολογιών, κοινωνιών και ιστορικών περιόδων. Ούτε της μεταφυσικής ιδεολόγοι ούτε της εκκοσμίκευσης. Ούτε παραδοσιαρχικοί ούτε μελλοντολάγνοι.
IV) Προσήλωση στους τύπους της τέχνης και βεβήλωσή τους: Τη βεβήλωση αυτή δεν έχει το δικαίωμα καμιά θεολογία να μας την αποστερήσει, τονίζει η συγγραφέας. Προσυπογράφω ασφαλώς. Θα προσέθετα απλώς πως χάρη σε αυτήν ακριβώς τη θεολογία καθίσταται δυνατή η βεβήλωση -σε σημείο μάλιστα Σταυρού.
V) Αισθητική και ηθική ή Tέχνη και απόλυτο. Ας παραχωρήσουμε στην αισθητική το έσχατο τουλάχιστον δικαίωμα της συναλλαγής της με ένα ανεντόπιστο από τους θεολόγους απόλυτο, δικαίωμα όχι τόσο ανίερο ή απνευμάτιστο, καταλήγει η συγγραφέας. Ένα απόλυτο... light λοιπόν. Όμως από τον Αριστοτέλη και μετά το αισθητικό είναι και ηθικό. Ούτε αν-ούσια αισθητική ούτε αντι-αισθητική ηθική. Από την άλλη ο τόπος αυτός που οραματίζεται για την τέχνη, όπως την αντιλαβάνεται, η συγγραφέας δεν είναι άλλος από τον δημόσιο χώρο, αυτή τη... μπεκετική δυστοπία, στον οποίο ανήκει κατεξοχήν και η θεολογία μαζί με όλες τις τέχνες, Ένας καλλιτέχνης δε πάντα κινείται με άνεση ανάμεσα σοτς πόλους: υπαρξακό και πολιτικό, αισθητικό και κοινωνικό κ.ο.κ. (Και βέβαια η Ορθόδοξη αρχή τού κατ' οικονομίαν αίρει κάθε άκαμππτη θεώρηση της ηθικής). Εν συνόλω, θα έλεγα πως το κείμενο συνιστά μια τρόπον τινά επαναδιατύπωση του αιτήματος της πρωτοπορίας για μια τέχνη χωρίς υπερβατικό (ή μια συμβολική θέσμιση του ιερού, όπως λόγου χάρη το πράγμα έθεσε ο Ρεζίς Ντεμπρέ). Και τότε όμως η τέχνη πάλι το υπερβατικό καλεί. Until he comes, λέει ο Εστραγκόν...
Εν κατακλείδι, διαβάζοντας το εξαιρετικό πράγματι αυτό δοκίμιο ομολογώ πως μέχρι τέλους δεν επείσθην γιατί πρέπει να απελευθερωθεί η τέχνη από τη θεολογία μόνο και μόνο για να υποταχθεί σε σκληρότερους δυνάστες ενδυόμενη μέσα από τη «μεταφυσική» αποιδεολογικοποίησή της την ιδεολογία και τις βεβαιότητες του ηθικοπολιτικού φιλελευθερισμού. Η «σκληρή δουλειά» με την οποία οι σχολές Καλών Τεχνών ή τα διάφορα τμήματα δημιουργικής γραφής ξορκίζουν σήμερα την «δαιμονική» έμπνευση δεν ποιεί καλλιτέχνη, ο οποίος βέβαια τις χρειάζεται αμφότερες. Ούτε δαίμων ούτε αστός. Άγιος. Αυτός δεν είναι ο καλλιτέχνης;
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα είναι έργο της, ουκρανής, Lyuba Yatskiv.