Η σύγχρονη πραγματικότητα (καταστροφή τού περιβάλλοντος, προβλήματα βιοηθικής, οικονομική διαφθορά, σκάνδαλα κ.λπ.), μερικές φορές, μάς εισάγει επιτακτικά στο «φιλοσοφείν», στον σοβαρό προβληματισμό και γενικά στον χώρο τού Πνεύματος, που, δυστυχώς, όλο τον υπόλοιπο χρόνο παραβλέπουμε με την ευθύνη μάλιστα μιας μερίδας πολιτικών φιλοσόφων, που φιλοσοφούν για να φιλοσοφούν (!). Έτσι, για παράδειγμα, ο γνωστός Αμερικανός πολιτικός φιλόσοφος Noam Chomsky υποστηρίζει ότι ο φιλόσοφος ως φιλόσοφος δεν έχει ιδιαίτερη ευθύνη και υποχρέωση να λάβει ουσιαστική θέση στα κρίσιμα πολιτικά προβλήματα. Μάλιστα δε, κάποιοι άλλοι, λειτουργώντας με μία διπλή Ηθική, θεωρούν ότι είναι λάθος να συγκρίνει ή κρίνει κανείς τις πολιτικές πράξεις με ηθικά κριτήρια • γιατί υπάρχουν, λέγουν, πολιτικές αρετές, όπως λ.χ. στη Διπλωματία, οι οποίες συνιστούν ηθικά παραπτώματα.
Δεν θα καταπιαστώ με εννοιολογικούς προσδιορισμούς όρων, όπως ήθος και πόλις, ή ιστορικές από τής ελληνικής αρχαιότητος μέχρι σήμερα αναδρομές των σχέσεων αμφοτέρων των δύο όρων, γιατί οι δύο όροι αυτοί είναι πολύ φορτισμένοι φιλοσοφικά, κοινωνιολογικά και θεολογικά. Αυτό που θα προσπαθήσω να κάνω, εν πάση δυνατή συντομία, είναι να δω τη σχέση Ηθικής και Πολιτικής από τη σκοπιά τού Χριστιανισμού, και μάλιστα του Ορθόδοξου.
Η φαινομενολογική σχέση Ηθικής και Πολιτικής οδηγεί λογικά είτε στην ηθικοποίηση των πολιτικών και της Πολιτικής, είτε στην πολιτικο-ποίηση κάθε Ηθικής. Κάθε «ηθικοποίηση», όμως, εξαρτάται από το αξιακό πρότυπό της: αστικοπολιτικό, ουμανιστικό, χριστιανικό, καπιταλιστικό, μαρξιστικό, υπαρξιακό, οικολογικό, μετα-ηθικό κ.λπ. Ομοίως, κάθε «πολιτικοποίηση» εξαρτάται πάλι από το αντίστοιχο αξιακό της μοντέλο: ολοκληρωτικό, δημοκρατικό, σοσιαλιστικό κ.ο.κ. Στην πράξη, μέσα σε έναν χριστιανικό πολιτισμό, «ηθικοποίηση» της Πολιτικής σημαίνει την εκχριστιάνισή της, ενώ πολιτικοποίηση της Ηθικής, την εκκοσμίκευσή της. Και πάλι, όμως, εκχριστιάνιση από εκχριστιάνιση διαφέρει. Άλλος, για παράδειγμα, είναι ο Χριστιανισμός τού φιλελεύθερου Προτεσταντισμού, και άλλος τού χριστιανικού Φονταμενταλισμού. Άλλο εκχριστιάνι-ση στον πολιτισμό, και άλλο εκχριστιάνιση στο Δίκαιο, όπως λ.χ. επισυνέβη ιστορικά με την επί το φιλανθρωπότερο επίδραση διαχρονικά τού Χριστιανισμού στο Δίκαιο.
Ερωτάται, όμως: τα δύο αυτά μεγέθη, Ηθική και Πολιτική, νοούνται ως ισότιμα και ισοδύναμα; Και από ποιους; Από τους φιλοσόφους ή από τους πολιτειολόγους; Η Ηθική δηλ. είναι ένα αυτόνομο μέγεθος, ή ως «εργαλείο» ανήκει στη Φιλοσοφία, ή μήπως στην Πολιτική, όπως λ.χ. ήθελε ο Αριστοτέλης ; Από την άλλη μεριά, η Πολιτική είναι μία υπεραξία, ή μήπως εντάσσεται και αυτή στη Φιλοσοφία; Για όλα αυτά τα ερωτήματα οι απαντήσεις είναι, φυσικά, όσες και οι φιλοσοφούντες ή οι πολιτικολογού-ντες. Τελικά, όπως αποφαίνεται και η σύγχρονη Επιστημολογία, τα πάντα φαίνεται ότι είναι θέμα προσωπικής επιλογής...!
Γλωσσικά, τόσο το ήθος (< έθος), όσο και η πόλις (πρβλ. το λιθουανικό pilti = «πληρούν») αποκλείουν το ατομικό και «ίδιον», σημαίνοντας το κοινόν, που αντιπροσωπεύει τον «μέσο όρο», το μέτρο και τη διανεμητική δικαιοσύνη (δηλ. τη νέμεση). Έτσι, γλωσσικά, οι έννοιες τής Ηθικής και του πολιτικού ήθους κατά βάθος συμπίπτουν τόσο αρχαιοελληνικά όσο και χριστιανικά, ενώ διακρίνονται ως προς την εσωτερική και την εξωτερική, αντίστοιχα, λειτουργία τους, όπως βέβαια και ως προς το ανάλογο περιεχόμενό τους. Ας θυμηθούμε, για παράδειγμα, την «Εκκλησία τού Δήμου» για την Αρχαία Ελλάδα, και την έννοια τού προσώπου για τον Χριστιανισμό. Έπειτα, μολονότι η «ιδιωτική» ηθική είναι κάτι το εσωτερικό και «πνευματικό», που δεν δηλώνεται εξωτερικά, όπως λ.χ. η δημόσια πο-λιτική Ηθική, «η γυναίκα τού Καίσαρα πρέπει όχι μόνο να είναι, αλλά και να φαίνεται τίμια», κατά τον Ρωμαίο φιλόσοφο Κικέρωνα • δηλ. και κατά τη χριστιανική Ηθική (απ. Παύλος, Πατέρες τής Εκκλησίας), ο πολιτικός ως πρόσωπο θα πρέπει να ενσαρκώνει το ήθος του στην πολιτική πράξη. Η πρόταση του I. Kant «να μπορώ να θέλω ο κανόνας τής πράξης μου να γίνει καθολικός νόμος» φαίνεται ότι μπορεί να ισχύει πάντα: «Πάντα ούν όσα εάν θέλητε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, ούτως και υμείς ποιείτε αυτοίς» . Κατά συνέπεια, η μεν Ηθική, υπό την οποιαδήποτε έννοια της, έχει συνειδητά ή ασυνείδητα επηρεάσει την Πολιτική παγκοσμίως, η δε πολιτική πράξη έχει διαμορφώσει ανά τους αιώνες ποικίλα ηθικά συστήματα. Ιστορικά, υπήρξαν μάλιστα πολιτεύματα διαφόρων λαών, όπου οι ηθικοί ή θρησκευτικοί και πολιτικοί νόμοι αλληλοστηρίζονταν ή και ταυτίζονταν, αν και πάλι οι μεν δεν μπορούσαν να καλύψουν σε όλο το βάθος τούς δε.
Η ορθόδοξη χριστιανική, δηλ. Ανατολική και Πατερική, βιοθεωρία, ξεκινώντας από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη ως προς τα θέματα της Πολιτικής Ηθικής γενικά, εκλαμβάνει το μεν ήθος σε διασύνδεση με το δόγμα, τη δε Πολιτική ως τη συλλογική εφαρμογή αυτού τού δόγματος όσο αφορά στα «υλικά» ζητήματα, κατά τη σχέση σώματος και ψυχής τού ανθρώπου, σύμφωνα, τουλάχιστον, με τους Μ. Φώτιο στην Ανατολή και άγιο Βερνάρδο τού Clairvaux στη Δύση. Η διακριτική ενότητα αυτή Εκκλησίας και Κράτους αποτρέπει αφενός από μία Πολιτική Θεολογία ζηλωτικού, επαναστατικού ή προτεσταντικού τύπου, και αφετέρου από μία Χριστιανοδημοκρατία ή έναν Χριστιανοσοσιαλισμό.
Η ερευνώμενη σχέση Ηθικής και Πολιτικής από τη σκοπιά τού Χριστιανισμού επιβάλλει να ρίξουμε μία σύντομη ματιά στις σχέσεις α) ανθρωπιστικής Ηθικής και Πολιτικής, και β) χριστιανικής Ηθικής και Πολιτικής. Η αρχαιοελληνική Ηθική, ενώ τιμά τον νόμο, δεν τον απολυτοποιεί, αφού, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη , οι νόμοι δεν εμποδίζουν την ηθική πτώση των πολιτών. Για την αθηναϊκή δημοκρατία τού 5ου π.Χ. αι., η πόλη, δηλ. η πατρίδα, ήταν ανώτερη του γονεϊκού «Υπερεγώ», δηλ. των φυσικών γονέων, γι’ αυτό και η Αντιγόνη τού Σοφοκλή έπρεπε να υπακούσει στον νόμο τής Πολιτείας, όπως ακριβώς δηλ. έπραξε ο Σωκράτης, ο οποίος, μολονότι πίστευε ότι η Ηθική δεν ταυτίζεται με το Δίκαιο, όπως λ.χ. διακήρυττε ο Αριστοτέλης, οι Σοφιστές, ο Hegel, ο Χίτλερ και κάθε ολοκληρωτική θεωρία, όμως υπάκουσε.
Αντίθετα από τον Αυγουστίνο και τον Λούθηρο, η ορθόδοξη ανατολική Παράδοση δεν ταυτίζει τη Βασιλεία τού Θεού με την επί τής γης <Πολιτεία τού Θεού> . Προπτωτικά, κατά τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστο-μο, δεν υπήρχε η ανάγκη ύπαρξης της πολιτικής εξουσίας, διότι μέσα στην Εδέμ λειτουργούσε αυθεντικά η ισότιμη κοινωνία των προσώπων . Με άλλα λόγια, κατά τους ανατολικούς Πατέρες τής Εκκλησίας, η πολιτική εξουσία έχει μεν την προέλευσή της στην αμαρτία, όμως, κατά το σχέδιο του Θεού, η ίδια η Πολιτική μεταβάλλεται μεταπτωτικά (εν Χριστώ) σε κάτι το χρήσιμο παιδαγωγικά και άρα μη εφάμαρτο . Σύμφωνα με τον ι. Χρυσόστομο, «και γαρ πολλοί πρότερον δια τους άρχοντας αρετήν ασκήσαντες, ύστερον και δια τον φόβον τού Θεού ταύτης επελάβοντο» . «Απόδοτε», λοιπόν, «τα Καίσαρος Καίσαρι και τα τού Θεού τώ Θεώ». Την ίδια αντίληψη εκφράζει ο απόστολος Παύλος με τη διαλεκτική Νόμου και εν Χριστώ ελευθερίας: «ου δικαιούται άνθρωπος εξ έργων νόμου» . Με την ενάρετη ζωή του αλλά και με τη συνεργία τής Θείας Χάρης, ο Χριστιανός υπερβαίνει τούς νόμους και τους άρχοντες, καθιστώντας έτσι περιττή την ύπαρξη της πολιτικής εξουσίας: «πλήρωμα νόμου η αγάπη» . Ο Χριστός, υποτασσόμενος εκούσια στον Νόμο, κατάργησε τον Νόμο, αποδείχνοντας την αγάπη υπέρτερη του Νόμου. Για τον αγαθά πράσσοντα «νόμος ου κείται». Γιατί εκεί όπου υπάρχει εξωτερικός (δηλ. νομικός) εξαναγκασμός, εκεί δεν υφίσταται αληθινή Ηθική, η οποία συνιστά έναν εσωτερικό εξαναγκασμό και μία αυτοδέσμευση. Η Εκκλησία, έτσι, δεν καταδυναστεύει, αλλ’ ελευθερώνει εσωτερικά, δηλ. ηθικο-πνευματικά τον άνθρωπο. Ως γνωστό, η χριστιανική Ηθική λειτουργεί σε τρία επίπεδα: του δούλου (όπου επικρατεί ο Βαρβαρισμός και το έθιμο), του εργάτη (όπου επικρατεί ο νομικισμός και το θετό Δίκαιο) και του υιού (όπου απαντά η ώριμη πνευ-ματικά προσωπικότητα, η οποία διαθέτει ηθικό φρόνημα).
Κανένας νόμος δεν μπορεί να συλλάβει όλο το πλάτος και το βάθος τής ανθρώπινης σκέψης και συμπεριφοράς , όπως λ.χ. προσπαθούσαν μάταια να πράξουν οι Ραβίνοι, οι Ρωμαίοι και όλη η Καζουιστική γενικά Ηθική• γιατί υπάρχουν στη ζωή άπειρες στιγμές, οι οποίες δεν μπορούν να προβλεφθούν από κανένα νόμο, ή που υπερβαίνουν αυτούς τούς νόμους, χωρίς όμως και να τους παραβιάζουν. Άλλωστε, ένα ιδανικό πολιτικό σύστημα που θα κάλυπτε όλες τις πτυχές (συνειδητές και ασυνείδητες) τού ανθρώπινου βίου, θα ήταν υπερσυγκεντρωτικό, με χαρακτηριστικά τον άτεγκτο Κρατικισμό και τον στυγνό Ολοκληρωτισμό.
Κάποιες άλλες πάλι φορές οι νόμοι τής Πολιτείας όχι απλά αντιστρατεύονται την ηθική συνείδηση (θανατική ποινή, αντιρρησίες συνείδησης, χριστιανοί μάρτυρες κ.λπ.), αλλά και μηδενίζουν κάθε έννοια Πολιτικής Ηθικής, όπως λ.χ. συνέβη στο Άουσβιτς, τη Χιροσίμα κ.λπ• ή, ακόμα χειρότερα, αυτοί οι νόμοι φαίνεται ότι υποδαυλίζονται από τη δαιμονική θέληση για δύναμη. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, ο νόμος τού Θεού είναι κατηγορηματικός: «πειθαρχείν δει Θεώ μάλλον ή ανθρώποις» . Ωστόσο, το βασικό πρόβλημα παραμένει: πώς κάθε φορά θα γνωρίζουμε και θα διακρίνουμε πότε μία πράξη είναι τού Θεού ή των ανθρώπων, αν, μάλιστα, λάβουμε υπόψη μας ότι τόσο οι ανθρώπινοι πολιτικοί νόμοι, όσο και οι θρησκευτικοί ή κοινωνικοί ηθικοί κανόνες εξελίσσονται και μεταβάλλονται (έστω βραδύτερα των πρώτων);
Το έμφυτο ηθικώς «πράττειν» (οι αρετές και γενικά οι κανόνες Ηθικής), το οποίο πηγάζει μεν από μία εξω-κόσμια νοηματοδότηση, κατά τον L. Wittgenstein, αλλ’ είναι εγχαραγμένο πάνω στο πολιτισμικό και βιοψυχικό «είναι» τού ανθρώπου (σύμφωνα με την Ψυχανάλυση, προερχόμενο από τον πατέρα, ενώ, σύμφωνα με την Αντικειμενότροπη θεωρία, από τη μητέρα), διαφέρει από τους πολιτικούς νόμους (το «ποιείν») , οι οποίοι, τις περισσότερες φορές, υπαγορεύονται, δυστυχώς, από κοινωνικούς εκβια-σμούς, πολιτικές διαπλοκές και οικονομικά συμφέροντα. Αν κυβερνούσαν οι φιλόσοφοι (οι Άγιοι, θα λέγαμε εμείς σήμερα), ή οι κυβερνώντες ήσαν φιλόσοφοι, όπως ήθελαν οι Πλάτων και Πλούταρχος , τότε βεβαίως δεν θα υφίστατο πρόβλημα, γιατί ο πολιτικός άρχων θα λειτουργούσε ταυτόχρονα ως πνευματικός πατέρας, με την αυθεντική τού όρου σημασία . Όμως, τη στιγμή που η πόλις δεν παρέχει το, κατ’ Αριστοτέλη, «ευ ζην» , όντας, μία, κατά Πλάτωνα, «τρυφώσα πόλις» , τότε αρχίζει να διευρύνεται το χάσμα μεταξύ Ηθικής και Πολιτικής. Αν και ο Πλάτων ήθελε την Πολιτική να είναι σχολείο των πολιτών (και όχι απλά ο καθρέφτης τής κοινωνίας), ο Αριστοτέλης παραδέχεται ότι οι νόμοι δεν ηθικοποιούν τούς πολίτες .
Εφόσον, λοιπόν, διαβιούμε σε έναν τέτοιο ατελή και πεπερασμένο κόσμο, το ηθικό δίκαιο θα διαφέρει πάντα από το πολιτικό δίκαιο, και μαζί με την πολιτική ελευθερία θα υπάρχει σε μία Πολιτεία και η βία , η κρατική αστυνομία και ο στρατός. Αν, για παράδειγμα, σκοπός κάθε Πολιτι-κής είναι είτε ο αγώνας για την κατάληψη ή τη διανομή τής εξουσίας, είτε το βέλτιστο εφικτό ή η κοινωνική ευημερία, για τον Χριστιανισμό σκοπός των ιερών Κανόνων είναι η σωτηρία τού «λαού τού Θεού». Η χριστιανική Ηθική είναι βασικά ευχαριστιακή, ασκητική και εσχατολογική. Το ορθό-δοξο ήθος δεν εξαντλείται στη συμμόρφωσή του με κάποιους νομικούς κανόνες, αλλ’ ενδιαφέρεται για τις προθέσεις και τα βαθύτερα (ασυνείδητα) κίνητρα του προσώπου τού νομοθέτη ή πολιτικού. Και ξέρουμε όλοι πολύ καλά ότι σε ένα δημοκρατικό λ.χ. πολίτευμα η ηθική ποιότητα των πολιτών συνιστά το μεγαλείο, αλλά ταυτόχρονα και το αδύνατο σημείο του. Αν και θα μπορούσα να κάνω χρήση τής εξουσίας μου, γράφει ο α-πόστολος Παύλος, όμως «ουκ εχρησάμεθα τη εξουσία ταύτη, αλλά πάντα στέγομεν, ίνα μη τινα εγκοπήν δώμεν τώ ευαγγελίω τού Χριστού» . Στο έργο του "Η Πολιτική ως επάγγελμα", ο Max Weber γράφει ότι τούς πολιτικούς θα μπορούσαμε ηθικά να χωρίσουμε σε δύο κατηγορίες: σε αυτούς που ζουν για την Πολιτική, και σε αυτούς που ζουν από την Πολιτική! Όταν η Πολιτική από λειτούργημα γίνεται μέσο για την ικανοποίηση της ματαιοδοξίας, της επιθετικότητας, του καιροσκοπισμού, του κυνισμού, του ευδαιμονισμού και διαφόρων παθών (τύπου λ.χ. Bertrand Russell ), όπως π.χ. τής αρχομανίας, τής οικονομικής διαφθοράς ή τού σεξ, τότε χριστιανικά αυτή η Πολιτική κρίνεται, βέβαια, ως ανήθικη. Ομοίως, η χριστιανική Ηθική δεν θεωρεί ως αληθινή ηθικά ανδρεία ορισμένες κοινωνικο-πολιτικές ψευτοανδρείες, που γίνονται για προβολή ή επίδειξη χωρίς κάποιο πραγματικό κόστος ή προσωπική θυσία. Η χριστιανική αυτοθυσία δεν ταυτίζεται με κανενός είδους ανθρωποκεντρικό ή κοσμικό ηρωισμό. Δεν θα πρέπει ποτέ να λησμονούμε ότι η αρετή χριστιανικά δεν είναι κα-τόρθωμα μόνο των δικών μας (ανθρώπινων) προσπαθειών, αλλά προϊόν συνεργίας τής βούλησής μας με τη Θ. Χάρη. Μάλιστα δε, στην Εκκλησία, το ήθος τού Σταυρού και το δίκαιο της Χάριτος διακρίνουν τη Βασιλεία τού Θεού από το βασίλειο του Καίσαρα, ανατρέποντας την κοσμική λογικοκρατούμενη δικαιοσύνη, όπως, για παράδειγμα, βλέπουμε καθαρά στο παράδειγμα τών δια Χριστόν σαλών: «ουχ ούτως δε έστιν εν υμίν, αλλ’ ος αν θέλη μέγας γενέσθαι εν υμίν, έσται υμίν διάκονος» . Το ήθος τής χριστιανικής Αποκάλυψης, όταν λειτουργεί ως άλας και συνείδηση της κοινωνίας, διαγιγνώσκει μία υφιστάμενη ηθική κρίση τής Πολιτείας, τής ασκεί εποικοδομητική κριτική, τής προτείνει διορθωτικές κινήσεις και εν τέλει τη «σώζει». Με άλλα λόγια, ένα χριστιανικό ήθος θα απαιτεί πάντα ολοένα και υψηλότερα καθήκοντα, ολοένα και ποιοτικότερη ζωή, πάνω από το κοινό κοινωνικό μέτρο• πρέπει να πεινάς και να διψάς συνεχώς την αρετή: «Μακάριοι οι πεινώντες και διψώντες την δικαιοσύνην» . Ο Μάξιμος ο Ομολογητής διακρίνει τρία επίπεδα ηθικής: των υπανθρώπων (που διαβιούν, όπως τα λοιπά ζωντανά, με φαγητό, ύπνο, εργασία και τις βιολογικές τους ανάγκες), των ανθρώπων (που ζουν με μία φυσική Ηθική, αρχαιοελληνικού ανθρωπιστικού τύπου) και των υπερ-ανθρώπων (που δαμάζουν τη φύση και, με τη βοήθεια της Θ. Χάρης, την υπερβαίνουν, ζώ-ντας ως Άγγελοι επί της γης, όπως λ.χ. οι Ασκητές). Κατά τον Weber, τρία είναι κατά βάση τα κύρια χαρακτηριστικά που διαφυλάσσουν τον ρόλο και την ιδιαιτερότητα του πολιτικού ως μη υπαλληλοποιημένου «επαγγελματία»: α) το πάθος στη συνειδητή αφιέρωση και αφοσίωση σε μία ορισμένη αποστολή, β) το αίσθημα της ευθύνης (ή η «ηθική τής υπευθυνότητας») και γ) η ουδέτερη οπτική εκτίμηση των πραγμάτων, με την αί-σθηση του μέτρου. Αν αποσύραμε κάθε ανθρωπιστική και πνευματική Ηθική από τη Νομοθεσία, η Ιστορία θα μεταβαλλόταν σε Ζωολογία: «εάν το άλας μωρανθή, εν τίνι αλισθήσεται» ;
Αντίθετα, το ήθος μιας πόλης που δεν επιθυμεί να ακολουθήσει το κοπιώδες αυτό εξυγιαντικό συλλογικό πρόγραμμα για την πνευματική αύξηση και ωρίμανση των πολιτών, και χαϊδεύει τα αφτιά τους με την ικανοποίηση μόνο κάποιων κατώτερης ποιότητας αξιών (αγαθών), εξομοιώνεται, σύμφωνα με τον Ισοκράτη, με το ήθος των πολιτικών που την κυβερνούν. Όμως, η φαυλοκρατία αυτή που διαφθείρει και το ήθος τών πολιτών, προέρχεται πάλι από αυτό το ήθος τής πόλης, αφού από τούς πολίτες της προήλθαν οι πολιτικοί αυτοί. Γι’ αυτό, όταν ρώτησαν τον Σόλωνα αν θεωρούσε πως έδωσε στους Αθηναίους τούς καλύτερους νόμους, αυτός απάντησε: «Όχι, αλλ’ αυτούς που τους ταιριάζουν».
Είθε η Πολιτική Ηθική τής χώρας μας να αποκτήσει αληθινά ηθικά ερείσματα, τέτοια που μας δίδαξαν τόσο οι Αρχαίοι μας πρόγονοι σπερματικώς, όσο και σύσσωμη η ελληνορθόδοξη Παράδοση της καθ’ ημάς Ανατολής.
θα ήθελα αν γίνεται να με ενημερώσετε, πού βρήκατε την αποδιδόμενη στον chomsky θέση που αναφέρετε:
“ο γνωστός Αμερικανός πολιτικός φιλόσοφος Noam Chomsky υποστηρίζει ότι ο φιλόσοφος ως φιλόσοφος δεν έχει ιδιαίτερη ευθύνη και υποχρέωση να λάβει ουσιαστική θέση στα κρίσιμα πολιτικά προβλήματα”
είναι γνωστό ότι ο chomsky αφιέρωσε σημαντικό μέρος της ερευνητικής του εργασίας στα πιο σημαντικά πολιτικά προβλήματα.
σας ευχαριστώ.
[quote name=”Ανώνυμος”]“Philosophers and Public Philosophy”, Ethics 79 (1968) 1-9, 5.[/quote]
Βεβαίως, ασχολήθηκε με πολλά πολιτικά θέματα, αλλ’ αποποιούμενος των πολιτικών και ηθικο-κοινωνικών ευθυνών τών θέσεών του.
αν έχετε την καλοσύνη, απαντήστε μου σας παρακαλώ στο αρχικό μου ερώτημα,
πού βρήκατε την αποδιδόμενη στον chomsky θέση που αναφέρετε:
“ο γνωστός Αμερικανός πολιτικός φιλόσοφος Noam Chomsky υποστηρίζει ότι ο φιλόσοφος ως φιλόσοφος δεν έχει ιδιαίτερη ευθύνη και υποχρέωση να λάβει ουσιαστική θέση στα κρίσιμα πολιτικά προβλήματα”
επίσης, πώς προκύπτει ότι αποποιήθηκε τις πολιτικές και ηθικο-κοινωνικές ευθύνες των θέσεών του.
σας ευχαριστώ εκ των προτέρων.
στο κείμενο που αναφέρετε ως πηγή για τον ισχυρισμό σας (Noam Chomsky, “Philosophers and Public Philosophy”, Ethics 79 (1968) 1-9, 5.) [b]δε μπόρεσα να βρω πουθενά[/b] τη θέση ότι “[i]ο φιλόσοφος ως φιλόσοφος δεν έχει ιδιαίτερη ευθύνη και υποχρέωση να λάβει ουσιαστική θέση στα κρίσιμα πολιτικά προβλήματα[/i].”
Αντιθέτως, βρήκα [b]την γνώριμη αιχμή ενός ακτιβιστή[/b] που δε διστάζει να τα βάλει με τα λιμνάζοντα ακαδημαϊκά νερά μιας παρακμάζουσας χώρας.
Στις ΗΠΑ του 68, με το Βιετνάμ και τον αγώνα των μαύρων και τόσα άλλα, ο Τσόμσκυ όρθωσε λόγο αντιπολεμικό και δεν δίστασε να τα βάλει με τη βολεμένη ιντελιγκέντσια που σιωπούσε μπροστά στα διεθνή εγκλήματα της τότε κυβέρνησης των ΗΠΑ.
Τα λόγια του Τσόμσκυ είναι και τώρα επίκαιρα, όσο και τότε.
Χαρακτηριστικά αναφέρω μερικά αποσπάσματα από το κείμενο στο οποίο εσείς με παραπέμψατε:
1. (σελ. 5) “(…) δε βρίσκω τρόπο να συσχετίσω τη δουλειά μου ως γλωσσολόγου με τα προβλήματα της τοπικής ή της διεθνούς κοινωνίας. (…) Οι φιλόσοφοι όμως, βρίσκονται σε σαφώς πλεονεκτικότερη θέση. Για κανένα επάγγελμα δε θα μπορούσε να ευσταθεί περισσότερο ο ισχυρισμός ότι μέλημά του είναι ο διανοητικός πολιτισμός της κοινωνίας, ή ότι κατέχει τα εργαλεία για την ανάλυση της ιδεολογίας και την κριτική της κοινωνικής γνώσης και τη χρήση της. Αν είναι σωστό να θεωρούμε την Αμερικάνικη και παγκόσμια κρίση ως εν μέρει πολιτισμική, τότε η φιλοσοφική ανάλυση ίσως έχει να κάνει μια αποφασιστική συνεισφορά.”
2. (σελ. 9) “Η αποκατάσταση της συνοχής της διανοητικής ζωής και των πολιτισμικών αξιών είναι το πιο επείγον, το πιο σημαντικό πρόταγμα που αντιμετωπίζουν τα πανεπιστήμια και οι ακαδημαϊκοί. Οι φιλόσοφοι θα μπορούσαν να μπουν στην πρώτη γραμμή αυτής της προσπάθειας. Αν δεν το κάνουν, τότε θα έχουν προδώσει μια ευθύνη που θα έπρεπε να τους ανήκει.”
σας επαναφέρω λοιπόν, κύριε Τσιτσίγκο, το αρχικό μου ερώτημα. Πού βρήκατε την αποδιδόμενη στον Chomsky θέση που αναφέρετε.
___
Επίσης, περιμένω μιαν απάντηση και στο δεύτερο ερώτημά μου, πώς δηλαδή στηρλίζετε τον ισχυρισμό σας ότι ο Chomsky “αποποιήθηκε τις πολιτικές και ηθικο-κοινωνικές ευθύνες των θέσεών του.”
Νομίζω, κ. Ι. Π., ότι είναι θέμα ερμηνείας και υπερτονισμού κάποιων φράσεων του Chomsky. Φυσικά, δεν προτίθεμαι, ούτε έχω τον χρόνο να αναλύσω γραμματικο-συντακτικά την όλη σκέψη του, καθότι, άλλωστε, δεν είμαι ειδικός. Στο εν λόγω paper τού Chomsky ασκείται κριτική τής αμερικανικής Πολιτικής, ενώ implicitly φαίνεται ο Chomsky να εύχεται τη μη “κλειστότητα” του επιστήμονα στην αποκλειστική επιστημονική του εξειδίκευση, παρά το ότι, από την άλλη μεριά, μία τέτοια ενέργεια τη θεωρεί επιστημονικά/ερευνητικά αναγκαία.
Πάντως, στη σελ. 5, ο Chomsky παραδέχεται ότι, “any way”, ως γλωσσο-αναλυτικός φιλόσοφος δεν “make” (= απεικονίζει, διατυπώνει, εκ-φράζει, αναδεικνύει, αριθμεί, παριστά, προλαμβάνει, τακτοποιεί κ.λπ.), “in any serious sense”, τα προβλήματα της εγχώριας ή διεθνούς κοινωνίας. Η δήλωσή του αυτή, κατ’ εμέ, δηλώνει το αυτονόητο, ότι δηλ., μολονότι θα ασκήσει στη συνέχεια κριτική, δεν είναι ειδικός στα κοινωνικο-πολιτικά προβλήματα. Κατά συνέπεια, κανένας σύγχρονος (της Γλωσσο-αναλυτικής Φιλοσοφίας) φιλόσοφος δεν μπορεί αυθεντικά να αποφανθεί (εξειδικευμένα επιστημονικά) για τα κρίσιμα πολιτικά προβλήματα, και άρα δεν φέρει επ’ αυτού ιδιαίτερη ευθύνη. Με άλλα λόγια, είναι σαν να λέει ο Chomsky ότι ό,τι πω να μην εκληφθεί απόλυτα. Έτσι, όμως, δεν αποποιείται ή τουλάχιστον ελαχιστοποιεί τις αναλογούσες ευθύνες των ισχυρισμών του για τα κοινωνικο-πολιτικά ζητήματα; Και εν πάση περιπτώσει, “There is no spe-cific competence that one attains through his professional training as a philosopher to deal with the problems of international or domestic repression, or, in general, with critique and implementation of public policy” (Chomsky, p. 4).
ειλικρινά, κύριε Τσιτσίγκο, αδυνατώ να παρακολουθήσω το συλλογισμό σας στη δεύτερη παράγραφο του τελευταίου σας σχολίου.
αν κάποιος άλλος μπορεί να τα εκλαϊκεύσει λιγάκι και για μένα, θα είμαι ιδιαίτερα ευγνώμων.
η γλώσσα του Chomsky στο άρθρο του είναι άμεση, απόλυτα κατανοητή και δεν αφήνει περιθώρια για παρερμηνείες. Η μετέπειτα πορεία του άλλωστε ως πολιτικού ακτιβιστή έρχεται να ισχυροποιήσει την καθαρότητα της πολιτικής του στάσης όλες αυτές τις δεκαετίες.
το ότι ενδεχομένως διαφωνείτε με την πολιτική του στάση, σας δίνει άραγε το δικαίωμα να προβαίνετε σε τέτοιους διανοητικούς ακροβατισμούς, όπως αυτοί της δεύτερης παραγράφου του τελευταίουσ ας σχολίου, που προανέφερα; Το κείμενο είναι ξεκάθαρο, γιατί καταφεύγετε σε εικασίες ([i]κατ΄εμέ δηλώνει το αυτονόητο, με άλλα λόγια είναι σαν να λέει,[/i] κτλ);
ζητώ συγγνώμη σε αυτό το σημείο αν το ύφος μου ξεφεύγει λίγο προς την πλευρά της οργής, αλλά περιμένω από ακαδημαϊκούς και δη με σπουδές στη φιλοσοφία περισσότερη ακρίβεια και συνέπεια.
μετά τιμής,
Ισίδωρος Παπαδάκης
Αν πραγματικά αδυνατείτε να παρακολουθήσετε τον συλλογισμό μου, δεν θα έπρεπε καν να ασχολείσθε με τέτοιου είδους θέματα. Αλλ’, επειδή διαβλέπω ένα τόνο ειρωνείας, σας παρακαλώ να ασχοληθείτε επιστημονικότερα εσείς με την ανάλυση των λόγων τού Chomsky, έτσι ώστε να μας διαφωτίσετε και μας καλύτερα, και πρώτα από όλους εμένα, ο οποίος δεν είμαι, όπως σας είπα, ειδικός, ούτε φιλόσοφος. Πάντως, τα δυο κείμενα στα Αγγλικά που σας παρέθεσα, ποιο νόημα έχουν, κατά την άποψή σας; Θα πρέπει να γνωρίζετε από την Επιστημολογία και τη γλωσσο-αναλυτική Φιλοσοφία ότι κανένα κείμενο δεν είναι “ξεκάθαρο”, ιδίως ενός φιλοσόφου, όπως αφελώς νομίζετε, αλλά ερμηνεύεται και όχι “παρερμηνεύεται”, όπως γράφετε, με βάση το όλο context. Απομονώνετε και βλέπετε μόνο τις αντίθετες για σας προτάσεις, επειδή ίσως έχετε μία συγκεκριμένη προκατάληψη για τη φιλοσοφία τού Chomsky. Αντίθετα, η ακαδημαϊκή ακρίβεια και η συνέπεια επιβάλλουν να δηλώνονται όλες οι πτυχές ενός κειμένου κατά πλάτος και βάθος. Ως προς δε την οργή σας, νομίζω δεν δικαιολογείται, εκτός και αν θεωρείτε τον Chomsky ως αυθεντία, την οποία εγώ παρερμήνευσα, έθιξα και προσέβαλα. Αν, παρόλ’ αυτά, όντως τον έχω παρερμηνεύσει, α) δεν είμαι ο μόνος, αλλά υπάρχουν και άλλοι που ακολουθούν τη δική μου ερμηνεία, και β) σας ζητώ συγγνώμη για τη μη βαθύτερη γνώση μου πάνω στον Chomsky.
Μετά τιμής
κύριε Τσιτσίγκο, αλίμονο, δε θα ακολουθήσω την προτροπή σας, να σταματήσω δηλαδή να ασχολούμαι με τέτοιου είδους θέματα, επειδή θεωρώ ότι ο συλλογισμός σας είναι θολός και ασαφής. Τον Chomsky θα συνεχίσω να τον μελετώ χωρίςε προκατάληψη, και, πιστέψτε με, από πληθώρα άλλων κειμένων του έχω βγάλει το συμπέρασμα ότι ο ίδιος ανήκει στην κατηγορία εκείνη των φιλοσόφων που επιθυμούν να γίνονται κατανοητοί και σαφείς, και όχι δυσνόητοι, αινιγματικοί και μυστηριώδεις.
προφανώς και δεν θεωρώ τον Chomsky ως αυθεντία, δεν πιστεύω άλλωστε στις αυθεντίες. Η οργή οφείλεται στο γεγονός ότι διαβλέπω μία τάση να παρερμηνεύετε μεθοδευμένα τα γραφόμενα ενός ανθρώπου, μόνο και μόνο επειδή διαφωνείτε με την πολιτική του τοποθέτηση.
δε χρειάζεται να ζητάτε συγγνώμη.
ελπίζω, έστω και εκ των υστέρων, να έχετε δει πόσο απέχει η ερμηνεία σας από το τι ήθελε πραγματικά να πει ο Τσόμσκυ.
εν ολίγοις, κύριε Τσιτσίγκο, ας μην ψάχνουμε κρυφά νοήματα σε κείμενα τόσο σαφή όσο αυτό του Τσόμσκυ. Υπάρχουν χίλια-δυο που μπορείτε να καταμαρτυρήσετε και σε αυτόν και σε οποιονδήποτε άλλον στρατευμένο φιλόσοφο, μην ψάχνετε όμως τέρατα της αποκαλύψεως εκεί που υπάρχει μόνο μία ανθρώπινη κραυγή που ζητάει δικαίωση, όπως αυτή του Τσόμσκυ, που απευθυνόμενος σε μία βολεμένη ακαδημαϊκή ιντελιγκέντσια, αυτην των ΗΠΑ του 68, όπως ξαναείπα, μεταχειρίζεται γλώσσα απλή και σαφέστατη, προσπαθώντας να τους ευαισθητοποιήσει απέναντι στα φριχτά εγκλήματα της κυβέρνησής τους, εγκλήματα που άλλωστε επρόκειτο να επαναληφθούν πολλάκις, και πρόσφατα μάλιστα.
και πάλι ζητώ συγγνώμη αν μεταχειρίστηκα ύφος που δεν αρμόζει.
μετά τιμής και χωρίς -πιστέψτε με- καμία ειρωνία,
Ισίδωρος Παπαδάκης