Πριν ξεκινήσουμε, μια διευκρίνιση για τον όρο Τεχνική και ειδικότερα τη διαφορά του από τον όρο τεχνολογία. Ως τεχνολογία εννοούμε, στα ελληνικά, 1. τη μελέτη των μεθόδων που χρησιμοποιούνται για την εφαρμογή των τεχνικών γνώσεων στους διάφορους κλάδους της βιομηχανίας και κατ’ επέκταση, τις κατακτήσεις του ανθρώπου στον τεχνικό τομέα· και 2. το σύνολο των διαδικασιών με τις οποίες μετατρέπονται οι πρώτες ύλες σε βιομηχανικά προϊόντα. Όπως θα δούμε παρακάτω, μιλώντας για τον ορισμό της Τεχνικής, η τεχνολογία αποτελεί μέρος της Τεχνικής, η οποία συγκροτείται από ένα πολύ ευρύτερο σύνολο μεθόδων και διαδικασιών.
Δυο λόγια για τον συγγραφέα.
Νομίζω πως ο Ζακ Ελλύλ (1912-1994) δεν είναι και τόσο γνωστός στην Ελλάδα. Πρόσφατα μεταφράστηκαν κι εκδόθηκαν τρία βιβλία του, το Οι Διάδοχοι του Μαρξ, το Αναρχία και Χριστιανισμός και το Οι Μεταμορφώσεις του Αστού, ενώ υπάρχει και ένα κείμενό του, το Η Τεχνολογική Τάξη, στο συλλογικό βιβλίο Η Φωτιά του Προμηθέα. (όλα από τις «Νησίδες») Γεννήθηκε στο Μπορντό. Από τη μεριά του πατέρα του, η γιαγιά του ήταν από τη Σερβία κι ο παππούς του Ιταλός με καταγωγή από Μάλτα, ενώ ο πατέρας του, γεννημένος στην Τεργέστη, αυστριακός υπήκοος. Η μητέρα του, πάλι, ήταν κόρη Γαλλίδας και Πορτογάλου. «Διεθνιστής» λοιπόν από κούνια. Κι ωστόσο όλη του τη ζωή την εστίασε στην επαρχιακή πόλη όπου γεννήθηκε, αποφεύγοντας συνειδητά το κοσμοπολίτικο Παρίσι, και κάνοντας αρχή του το «σκέψου οικουμενικά, δράσε τοπικά».
Καθώς ο πατέρας ήταν … απείθαρχος στα εργασιακά, συχνά έμενε άνεργος κι έτσι ο Ελλύλ πέρασε κάπως φτωχικά αλλά όμορφα παιδικά χρόνια, με αριστοκρατική παιδεία και πολλή αλητεία στις αλάνες της πόλης. Στο πανεπιστήμιο μπήκε στις αρχές του ᾿30 κι έγινε εγκάρδιος φίλος με Μπερνάρ Σαρμπονό, με τον οποίον προχώρησαν από κοινού στην πνευματική πορεία με αφετηρία και διαρκή άξονα την πολιτική οικολογία. Όντας χριστιανός (προτεστάντης) από τα 22 του, στο μεσοπόλεμο έρχεται σ’ επαφή με τον περσοναλισμό του Εμανουέλ Μουνιέ και το περιοδικό του «Esprit», που επιχειρούσε μεταξύ άλλων μια προσέγγιση μεταξύ χριστιανισμού, μαρξισμού και αναρχισμού. Μαζί με τον Σαρμπονό καταπιάνονται με μια ελευθεριακή κριτική της κοινωνίας. Μελετάει σε βάθος τον Μάρξ και τον Κίρκεγκορ, τους οποίους αναγνωρίζει σαν πνευματικούς πατέρες του μαζί με τον προτεστάντη θεολόγο Καρλ Μπαρτ.
Στα χρόνια της κατοχής περνάει στη γαλλική αντίσταση και διακρίνεται στον αγώνα για τη σωτηρία των Εβραίων. Και στη συνέχεια δεν περιορίζεται στην πανεπιστημιακή σταδιοδρομία — είναι αναγνωρισμένος καθηγητής στη Νομική σχολή και στο Ινστιτούτο Πολιτικών Επιστημών του Μπορντό, και το πεντάτομο έργο του Ιστορία των Θεσμών παραμένει στη Γαλλία κλασικό. Αναπτύσσει μεγάλη κοινωνική δράση και έξω από το πανεπιστήμιο. Οργανώνει λ.χ. ένα μόνιμο κύκλο διαλέξεων με θέμα την προπαγάνδα και το ρόλο των μμε στη σύγχρονη κοινωνία, καθώς κι έναν άλλο με θέμα τον Μαρξ. Μαζί με τον φίλο του Υβ Σαρτιέ δημιούργησε και στήριξε προς τα τέλη της δεκαετίας του ’50 έναν από τους πρώτους συλλόγους πρόληψης της νεανικής εγκληματικότητας στη Γαλλία. Αγωνίστηκε εναντίον των κυβερνητικών σχεδίων τσιμεντοποίησης των παραλιών της Ακιτανίας. Συμμετείχε επίσης σε πολλές μη βίαιες ομάδες, σε μια από τις οποίες, το 1970, γνώρισε τον γνωστό οικολόγο αγροτοσυνδικαλιστή Ζοζέ Μποβέ που επηρεάστηκε από τη σκέψη του. Γνωστό είναι επίσης, ότι είχε έρθει σε επαφή και αναπτύξει φιλικές σχέσεις με τον καταστασιακό θεωρητικό της «κοινωνίας του θεάματος», Γκι Ντεμπόρ, ο οποίος είχε αντλήσει αρκετά από την ιδέα του Ελλύλ (στο βιβλίο του για την Προπαγάνδα, 1962), ότι μέσω της σύγχρονης προπαγάνδας η πολιτική μετατρέπεται σε θέαμα.
Η κριτική της Τεχνικής.
Το ενδιαφέρον του για την Τεχνική και την κριτική της ξεκινάει από πολύ νωρίς, μιας και τον απασχολούσε τόσο το ζήτημα της οικολογίας όσο και της ισχύος. Ήδη από το 1935, ο Ελλύλ εστιάζει στην Τεχνική ως «καθοριστικό παράγοντα» του σημερινού κόσμου. Οξύνεται ωστόσο η εστίασή του σε αυτό μετά τον πόλεμο, όταν, το 1946, δηλώνει ότι «ο Χίτλερ κέρδισε τον πόλεμο» και, όπως και ο άλλος μεγάλος κριτικός της Τεχνικής, ο Λιούις Μάμφορντ, καταγγέλλει την «ηθική ήττα των Συμμάχων» που ενσωμάτωσαν τη ναζιστική ιδέα της ολοκληρωτικής ισχύος.
Εδώ εντάσσεται και η κριτική της Τεχνικής, την οποία πρωτοδιατυπώνει στο βιβλίο του Η Τεχνική το 1954 – ένα βιβλίο που εντυπωσίασε βαθιά τον Άλντους Χάξλεϊ, χάρη στον οποίον μεταφράστηκε και έγινε διάσημο στις ΗΠΑ. Η εμπειρία του πολέμου και όσων επακολούθησαν τον διαβεβαίωσε πράγματι για το βάσιμο των ανησυχιών του. Το Τεχνικό Σύστημα (1977) αποτελεί κατά κάποιον τρόπο το απόσταγμα των μελετών του πάνω στο φαινόμενο της σύγχρονης Τεχνικής.
Από την «τεχνική κοινωνία» στο «Τεχνικό Σύστημα».
Κατά τον Ελλύλ, σε ό,τι αφορά την παραγωγική δομή της, η κοινωνία μας δεν είναι πια μια βιομηχανική κοινωνία. Η δυτική καπιταλιστική κοινωνία υπήρξε ασφαλώς βιομηχανική από το 18ο και κυρίως κατά το 19ο αιώνα. Και είναι γεγονός, ότι από τη στιγμή που η βιομηχανία αναπτύχθηκε, επηρέασε το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων και οδήγησε σε ένα κοινωνικό μοντέλο, το οποίο αναπαράγεται σχεδόν πανομοιότυπα παντού, ανεξαρτήτως των εθνικών χαρακτηριστικών και των πολιτικών συστημάτων, με βασικά χαρακτηριστικά του τον πολλαπλασιασμό των μηχανών και από μια ορισμένη οργάνωση της παραγωγής — δηλαδή δυο τεχνικούς παράγοντες.
Όμως από το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου και μετά, ο παράγοντας της βιομηχανίας, παρ’ όλο που παραμένει σημαντικός, έχει ενταχθεί μέσα σε ένα σύνολο άλλων, καταλυτικών φαινομένων, τα οποία αποσπάστηκαν από αυτόν και προικίστηκαν με μια δύναμη, που ξεφεύγει από τη βιομηχανία με την αυστηρή έννοια του όρου. Τα καινούργια αυτά φαινόμενα συγκροτούν και ορίζουν τη σημερινή κοινωνία σαν μια «τεχνική κοινωνία», στην οποία — κυρίως με την εμφάνιση του ηλεκτρονικού υπολογιστή — έχει εδραιωθεί ένα «Τεχνικό Σύστημα».
Θα εξηγήσω στη συνέχεια αυτούς τους όρους, αλλά πρώτα να προλάβω δυο παρεξηγήσεις. Όταν ο Ελλύλ μιλάει για «τεχνική κοινωνία», δεν εννοεί ότι ολόκληρη η κοινωνία έχει ταυτιστεί με την Τεχνική, ή ότι έχει γίνει μια «Μεγαμηχανή» (εδώ διαφωνεί με τον Μάμφορντ). Εννοεί, ότι η Τεχνική έχει γίνει ο καθοριστικός παράγοντας της κοινωνίας, δηλαδή ο παράγοντας εκείνος που παίζει τον αποφασιστικό ρόλο στη διαμόρφωσή της. Αντίστοιχα, όταν μιλάει για «Τεχνικό Σύστημα», δεν εννοεί ότι τα πάντα στην κοινωνία έχουν «συστηματοποιηθεί» και ότι η κοινωνία είναι πλέον «σύστημα». Αυτό που εννοεί ως «Τεχνικό Σύστημα» και τη σχέση του με το σύνολο της κοινωνίας μας, μπορούμε να το φανταστούμε σαν τον καρκίνο: ο καρκίνος δεν ταυτίζεται με το σώμα, δεν μετατρέπει ολόκληρο το σώμα σε καρκίνο, αλλά το επικαθορίζει και το τροποποιεί αποφασιστικά προς τη δική του κατεύθυνση. Μια άλλη αναλογία, είναι στη σχέση μηχανής και φύσης: η μηχανή δεν μετατρέπει ολόκληρη τη φύση σε μηχανή αλλά την επικαθορίζει και την μεταβολίζει καταλυτικά.
Ορισμός της Τεχνικής.
Ας δούμε λοιπόν τώρα τι είναι το τεχνικό φαινόμενο, η Τεχνική. Ο Ελλύλ, αφού προηγουμένως εξηγήσει τις διαφοροποιήσεις της θεώρησής του από άλλες θεωρίες της εποχής του («μεταβιομηχανική κοινωνία», «κοινωνία της αφθονίας», «τεχνική-γραφειοκρατική κοινωνία», «κοινωνία του θεάματος», κ.λπ.), παρακολουθεί τους διαφορετικούς ορισμούς της Τεχνικής στις διάφορες ιστορικές φάσεις της νεωτερικότητας.
Ένας αρχικός ορισμός την ήθελε σαν μια ορισμένη τεχνογνωσία, ένα τρόπο πρακτικής μεθόδευσης, ή ένα σύνολο μεθόδων. Στη συνέχεια ο ορισμός της εξειδικεύτηκε. Η Τεχνική ταυτίστηκε με τις πρακτικές μεθόδους κατασκευής και χρησιμοποίησης των μηχανών. Αργότερα, έπαψε να αναφέρεται σε μια μόνο επιμέρους πρακτική διαδικασία και διευρύνθηκε πέραν του πεδίου των μηχανών. Ορίστηκε δηλαδή ως ένα σύνολο μέσων, τα οποία είναι οργανωμένα έτσι ώστε να αντικαθιστούν τον άνθρωπο στην εκτέλεση ενός συνόλου πράξεων και πρακτικών έργων, τα οποία έχει ορίσει ο ίδιος.
Με την εμφάνιση του υπολογιστή όμως — δηλαδή μιας τεχνικής συσκευής, που οργανώνει, απομνημονεύει και διαχειρίζεται πληροφορίες, προπαρασκευάζοντας τις αποφάσεις μας και υποκαθιστώντας ένα μεγάλο αριθμό από τις διανοητικές λειτουργίες του ανθρώπου — έγινε σαφέστερο ένα αποφασιστικό στοιχείο όλων των τεχνικών λειτουργιών, μέσων και αποφάσεων: η τεχνική αποτελεσματικότητα. Συνειδητοποιήθηκε δηλαδή ότι, μαζί με την αντικατάσταση του ανθρώπου, η αποτελεσματικότητα ήταν το κριτήριο τόσο της επιλογής όσο και της προόδου τόσο στις κάθε είδους τεχνικές όσο και στην Τεχνική συνολικά.
Έτσι έγινε δυνατός ένας πολύ ευρύτερος αλλά και σαφέστερος προσδιορισμός: η Τεχνική συγκροτείται μεν από κάθε λογής μέσα που αντικαθιστούν τον άνθρωπο, αλλά οφείλουμε να συγκρατούμε πάντοτε και μόνον εκείνα που θεωρούνται τα αποτελεσματικότερα σε μια δεδομένη στιγμή. Ο ορισμός αυτός αντιστοιχεί στο πέρασμα από τη βιομηχανική εποχή στην καθαρά τεχνική και μας επέτρεψε ν’ αποσυνδέσουμε οριστικά την Τεχνική από τη μηχανή, αφού άλλωστε υπάρχουν πραγματικά πάμπολλες τεχνικές που δεν αναφέρονται σε μηχανές (π.χ. οι τεχνικές στον αθλητισμό).
Κοντολογίς, η Τεχνική συγκροτείται από το σύνολο των μέσων που αντικαθιστούν τον άνθρωπο τόσο σε πρακτικές όσο και σε διανοητικές λειτουργίες του, και είναι τα απολύτως αποτελεσματικότερα σε μια δεδομένη στιγμή· και υπάρχει, οπουδήποτε υπάρχει έρευνα και εφαρμογή νέων μεθόδων με κριτήριο την αποτελεσματικότητα.
Η «τεχνική κοινωνία».
Ασφαλώς, τεχνικά μέσα, επιμέρους τεχνικές και μορφές Τεχνικής υπήρξαν σε κάθε ανθρώπινη κοινωνία από καταβολής κόσμου. Ωστόσο η «τεχνική κοινωνία» είναι ένα πρόσφατο ιστορικό φαινόμενο. Κύριο χαρακτηριστικό της είναι, ότι η Τεχνική δεν αποτελεί πλέον ένα απλό μέσον, ή υπηρέτη αν θέλετε, του ανθρώπου στον αγώνα του για τη ζωή. Με άλλα λόγια, δεν βρίσκεται πια υπό την κυριαρχία του ανθρώπου: όσο κι αν η ματαιοδοξία μας το αρνείται, ο άνθρωπος έχει τώρα «ενσωματωθεί» στην Τεχνική. Κατά κάποιον τρόπο, την «υπηρετεί» αυτός περισσότερο απ’ όσο αυτή εκείνον. Ενώ δηλαδή στις προτεχνικές κοινωνίες η Τεχνική ήταν ενσωματωμένη στις δραστηριότητες του ενσωματωθεί στην Τεχνική.
Πώς έγινε αυτό το πέρασμα, θα προσπαθήσω να το εξετάσω διεξοδικότερα σε μια δεύτερη ομιλία, που θα γίνει με οδηγό το βιβλίο του Σπύρου Κυριαζόπουλου, Η Καταγωγή του Τεχνικού Πνεύματος (1965 — να σημειώσω ότι ο Κυριαζόπουλος έχει υπόψη του τον Ελλύλ). Εδώ θα αναφέρω ενδεικτικά λίγα σημεία-κλειδιά αυτού του περάσματος: αποϊεροποίηση της Φύσης και του Πραγματικού εν γένει· ιεροποίηση της Επιστήμης· υποδοχή της Τεχνικής ως δύναμης απελευθερωτικής (από υλικοφυσικές αναγκαιότητες και πολιτικοθρησκευτικές δεσποτείες)· υπερίσχυση της ιδεολογίας της Προόδου (κατάλυση του παρελθόντος γενικά, πραγμάτωση κάθε νέας δυνατότητας) έναντι άλλων νοηματοδοτήσεων της δράσης και της ζωής· ιεροποίηση της Τεχνικής· ταύτιση της γνώσης με τη δύναμη· πέρασμα από τη δέσμευση των φυσικών δυνάμεων (π.χ. το πανί δεσμεύει τη δύναμη του αέρα) στην αποδέσμευσή τους (με την έκρηξη της δυναμίτιδας)· οριστική αποδέσμευση από τους φυσικούς-εμπειρικούς ρυθμούς (με το μηχανικό ρολόι)· κατάρρευση της αρχαίας τελεολογίας και της μεσαιωνικής εσχατολογίας· καθαγιασμός της δυνατότητας σε βάρος του σκοπού· αντιστροφή της σχέσης του σκοπού προς το μέσον.
Το τελευταίο αυτό σημείο είναι κρίσιμο για να κατανοήσουμε την «τεχνική κοινωνία» και τη σημερινή Τεχνική. Αντιστροφή της σχέσης του σκοπού προς το μέσον σημαίνει, πως η τεχνική δυνατότητα δεν δεσμεύεται από κανέναν υπέρτερο, εξωτεχνικό σκοπό, και γίνεται η ίδια αυτοσκοπός. Τα τεχνικά μέσα δεν κατασκευάζονται πλέον για να εξυπηρετήσουν ανάγκες, επιθυμίες, σκοπούς εξωτερικούς προς την ίδια την Τεχνική. Τώρα κατασκευάζονται επειδή και μόνο υπάρχει η τεχνική δυνατότητα να κατασκευαστούν, και στη συνέχεια έρχεται ο άνθρωπος να «προσθέσει» σε αυτά κάποιο σκοπό.
Δείτε π.χ. τα κινητά τηλέφωνα. Θεωρούνται απαραίτητα μέσα για την εξυπηρέτηση μιας «ανάγκης», που στην πραγματικότητα κανείς δεν ένιωσε βασανιστικά μέχρι την εμφάνισή τους. Τόσο απαραίτητα, που πάρα πολύς κόσμος νιώθει (και κατά κάποιον τρόπο είναι) «γυμνός» αν ξεχάσει το κινητό του φεύγοντας από το σπίτι το πρωί. Η πραγματικότητα ωστόσο είναι, ότι δεν προέκυψαν επειδή τα επέβαλε κάποια ανάγκη, ή επιθυμία: Επειδή και μόνον υπήρξε η τεχνική δυνατότητα να κατασκευαστούν και να παραχθούν μαζικά, γι’ αυτό και εισέβαλαν στη ζωή των ανθρώπων… οι οποίοι στη συνέχεια επινόησαν την «ανάγκη», ή την επιθυμία, γι’ αυτά!
Το γεγονός αυτό σημαίνει κάτι ακόμα πιο κρίσιμο για την ανθρώπινη ελευθερία. Σημαίνει, ότι η πραγμάτωση της τεχνικής δυνατότητας, και επομένως η τεχνική αποτελεσματικότητα δεν αποτελεί πλέον επιλογή αλλά μονόδρομο για όλες τις ανθρώπινες δραστηριότητες.
Το γεγονός αυτό καταρρίπτει κάθε ιδέα περί «ουδετερότητας της Τεχνικής» (το γνωστό απαρχαιωμένο παράδειγμα με το μαχαίρι που «και σκοτώνει αλλά και κόβει ψωμί»), εφόσον με τον όρο ουδετερότητα εννοούμε ότι η τεχνική ανάπτυξη εξαρτάται από την ανθρώπινη επιλογή. Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε, ότι από τη στιγμή που αντιστράφηκε η σχέση μεταξύ τεχνικού μέσου και σκοπού, από τη στιγμή που η τεχνική δυνατότητα υψώθηκε σε αυτοσκοπό και η αποτελεσματικότητα εδραιώθηκε ως το υπέρτερο κριτήριο αξιολόγησης, η Τεχνική άρχισε αναπτύσσεται αυτόνομα, με βάση τη δική της, κλειστή λογικότητα.
Η αυτονομία της Τεχνικής στη σημερινή τεχνική κοινωνία.
Στο σημείο αυτό πρέπει να ξεκαθαριστεί, ότι όταν ο Ελλύλ μιλάει για «αυτονομία της Τεχνικής» στην παρούσα κοινωνία, δεν εννοεί πως η Τεχνική είναι ξένη προς την οικονομία, την πολιτική, κ.λπ. Ασφαλώς σχετίζεται με όλες τις σφαίρες της ανθρώπινης δραστηριότητας. Όμως, καθώς παρουσιάζεται σαν αδιαμφισβήτητη εγγενής αναγκαιότητα, η Τεχνική μετασχηματίζει όλα εκείνα με τα οποία έρχεται σε επαφή, χωρίς η ίδια να μετασχηματίζεται. Η σύγχρονη Τεχνική επιβάλλει τους δικούς της νόμους στις ανθρώπινες δραστηριότητες· όχι το ανάποδο. Σε αυτό ακριβώς συνίσταται η αυτονομία της.
Παράδειγμα, η σχέση της Τεχνικής με το Κράτος. Συνήθως σκεφτόμαστε, ότι το Κράτος αποφασίζει και η Τεχνική υπακούει. Δηλαδή ότι η Τεχνική είναι υπόλογη στο Κράτος και την πολιτική. Ας σκεφτούμε όμως: πώς λαμβάνονται πραγματικά οι πολιτικές αποφάσεις σήμερα; Στην αφετηρία των πολιτικών αποφάσεων βρίσκονται οι τεχνικοί. Προηγείται δηλαδή μια τεχνική ανάλυση των δεδομένων κάθε ζητήματος, από την οποία προκύπτει «αυτόματα» η τεχνικά αποτελεσματικότερη λύση. Τα ηθικά κριτήρια, που είναι σημαντικά για τις πολιτικές αποφάσεις, απουσιάζουν εντελώς από την τεχνική ανάλυση: η Τεχνική είναι «πέρα από το καλό και το κακό». Σχηματίζεται έτσι ένας φάκελος και υποβάλλεται στους κρατικούς λειτουργούς. Η απόφαση έχει ήδη υπαγορευτεί. Αν τυχόν ο πολιτικός έχει θέμα ηθικής παραμέτρου στη λήψη της απόφασής του, θα διαπιστώσει ότι αφενός μεν ο φάκελος τον αφήνει εδώ αβοήθητο, και αφετέρου ότι μια ηθική πρόταση θεωρείται πλέον έγκυρη μόνο εάν μπορεί να ενσωματωθεί στην Τεχνική και να εναρμονιστεί μαζί της ― δηλαδή εάν προβληθεί ως «αποτελεσματική». Έτσι οι κρατικές αποφάσεις μέσα στην τεχνική κοινωνία προσανατολίζονται με κριτήριο την επίταση της ισχύος.
Την ίδια στιγμή περιστέλλονται οι δυνατότητες συμμετοχής του πολίτη στη λήψη αποφάσεων, καθώς ο πολίτης:
αφενός βρίσκεται αντιμέτωπος με προβλήματα, που τα δεδομένα τους προσδιορίζονται από τεχνικούς και που τα πιο πολλά από αυτά είναι όλο και περισσότερο τεχνικής υφής και όλο και λιγότερο καθαρά «πολιτικής» τάξης· και
αφετέρου υφίσταται μια ολόκληρη σειρά από τεχνικές πληροφόρησης και ψυχολογικής χειραγώγησης, που μετασχηματίζουν ριζικά τους όρους της ενδεχόμενης συμμετοχής του αφαιρώντας του το λόγο μέσω π.χ. μιας υπερπληροφόρησης, η οποία τον αφήνει τελικά εμβρόντητο και τον ωθεί να υποκύψει στις πιο υπεραπλουστευμένες προτάσεις-συνταγές δράσης.
Πολύ σύντομα διαπιστώνουμε λοιπόν, ότι δημιουργείται μια αξιοσημείωτη συμπόρευση: η Τεχνική ― που είναι ισχύς, καμωμένη από εργαλεία ισχύος ― προμηθεύει το Κράτος, ένα μηχανισμό ισχύος, με ολοένα και μεγαλύτερα μέσα ισχύος! Το αποτέλεσμα είναι μια υπερενίσχυση των δικαιοδοσιών του Κράτους ως «οργανισμού» και την ίδια στιγμή μια μείωση και περιστολή της πολιτικής λειτουργίας του.
Οι παρατηρήσεις αυτές, και τούτα τα ερωτήματα, βάζουν οπωσδήποτε ένα μεγάλο ερώτημα για την ίδια τη δημοκρατία σήμερα… Αλλά ας το αφήσουμε αυτό για την συζήτηση που θα ακολουθήσει κι ας προχωρήσουμε στην προβληματική του Ελλύλ.
Η «τεχνική πρόοδος»
Είδαμε σε αδρές γραμμές την τεχνική κοινωνία. Ωστόσο, αυτό που ο Ελλύλ ονομάζει «Τεχνικό Σύστημα», αποτελεί ένα βήμα παραπέρα και από αυτό το στάδιο. Φυσικά προϋποθέτει το τεχνικό φαινόμενο και την τεχνική κοινωνία. Όπως υπογραμμίζει όμως, «το Τεχνικό Σύστημα σχηματίζεται από την συνύπαρξη του τεχνικού φαινομένου με την τεχνική πρόοδο».
Με τον όρο «τεχνική πρόοδος», ο Ελλύλ δεν αναφέρεται στο μετασχηματισμό ή την εξέλιξη του τεχνικού αντικειμένου. Δεν προσδιορίζει την εξέλιξη μιας επιμέρους τεχνικής, ούτε μια τεχνολογική πρόοδο. Δεν εννοεί το γεγονός, ότι αλλάζουν τα αντικείμενα επειδή τα τελειοποιούμε, ούτε ότι οι μηχανές (ή οι οργανισμοί) αναγκάζονται να προσαρμοστούν εξαιτίας κάποιων επιδράσεων. Μιλώντας για «τεχνική πρόοδο» ως δεύτερο συστατικό του «τεχνικού Συστήματος», ο Ελλύλ αναφέρεται σε ένα εγγενές στοιχείο της Τεχνικής: στην ίδια τη «διαρκή επανάσταση των τεχνικών μεθόδων», στο γεγονός ότι εκείνο που χαρακτηρίζει ειδικά την Τεχνική, είναι η εσωτερική ανάγκη της να μετεξελίσσεται ατέρμονα και χωρίς κανένα τελικό σκοπό.
Όσο η Τεχνική αποτελούσε μέρος του πολιτισμού, αυτή η εσωτερική ορμή της τελούσε υπό περιορισμούς διαφόρων ειδών (θρησκευτικούς, πολιτικούς, ηθικούς, κ.λπ.). Από τη στιγμή που η Τεχνική αυτονομήθηκε, αυτή η εσωτερική ορμή της απελευθερώθηκε από τα παλιά κωλύματα και δεσμά, και οδήγησε στο φαινόμενο της ατέρμονης τεχνικής προόδου.
Η αυτονομημένη τεχνική πρόοδος είναι πράγματι ατέρμονη, επειδή καταλύει όλα τα όρια. Γι’ αυτήν δεν υπάρχει τίποτε το αδύνατον, ή το απαγορευμένο. Αυτό δεν συμβαίνει τυχαία ή περιστασιακά: η ατέρμονη τεχνική πρόοδος είναι εγγενές χαρακτηριστικό της ίδιας της Τεχνικής. «Όριο» για την Τεχνική είναι αποκλειστικά και μόνο ό,τι δεν μπορούμε να κάνουμε τεχνικά αυτή τη στιγμή. Δεν υπάρχει κανένας φραγμός, κανένα σύνορο, που θα μπορούσε να οριοθετήσει μια ορισμένη περιοχή τεχνικής δράσης. Η Τεχνική κινείται ακριβώς όπως τα διαστημόπλοια στο Διάστημα: μπορούμε να πάμε «έως τη Σελήνη» απλώς και μόνο επειδή τα μέσα που διαθέτουμε, δεν μας επιτρέπουν προς το παρόν να φτάσουμε στον Άρη ή την Αφροδίτη. Τίποτε άλλο δεν θα μπορούσε να μας σταματήσει, εκτός από την έλλειψη τεχνικών μέσων.
Το Τεχνικό Σύστημα.
Με βάση όλα τα προηγούμενα, θα μπορούσε να πει κανείς, ότι η αυτόνομη Τεχνική χαρακτηρίζεται από την τυχαιότητα. Ότι προχωράει «στα τυφλά», τυχαία και ασύνδετα· και ότι την όποια κατεύθυνσή της, τής την δίνει ο άνθρωπος. Αυτή είναι άλλωστε και η τρέχουσα αντίληψη του πράγματος. Για τον Ελλύλ όμως τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Θα το καταλάβουμε, παρακολουθώντας την προβληματική του σχετικά με το «Τεχνικό Σύστημα».
Πρώτα-πρώτα, τι είναι «σύστημα»; Σύστημα είναι ένα σύνολο στοιχείων, τα οποία σχετίζονται μεταξύ τους έτσι ώστε η οποιαδήποτε εξέλιξη του ενός προξενεί μια εξέλιξη του συνόλου και κάθε τροποποίηση του συνόλου αντανακλάται σε όλα τα επιμέρους στοιχεία. Αν παρατηρήσουμε το σύγχρονο τεχνικό φαινόμενο λοιπόν, θα διαπιστώσουμε ότι εκπληρώνει στην εντέλεια τον ορισμό του συστήματος.
Θα ήταν πράγματι λάθος να φανταζόμαστε, ότι οι διάφοροι τεχνικοί παράγοντες, τα επιμέρους τεχνικά στοιχεία, οι ιδιαίτερες τεχνικές μέθοδοι και αντικείμενα, παραμένουν ασύνδετα μεταξύ τους. Φυσικά διαφέρουν μεταξύ τους και είναι βέβαιο, ότι αυτά τα επιμέρους στοιχεία δεν αλλάζουν όλα ταυτόχρονα. Ωστόσο μέσα στη σύγχρονη τεχνική κοινωνία καθένας τεχνικός παράγοντας συνδέεται πάντοτε κατά πρώτο λόγο με έναν άλλο τεχνικό παράγοντα, και έπειτα με τα όποια μη-τεχνικά στοιχεία. Υπάρχει δηλαδή μια «έλξη» μεταξύ όλων των τεχνικών παραγόντων. Η έλξη αυτή δεν οφείλεται ασφαλώς σε κάποια «φύση» των τεχνικών στοιχείων, αλλά στο γεγονός ότι ανήκουν στο ίδιο σύστημα.
Παράδειγμα, η εκμηχάνιση της διοικητικής δουλειάς γραφείου. Συνήθως έχουμε την εντύπωση, πως το σύμπλεγμα «κράτος-διοίκηση-γραφείο» παραμένει κυρίαρχο και ότι η Τεχνική έρχεται στη συνέχεια να ενταχθεί σε αυτό και να το «εκσυγχρονίσει». Νομίζουμε δηλαδή, ότι στην προϋπάρχουσα γραφειοκρατική οργάνωση προστίθεται απλώς ένα συμπληρωματικό τεχνικό στοιχείο, το οποίο ενσωματώνεται στο διοικητικό μηχανισμό και συνδέεται με αυτή τη δραστηριότητα. Αυτή η άποψη μάς οδηγεί να πιστεύουμε, ότι η Τεχνική απαρτίζεται από διάσπαρτα κομμάτια και στοιχεία, τα οποία δεν έχουν μόνιμη και σταθερή σχέση μεταξύ τους.
Βεβαίως, ισχύει το αντίστροφο, τονίζει ο Ελλύλ. Αν προσέξουμε καλύτερα, θα δούμε ότι η εισαγωγή ενός επιμέρους τεχνικού στοιχείου (π.χ. ηλεκτρονικός υπολογιστής) επιβάλλει στη συνέχεια την εισαγωγή και άλλων (π.χ. εκτυπωτές) , τα οποία ελκύουν νέα τεχνικά στοιχεία (π.χ. ταχύτεροι επεξεργαστές), με αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός νέου τεχνικού περιβάλλοντος (π.χ. επιτάχυνση όλων των διαδικασιών). Έτσι, μετά από ένα διάστημα τροποποιείται όχι μόνο η ίδια η δουλειά γραφείου αλλά και η αντίληψη γι’ αυτήν. Μέσα από αυτή τη διαδικασία τροποποιείται η διοίκηση τόσο ως λειτουργία όσο και σαν εξουσία λήψης αποφάσεων. Παύει να καθορίζει αυτή τα πράγματα και καθορίζεται η ίδια από το καινούργιο τεχνικό μέσον. Η ενότητα δεν πραγματοποιείται πλέον μέσα στο παλιό πλαίσιο (κράτος-διοικητική εξουσία), αλλά μέσω των διασυνδέσεων μεταξύ των διαφόρων τεχνικών.
Επειδή λοιπόν κάθε τεχνικό στοιχείο συνδέεται άρρηκτα με όλα τα άλλα τεχνικά στοιχεία, γι’ αυτό η εισαγωγή της εκτεχνίκευσης σε ένα τομέα (π.χ. τη δουλειά γραφείου) αποτελεί απλώς μια αιχμή του τεχνικού συστήματος, που παρασύρει τα πράγματα προς αυτή την κατεύθυνση.
Τεχνικό Σύστημα και πληροφορική έκρηξη.
Η διασύνδεση και η ενοποίηση όλων των επιμέρους τεχνικών παραγόντων συγκροτεί επομένως, και τείνει να ολοκληρώσει, το «Τεχνικό Σύστημα». Αλλά ας προσέξουμε: η διασύνδεση αυτή δεν είναι μηχανικού τύπου, όπως είναι λ.χ. τα διάφορα κομμάτια του μηχανισμού ενός ρολογιού. Είναι ένα ολοένα και πυκνότερο σύνολο πληροφορικών σχέσεων.
Πράγματι, οι διάφορες τεχνικές ενοποιούνται σε σύστημα μέσω των πληροφοριών, που μεταδίδονται από τη μια στην άλλη και χρησιμοποιούνται τεχνικά σε κάθε τομέα. Η πληροφορική έκρηξη ήταν αναγκαία για τη δημιουργία του συστήματος. Δεν υπήρξε τυχαίο προϊόν της ικανότητάς μας να παράγουμε πληροφορίες. Από τη στιγμή που το Σύστημα τείνει να οργανωθεί, η ζήτηση για πληροφορίες γίνεται ρητή. Εμφανίζεται δηλαδή ένας καινούργιος τομέας, ο τομέας της Πληροφορικής, ο οποίος συγκροτείται από νέες τεχνικές, οι οποίες εξειδικεύονται αποκλειστικά στην παραγωγή, μετάδοση και συλλογή πληροφοριών.
Επειδή λοιπόν για την κοινωνία μας επιτακτική δεν είναι τόσο η κλασική παραγωγή όσο η εκπομπή, κυκλοφορία, πρόσληψη και ερμηνεία των πολυποίκιλων πληροφοριών, γι’ αυτό και η τεχνολογία αιχμής της περιστρέφεται γύρω από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή: ο υπολογιστής επιτρέπει πράγματι στο Τεχνικό Σύστημα να συγκροτηθεί οριστικά ως σύστημα.
Η Τεχνική ως περιβάλλον (η «τεχνόσφαιρα»).
Έτσι, ερχόμαστε σ’ ένα καίριο χαρακτηριστικό του Τεχνικού Συστήματος: η Τεχνική έχει πλέον καταστεί «περιβάλλον». Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει, ότι, με την εδραίωση ενός Τεχνικού Συστήματος στη σύγχρονη τεχνική κοινωνία, η Τεχνική έπαψε να αποτελεί ένα απλό άθροισμα επιμέρους τεχνικών μέσων και μεθόδων, και αποτελεί πλέον μια σφαιρική και περιβάλλουσα πραγματικότητα. Ο σύγχρονος κόσμος μας δηλαδή, δεν περιτριγυρίζεται απλώς από τεχνικά (ή εκτεχνικευμένα) αντικείμενα, αλλά από τεχνικά αντικείμενα τα οποία συνδέονται μεταξύ τους σε μια συστηματική ολότητα, που μας περιβάλλει σαν τον αέρα που αναπνέουμε.
Οι επιμέρους τεχνικές αποτελούσαν ανέκαθεν μέσα, τα οποία διαμεσολαβούν τη σχέση του ανθρώπου με το φυσικό περιβάλλον: λ.χ. η ένδυση ή η κατοικία, τεχνικά προϊόντα αμφότερα, είναι «κελύφη» μεταξύ σώματος και φυσικού περιβάλλοντος. Στις παραδοσιακές κοινωνίες, οι τεχνικές παρέμεναν σποραδικές και αποσπασματικές. Καθώς δεν συνδυάζονταν μεταξύ τους, δεν δημιουργούσαν μια «ολότητα». Αυτό δεν ισχύει στη σύγχρονη κοινωνία. Η αυτόνομη ανάπτυξη της Τεχνικής, η ατέρμονη τεχνική πρόοδος και ο συνδυασμός των επιμέρους τεχνικών διαμεσολαβήσεων συγκρότησαν τελικά ένα τρίτο «περιβάλλον», μια καθολική διαμεσολάβηση μεταξύ του ανθρώπινου και του φυσικού.
Αυτή η νέα διαμεσολάβηση, η «Τεχνόσφαιρα», αποκλείει κάθε άλλη. Μεταξύ ανθρώπου και φύσης δεν μπορούν να υπάρξουν πια άλλου είδους σχέσεις. Εξαφανίζεται όλο εκείνο το πολύπλοκο, εύθραυστο, ποιητικό, μαγικό, μυθικό και συμβολικό σύνολο δεσμών, που ο άνθρωπος είχε υφάνει υπομονετικά. Υπάρχει μόνο η τεχνική διαμεσολάβηση, η οποία επικρατεί απόλυτα και ολοκληρωτικά. Έτσι η Τεχνική σχηματίζει από τη μια μεριά ένα άρρηκτο «κέλυφος» και από την άλλη ένα γενικευμένο τρόπο παρέμβασης. Είναι, αυτή καθεαυτή, τόσο ένα μέσον όσο και ένα σύμπαν μέσων ― ένα σύμπαν αποκλειστικό και ολοκληρωτικό. Ένα περιβάλλον. Γι’ αυτό και το όλο φαινόμενο περνάει ουσιαστικά απαρατήρητο.
Ένα εξαιρετικό παράδειγμα; Η σύγχρονη πόλη, αυτό το μέγα επίτευγμα της αυτόνομης Τεχνικής. Αλλά δείτε ακόμη π.χ. τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Η χρήση προπαγανδιστικών τεχνικών στην κλίμακα του συνόλου της κοινωνίας έγινε δυνατή με την εμφάνιση των μμε. Τα μέσα αυτά δεν λειτουργούν πλέον διακεκομμένα, ούτε σποραδικά, αλλά «ενορχηστρωμένα». Αυτή η ενορχήστρωση του Τύπου, του ραδιόφωνου και της τηλεόρασης (και της ψηφιακής ενημέρωσης πρέπει να προσθέσουμε) δημιουργεί ένα συνεχές, μόνιμο και καθολικό περιβάλλον ροής πληροφοριών. Έτσι η προπαγάνδα τους περνάει απαρατήρητη, ακριβώς επειδή δημιουργεί ένα συνεχές.
Η έκλειψη του υποκειμένου.
Το Τεχνικό Σύστημα οποίο δεν μπορεί να αναπτυχθεί, ούτε να λειτουργήσει, αν δεν δράσει πάνω σε ένα σύνολο στοιχείων που έχουν προηγουμένως γίνει ουδέτερα και παθητικά. Στην πραγματικότητα, μεταχειρίζεται σαν αντικείμενα όλα όσα ενσωματώνει, ή κατακυριεύει. Τίποτα δεν μπορεί να έχει ένα δικό του, εσωτερικό νόημα. Τα πάντα αντλούν το νόημά τους από την τεχνική εφαρμογή. Τίποτα δεν μπορεί να μένει αυτόνομο.
Αυτό ισχύει και για τον άνθρωπο στη σχέση του με το Τεχνικό Σύστημα. Κάθε όψη της ανθρώπινης ζωής τείνει να υποτάσσεται στον έλεγχο και τη χειραγώγηση, στον πειραματισμό και την παρατήρηση, με τρόπον ώστε να προκύπτει παντού μια αποδείξιμη αποτελεσματικότητα. Ο άνθρωπος τείνει να εκλείψει ως υποκείμενο μέσα στη σύγχρονη Τεχνική Κοινωνία.
Αυτή η συνεχής τεχνική διαμεσολάβηση επιβάλλεται, άλλωστε, και στις σχέσεις μεταξύ των ατόμων, ή στη σχέση μεταξύ ατόμου και ομάδας. Ακόμα κι εδώ τα πάντα τείνουν να γίνονται τεχνικά. Οι ανθρώπινες σχέσεις δεν μπορούν πια να αφεθούν στο τυχαίο, ούτε και αποτελούν πλέον αντικείμενο της πείρας, της παράδοσης, των πολιτισμικών κωδίκων, του συμβολικού. Ο ίδιος ο συμβολικός κώδικας έγινε, σε μέγιστο, βαθμό τεχνικός. «Φόρμουλα».
Η αποδιοργάνωση της Παιδείας.
Το γεγονός αυτό σχετίζεται άλλωστε και με την αποδιοργάνωση της Παιδείας. Καθώς η τεχνική πρόοδος δεν εξαρτάται πια από τον άνθρωπο αλλά από τον εαυτό της ― από την αυτόνομη κι ατέρμονη εκδίπλωσή της, από την ίδια της τη δομή ―, μειώνεται η σημασία της παιδείας του ανθρώπου. Τώρα χρειάζεται ένας άνθρωπος πολύ πιο ικανός στην ειδικότητά του και ταυτόχρονα πολύ λιγότερο ικανός να στοχάζεται.
Έτσι, μια ολοένα και μεγαλύτερη μάζα μη-τεχνικών γνώσεων κριτικάρονται και απορρίπτονται σαν «άχρηστες» για το σημερινό μαθητή. Όλες οι σύγχρονες κριτικές εναντίον του εκπαιδευτικού συστήματος περιστρέφονται πράγματι γύρω από το εξής: «Μαθαίνουμε χιλιάδες άχρηστα πράγματα, ενώ το σημαντικό είναι να προετοιμαστούμε για ένα επάγγελμα» ― δηλαδή για τις τεχνικές ενός επαγγέλματος! Οι κριτικές αυτού του είδους, συνήθως από τα λεγόμενα «προοδευτικά» χείλη προερχόμενες, εκφράζουν απλώς τη σύγχρονη κυριαρχία της Τεχνικής πάνω σε όλες τις μη-τεχνικές όψεις της ζωής: ό,τι δεν είναι τεχνικό, ό,τι δεν μπορεί να εκτεχνικευτεί, πετιέται σαν άχρηστο.
Ο διπλός σπαραγμός του σύγχρονου ανθρώπου.
Μια από τις μεγαλύτερες απώλειες για το μοντέρνο άνθρωπο αφορά πράγματι την ικανότητα συμβολισμού. Η ικανότητα αυτή, χάρη στην οποία ο άνθρωπος επέζησε μέσα σε ένα εχθρικό περιβάλλον, δεν βρίσκει καμιά θέση μέσα στο γενικευμένο τεχνικό περιβάλλον. Εδώ είναι τελείως άχρηστη. Ο μοντέρνος άνθρωπος βιώνει λοιπόν τον ακόλουθο σπαραγμό: από τη μια μεριά δεν μπορεί να εκμηδενίσει την ικανότητα του συμβολισμού, που έχει εγγραφεί μέσα του επί χιλιετίες, ενώ από την άλλη αυτή η ικανότητα έχει περιπέσει σε κατάσταση αχρηστίας και αναποτελεσματικότητας, για να μην πούμε ότι απωθείται κιόλας, εφόσον το περιβάλλον στο οποίο βρίσκεται τώρα ο άνθρωπος δεν την έχει καθόλου ανάγκη και δεν την απαιτεί.
Έτσι κινητοποιείται μέσα στο σύγχρονο άνθρωπο, είτε ένας συμβολισμός φυγής σε ένα ανορθολογικό φανταστικό, είτε ένας τεχνητός συμβολισμός, που αναφέρεται μεν στην Τεχνική αλλά είναι τελείως άχρηστος και χωρίς κανένα νόημα. Η προσέγγιση, η κατάκτηση, η ερμηνεία και η καθυπόταξη του τεχνικού περιβάλλοντος είναι αδύνατο να πραγματοποιηθούν με τη συμβολική οδό. Ακόμα και ο συμβολισμός του φυσικού περιβάλλοντος έχει χάσει κάθε νόημα εξαιτίας της κυριαρχίας του τεχνικού ωφελιμισμού.
Ο εσωτερικός αυτός σπαραγμός του ανθρώπου διπλασιάζεται από μια αντίφαση, με την οποία μάς φέρνει αντιμέτωπους ο ηλεκτρονικός υπολογιστής: την αντίφαση μεταξύ της ορθολογικότητας (τα προβλήματα που τίθενται και οι απαντήσεις που δίνονται χάρη στον ηλεκτρονικό υπολογιστή) και της ανορθολογικότητας των στάσεων και των τάσεων του ανθρώπου. Ο υπολογιστής θρυμματίζει οτιδήποτε ανορθολογικό υπάρχει σε μια ανθρώπινη απόφαση και δείχνει, ότι η τάδε απόφαση που θεωρούσαμε λογική, υπαγορεύεται από το πάθος και όχι από τη λογική.
Αυτό δεν σημαίνει, ότι τα πάντα γίνονται απολύτως ορθολογικά! Είναι όμως προφανές, ότι αυτή η αντίφαση ορθολογικού-ανορθολογικού εισάγει τον άνθρωπο σε ένα διαφορετικό πολιτισμικό περιβάλλον από εκείνο που γνώριζε μέχρι σήμερα. Έτσι, το κεντρικό, μεταφυσικό κατά κάποιο τρόπο, πρόβλημα του ανθρώπου δεν είναι πια, εξηγεί ο Ελλύλ, η ύπαρξη ή όχι του Θεού και η δική του ύπαρξη σε συνάρτηση με αυτό το μυστηριακό ιερό. Είναι, ολοένα και περισσότερο, η σύγκρουση ανάμεσα σε αυτή την απόλυτη τεχνική ορθολογικότητα και σε όλα εκείνα που έως σήμερα συγκροτούσαν την προσωπικότητα του ανθρώπου. Η σύγκρουση ανάμεσα στην τεχνική τελειότητα ― η οποία επιτυγχάνεται μόνο μέσω της ποσοτικής ανάπτυξης και κατ’ ανάγκη στρέφεται αποκλειστικά προς ό,τι είναι μετρήσιμο ― και την ανθρώπινη ανάπτυξη, που ανήκει στο χώρο του ποιοτικού, του απρόβλεπτου και η οποία στρέφεται προς ό,τι δεν είναι οπωσδήποτε μετρήσιμο.
Ο κίνδυνος για την ανθρώπινη ελευθερία.
Από όλα αυτά προκύπτει το μεγαλύτερο πρόβλημα, που δημιουργεί η αυτόνομη Τεχνική, πρόβλημα απείρως βαθύτερο, μεγαλύτερο και κρισιμότερο από το λεγόμενο «οικολογικό». Το πρόβλημα αυτό είναι, ότι η Τεχνική δεν μπορεί ποτέ να γεννήσει την ανθρώπινη ελευθερία.
Είναι βέβαιο, ότι το Τεχνικό Σύστημα δεν ενδιαφέρεται για πράγματα, που παλιότερα ήταν αντικείμενο μεγάλης φροντίδας από την πλευρά της κοινωνίας, όπως λ.χ. η ταυτότητα των ηθικών συμπεριφορών, κι αυτό το τυλίγει με έναν αέρα «απελευθέρωσης». Γενικότερα άλλωστε η Τεχνική απελευθερώνει την ανθρωπότητα από παλιότερους περιορισμούς ― επιβάλλοντας ωστόσο, ας μην το ξεχνάμε, νέους περιορισμούς, εξίσου καταπιεστικούς και αυστηρούς, όπως είναι λ.χ. η ζωή σε μια πόλη ― και της επιτρέπει περισσότερες επιλογές ορισμένου τύπου. Πρόκειται όμως για επιλογές, που όλες εντάσσονται αυστηρά μέσα στο τεχνικό πεδίο, αφορούν σε τεχνικά αντικείμενα και προϋποθέτουν τη χρήση τεχνικών μέσων, δηλαδή την αποδοχή του τεχνικού συστήματος.
Στο σημείο αυτό, της «ελευθερίας επιλογών» που παρέχει η τεχνική, ο Ελλύλ χρησιμοποιεί συχνά το παράδειγμα του χιτλερικού στρατιώτη στις αρχές του πολέμου. Τον είχαν εκπαιδεύσει να παίρνει πρωτοβουλίες, να μην υπακούει δουλικά στις διαταγές, να είναι σε θέση να αναλάβει τη διοίκηση μιας επιχείρησης αν χρειαζόταν. Έμοιαζε λοιπόν να είναι το αντίθετο το στρατιώτη-μηχανή, που στέκεται σούζα μπροστά στον ανώτερό του. Όμως εκείνη η ελευθερία ήταν μια ελευθερία μέσα στα πλαίσια του χιτλερικού στρατού (δεν ήταν λ.χ. κανένας ελεύθερος να λιποτακτήσει!). Στόχος της ήταν να φτιάξει καλύτερους πολεμιστές μέσα στα πλαίσια της ναζιστικής ιδεολογίας και φυσικά στηριζόταν σε μια τρομακτική ψυχολογική χειραγώγηση. Ακριβώς τέτοια είναι η «δημιουργικότητα» και η «αντισυμβατικότητα» του ανθρώπου, που έχει ενσωματωθεί στην τεχνική κοινωνία. Τίποτε άλλο.
Διότι η ίδια η δράση της Τεχνικής είναι το αντίθετο της ελευθερίας, καθώς είναι μια δράση αιτιοκρατίας και αναγκαιότητας. Η Τεχνική είναι ένα σύνολο ορθολογικών, αποδοτικών και αποτελεσματικών μεθόδων, πρακτικών και μηχανισμών. Η σφαίρα του ανορθόδοξου, του τυχαίου και του αυθόρμητου δεν μπορεί να εισχωρήσει σε αυτήν. Έτσι, όσο περισσότερο αυξάνονται στην κοινωνία οι τεχνικές δράσεις, τόσο περισσότερο μειώνεται η ανθρώπινη πρωτοβουλία. Όσο περισσότερο αναγκαζόμαστε να ζούμε σ’ ένα κόσμο τεχνικών απαιτήσεων, τόσο περισσότερο χάνουμε κάθε δυνατότητα ελεύθερης επιλογής και ατομικότητας στη δράση.
Αυτή η ριζική ανελευθερία πολλαπλασιάζεται στη νιοστή από τη στιγμή που, επιπλέον, η Τεχνική μάς παρουσιάζεται σαν κάτι το εντελώς αναγκαίο και αναπόφευκτο. Δηλαδή από τη στιγμή που υιοθετούμε και ενστερνιζόμαστε το ίδιο το τεχνικό πνεύμα ως τη μόνη έγκυρη μορφή αντίληψης των πραγμάτων και στάσης απέναντί τους.
Η κατάσταση του ανθρώπου μέσα στο Τεχνικό Σύστημα.
Έπειτα από όλα αυτά, μπορούμε άραγε να διατηρήσουμε ζωντανή την ελπίδα, που έχει διατυπωθεί τόσο συχνά με ιδεαλιστικό τρόπο, ότι ο άνθρωπος θα «πάρει στα χέρια του», θα διευθύνει, οργανώσει, θα επιλέξει και θα προσανατολίσει ο ίδιος την Τεχνική; Ή μήπως αυτό είναι πια αδύνατον;
Για να απαντήσουμε, οφείλουμε να αναρωτηθούμε πολύ σοβαρά: Ποιος είναι ο άνθρωπος, για τον οποίο λέμε ότι έχει τη δύναμη να επιλέγει, να αποφασίζει, να αναλαμβάνει την πρωτοβουλία και να κατευθύνει τα πράγματα; Ποιος είναι ο σημερινός άνθρωπος;
Πέντε διαπιστώσεις επιβάλλονται:
Πρώτον: Μόλις ο άνθρωπος έρθει στον κόσμο, βρίσκει μπροστά του την Τεχνική: η Τεχνική είναι «ήδη εκεί», είναι το περιβάλλον στο οποίο εισέρχεται, εντάσσεται. Έτσι, πολύ γρήγορα ο άνθρωπος σκέφτεται σύμφωνα με το τεχνικό περιβάλλον. Τον ενδιαφέρει δηλαδή πρωτίστως η άνεση και η αποτελεσματικότητα.
Δεύτερον: Ολόκληρη η εκπαίδευση προετοιμάζει το σημερινό άνθρωπο για να εισέλθει θετικά και αποτελεσματικά στον τεχνικό κόσμο. Ο τεχνικός κόσμος έχει γίνει σε τέτοιο βαθμό περιβάλλον, ώστε σε αυτόν προσαρμόζουμε όλη την κουλτούρα, τις διδακτικές μεθόδους και τις γνώσεις των νέων. Η εκπαίδευση, η μαθητεία, δεν έχουν πια κανένα περιθώριο «αυθαιρεσίας»: πρέπει να είναι αποτελεσματικές.
Τρίτον: Όλοι θεωρούν δεδομένο και αυτονόητο, ότι η Τεχνική ανταποκρίνεται σε ανάγκες και σε σταθερές επιθυμίες του ανθρώπου. Μα η επιθυμία ικανοποιείται σήμερα χάρη στις διάφορες τεχνικές! Ο άνθρωπος της κοινωνίας μας δεν γνωρίζει, πράγματι, και δεν μπορεί να φανταστεί παρά μόνο μια οδό πραγμάτωσης και ικανοποίησης των επιθυμιών του: την τεχνική οδό. Έτσι, η εξύμνηση της επιθυμίας, η ιδέα ότι η «απελευθέρωση της επιθυμίας» μπορεί ν’ αποτελέσει εφαλτήριο ανατροπής του Τεχνικού Συστήματος, ή έστω πρόσκαιρων ρήξεων της κυριαρχίας του, απλώς μας σπρώχνει ακόμα πιο γρήγορα στην τεχνική μεγέθυνση.
Τέλος και κυριότερο όλων: Ο άνθρωπος της κοινωνίας μας δεν έχει καμιά διανοητική, ηθική και πνευματική αναφορά, από την οποία θα μπορούσε αποτιμήσει την Τεχνική και να της ασκήσει κριτική.
Δυο κλασικά σφάλματα.
Το τελευταίο αυτό σημείο είναι εξαιρετικά κρίσιμο, διότι δείχνει το βάθος του προβλήματος: η κυριαρχία του Τεχνικού Συστήματος έχει να κάνει κατά κύριο λόγο με την κατάρρευση των αντιστάσεων του ανθρώπου στο τεχνικό πνεύμα και με την ιεροποίηση της Τεχνικής.
Θα μιλήσουμε γι’ αυτό το καίριο ζήτημα στην παρουσίαση του βιβλίου του Κυριαζόπουλου, όμως εδώ επιβάλλεται να ξεκαθαρίσουμε δυο κλασικά σφάλματα. Το πρώτο αφορά την εσφαλμένη ιδέα, ότι το πρόβλημα δεν είναι η ίδια η Τεχνική αλλά η κακή χρήση της. Από τα προηγούμενα έγινε, ελπίζω, φανερό ότι η αυτόνομη Τεχνική βρίσκεται πέραν της «καλής» και της «κακής» χρήσης, διότι απλούστατα η ανάπτυξή της βρίσκεται πέραν της επιλογής. Σε αυτό ας προσθέσουμε τέσσερεις παρατηρήσεις, που ελέγχουν την ιδέα, ότι μια «καλή» χρήση της Τεχνικής είναι κάτι το εύκολο:
1. Κάθε τεχνική πρόοδος έχει ένα αντίτιμο. Η τεχνική πρόοδος δεν προσθέτει μόνο κάτι κάθε φορά, αλλά ταυτόχρονα αφαιρεί και κάτι άλλο. Ενώ λ.χ. είναι γεγονός ότι έχει προσθέσει σε ό,τι αφορά την αύξηση του μέσου όρου ζωής στις τεχνικά προηγμένες χώρες τουλάχιστον, είναι επίσης γεγονός ότι η γενική κατάσταση της υγείας στις χώρες αυτές έχει γίνει πολύ πιο εύθραυστη: η μείωση της φυσικής καταπόνησης χάρη στην Τεχνική έχει σαφώς δώσει τη θέση της σε μια ακραία νευροψυχική καταπόνηση, επίσης χάρη στην Τεχνική.
2. Η Τεχνική δημιουργεί τα ίδια και περισσότερα προβλήματα από όσα λύνει. Είναι γεγονός ότι κάθε τεχνική εξέλιξη γεννά καινούργια προβλήματα, τα οποία καλείται να λύσει πάντοτε μια άλλη τεχνική εξέλιξη, κ.ο.κ.
3. Τα κακά αποτελέσματα της Τεχνικής είναι αδιαχώριστα από τα καλά. Η αυτοματοποίηση λ.χ. επιταχύνει την παραγωγή αλλά ταυτόχρονα πολλαπλασιάζει την ανεργία. Ο πολλαπλασιασμός της πληροφόρησης παρέχει μια ευρύτερη αντίληψη του κόσμου αλλά ταυτόχρονα τείνει να διασκορπίσει κάθε πνευματική συγκέντρωση.
4. Κάθε τεχνική έχει απρόβλεπτα αποτελέσματα. Δεν υπάρχουν λ.χ. φάρμακα χωρίς παρενέργειες και μάλιστα κάποιες φορές χειρότερες από την ασθένεια που θέλησαν να καταπολεμήσουν. Οι συνέπειες των μεταλλαγμένων τροφίμων, κ.α.
Το δεύτερο σφάλμα είναι σχετικό με το πρώτο. Πρόκειται για την ιδέα, ότι το πρόβλημα δεν είναι η Τεχνική αλλά η (αυτονόητα κακή) χρήση της από τους εκμεταλλευτές και τους εξουσιαστές· ότι, κατά συνέπεια, η ανατροπή τους θα επιτρέψει μια άλλη (καλή) χρήση της Τεχνικής· ότι δηλαδή το πρόβλημα είναι βασικά «ταξικής» ή/και «εξουσιαστικής» φύσης.
Δεν υπάρχει, ασφαλώς, αμφιβολία ότι οι εκμεταλλευτές και οι εξουσιαστές επωφελούνται από την Τεχνική για να επιβάλλονται. Όμως πρέπει να προσέξουμε δυο πράγματα. Πρώτον, ότι και οι ίδιοι οι εκμεταλλευτές και εξουσιαστές είναι ενσωματωμένοι στην τεχνική κοινωνία και έχουν κατακυριευτεί πνευματικά από την Τεχνική. Και δεύτερον, ότι η ιεροποίηση της Τεχνικής ήταν (και σε μεγάλο βαθμό εξακολουθεί να είναι) κοινή στο στρατόπεδο τόσο των εκμεταλλευτών/εξουσιαστών όσο και των αντιπάλων τους. Διότι πράγματι, το ιστορικό ρεύμα που αντιπαρατέθηκε, σ’ ένα κοινωνικό πεδίο, στην εκμετάλλευση και την εξουσίας, ορκιζόταν και αυτό στο όνομα της αγίας Τεχνικής πιστεύοντας πως, χάρη σε αυτήν, η ανθρωπότητα θα πετύχαινε μια υλική αφθονία τέτοια, ώστε θα έληγαν οι κοινωνικές διαιρέσεις και η επιβολή εξουσιών. Ας μην ξεχνάμε ακόμα, ότι οι Ουτοπίες, που οραματίστηκαν (και οραματίζονται ακόμη), δεν είναι ουσιαστικά, μέσα από την «τελειότητα» που τις εμπνέει, παρά αποκυήματα του τεχνικού πνεύματος στο πεδίο της ιδεολογίας ― π.χ. η αντίληψη ότι στην μελλοντική αυτή κοινωνία «δεν θα υπάρχει ανάγκη πολιτικής», ή ότι η ανατροπή έρχεται μέσα από μια «ριζική απελευθέρωση της επιθυμίας», κ.λπ.
Αδιέξοδο;
Δεν υπάρχει λοιπόν καμιά ελπίδα διεξόδου από την κυριαρχία της Τεχνικής; Ο Ελλύλ είναι σαφής: πρώτα-πρώτα δεν υπάρχει καμιά ελπίδα, ούτε δυνατότητα (ούτε και λόγος) επιστροφής σε προ-τεχνικές μορφές κοινωνίας. Ό,τι έγινε, έγινε και πρέπει να σταθούμε σε αυτό που έχουμε τώρα μπροστά στα μάτια μας, χωρίς αδιέξοδες νοσταλγίες κάποιου υποθετικού «χρυσού Αιώνα» του παρελθόντος. Πτήσεις σε χώρες ονείρων δεν μας σώζουν.
Δεύτερον, πρέπει να δούμε ξεκάθαρα τη σημερινή κατάσταση, δηλαδή το Τεχνικό Σύστημα. Διότι μόνο εάν συνειδητοποιήσουμε πόσο απειλεί την ελευθερία μας, ίσως κινητοποιηθούμε και προσπαθήσουμε να το θέσουμε υπό τον έλεγχό μας.
Και τρίτον, στο βαθμό που η κυριαρχία του Τεχνικού Συστήματος προήλθε μέσα από την ιεροποίηση της Τεχνικής, οφείλουμε να προβούμε στην από-ιεροποίησή της. Ο Ελλύλ έχει κάνει, πάνω σε αυτό το ζήτημα, μια πολύ ενδιαφέρουσα παρατήρηση: οτιδήποτε καταλύει ένα ιερό, λέει, γίνεται στη συνέχεια αυτό ιερό στη θέση του. Ο προτεσταντισμός, λ.χ., κατέλυσε την ιερότητα της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας με όπλο τη Βίβλο. Έτσι ιεροποίησε την Βίβλο. Οι φυσικές επιστήμες κατέλυσαν την ιερότητα της Βίβλου και έτσι ιεροποιήθηκε η Επιστήμη. Η Τεχνική κατέλυσε την ιερότητα της Επιστήμης (με όπλο την τεχνική αποτελεσματικότητα) κι έτσι σύγχρονο ιερό έγινε η Τεχνική. Τι θα μπορούσε ν’ αντιπαλέψει την ιερότητα της Τεχνικής;
Εδώ νομίζω όμως ότι χρειάζεται να διατρέξουμε όλη την πορεία αυτής της τελευταίας ιεροποίησης. Και σε τούτο το δρόμο, βοηθός μας θα είναι το βιβλίο του Σπύρου Κυριαζόπουλου. Ίσως μέσα από όλη αυτή τη διαδρομή διακρίνουμε τη «διανοητική, ηθική και πνευματική αναφορά, από την οποία θα μπορούσαμε αποτιμήσουμε την Τεχνική και να της ασκήσουμε ουσιαστικά λυτρωτική κριτική».
πηγή: antifono.gr Σάββατο, 6/2/2010 , «Το Τεχνικό Σύστημα» του Ζακ Ελλύλ (μετάφραση Γ.Δ. Ιωαννίδης, υπό έκδοση)