Νίκος Mαραντζίδης*
Τώρα, που η κρίση υπονόμευσε το βιοτικό μας επίπεδο, εμείς, η καταχρεωμένη σε τράπεζες και πιστωτικές κάρτες μεσαία τάξη, παρατηρούμε τους ηλικιωμένους γονείς μας, οι οποίοι κατάφεραν με κόπους χρόνων να δημιουργήσουν μια κάποια περιουσία, να αντιμετωπίζουν την κατάσταση, αρκετές φορές, με σαφώς καλύτερους όρους από τους δικούς μας. Οι γονείς μας, είτε ήταν υπάλληλοι, είτε επαγγελματίες και επιχειρηματίες, είτε αγρότες, ήταν συνήθως άνθρωποι μετρημένοι. Ζούσαν λιτά, απεχθάνονταν τα δάνεια και τα δανεικά και προγραμμάτιζαν προσεκτικά τη ζωή τους χωρίς σπατάλες. Εχοντας εμπειρίες πολέμων και οικονομικών καταστροφών, αντιμετώπιζαν το μέλλον με συστολή και συγκρατημένη απαισιοδοξία. Ηταν, με άλλα λόγια, συντηρητικοί άνθρωποι.
Η δεκαετία του 1970 παρέσυρε πολύ σύντομα τον συντηρητισμό και κυρίως τις αξίες του. Μια νέα γενιά αισιόδοξων ανθρώπων γεννημένη μετά τον Εμφύλιο, που δεν βίωσε πόλεμο, αναζητούσε να ξεφύγει από το κλειστό και περιοριστικό πλαίσιο της προηγούμενης περιόδου, διψούσε για νέες εμπειρίες και γρήγορη κοινωνική άνοδο. Αυτή η γενιά οικοδόμησε το δικό της αξιακό σύστημα, που επιβλήθηκε εύκολα στις πολιτικές συνθήκες της μεταπολίτευσης.
Μαζί με τα απόνερα, όμως, πετάχτηκε και το μωρό. Σύντομα, τη θέση της αποταμίευσης πήρε ο αχαλίνωτος καταναλωτισμός και ο υπερδανεισμός. Τη θέση πως ο πλούτος δεν φέρνει την ευτυχία διαδέχθηκε η ακόρεστη δίψα για πλούσια ζωή και πολυτελή διαβίωση. Χάρη στα νέα ήθη, η καριέρα έπρεπε να οδηγεί στον γρήγορο πλουτισμό. Το ελληνικό κράτος αποικήθηκε από νεόπλουτες φιλοδοξίες. Ετσι άνθησαν «αεριτζίδικα» επαγγέλματα, ξεφύτρωσε η μανία του χρηματιστηρίου και πολλοί οδηγήθηκαν προς τη διαφθορά και τη λεηλασία δημοσίων πόρων με την απλή, και φθηνή, αιτιολογία πως «μόνο με τον μισθό δεν βγαίνεις».
Μέσα σε όλα αυτά, η αφοσίωση στην ιεραρχία αντικαταστάθηκε από την αντίληψη πως η αναίδεια και η αγένεια απελευθερώνουν. Ενώ η πίστη για την αξία της τήρησης των νόμων κλονίστηκε από την αίσθηση της ατιμωρησίας και την πεποίθηση πως δεν υπάρχουν σαφή όρια πέραν από αυτά που ορίζει το εγώ και η ισχύς του καθενός.
α) Η δικτατορία του 1967, που καταρράκωσε και γελοιοποίησε τις αξίες του ελληνικού συντηρητισμού καθιστώντας τες ανενεργούς, αν όχι γραφικές.
β) Η έλευση στην εξουσία του ΠΑΣΟΚ, το 1981, που είχε εξέχουσα συμβολή στην επικράτηση αυτού του καταναλωτικού σοσιαλ-λαϊκισμού.
Σήμερα, που πρέπει να ξαναχτίσουμε τη χώρα, ας θυμηθούμε, πως, στο παρελθόν, μερικές από τις αξίες του συντηρητικού κόσμου συνέβαλαν να ορθοποδήσει η Ελλάδα σε δύσκολες στιγμές. Αυτό ας το έχουν κυρίως στον νου τους οι Ελληνες συντηρητικοί πολιτικοί, που, έως σήμερα, στην αγωνία τους να δείξουν σύγχρονοι, αποποιήθηκαν τον βασικό πυρήνα της ιδεολογίας τους και μιμήθηκαν, δυστυχώς, τα πιο αρνητικά στοιχεία των αντιπάλων τους προκειμένου να γίνουν αρεστοί. Στο τέλος, και οι μεν και οι δε, συντηρητικοί και σοσιαλιστές, έφτασαν να μοιάζουν σαν δύο σταγόνες νερό.
* Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.
πηγή: http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_2_18/03/2012_476277
«Βερνάρδος ο ερημίτης»
Παλαιότερα διακρίνονταν όχι λίγοι πολιτικοὶ ηγέτες εν πολλοίς,για έμπρακτη ανιδιοτέλεια και ειλικρινὲς πάθος προσφοράς υπηρεσιών στο Λαὸ και στον Τόπο. Όσες φορές οι περιστάσεις απαίτησαν πνεύμα θυσίας, εμφανίσθησαν πραγματικοὶ πολιτικοὶ αγωνιστές, με λιτότητα βίου ως παράδειγμα για τους πολλούς.
Μεταπολιτευτικά όμως (καιροί σοσιαλμανίας και σοσιαλιαστικής δημαγωγίας), περίσσεψε η ευτέλεια στο πλείστο του δημοσίου βίου,του οποίου άλλωστε οι ρίζες του φατριασμοῦ, της ικανοποιήσεως του προσωπικού συμφέροντος και της ευνοιοκρατίας είναι βαθειές, αναγόμενες στο απώτερο παρελθόν.Και η πολιτική ζωή, κατὰ την περίοδο αυτή, ξεπέρασε κάθε όριο ανοχής. Η δημόσια ζωή μετετράπη σε στίβο κομματικών παθών, όπου επιδιώχθηκε η εξασφάλιση, με κάθε θυσία, της κοινωνικής καρριέρας οποιουδήποτε τυχάρπαστου και μέσα στον οποίο αναπτύχθηκε ο φαύλος κομματισμὸς και η αισχρή κομματικὴ και προσωπικὴ συναλλαγή, για να έλθουν στη συνέχεια η ασύστολη λωποδυσία του δημοσίου χρήματος και τα έκδηλα φαινόμενα διαφθοράς και γενικής σήψης.
Και τα φαινόμενα αυτά είναι που διευκόλυναν να εμφανισθεί και κυριαρχήσει, βαθμιαία, εκ των κάτω και σε όλο της το μεγαλείο, η συμπεριφορὰ του λεγόμενου έκτοτε «Ρωμηοῦ» ο οποίος μιμούμενος,στην αντιφατικότητά του, το ήθος των αρχόντων του, προσάρμοσε, αναλόγως και θεμελίωσε τη δική του, ατομικὴ και κοινωνική ζωή, στην «περιρρέουσα» ατμόσφαιρα.Και αυτὰ σε δύο στάδια.
Κατὰ το πρώτο στάδιο, όταν είδε τους επιτήδειους να κυριαρχούν, τους κόλακες, τους κίβδηλους και τους θρασείς να θριαμβεύουν και τους συκοφάντες και ψευδολόγους ν΄αποβαίνουν οι ρυθμιστές της δημόσιας ζωής, δε δίστασε και αυτός, εμφανίζοντας τα αρνητικὰ χαρακτηριστικά του στοιχεία, να επωφεληθεί ατομικά ή συντεχνιακά. Μεταποίησε, έτσι, τα εγγενή του συστατικὰ στοιχεία και, μεταξὺ άλλων,εμφάνισε λ.χ, το περίφημο «φιλότιμό» του σε αναρχικὴ εκδήλωση και τη φιλονομία του σε καταφανή αντίθεση προς το νόμο, ενώ η πατροπαράδοτη ματαιοδοξία του, παρουσίασε εικόνα αρπακτικού «κτητικού» συναισθήματος και η πηγαία του δημιουργικότητα όλα τα χαρακτηριστικὰ καταστρεπτικής μανίας.
Κατὰ το δεύτερο στάδιο, η αχαλίνωτη κρατικοποίηση και η άκρατη επέκταση του δημόσιου τομέα, τον οποίο επέβαλε παντού η σοσιαλιστικὴ δημαγωγία, απορρόφησαν όλη την αυθόρμητη κοινωνικὴ προσπάθεια του νεο-έλληνα- «Ρωμηού» στο ψευδοσοσιαλιστικὸ Κράτος, το οποίο, είχε, κατά τις διακηρύξεις του έτοιμο και πλούσιο συνταγολόγιο προσφοράς ποικίλων εδεσμάτων απ΄το σοσιαλιστικό μαγειρείο…
Ο «Ρωμηός», γοητευμένος,κατ’ αυτὸ τον τρόπο, νόμισε ,ότι, επὶ τέλους,θα ζεί,χωρὶς τίμημα εφεξής πλέον,όχι μέσα στο Κράτος,αλλὰ θα σιτίζεται απὸ το Κράτος, το οποίο θα έπαυε, έτσι, να του είναι και ενοχλητικὸ, ως επιτάσσον, ως επιτρέπον ή απαγορεύον, κατὰ τα διεθνή νόμιμα, και θα παρέμενε,απλώς Κράτος…«παρέχον» μόνο.
Θ΄ αργήσει, βέβαια, αυτός, ν΄ αντιληφθεί ότι οι παροχές αυτού του είδους, είναι δυσβάστακτα για τον ίδιο και τον τόπο βάρη, με τίμημα μάλιστα πολύ βαρύ στην επεκτεινόμενη «σοσιαλιστικὴ» έρημο, τίμημα και κακὸ, σε βάρος του ίδιου του Λαού και του Τόπου, δυσπολέμητο
Σε κάθε περίπτωση, η πρόκληση αυτή υπήρξε γιὰ τον «Ρωμηὸ» μεγάλος πειρασμός. Η διαρκής και ασφαλὴς δυνατότητα που του υποσχόταν η κομματοκρατία ν΄αποκτήσει δηλαδὴ το παν χωρὶς προσπάθεια και αγώνα, αμφιβολία ή κινδύνους (αρκεί να ομαδοποιηθεί στη κομματικὴ «στρούγκα») αποτέλεσε γι΄αυτόν, ευκαιρία να εξασφαλίσει, διὰ βίου, τα προς το ζήν, μη εργαζόμενος και πέρασε έτσι, τον εαυτό του μέσα απ΄το Κράτος, στην κρατικὴ μηχανὴ και στους άλλους δημόσιους Οργανισμοὺς και κρατικές ΄επιχειρήσεις, παντὸς είδους. Ενισχυόμενος δὲ και απ΄τους δημαγωγούς της κομματοκρατίας, έφτασε η στιγμὴ να αισθάνεται ως ο άφρων:«Το Κράτος είμαι εγώ!».
Αφού, πλέον, το Κράτος αυτού του είδους,απογύμνωσε την κοινωνία μέχρι μυελού της, κατέστη, τελικά, το ίδιο παράλυτος οργανισμός, ουσιαστικά, από τον «Ρωμηό», που ενέργησε πάνω σ΄αυτό σαν το μαλακόστρακο «Βερνάρδος ο ερημίτης».
Είναι δε «Βερνάρδος ο ερημίτης»,κατὰ τους φυσιοδίφες,το μαλακόστρακο εκείνο,το οποίο εξοντώνει το μαλάκιο στο όστρακο του οποίου εγκαθίσταται και το οποῖο, χωρίς να μεταβάλλει την εξωτερικὴ εμφάνιση τούτου, καταστρέφει, ολοκληρωτικὰ το εσωτερικό του…
Και, μολονότι διαπιστώνει,τώρα ο ίδιος οτι το κρατικὸ οικοδόμημα είναι ένας ανίκανος σκελετὸς χωρὶς αίμα,με έκδηλα τα επιθανάτια φαινόμενα, αυτός, θεωρώντας βεβαία την καταρρευσή του,καταβάλλει, μανιωδῶς, μεγαλύτερη προσπάθεια απομυζήσεως και της τελευταίας ίκμαδος,τόσον αυτού, όσο και των δημοσίων οργανισμών και άλλων επιχειρήσεων,με την κινητοποίηση των ποικίλων και αντιτιθεμένων συντεχνιῶν του,χωρὶς όμως να παύει και να ανησυχεί για την επιούσα,όταν δηλαδὴ η Ευρωπαϊκὴ ολοκλήρωση θὰ επαναφέρει,επὶ τέλους, τα πράγματα στήν προτέρα κατάσταση του μόχθου και της παραγωγικότητος,αρετές δηλαδὴ τις οποίες έχει ἀποβάλει αυτός.
ΜατθαίοςΧ.Ανδρεάδης
Σας ευχαριστώ και τους δύο δηλαδή τον κύριο Ανδρεάδη και τον κύριο Μαραντζίδη. Μου φτιάξατε το κέφι πραγματικά γιατί κατάλαβα ότι δεν είμαι μόνος μου στην αντίληψη που έχω για την κατάσταση στην Ελλάδα.
Ταυτίζομαι πλήρως με τις θέσεις σας. Αντιστάθηκα όσο μπορούσα στη ζωή μου να μη γίνω οπαδός κανενός και αισθάνομαι δικαιωμένος.
Από τις καλύτερες αναλύσεις που έχω διαβάσει!
Μπράβο!
Πολύ εύστοχη η ανάλυσή σας κύριε Μαραντζίδη! Μπράβο, που “τολμήσατε” να χρησιμοποιήσετε και τη λέξη “συντηρητισμός”!
Νίκος Τζανάκης