Οι δύο όψεις της ατομοκρατίας

0
660

Δ​​εν υπάρχουν ηθικές ή ποιοτικές διαβαθμίσεις του «κακού». Δύσκολο είναι και να οριστεί το «κακό», να συναχθεί ενικός ορισμός μέσα από την πολυμορφία των εκφάνσεων και την ποικιλότητα των εξωραϊσμένων παραπλανητικών μετασχηματισμών του.

Η πανανθρώπινη εμπειρία θα μπορούσε να βεβαιώσει τουλάχιστον τον εντοπισμό της αφετηρίας του «κακού»: Είναι ο δεδομένος στην ίδια τη «φύση» των έμβιων υπαρκτών (στον «τρόπο» της ύπαρξής τους) ατομοκεντρισμός, η έμφυτη, ενστικτώδης ιδιοτέλεια. Για τα άλογα ζώα το να κυριαρχούνται από τις ορμές (αδυσώπητες αναγκαιότητες) της αυτοσυντήρησης και ηδονής, δεν επιδέχεται ηθικό προσδιορισμό, είναι νομοτέλεια. (Κάποια δείγματα τάχα ερωτικής τρυφερότητας ή γονεϊκής φιλοστοργίας ή ευγνώμονης συμπεριφοράς, που συγκινούν τη ρομαντική ζωοφιλία αφελών ανθρώπων, είναι επίσης εκφάνσεις του αδυσώπητου ενστίκτου, τυφλή αναγκαιότητα της φύσης).
Μόνο ο άνθρωπος μπορεί να παράγει «κακό», γιατί μόνο ο άνθρωπος έχει την υπαρκτική δυνατότητα να εναντιώνεται στις ενστικτώδεις ορμές του, να τιθασεύει την ορμέμφυτη ιδιοτέλεια, να ελέγχει τον βιολογικά δεδομένο ατομοκεντρισμό του. Μόνο ο άνθρωπος μπορεί να παραγάγει «κακό», άρα και να αρνηθεί θεληματικά το «κακό» – να αρνηθεί να βλάψει, να βασανίσει, να υποτάξει, να εκμεταλλευτεί, να χρησιμοποιήσει, να συκοφαντήσει, να ταπεινώσει τους προικισμένους με την ίδια δυνατότητα συνανθρώπους του. Και αυτή την ακραιφνώς ανθρώπινη δυνατότητα την ονομάσαμε οι άνθρωποι «ελευθερία». Μόνο ο άνθρωπος, έλεγε ο Jean-Paul Sartre, «μπορεί να μην είναι αυτό που είναι»: να υπάρχει παίρνοντας θεληματική απόσταση από τον φυσικά δεδομένο τρόπο τού να υπάρχει.
Η Ιστορία του ανθρώπου βεβαιώνει ότι αυτή τη μοναδικότητα της ελευθερίας δεν την αντέχει ο άνθρωπος – η ανθρώπινη συλλογικότητα νομοθετεί τις προϋποθέσεις της ελευθερίας, αλλά λειτουργεί, περισσότερο ή λιγότερο, με τους νόμους της ζούγκλας. Πάντως, η προτεραιότητα της ελευθερίας συνεχίζει να βεβαιώνεται εμπειρικά ως ορισμός του «καλού». «Υπάρχει μια και μόνη αληθινή ελευθερία», έγραφε ο Ντοστογιέβσκυ:
«Να ελευθερωθεί ο άνθρωπος από τον εαυτό του». Μόνο τότε φθάνει στην πραγμάτωση της υπαρκτικής του ταυτότητας, στην ενεργητική του ετερότητα από κάθε άλλο έμβιο υπαρκτό. Η ολοκλήρωση της προσωπικής μοναδικότητάς του είναι για τον άνθρωπο το «καλό»: η ελευθερία από τις απρόσωπες ενστικτώδεις ορμές.
Ομως η υποκειμενική πρόσβαση στις οριοθετήσεις της κοινής, από γενιά σε γενιά, εμπειρίας δεν είναι συνάρτηση της απλής κατανόησης ή και της βουλητικής συγκατάθεσης, είναι γνώση που κερδίζεται με το δύσκολο και επίπονο άθλημα της μετοχής στην κοινή εμπειρία. Στους αντίποδες του δυναμικού αθλήματος είναι η υποκατάστασή του (υποκατάσταση της κοινωνούμενης βεβαιότητας) με την ενστικτώδη εγωτική απαίτηση για κατοχή και χρήση από το άτομο της «αλήθειας». Να μεταβάλλεται η αλήθεια, το «καλό», σε ατομική πεποίθηση, τυφλά αποδεκτή βεβαιότητα, εξαναγκαστό κατά πάντων δόγμα, κοσμοσωτήρια ντιρεχτίβα, αυτονόητα επιβαλλόμενο πολιτισμικό «παράδειγμα».
Στο διεθνές πεδίο σήμερα μοιάζει να αντιπαρατίθενται, έτοιμες για μια μέχρις εσχάτων αναμέτρηση, δυο παρατάξεις ή στρατόπεδα: Από τη μια είναι όσοι ταυτίζουν το «καλό», την «αλήθεια», το «νόημα» της ζωής και του θανάτου με μιαν αλάθητη θρησκευτική διδασκαλία και πρακτική. Από την άλλη, στο απέναντι στρατόπεδο, είναι όσοι ταυτίζουν όλα τα παραπάνω με έναν «πολιτισμό»: κοινό τρόπο βίου (οργάνωσης και λειτουργίας του βίου). Κάθε μία από τις δυο παρατάξεις βλέπει στην αντίπαλη παράταξη την πλήρη άρνηση του «καλού», επομένως την ολοκληρία πραγμάτωσης του «κακού». Γι’ αυτό και περιθώριο συμβιβασμού δεν υπάρχει, η ρήξη επέρχεται νομοτελειακά, το ένα από τα δύο στρατόπεδα θα νικήσει, όχι υποτάσσοντας αλλά εξαφανίζοντας το άλλο.
Το αξιοπερίεργο είναι ότι και οι δύο αντιπαρατιθέμενες προτάσεις (η θρησκευτική: Ισλάμ, και η πολιτισμική: Δυτικός Διαφωτισμός) βεβαιώνονται στη θεωρία και στην πράξη, πανομοιότυπα ατομοκεντρικές.
Αποβλέπουν στη θωράκιση και κατασφάλιση του ατόμου, του εγώ. Η θρησκευτική προτείνει έναν κώδικα απαιτήσεων πρακτικής ευσέβειας και πρακτικής συμπεριφοράς, που η τήρησή τους εξασφαλίζει αμέσως στο άτομο την αιώνια «σωτηρία»: ένα ηδονικότατο μεταθανάτιο μέλλον σε γραμμικό χρόνο ατελεύτητο. Η πολιτισμική πρόταση δεν διαθέτει επαγγελίες για το «επέκεινα»: προσφέρει μια ενθαδική εξασφάλιση του ατόμου με νομικές κατοχυρώσεις των δικαιωμάτων του, των ελευθεριών του, των νοσηλευτικών φροντίδων αν τις χρειαστεί, εξασφάλιση της πληροφόρησής του, των άνετων και ταχύτατων μετακινήσεών του, των απεριόριστων ερωτικών του απολαύσεων, της μεγιστοποίησης των καταναλωτικών του δυνατοτήτων κ.ά.α.
Και τα δύο αντίπαλα σήμερα στρατόπεδα ξεκινάνε από το άτομο και στοχεύουν στο άτομο, το κοινωνικό γεγονός (το άθλημα της αυθυπέρβασης του εγώ για τη χαρά και ποιότητα των σχέσεων κοινωνίας) το εκδέχονται μόνο σαν δευτερεύον πλαίσιο του πρωτεύοντος στόχου που είναι η ατομική εξασφάλιση. Αποκαλυπτικό και το δεδομένο της κοινής εκδοχής που έχουν για την ελευθερία οι δύο παρατάξεις: καμιά σχέση με την αντίσταση στις απρόσωπες ορμές - αναγκαιότητες της φύσης. Ελευθερία σήμερα, και για την ατομοκεντρική ισλαμική θρησκευτικότητα και για το ατομοκεντρικό δυτικό «παράδειγμα», είναι η δυνατότητα ατομικών επιλογών. Για τους πρώτους, το άτομο «σώζεται» όταν επιλέξει και κατέχει τις «ορθές» δοξασίες, πεποιθήσεις, δόγματα, πρακτικές θρησκευτικής συνέπειας, αυτοθυσίας στον πόλεμο κατά των απίστων. Ελευθερία, για τους δεύτερους, είναι το εξαναγκαστό κατά πάντων ατομικό δικαίωμα να επιλέγει ο καθένας πολιτικές πεποιθήσεις, κόμμα, εφημερίδα, κοσμοθεωρία, διασκέδαση, σεξουαλική συμπεριφορά – τα πάντα. «Επιλέγω, άρα υπάρχω».
Οταν ο πρωτογονισμός του ατομοκεντρισμού κατοχυρώνεται θρησκευτικά ή πολιτισμικά, δεν υπάρχει περιθώριο να κοινωνηθούν οι διαφορές. Οι τζιχαντιστές απαντάνε με σφαγή (αφανισμό μοναδικών ανθρώπινων υπάρξεων) στην προσβολή του προφήτη τους από το «Charlie Hebdo». Και ένα εκατομμύριο Γάλλοι απαντάνε στη σφαγή βγαίνοντας στους δρόμους, με υψωμένο ένα μολύβι στο χέρι, για να δηλώσουν ότι καθένας τους θέλει να είναι «Charlie»: Να έχει το δικαίωμα, κάθε εγώ, να διακωμωδεί με σεξουαλικές χυδαιότητες τα ιερά και τα όσια λαών και κοινωνιών στη διαδρομή των αιώνων. Το δικαίωμα στην «έκφραση», η αποθέωση της εγωτικής ασυδοσίας, πάνω από κάθε αξία, δηλαδή ποιότητα κοινωνίας τού υπάρχειν.
Θρησκευτικός ή πολιτισμικός, ο ατομοκεντρισμός οδηγεί νομοτελειακά στην απανθρωπία.
Τη σελίδα πλαισιώνουν δύο ζωγραφικοί πίνακες του Θεόδωρου Ράλλη.
πηγή κειμένου: "Η Kαθημερινή" της Κυριακής 22 Νοεμβρίου 2015
Ὁ Χρῆστος Γιανναρᾶς γεννήθηκε τὸ 1935 στὴν Ἀθήνα ὅπου καὶ σπούδασε Θεολογία, ἐνῷ συνέχισε μὲ σπουδὲς Φιλοσοφίας στὴ Βόννη καὶ τὸ Παρίσι. Διδάκτωρ Θεολογίας τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης καὶ Φιλοσοφίας τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Σορβόννης. Διετέλεσε καθηγητὴς φιλοσοφίας στὸ Πάντειο Πανεπιστήμιο Πολιτικῶν καὶ Κοινωνικῶν Ἐπιστημῶν τῆς Ἀθήνας, στὸ Τμῆμα Διεθνῶν καὶ Εὐρωπαϊκῶν Σπουδῶν. Ἐπίσης, ἔχει διδάξει βυζαντινὴ θεολογία καὶ Φιλοσοφία στὸν Ἅγιο Σέργιο Παρισίων, στὸ Ἰνστιτοῦτο Οἰκουμενικῶν Σπουδῶν (Παρίσι), στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ τῆς Γενεύης, στὴ Φιλοσοφικὴ Σχολὴ Κρήτης (Ρέθυμνο) κ.ἀ.

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ