O Giorgio Agamben και η μεσσιανικότητα του «ὡς μή»
Μελετώντας τον Giorgio Agamben (γ. 1942), μεταβαίνουμε στο ψυχικό τοπίο ενός αριστερού χριστιανού που δεν θέλει να αντικαταστήσει μια υπάρχουσα εξουσιαστική εγκόσμια τάξη με μια άλλη, αλλά περισσότερο να προβληματιστεί για το τι σημαίνει το μεσσιανικό, τόσο ως προς τον χρόνο, όσο και ως προς τις τάξεις της ανθρωπότητας. Βρισκόμαστε, λοιπόν, κάπως πιο μακριά από ένα παραδοσιακό κομμουνιστικό όραμα, και πιο κοντά σε έναν μεσσιανικό αναρχισμό, διαλεγόμενο πάντως με τον μαρξισμό. Θα εξετάσουμε εδώ το έργο του Ο χρόνος που απομένει. Σχόλιο στην Επιστολή προς Ρωμαίους, καρπό σεμιναρίων που έλαβαν χώρα στα έτη 1998-1999, και με τα οποία διαλέγεται με στοχαστές που ασχολήθηκαν προηγουμένως με τον Παύλο και το μεσσιανικό, όπως ο Walter Benjamin, o Jacob Taubes και ο Alain Badiou.
Η κριτική του στον Badiou είναι σαφής και οξεία. Ο Agamben θεωρεί ότι όταν ο Badiou θέτει ως σκοπό του Παύλου τον «ουνιβερσαλισμό», δηλαδή την καθολικότητα της ανθρωπότητας, χάνει το νόημα του ποια είναι η βαθύτερη υφή του μεσσιανικού. Για τον Agamben δεν υπάρχει «καθολικός» άνθρωπος, ή «καθολικός» χριστιανός «πίσω» ή «πάνω» από τον Έλληνα και τον Εβραίο. Αυτό που υπάρχει είναι ένα υπόλοιπο, ένα «λεῖμμα» κατά τον θεολογικό όρο, που σημαίνει την αδυναμία για τον Έλληνα και τον Εβραίο να ταυτιστούν με τον εαυτό τους. Το μεσσιανικό δεν σημαίνει, λοιπόν, τον καθολικό άνθρωπο, αλλά το ότι ο Εβραίος είναι πλέον «ὡς μὴ» (Α΄ Κορ. 7,29-31) Εβραίος, και ο Έλληνας «ὡς μὴ» Έλληνας. Σε μια τελική καθολικότητα με πλατωνίζοντα χαρακτηριστικά, ο Agamben αντιπαραθέτει τις παύλειες διερωτήσεις τι είναι η μεσσιανική ζωή και ποια είναι η δομή του μεσσιανικού χρόνου. Υπενθυμίζει ότι Χριστός δηλαδή ο φέρων το χρίσμα είναι η ελληνική μετάφραση του Μεσσία (mašiah) που σημαίνει επίσης τον κεχρισμένο. Το να είναι κανείς χριστιανός σημαίνει επομένως να ζει με μεσσιανικό τρόπο· το οποίο είναι πρώτα από όλα μια κλῆσις (Ρωμ. 1,1).
Μέσα από την ιστορία και τις περιπέτειες του όρου αυτού μπορούμε και να παρακολουθήσουμε το θέμα μας, δηλαδή την επικαιρότητα του Παύλου στη συνάφεια του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού (σ. 39-68). Η μετάφραση του κλῆσις από τον Λούθηρο ως Beruf, λέξη που έχει και την σημασία του «επαγγέλματος» στα γερμανικά, είχε ως συνέπεια μια ιδιάζουσα προτεσταντική σωτηριολογία, που σύμφωνα με την κλασική θέση του Max Weber βρίσκεται πίσω από την ανάπτυξη του σύγχρονου καπιταλισμού. Ήτοι το επάγγελμα καθίσταται μια εκκοσμικευμένη μεσσιανική κλήση για σωτηρία. Αυτό όμως σημαίνει ότι η εκκοσμικευμένη σωτηριολογία του καπιταλισμού βασίζεται στην πλήρη αντιστροφή της παυλείου έννοιας. Η κλῆσις στον Παύλο σημαίνει την ανάκληση των επιγείων κλήσεων. Σημαίνει την εισαγωγή ενός μεσσιανικού χρόνου, όπου ο κάθε φορέας ενός επαγγέλματος θα είναι «ὡς μὴ» έχων το επάγγελμα αυτό. Ο προτεσταντικός συμφυρμός μεσσιανικής κλήσεως και εγκόσμιου Beruf ήταν αυτός που κατέστησε τον νεωτερικό καπιταλισμό μια προδοσία του αυθεντικού μεσσιανικού. Το τελευταίο έγκειται στην ἐκ-κλησίαν ως μια μεσσιανική κοινότητα, δηλαδή ως ένα σύνολο μεσσιανικών κλήσεων. Η ερμηνεία του Agamben, όμως, είναι ότι αυτές οι κλήσεις δεν έχουν ένα συγκεκριμένο εναλλακτικό περιεχόμενο. «Ἕκαστος ἐν τῇ κλήσει ᾗ ἐκλήθη, ἐν ταύτῃ μενέτω» (Α΄ Κορ. 7,20) παροτρύνει ο Παύλος. Επομένως, η Εκκλησία αποτελεί μία κλῆσιν των κλήσεων, δεν αντικαθιστά τις υπάρχουσες κλῆσεις με άλλες, αλλά τις καλεί υπό το πρίσμα του «ὡς μὴ» που τις σχετικοποιεί δραστικά την στιγμή ακριβώς που τις παραδέχεται. Σύμφωνα με το Α΄ Κορ. 7,29-32 η μεσσιανική κλήση είναι η ανάκληση των κλήσεων, και το μεσσιανικό δεν είναι το σχῆμα ενός άλλου κόσμου, αλλά το πέρασμα («παραγωγή») του σχήματος αυτού του κόσμου. Το μεσσιανικό σημαίνει, λοιπόν, την απάλειψη της κατοχής των όντων, που θυμίζει στον Agamben την φραγκισκανική αντίθεση μεταξύ της χρήσεως (usus) και της κατοχής ή κυριαρχίας (dominium), (κάπως παρόμοια με την διάκριση μεταξύ επικαρπίας και κυριότητας ή ιδιοκτησίας), από τις οποίες μόνο η πρώτη θεωρείται συμβατή με την αυθεντικά χριστιανική ζωή.
Ο όρος κλῆσις γνωρίζει μια επιπλέον ενδιαφέρουσα ιστορική περιπέτεια. Όπως παρατηρεί ο Weber, o Διονύσιος Αλικαρνασσεύς παρετυμολογεί την λατινική λέξη classis από το κλῆσις. Το classis σήμαινε αρχικά την κλήση των πολιτών να υπηρετήσουν στον στρατό, κάτι παρόμοιο δηλαδή με αυτό που και σήμερα στην Ελλάδα λέμε κλάση. Αυτό όμως που έχει περισσότερο ενδιαφέρον είναι ότι ο Karl Marx χρησιμοποίησε τον λατινογενή όρο Klasse για να αντικαταστήσει τον γερμανικό συνώνυμο όρο Stand που χρησιμοποιούσε ο Hegel. Η διαφορά είναι σημαντική: Η λέξη Stand σημαίνει μία σταθερή θέση μέσα σε μία κοσμική τάξη, η οποία ταυτίζεται με τον φορέα της. Αντιθέτως, η λέξη Klasse μας εισάγει στον διχασμό μεταξύ του ατόμου και της κοινωνικής τάξης. Ο διχασμός αυτός είναι κατ’ αρχήν σύμπτωμα της νεωτερικότητας και της αστικής τάξης που μέσα από την καπιταλιστική εκβιομηχάνιση φέρνει το τέλος των ακίνητων φεουδαρχικών ταυτίσεων. Στην συνέχεια, όμως, είναι το προλεταριάτο αυτό που καλείται να γίνει η κλῆσις που θα φέρει την έξοδο από τις κλήσεις, σε μία αυθυπερβατική διαλεκτική προς την αταξική κοινωνία. Συνεπώς, σύμφωνα με μια βασική θέση του Walter Benjamin, η μαρξιστική αταξική κοινωνία, ερχόμενη διά του προλεταριάτου, αποτελεί μία εκκοσμίκευση του μεσσιανικού. Ο Agamben συμπληρώνει ότι το προλεταριάτο μπορεί να εννοηθεί ως μία νέα μεσσιανική εκκλησία και με την εξής έννοια: Όπως ο κλητός στην εκκλησία συσταυρώνεται (Ρωμ. 6.6) για να συναναστηθεί, παρομοίως ο προλετάριος απελευθερώνεται μόνο αφού αυτοκαταργηθεί. Για τον αυθεντικό μαρξισμό, το προλεταριάτο είναι μια στρατηγική διαλεκτική έννοια, και όχι μία ουσιοκρατική ταυτότητα, όπως κατάντησε, δηλαδή μία σταθερή τάξη που διεκδικεί δικαιώματα εντός του καπιταλιστικού συστήματος. Η θεώρηση αυτή του Agamben, που την παραλαμβάνει εν πολλοίς από τον Benjamin, ανοίγει τον δρόμο για να θεωρήσουμε ως μεσσιανική εκκλησία το «λεῖμμα» των τάξεων. «Τὰ μὴ ὄντα», οι «ανύπαρκτοι» που διάλεξε ο Θεός (Α΄ Κορ. 1,28) μπορούν, λοιπόν, να θεωρηθούν ότι είναι ένα υπόλοιπο που απομένει από τις υπάρχουσες κλήσεις ή τάξεις (με την έννοια είτε του όρου Klasse είτε του όρου Stand). Είναι βασικά τα σκουπίδια, ή, κατά την έκφραση του Παύλου, τα «περικαθάρματα» (Α΄ Κορ. 4,13). Στην εποχή μας μια μεσσιανική εκκλησία θα αποτελείτο από τα απορρίμματα του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, που παίζουν όμως καθοριστικό ρόλο στην ιστορική του εξέλιξη, από τους αλλοδαπούς εργαζομένους χωρίς χαρτιά, από τα θύματα trafficking χωρίς διαβατήρια, από τις καραβιές προσφύγων, από τα διαπομπευμένα εξιλαστήρια θύματα ή τα ανώνυμα θύματα εμπορίου οργάνων, από όλους όσους πετιούνται ως χωρίς ορατή ταυτότητα στην εποχή του απόλυτου Πανοπτικού.
Η ίδια λογική ισχύει και για τον μεσσιανικό χρόνο. Ο Agamben διακρίνει κατ’ αρχήν ανάμεσα στον χρόνον που είναι ο χρόνος της Δημιουργίας μεταξύ της αρχής και της ανάστασης, και του ἐσχάτου που είναι το τέλος του χρόνου με το οποίο ασχολείται η Αποκαλυπτική. Ο μεσσιανικός χρόνος είναι σαν ένα λεῖμμα, ή ένα σκουπίδι χρόνου, που απομένει από την παραπάνω διάκριση, δηλαδή είναι ο «χρόνος που μας μένει» σύμφωνα με τον τίτλο του βιβλίου, όταν έχει συμβεί η ανάσταση. Ο μεσσιανικός χρόνος είναι ο «νῦν καιρός», ο «συνεσταλμένος καιρός», ο οποίος δεν ταυτίζεται κατά τον Agamben ούτε με τον χρόνο, ούτε με τα έσχατα και τον «μέλλοντα αἰῶνα». Ο μεσσιανικός καιρός είναι ένας χρόνος μέσα στον χρόνο, είναι ο χρόνος που χρειαζόμαστε για να τελειώσουμε τον χρόνο. Θα μπορούσε επίσης να θεωρηθεί και ως ένα είδος ἀνακεφαλαιώσεως του χρόνου, όπως, για να φέρουμε ένα παράδειγμα, όλη η ζωή περνά μπροστά από τα μάτια όσων αντιμετωπίζουν έναν έντονο κίνδυνο θανάτου.
Σύντομη κριτική επισκόπηση: Επικεντρώνοντας στον μεσσιανικό χρόνο ο Agamben προσφέρει κάποιες παύλειες διοράσεις για τον καπιταλισμό. Αφενός ο καπιταλισμός θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μία αντιστροφή του παύλειου μεσσιανικού, καθώς επικεντρώνει στην εγκόσμια σωτηριολογία της κλήσης, την οποία ο Παύλος «μηδενίζει» με το «ὡς μὴ». Αφετέρου, όμως, η ίδια η κινητικότητα του καπιταλισμού, την οποία ο Badiou επικρίνει ως αφηρημένη κυκλοφορία, δημιουργεί μια απόσταση ανάμεσα στο άτομο και την κοινωνική του κλήσιν. Θα λέγαμε κάπως σχηματικά ότι σε αντίθεση με την φεουδαρχία, όπου ο ευγενής είναι απλώς ευγενής, στον καπιταλισμό ο εργάτης δεν είναι απλώς εργάτης, δεν μπορεί να συμπέσει απολύτως με τον εαυτό του, είναι και «ὡς μὴ» εργάτης. Ο Agamben διαθέτει, λοιπόν, μια διαλεκτική αιχμή στην σκέψη του: Μία αρχική αποστασιοποίηση προκαλείται από τον ίδιο τον καπιταλισμό, όπου εν συνεχεία μία κλήση που είναι το απόρριμμα των άλλων κλήσεων, όπως το προλεταριάτο κατά τον Benjamin, μπορεί να αυθυπερβαθεί στην κατεύθυνση της εξόδου από τις κλήσεις. Από την άλλη, όμως, η σκέψη του μπορεί να οδηγήσει σε έναν αναρχομηδενισμό, όπου από φόβο μήπως στην ανατροπή μιας υφιστάμενης τάξης δημιουργήσουμε μια άλλη τάξη εξουσίας, αποφεύγουμε, ασκούμε «εποχή» από το να εντοπίσουμε μία ορισμένη κλήση ως επαναστατικό υποκείμενο, και περιοριζόμαστε στο να «μηδενίζουμε» τις υφιστάμενες κλήσεις με το παύλειο «ὡς μὴ», σύμφωνα με μια χαϊντεγγεριανή θεώρηση ότι το αυθεντικό είναι απλά ένας άλλος μηδενίζων τρόπος του ίδιου αναυθεντικού περιεχομένου. Παρεμπιπτόντως, θα ήταν εδώ εξαιρετικά ενδιαφέρουσα μία σύγκριση της σκέψης του Agamben με την σκέψη του Μαξίμου του Ομολογητή, όπου το μεσσιανικό σημαίνει απλώς αλλαγή τρόπου της φύσης, και όχι του λόγου, δηλαδή του λογικού περιεχομένου της, το οποίο και μένει το ίδιο. Επίσης, με τα μαξιμιανά τρισσά σχήματα χρόνος- αἰών- ἔσχατον και ἕκτη- ἕβδομη- ὄγδοη ἡμέρα που έχουν κοινά με την τρισσή διάκριση του Agamben μεταξύ χρόνου- μεσσιανικού καιρού και εσχατολογίας. Σε κάθε περίπτωση, ένα σημαντικό ερώτημα που προκύπτει από την σκέψη του Agamben είναι το τι συνιστά το «λεῖμμα» και το σκουπίδι, το «περικάθαρμα» του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού επί του οποίου θα μπορούσε και να οικοδομηθεί η μεσσιανική εκ-κλησία.
πρώτη δημοσίευση Σύναξη τ. 131 Σεπτέμβριος 2014, σ. 38-51.
Το Α΄μέρος είναι εδώ
πηγή: Αντίφωνο
Πολύ καλή ανάλυση, εύγε. Χρειάζεται πολύ τέτοιες αναλύσεις η χριστιανική σκέψη και θεολογία, που είναι ακόμη εγκλωβισμένη στα σχήματα του 1960.
Μια παρατήρηση μόνο: ίσως το παύλειο “ὡς μή” να μπορούσε να ερμηνευθεί και ως μια “εξουδετέρωση του μεσσιανισμού”, κατά τη λογική του Ε. Λεβινάς (“neutralisation du méssianisme”):
για τον “καινό άνθρωπο” του Ευαγγελίου, η καθημερινή ηθική πράξη είναι πάνω από όλες τις πολιτικές σκοπιμότητες και τους συσχετισμούς δύναμης.
Μιχάλης Πάγκαλος
Αυτό το μικρό απόσπασμα προέρχεται από το σημαντικό βιβλίο του Βλαδίμηρου Λόσκι “κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού”, κεφ. IX
Ἡ «χριστιανικὴ παγκοσμιότης» —ἐνεργὸς παγκοσμιότης ἢ δυνάμει ὑπάρχων οὐνιβερσαλισμὸς— πρέπει νὰ διακριθῇ τῆς καθολικότητος. Εἶναι μία συνέπεια τῆς καθολικότητος, ἕν χαρακτηριστικὸν τὸ ὁποῖον ἀπορρέει ἀναγκαίως ἐκ ταύτης, εὑρισκόμενον ἀδιασπάστως συνδεδεμένον μὲ τὴν καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας, μὴ ὂν ἄλλο τι, εἰμὴ ἡ ἐξωτερική, ἡ ὑλικὴ ἔκφρασις αὐτῆς. Ἡ ἰδιότης αὐτὴ ἔλαβε, ἀπὸ τὰ πρῶτα ἔτη τῆς Ἐκκλησίας, τὸ ὄνομα τῆς «οἰκουμενικότητος».
Ὅταν ὁ ἅγιος Μάξιμος, εἰς τὸν ὁποῖον ἡ ἐκκλησιαστικὴ παράδοσις ἀπένειμε τὸν τίτλον τοῦ Ὁμολογητοῦ, ἀπήντησεν εἰς ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἤθελον νὰ τὸν βιάσουν νὰ ἔλθῃ εἰς κοινωνίαν μὲ τοὺς μονοθελήτας: «Καὶ ἐὰν ἀκόμη ἡ οἰκουμένη πᾶσα ἤρχετο εἰς κοινωνίαν πρὸς ὑμᾶς, ἐγὼ μόνος δὲν θὰ ἐκοινωνοῦσα», ἀντέτασσε τὴν καθολικότητά του εἰς μίαν εἰκαζομένην αἱρετικὴν οἰκουμενικότητα.
Πῦρ ἦλθον βαλεῖν ἐπὶ τὴν γῆν (Λουκ.ιβ 49), διὰ νὰ δηνηθῇ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα νὰ κατέλθῃ ἐπὶ τῆς ἐκκλησίας.
Ευχαριστώ για τα σχόλια! Μιχάλη, έχω την εντύπωση ότι ο Agamben μάλλον προχωρά σε μία επανερμηνεία του ίδιου του μεσσιανικού, ώστε το ίδιο το μεσσιανικό να μην σημαίνει τις “πολιτικές σκοπιμότητες και τους συσχετισμούς δύναμης” που “εξουδετερώνονται” κατά τον Levinas, αλλά ένα “ὡς μὴ” που το ίδιο εξουδετερώνει. (Άλλωστε αναφέρω τις διαφορές του Agamben από τον Badiou και θα ακολουθήσει σε προσεχές κείμενο και σύγκριση με τον Zizek). Τώρα αν μπορεί αυτό το “ὡς μὴ” να εννοηθεί στον Agamben ως μια “ηθική πράξη” αυτό είναι μια μεγάλη κουβέντα που σχετίζεται και με το πώς εκλαμβάνουμε την ηθική, πόσο πεπερασμένη ή άπειρη, καταφατική ή αποφατική κ.τ.ό.
Αγαπητέ Διονύση,
δύο παρατηρήσεις μόνο.
α) σπεύδω να διορθώσω για τον Λεβινάς: όχι “εξουδετέρωση” αλλά “ουδετεροποίηση” του μεσσιανισμού, διότι εξουδετέρωση θα σήμαινε εξαφάνιση, μηδενισμό, ενώ η “ουδετεροποίηση” ή, καλύτερα ακόμη, η “υπέρβαση του μεσσιανισμού” για την οποία μιλά ρητά ο ίδιος ο Λεβινάς δεν σημαίνει την καταστροφή του -δεν είναι α-πολιτική ή αντιπολιτική η σκέψη του- αλλά σημαίνει ακριβώς την ανωτερότητα της ηθικής επί της πολιτικής. (Βλ., εδώ και το κείμενο του Στ. Ζουμπουλάκη, “Εμμανουήλ Λεβινάς: η υπέρβαση του μεσσιανισμού”, στο “Η μεσσιανική ιδέα και οι μεταμορφώσεις της”, Άρτος Ζωής, 2011, σ. 424-437).
β) Εγώ ανέφερα την προτεραιότητα της ηθικής στο ίδιο το Ευαγγέλιο και τον Απ. Παύλο, κάτι που είναι βέβαιο και ασφαλές. Χριστιανισμός χωρίς καθημερινή θυσία για τον άλλο άνθρωπο είναι απλώς μια γραφειοκρατία ή μια άδεια ρητορεία. Από εκεί και πέρα είναι ένα άλλο θέμα πως καταλαβαίνουν αυτή την προτεραιότητα οι φιλόσοφοι. Ο π. Φραγκίσκος που καλεί τους επισκόπους και τους ιερείς να “σκονίσουν τα παπούτσια τους” και να βγουν από τα μέγαρα και τα γραφεία τους να “γιατρέψουν τις πληγές των ανθρώπων”, φαίνεται πάντως να έχει καταλάβει αυτή την προτεραιότητα της ηθικής στο Ευαγγέλιο του Χριστού και ας ψάχνουν μάταια οι φιλόσοφοι και οι θεολόγοι εις τον αιώνα τον άπαντα να βρουν αν είναι “οντική” ή “οντολογική”…
Καλή Ανάσταση!
Αγαπητέ Διονύση, δύο παρατηρήσεις μόνο. α) σπεύδω να διορθώσω για τον Λεβινάς: όχι “εξουδετέρωση” αλλά “ουδετεροποίηση” και καλύτερα ακόμη υπέρβαση (dépassement) του μεσσιανισμού, όπως λέει και ο ίδιος στο περίφημο κείμενό του ‘Textes messianiques.’ Βλ. σχετικά και Σταύρος Ζουμπουλάκης, “Εμμανουήλ Λεβινάς: η υπέρβαση του μεσσιανισμού” στο “Η μεσσιανική ιδέα και οι μεταμορφώσεις της”, εκ. Άρτος Ζωής, 2011, σ. 424-437.
Η λεβινασιανή “υπέρβαση αυτή του μεσσιανισμού”, χωρίς να είναι α-πολιτική ή και αντι-πολιτική είναι, κατά τη γνώμη μου, πολύ κοντά στην χριστιανική, βιβλική και πατερική σκέψη για την οποία ο άλλος έχει πάντα προτεραιότητα έναντι του εγώ και, προπαντός, κοντά στο ίδιο το Ευαγγέλιο και την ηθική της θυσίας και της αγάπης για τον ελάχιστο αδελφό (βλ. Ματθαίος 25, 11-36).
Χωρίς την ηθική αυτή ο χριστιανισμός καταντά είτε μια νεκρή γραφειοκρατία είτε μια φιλοσοφία “πνευματικών ασκήσεων” για σοφούς, όπως ήταν, λ.χ. ο στωικισμός. Κάνουν μέγα λάθος όσοι νομίζουν ότι μπορούν να ερμηνεύσουν τους Πατέρες χωριστά από τη Βίβλο (εφόσον όλοι ανεξαιρέτως γράφουν για τη Βίβλο και την ερμηνεύουν) και τη σχέση με τον Θεό χωριστά από αυτή τη βιβλική ηθική. Η ίδια η άσκηση είναι, για τους Πατέρες, μέρος της ηθικής συγκρότησης του προσώπου και της τάξης της καλοσύνης.
Η χαρά του Ευαγγελίου, η αναστάσιμη χαρά είναι η χαρά της ηθικής πράξης πέρα από κάθε συσχετισμό και κάθε ολότητα ισχύος (εθνικής, θρησκευτικής, πολιτικής κ.ά), η χαρά της προσφοράς στον αδελφό, τον ξένο και τον φτωχό.
Μιχάλης Πάγκαλος
Αγαπητέ Holy Joy, το παράδειγμα του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού που φέρνεις είναι πολύ εύστοχο ως προς το θέμα μας. Στην εποχή του ο Μάξιμος αντιστάθηκε σε μια άνωθεν επιβαλλόμενη από το κράτος έννοια ελληνορωμαϊκής οικουμένης που απαιτούσε μια άνωθεν επιβαλλόμενη συναίνεση. Ο ίδιος εξέφρασε την καθολικότητα της πίστης της Εκκλησίας. Κάνοντάς το απερρίφθη από το βυζαντινό κράτος αλλά ακόμη και από τα Πατριαρχεία της εποχής του, που μετά από αφόρητη πίεση (συμπεριλαμβανομένων και συλλήψεων και φυλακίσεων λ.χ. του Πάπα Ρώμης) είχαν προσαρμοστεί στη θέληση του Αυτοκράτορα. Τελικά πέθανε ο Μάξιμος ως “αιρετικός” στην εποχή του. Λίγα χρόνια αργότερα όμως δικαιώθηκε μετά θάνατον από την Στ’ Οικουμενική Σύνοδο ως ο όντως ορθόδοξος. Είναι μια από τις περιπτώσεις που η καθολικότητα σώζεται στο “λεῖμμα”, στο απόρριμμα της οικουμενικότητας του κόσμου και αυτό φαίνεται εκ των υστέρων, όπως λένε οι στοχαστές που αναλύω (Μπαντιού- Αγκάμπεν). Το πράγμα βέβαια περιπλέκεται από το γεγονός ότι στην εποχή του Μαξίμου είχαμε μάλλον μια κατακρήμνιση της οικουμενικότητας της εποχής, δηλαδή της ελληνορωμαϊκής Μεσογείου υπό το βάρος των Περσικών και Αραβικών εισβολών οπότε το διακύβευμα στη ρήξη αυτοκρατορίας και Μαξίμου ήταν αν θα σωζόταν η αυτοκρατορία μέσω της άνωθεν επιβαλλομένης συναίνεσης και της σιωπής ή μέσω μιας απερριμμένης λειμματικής καθολικότητας που θα διέσωζε όμως όλες τις φωνές, ακόμη και των χαμένων παραδόσεων, όπως προσπάθησε να κάνει ο Μάξιμος. Το αποτέλεσμα ήταν να εκφραστεί η εκκλησιαστική καθολικότητα (συμπεριλαμβανομένων και των ιστορικώς ηττημένων) από το απερριμμένο λεῖμμα του Μαξίμου, όμως και να ηττηθεί εντέλει κρατικά και το Βυζάντιο που έχασε τις επαρχίες της Αιγύπτου, της Παλαιστίνης και της Συρίας.
Πραγματικά, διαβάζοντας το άρθρο σας το πρώτο που μου ήρθε στο μυαλό είναι το εν λόγω βιβλίο του Βλαδίμηρου Λόσκι, τα κεφάλαια ΙΧ και Χ, στα οποία ερμηνεύει την τρίτη ιδιότητα της εκκλησίας, την καθολική “συνείδηση” με έναν τρόπο ο οποίος προσιδιάζει σε αυτόν που ο Agamben ερμηνεύει ως μεσσιανικό χρόνo. Ειλικρινά, μπορώ να πω ότι δεν έχω διαβάσει Agamben, παρ’ όλα αυτά, το βιβλίο του “The Time That Remains” θα είναι το πρώτο που θα επιχειρήσω να διαβάσω διότι μια τέτοια προσέγγιση είναι πραγματικά βαθυστόχαστη, όπως και η ερμηνεία του Λόσκι.