Στον άγιο Μάξιμο Ομολογητή αναπτύσσεται επαρκέστερα μια τριαδική ψυχολογία του ανθρώπου που θεωρείται ως εἰκών του Τριαδικού Θεού, αν και η ψυχολογία αυτή βρίσκεται εν γένει στη νηπτική παράδοση πριν και μετά τον Ομολογητή του 7ου αιώνα, και δη στην Αλεξανδρινή. Ειδικά στη σχέση του νοῦ με τον λόγον εντοπίζονται στοιχεία από τη σύνθεση Ιουδαϊσμού και Ελληνισμού που επεχείρησε ο σύγχρονος του Χριστού φιλόσοφος Φίλων ο Αλεξανδρεύς (20 π.Χ.-45 μ.Χ.), τα οποία μετά κληροδοτούνται στην πατερική Αλεξανδρινή παράδοση με έσχατο χρονικά κληρονόμο της παράδοσης αυτής τον άγιο Μάξιμο. Ο λόγος διαθέτει μια μεγάλη πολυσημία καθώς ενώνονται σε αυτόν διαφορετικά ελληνικά και σημιτικά στοιχεία. Ο άγιος Μάξιμος συνδέει τον νου με την όραση και τον λόγο με την ακοή[1]. Με την έννοια αυτή, το ελληνικό αίτημα του ειδητικού νου που οράται τη διαύγαση της αλήθειας συνδέεται με τη σημιτική εικονοκλαστική έμφαση στον Λόγο του Θεού, που ακούγεται στην έρημο και την ερημία του ανθρώπου και τον απελευθερώνει από τα είδωλα του κόσμου. Όμως, ο Λόγος του Κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγελίου και των Πατέρων δεν είναι ο άσαρκος εικονοκλαστικός Λόγος του Ιουδαϊσμού και αργότερα του Ισλάμ. Είναι ο Χριστός ως Λόγος του Θεού που σαρκούται και έτσι εικονίζει τον Θεό μέσα στον κόσμο. Στη χριστιανική Τριαδολογία, θεολογική και ανθρωπολογική/ψυχολογική, υπερβαίνεται ο μονοθεϊσμός του Ιουδαϊσμού.
Στο τριαδικό αρχέτυπο, ο Πατήρ ως Νοῦς γεννά τον Λόγον στην αΐδιο Τριαδολογία, ενώ στην Οικονομία είναι η απλότητα της πρωταρχικής εὐδοκίας. Ο γεννώμενος Λόγος είναι το Πρόσωπο που αὐτουργεῖ τόσο τη δημιουργία όσο και την Ενσάρκωση, καθώς μόνο Αυτός γίνεται μέρος της Ιστορίας. Ο Λόγος μορφώνει σε συγκεκριμένους λόγους τῶν ὄντων τα θελήματα του Θεού που αποτελούν πρωταρχικές απλές ευδοκίες του Πατρός. Στον εικονισμό τώρα της Τριάδας στην ανθρώπινη ψυχή και πάλι ο νοῦς είναι μια απλούστατη πρωταρχή της ψυχής η οποία εκφράζεται ως μορφωμένος ἐνδιάθετος και προφορικὸς λόγος. Ο λόγος στην Πατερική του σημασία έχει όχι μόνο το σημιτικό στοιχείο της υπερεικονικής και αποφατικής απεύθυνσης στην ακοή, αλλά και το ελληνικό στοιχείο της συγκεκριμένης εικονικής μόρφωσης. Μέσα από τον λόγο συνομιλούμε αλλά και μορφώνουμε τον νου μας, ο οποίος καθ’ αυτόν παραμένει μία απλή δύναμις. Το Πνεῦμα στον μεν Θεό προβάλλεται αϊδίως από τον Πατέρα μαζί με τη γέννηση του Λόγου και στην Οικονομία συνεργεῖ και τελειεῖ το σχέδιο του Θεού προς την εσχατολογική του ολοκλήρωση. Στον δε άνθρωπο είναι ως μία πνοή, σύμφωνα με την ετυμολογική του σημασία, η οποία συνοδεύει τον λόγο, εκπορευόμενη από τον απλό νου και κινεί ως ζωτική και πνευματική κοσμοποιός δύναμις τον σύνολο άνθρωπο προς την πραγμάτωση σκοπών στο πλαίσιο μιας εσχατολογικής τελεολογίας. Βεβαίως, η ανθρώπινη ψυχολογική Τριαδολογία είναι μια εικόνα της Θεότητας, που δεν την εξαντλεί· αλλιώς ελλοχεύει ένας επικίνδυνος ανθρωπομορφισμός. Ταυτοχρόνως, όμως, είναι σημαντικό να πούμε ότι στον άγιο Μάξιμο ο συσχετισμός αυτός ψυχής και Τριάδας είναι παραπάνω από μια ποιητική εικόνα αλλά και παρακάτω από ένα σχολαστικό σύστημα εξαντλητικών αναλογιών μεταξύ ανθρώπου και Θεού. Είναι ένας καρπός νηπτικών ενδοσκοπήσεων της ανθρώπινης ψυχής στην οποία δίνεται η διέξοδος του περάσματος από ένα αποφατικό κατ’ εἰκόνα σε ένα συγκεκριμένο εκκλησιαστικό καθ’ ὁμοίωσιν της εν Χριστώ ζωής.
Η κλήση του ανθρώπου είναι να στρέψει τον νου του προς τον Θεό αντί για τον κόσμο, καθιστώντας τον έτσι απλό στη χάρη της αγάπης, να μορφώσει νοήματα διά του λόγου του με τον οποίο επικοινωνεί με τους πλησίον, με τη συνεργία του πνεύματος που αποτελεί μία τελειωτική ζωτική και κοσμοποιό δύναμη. Η ηθική αυτή ψυχολογική δυναμική λαμβάνει χώρα κατ’ εξοχήν μέσα στην Εκκλησία, όπως βλέπουμε στην Μυσταγωγίαν του αγίου Μαξίμου και αποτελεί εικονισμό της Θείας Οικονομίας, με την οποία ο κατ’ εἰκόνα του Θεού άνθρωπος διαλέγεται. Το πολύ ενδιαφέρον είναι ότι ενώ στους Νεοπλατωνικούς τα όντα αναφέρονται σε εἴδη, τα οποία εντοπίζονται στον Νου του Θεού που αποτελεί έκπτωση από την απλότητα του Ενός, στους Πατέρες τα όντα αναφέρονται σε λόγους εντοπιζόμενους στον Λόγο του Θεού που πραγματώνει στον κόσμο την απλή ευδοκία του Πατρός- Νου εν Πνεύματι. Η Τριαδολογία των Πατέρων διαφοροποιείται έτσι από τη Νεοπλατωνική: Τα όντα δεν αναφέρονται σε στατικές ιδεατές ουσίες, αλλά σε δυναμικούς λόγους του Θεού, που είναι προτάσεις Του για το πώς θα μπορούσαν να είναι τα όντα αυτά στο μέλλον[2]. Οι λόγοι των όντων δεν είναι μόνο είδη, αλλά και ενεργήματα του Θεού και εντοπίζονται όχι στον Νου, αλλά στον Λόγο, δηλαδή στον Χριστό, ο Οποίος σαρκούται και εκφράζει έτσι το νου και το θέλημα του Θεού μέσα στον κόσμο εν Πνεύματι. Από την άλλη, ο Νους ως Πατήρ θεωρείται στους Πατέρες ως μια απλή άσαρκη πρωταρχή ευδοκίας, χωρίς όμως την απρόσωπη απλότητα του Νεοπλατωνικού Ενός, καθώς αποτελεί Πρόσωπο διαλεγόμενο με τον Λόγο και τον Πνεύμα. Με τον τρόπο αυτό οι Πατέρες εκχριστιανίζουν τόσο τον Ιουδαϊσμό του Φίλωνος όσο και τον Νεοπλατωνισμό, απαντώντας όμως με διαφορετικό τρόπο στα αιτήματα της ελληνικής και της ιουδαϊκής παράδοσης.
Στην ανθρωπολογία τώρα ο νους του ανθρώπου θεάται και στοχάζεται τους λόγους του Θεού και με τον δικό του λόγο διαλέγεται μαζί τους και με τον πλησίον ενώ με το πνεύμα του πραγματώνει σκοπούς σε συνεργία με το Πνεύμα που τελειεί τη δημιουργία. Με τα παραπάνω θέλουμε να δείξουμε πώς εννοείται τριαδολογικά ο νους στη νηπτική παράδοση με μια σημασία που διαφέρει ριζικά από τη δυτική νοησιαρχία και από σύγχρονες μορφές συνειδητότητας. Σημειωτέον ότι ο νους διαφέρει σαφώς από τη διάνοιαν. Ο νους είναι απλός και στοχάζεται τα θεία νοήματα στην ενοείδειά τους, ενώ η διάνοια είναι μια διαστηματική μορφή σκέψης, η οποία μεταβαίνει από ένα σημείο σε ένα άλλο, λ.χ. από τις προκείμενες στο συμπέρασμα κ.ο.κ. Τη διάκριση αυτή νου και διανοίας τη μοιράζονται οι Πατέρες με τον νεοπλατωνικό και λοιπό ελληνικό στοχασμό. Ο νους είναι βασικά μια απλή δύναμις προσανατολισμού και το διακύβευμα είναι αν αυτή η δύναμις ως ψυχικό όμμα θα στραφεί προς τον Θεό ή προς τον κόσμο. Ο νους συμπαρασύρει στην όρασή του την υπόλοιπη ψυχή και το σώμα, των οποίων αποτελεί τον πρωτοπόρο μπροστάρη. Είναι σημαντικό να έχουμε υπ’ όψη αυτό το φάσμα σημασιών, όταν ασχολούμαστε με την πατερική νηπτική παράδοση. Στις σημασίες αυτές, βεβαίως, συμπεριλαμβάνονται και ο θυμός και η ἐπιθυμία, τις οποίες επεξεργάστηκε ο Πλάτων, αλλά με πρωτότυπο τρόπο και η χριστιανική νηπτική παράδοση. Ο θυμός είναι η έδρα συναισθημάτων που στον μεν Πλάτωνα σχετίζονται με την τιμή και την ανδρεία, στη δε νηπτική παράδοση με την αγάπη προς τον πλησίον ως υπέρβαση του φαύλου κύκλου λύπης και οργής. Η ἐπιθυμία στον μεν Πλάτωνα δέον να χαλιναγωγείται με τη σωφροσύνη και την εγκράτεια και να καθίσταται «ευήνια», στη δε νηπτική παράδοση αποτελεί μία «από τα κάτω» ομόλογη δύναμη προς τον νου, που, όπως και αυτός, δέον μάλλον να προσανατολίζεται ορθώς προς τον Θεό και έτσι ως θείος έρως να συμπαρασύρει τον όλο άνθρωπο. Νους και επιθυμία είναι τα δύο άκρα που καλούνται να αντιμετωπίσουν το δίλημμα Θεός ή κόσμος. Ο θυμός είναι το μέσον που διαπορθμεύει τον προσανατολισμό αυτό στον πλησίον άνθρωπο. Η νηπτική παράδοση τονίζει μάλλον τον προσανατολισμό και τη μεταμόρφωση και μόνο δευτερευόντως την εγκράτεια και την επιμέλεια στα οποία επέμεινε κατά τον Μισέλ Φουκώ [Michel Foucault] (1926-1984) η κλασική και ύστερη αρχαιότητα.
[1] Βλ. Περὶ διαφόρων ἀποριῶν, PG 91,1248A στο: Nicholas Constas (εκδ.), Maximos the Confessor. On Difficulties in the Church Fathers. The Ambigua. Τόμος I, Harvard University Press, Κέιμπριτζ, Μασαχουσέτη και Λονδίνο 2014, σ 428.
[2] Βλ. π. Νικόλαος Λουδοβίκος, Η Ευχαριστιακή Οντολογία, Δόμος, Αθήνα 1992.
Σὰν λέξη.
Κάθε λέξη διαθέτει καὶ διακρίνεται γιὰ τρία ἀχώριστα ὅσο καὶ ἀσύγχυτα μεταξύ τους στοιχεῖα: τὸν νοῦν (νόημα), τὸν λόγον (σημασία – συνδετικότητα) καὶ τὸ πνεῦμα (τὴν ἠχητική της ἀπεικόνιση – τὸν “ἀέρα” της).
Κανένα δὲν ὑπάρχει χωρὶς τὰ ἄλλα καὶ καθένα φέρει ταυτοχρόνως τὰ ἄλλα δύο. Ἡ μορφή της ὅμως παραμένει μία καὶ ἡ αὐτή. Κάθε λέξη ταυτίζεται καὶ μὲ τὰ τρία στοιχεῖά της, χωρὶς νὰ μπορεῖ νὰ χωριστεῖ ἀπὸ κανένα καὶ νὰ παραμένει λέξη. Ἡ λέξη εἶναι πάντοτε ἕνα νόημα, ποὺ πραγματοποιεῖ μέσῳ σύνδεσης τὴν σημασία του καὶ ποὺ ἐκφράζεται μὲ τὸν ἦχο της.
Οὔτε βέβαια θὰ μποροῦσε κανένας νὰ συγχύσει τὸν ἦχο της, μὲ τὴν μετάδοση τῆς σημασίας της ἢ μὲ τὸ “ἀρχικὸ” νόημά της. Κι αὐτὸ παρόλο ποὺ γιὰ παράδειγμα στὴν λέξη: “λέξη” καὶ τὸ νόημά της εἶναι “λέξη”, καὶ ἡ σημασία της εἶναι “λέξη”, καὶ βέβαια ὁ ἦχος της “λέξη” ἀκούγεται.
Κάθε ἕνα ἀπὸ τὰ στοιχεῖα μιᾶς λέξης σχετίζεται μὲ τὰ ἄλλα γιὰ νὰ εἶναι αὐτὸ ποὺ εἶναι. Ἕνας ἦχος πρέπει νὰ ἔχει σημασία ποὺ μεταφέρει ἕνα νόημα, γιὰ νὰ τὸν ποῦμε λέξη. Μία σημασία μεταφέρει ἕνα νόημα μὲ ἕνα ἦχο, γιὰ να ἔχουμε λέξη. Καὶ, ὅταν μιλᾶμε γιὰ λέξη, ἕνα νόημα πρέπει να σημαίνεται μὲ κάποιον ἦχο. Ἡ σχέση τοῦ νοήματος μὲ τὸν ἦχο παράγει τὴν σημασία τῆς λέξης, ἀρκεῖ νὰ ὑπάρχει κάποιος ἄξιος νὰ τὴν πεῖ ἢ νὰ τοῦ τὴν ποῦνε, δηλαδὴ νὰ ἀντιληφθεῖ αὐτὸν τὸν ἦχο μὲ αὐτὸ τὸ νόημα καὶ νὰ συλλάβει ἔτσι τὴν σημασία αὐτήν. Τὸ νόημα θὰ ἔμενε παντάπασιν ἀπροσπέλαστο χωρὶς τὴν σημασία˙ ἢ ἀλλιῶς προσεγγίζεται μόνο διὰ τῆς σημασίας. Ἡ σημασία εἶναι πάντα σημασία συγκεκριμένου νοήματος, ἀλλὰ καὶ τὸ νόημα εἶναι τὸ νόημα αὐτῆς τῆς σημασίας (αὐτὸ ποὺ θέλει-νὰ-πεῖ ἡ σημασία) , ὅταν ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ λέξεις.
Μιὰ σημείωση γιὰ τὴν σημασία: σημασία εἶναι ἡ δύναμη τῆς λέξης νὰ κοινωνεῖται μεταξὺ τῶν ὁμιλούντων, δυνατότητα ποὺ ὀφείλεται στὸ ὅτι ἡ λέξη μπορεῖ νὰ “κοινωνεῖ” (συνδέεται) μὲ τὶς ἄλλες λέξεις. Αὐτὴ ἡ τελευταία δυνατότητα ἔρχεται ἀπ’ τὸ ὅτι ἡ λέξη ἀποτελεῖ ἀναπόσπαστο κομμάτι τοῦ ἔναρθρου (δηλαδὴ συνδετικοῦ) λόγου διὰ τοῦ ὁποίου γίνεται, εἶναι αὐτὸ ποὺ εἶναι, καὶ ὑπάρχει ὡς λέξη.
Τέλος, περὶ τοῦ κινδύνου τοῦ ἀνθρωπομορφισμοῦ, ἂς σημειωθεῖ ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι πλασμένος – διαθέτει στὸ φυσικό του – τὴν δύναμη τοῦ διὰ τῆς ὁμιλίας λόγου. Δὲν τὴν κατασκεύασε μόνος του γιὰ τὸν ἑαυτόν του. Ἡ δύναμη τοῦ λόγου τοῦ δὲν εἶναι δικό του ἔργο, παρόλο ποὺ πραγματοποιεῖ τὰ περισσότερα ἔργα του δι’ αὐτῆς τῆς δυνάμεως.
ΥΓ συγχαρητήρια γιὰ τὴν συνέντευξη με τὴν ἐκπληκτικὴ Γελένα Πόποβιτς
Καλό άρθρο, αν και γραμμένο με τρόπο που δεν βοηθεί την κατανόηση από την πλευρά του μη-γνώστη. Αν αναπτυχθεί και εμπλουτιστεί με συγκεκριμένες αναφορές στα κείμενα, θα ήταν μια καλή συνεισφορά. Μια παρατήρηση: Γιατί ο όρος το πνεύμα “προβάλλεται”; Από πού προέρχεται αυτό;