Γιώργος Αντωνιάδης
Η αθρόα προβολή τουρκικών σήριαλ την τελευταία πενταετία στην ελληνική τηλεόραση είναι ένα γεγονός που έχει συγκεντρώσει τα πυρά αρκετών όσων θίγονται είτε οικονομικά είτε «συνειδησιακά» από αυτό το φαινόμενο. Πόσοι όμως από αυτούς που τώρα κατακρίνουν είναι οι ίδιοι που παρακολουθούσαν ή ακόμη και συμμετείχαν στις γνωστές σαπουνόπερες ελληνικής παραγωγής των μεγάλων καναλιών; Πότε όλοι εκείνοι άσκησαν αυτοκριτική για την κακέκτυπη αντιγραφή δυτικών προτύπων της αγγλόφωνης ή ισπανόφωνης τηλεόρασης; Αρκεί να παρακολουθήσετε όλους τους θιασώτες ενός νέου τουρκοφαγικού πατριωτισμού και δεν έχετε πάρα να διασκεδάσετε με την ευκολία σύγχυσης του «εθνικού» και του στενά ατομικιστικού συμφέροντος όλων όσων διαμαρτύρονται, αφού το «έγκλημα» έχει προ πολλού συντελεστεί και από τους ίδιους με άλλο τρόπο.
Ξαφνικά, γέμισε ο καλλιτεχνικός κύκλος από γλωσσαμύντορες που υπερασπίζονται δια της τρύπιας τσέπης τους την πολιτισμική κατακρύλα των Νεοελλήνων εξαιτίας των τηλεοπτικών παραγώγων «αλλότριας» προέλευσης. Όλος αυτός ο χώρος, καλλιτεχνών, τηλεκριτικών και άλλων νεόκοπων υπερασπιστών της πατριωτικής τιμής των νεοελλήνων τηλεθεατών αρθρώνουν μια κριτική που δεν στερείται τόσο λογικών επιχειρημάτων όσο νοηματοδοτικής ουσίας. Πέραν τούτου, η αντίληψη πως η ιδιοκτησία των συγκεκριμένων καναλιών επέλεξε ένα πιο οικονομικό πρόγραμμα για τους δέκτες του κοινού τους, βασίζεται σε ένα οικονομοκεντρικό σκεπτικό που δεν εξηγεί επαρκώς το λόγο για τον οποίο οι τηλεθεατές υποδέχτηκαν με τόση προθυμία αυτό το προϊόν. Η συγκεκριμένη στροφή που σημειώθηκε στις προτιμήσεις του τηλεοπτικού κοινού, όσο και αν το κατακρίνουμε ως απαίδευτο ή «εύκολο», συσχετίζεται με ένα άλλο υπόδειγμα κουλτούρας των τουρκικών σήριαλ το οποίο απωθούσε η δική του τηλεόραση και αγνοεί η αντίστοιχη πιο δυτικότροπη.
Προτού, όμως, αναλύσουμε την ιδιαιτερότητα των τουρκικών σήριαλ, είναι προτιμότερο να αναλογιστούμε ποιά ηταν η ανάλαφρη «ελληνική» τηλεόραση που χάθηκε. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, όποτε και απελευθερώθηκε η αγορά των ραδιοτηλεοπτικών συχνοτήτων, είναι σαφής η προτίμηση των πρώτων σε τηλεθέαση ιδιωτικών καναλιών είτε να προβάλουν ξενόγλωσσες ταινίες και σειρές είτε να αντιγράφουν ήδη πετυχημένους κύκλους παραγωγής ανάλαφρης ψυχαγωγίας που εντάσσονται στο περιθώριο της δυτικής μαζικής κουλτούρας, βλ. φωσκολειάδες σαπουνόπερες ελληνικής κοπιάς. Βεβαίως, υπάρχουν εξαιρέσεις ελληνικών τηλεοπτικών προϊόντων που βρήκαν ανταπόκριση στο ελληνικό κοινό και δεν στερούνται πρωτοτυπίας και ποιότητας. Παρόλα αυτά, η διαχρονική τάση της ελληνικής τηλεόρασης δεν διακρίνεται από τα προαναφερθέντα χαρακτηριστικά και η σημερινή μείωση των «εύπεπτων» ελληνικών παραγωγών συμβαδίζει με μια διάψευση του καταναλωτικού μοντέλου ζωής, το οποίο άρχισε να προτάσσεται ως πολιτισμικός μονόδρομος εξευρωπαϊσμού μας, από τις αρχές της δεκαετίας του ‘90.
Κάπως έτσι και όλα αυτά τα ελληνόφωνα σενάρια των τελευταίων είκοσι ετών που κατέκλυσαν την ελληνική τηλεόραση είχαν ως προϋπόθεση τους μια σχέση ρήξης με όποια πολιτισμική προκείμενη του ελληνικού λαού και αντέταξαν προς αυτήν κυρίως παίγνια αίματος, σπέρματος και κοινωνικής ανέλιξης στο βωμό των οποίων όλα επιτρέπονται. Το νεοελληνικό τηλεοπτικό «όνειρο» ενείχε κάποιας μορφής αξίωση για λύση του δράματος με το αρχικώς αδικημένο να εκθρονίζει τον προγενέστερα κραταιό αντίπαλο του με τα ίδια μέσα που ο τελευταίος προσπορίστηκε για να καταξιωθεί στην κορυφή της κοινωνικής ιεραρχίας. Με αλλά λόγια, τόσο οι συγγραφείς όσο και το κοινό τους ήταν και είναι γνήσιοι Νεοέλληνες, χωρίς να φορτίζω αρνητικά εξορισμού έναν τέτοιο όρο προς υπεράσπιση ενός άχρονου και απολλώνιου «Έλληνα». Σε μια περίοδο, που το νεοελληνικό όνειρο άρχισε να ξεφουσκώνει μετά την ελληνική ολυμπιάδα του 2004 και τα δομικά μας όρια για εύκολο πλουτισμό συνάντησαν την διεθνή κρίση του 2008, τότε προκύπτει και ο περιορισμός των ελληνικών τηλεοπτικών παραγωγών ο οποίος συμπίπτει με την εισαγωγή στο νέο-οθωμανικό παραμύθι μιας οικείας Ανατολής.
Αντίστοιχα μοτίβα δυτικών ονειρώξεων μπορεί να βρει κάποιος και στις τουρκικές σειρές, με περισσότερο οξυμένες τις κοινωνικές αντιθέσεις αλλά όχι αποσυνδεδεμένες από τις τομές που διατρέχουν την τουρκική κοινωνία. Η τουρκική τηλεόραση στην διαδικασία εκδυτικισμού της εγκαθίδρυσε μια πιο διαλεκτική σχέση με το ιστορικό και κοινωνικό παρελθόν της τουρκικής κοινωνίας. Οι Τούρκοι σεναριογράφοι περιγράφουν σαφώς μια κοινωνία που διαπλέκεται ακόμη από την διαπάλη μεταξύ νέου και παλαιού, επαρχίας και αστικών κέντρων, του Ισλάμ και της κοσμικής ζωής, της τιμής ως καθήκοντος και του ερώτα από ελεύθερη βούληση. Σε όλες τις σειρές αυτές είναι ανοιχτή η διαδικασία πολιτισμικής σύγκρουσης μεταξύ του Νεότουρκου με τον Νέο-Οθωμανό, της Κωνσταντινούπολης με την Άγκυρα και τον Ντιγιαρμπακίρ. Αυτό που κάνει τα τουρκικά σήριαλ να είναι τόσο διαφορετικά δεν είναι ένα καλύτερο κάστινγκ, μια αρτιότερη παράγωγη αλλά ο πλούτος των θεμάτων που συνταιριάζουν τόσο την ατομική όσο και συλλογική αφήγηση των πρωταγωνιστών τους. Εν προκειμένω, ο μίτος των τουρκικών σεναρίων ξετυλίγεται με απώτερο σκοπό ένα μέλλον με «τέλος» που δεν εγκαθιδρύεται τόσο στην βάση του πλούτου και της ηδονής αλλά της τιμής και η τάξης. Σε αντίθεση με πιο ατομικιστικά προτάγματα της ελληνικής τηλεόρασης, η τουρκική τηλεόραση αντανακλά μια άλλη κοινωνία από την δική μας που είναι σαφώς πιο συντηρητική πολιτισμικά αλλά πολύ πιο ειλικρινής με τις αντιθέσεις της και τον υβριδικό της χαρακτήρα.
Εν κατακλείδι, οι Ελλαδίτες που παρατηρούν όλη αυτήν την ομορφιά του Βόσπορου μέσα από τους τηλεοπτικούς τους δέκτες σαφώς θέλγονται ασυνείδητα και από ένα τόπο χαμένων πατρίδων ο όποιος ανθεί εν τη απουσία τους με όλες τις αντιφάσεις του, σε αντίθεση με την ξεθωριασμένη εικόνα μιας Αθήνας η όποια ταυτίζεται με όλη την Ελλάδα και πνίγει κάθε φωνή διαφορετικότητας και έμπνευσης. Η όποια απόδοση αμοραλιστικών προθέσεων σε όσους έγραφαν ή «ονειρεύονταν» τηλεοπτικά κατά τον γκρίζο νεοελληνικό τρόπο θα παρέπεμπε περισσότερο σε μία ηθικιστική προσέγγιση και θα παραγνώριζε τις αντιφατικές πολιτισμικές συγκείμενες του σύγχρονου Ελληνισμού. Συγκεκριμένα, τα όσα τηλεοπτικά προβάλλονταν σε πολύ μέτρια και ατακαδόρικα νεοελληνικά δεν ηταν πάρα το επιφαινόμενο μια βαθύτερης διαδικασίας εκδυτικισμού που για μας μεταφράστηκε σε ο,τι πιο θυμικό, σκιώδες και λάγνο έχει αναδείξει η δυτική κουλτούρα. Η όποια ενδεχόμενη ελληνόφωνη ανταπάντηση στα τουρκικά σήριαλ δεν μπορεί να δοθεί από εκείνη την ελίτ καλλιτεχνών η οποία συνεχίζει να βυθίζεται σε ένα μαζοχιστικό αυτοοικτιρμό γιατί δεν φύτρωσε εκ του μηδενός στο Βέλγιο και δεν διαβιεί στην Ελβετία…
πηγή: Αντίφωνο
Δεν θέλω να κρύψω το θετικό μου ξάφνιασμα από την οπτική γωνία την οποία μας προτείνει ο συντάκτης αυτού του κειμένου – παρά τά, δυο τρία, σημεία για τα οποία θα μπορούσα να ισχυρισθώ ότι υποπίπτει απρόσεκτα στο ίδιο λάθος που μας καταγγέλλει.
Έχουμε πάντως, εδώ, ένα γραπτό με βάση το οποίο μπορούμε να αρχίσουμε να συνδιαλεγόμαστε [i]έναρθρα[/i], και όχι [i]άναρθρα[/i], επί ενός κοινωνικού παραδόξου πράγματι αξιοπρόσεκτου.
Στην ουσία: Μια ευκαιρία να αρχίσουμε να διδασκόμαστε από τις αντιφάσεις μας.
ΥΓ: Μου είναι συμπαθέστατοι οι άνθρωποι που, πρώτοι, ήγειραν (στον ημεδαπό δημόσιο διάλογο) το θέμα των τουρκικών σήριαλ. Γι’ αυτό και, ελπίζω, θα εκλάβουν τις παρατηρήσεις του Γ. Αντωνιάδη ως [i]εμπλουτισμό[/i] και όχι ως [i]αντιστράτευση[/i] του προβληματισμού τους.
Το άρθρο του κ. Αντωνιάδη είναι θεματικά πολύ σημαντικό, διότι μπορεί με μεγάλη ευκολία να αποτελέσει έναυσμα για “σπουδαίες” συζητήσεις με ανυποψίαστους επ΄αυτών των θεμάτων ανθρώπους.
Εκτός τούτου είναι για εμένα μία πολύ καλή ανάλυση του θέματος και μιά πηγή πληροφόρησης (υποψιάζομαι έγκυρης) για το περιεχόμενο και το ήθος των τουρκικών σειρών στην Ελληνική τηλεόραση. Το λέω αυτό διότι μην έχοντας τηλεόραση στο σπίτι μου, δεν έχω και την δυνατότητα να τα παρακολουθήσω, αν και θα το ήθελα.
Θα το ήθελα λόγω του ότι ενδιαφέρομαι και ασχολούμαι ιδιαιτέρως με τους κατοίκους της Τουρκίας και με την σχέση τους μαζί μας.
Σε μία ερώτηση φίλου για τις τουρκικές σειρές στην Ελληνική τηλεόραση με έμφαση στο αν είναι εκ του πονηρού απάντησα με μία ερώτηση που πραγματικά με απασχολεί:
“Γιατί αναρωτιώμαστε τώρα, ενώ τόσα χρόνια διαποτιζόμαστε από Αμερικάνικα (χείριστης κατά το πλείστον ποιότητας, βουτηγμένα στην βία και στη πορνεία) έργα στην τηλεόραση και τον κιν/φο, με διάφορες ισπανόφωνες σειρές (που έχουν λειτουργήσει εμφανώς ως πρότυπα για τα παιδιά μας), αλλά και με διαφημήσεις που συχνά τις αναπαράγουμε στις παρέες μας χαλαρά και παραστατικά. Ολα αυτά ποτέ δεν μας φάνηκαν …. εκ του πονηρού”;